Τὸ ἦθος τοῦ Κυβερνήτη
[τοῦ Ἰωάννου Καποδίστρια]
EMΦΟΡΟΥΜΕΝΟΣ ἐκ τῆς ἰδέας ὅτι ὁ λαὸς τῆς Ἑλλάδος πένεται, προσεπάθει νὰ εἰσαγάγῃ διὰ τῆς βίας τὴν λιτότητα, δίδων αὐτὸς ὁ ἴδιος τὸ παράδειγμα. Δὲν ἔφερε ποτὲ μαζί του πλέον τοῦ ἑνὸς φύλακος, ἵνα πείσῃ τοὺς εὐτελεῖς Ἕλληνας νὰ καταργήσωσι τὰς ὁποίας ἔφερον πάντοτε οὐράς, διὰ τὴν συντήρησιν τῶν ὁποίων ἐγένετο δαπάνη πολλή. Ἔτρωγε λιτότατα διὰ νὰ πείσῃ τοὺς εὐποροῦντας νὰ καταργήσωσι τὴν πρὸς τὴν ποικιλίαν καὶ πολυδάπανων φαγητῶν τάσιν. Ἐνεδύετο ἁπλούστατα καὶ ὁσάκις ἔφερε τὴν ἐπίσημον στολήν του, διὰ νὰ δυνηθῇ νὰ καταργήσῃ τὸ χρυσοενδύεσθαι εἰς ὃ ἦσαν ἐπιρρεπέστατοι τότε οἱ Ἕλληνες μιμηθέντες τοὺς πρώην κυρίους των Τούρκους, διὰ τοῦτο ἐξήλεγχεν ὅλα τ’ ἀνωτέρω ἐλαττώματα αὐστηρῶς καὶ πικρότατα.
Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης μετέβαινε νὰ παρουσιάσῃ εἰς τὸν Κυβερνήτην τὸν Γενναῖον, τὸν ἀπήντησε μεταβαίνοντα εἰς τὸν περίπατον.
— Ὑπερεξοχώτατε, τῷ εἶπε, Σοῦ παρουσιάζω τὸν Γενναῖον μου.
Ὁ Κυβερνήτης εἶδε χρυσοφόρον νέον καὶ παρ’ αὐτῷ ἕτερον νέον μὴ φέροντα χρυσᾶ ἐνδύματα, ὅστις ἦτον ὁ Γραμματεὺς τοῦ Γενναίου Μιμῖκος Πολυχρονόπουλος, καὶ πρὸς τοῦτον ἀπέτεινεν ὁ Κυβερνήτης τὴν χεῖρα ὑποκριθεὶς ὅτι τὸν ὑπέλαβεν ὡς τὸν Γενναῖον. Ὁ Κολοκοτρώνης τῷ εἶπεν ἀμέσως.
— Αὐτὸς εἶναι ὁ Γενναῖος.
— Ἄ, εἶπεν ὁ Κυβερνήτης ὡς μᾶλλον ἐξιππασθεὶς ἐγὼ ἰδὼν αὐτὸν μὲ τὰ χρυσᾶ τὸν ὑπέλαβον ὡς τζοχαντάρην του.