Συγκλονισμένη είναι η κοινή γνώμη από τις αποκαλύψεις για τον 37χρονο ιερέα από τα Κάτω Πατήσια, ο οποίος κατηγορείται για βιασμό ανήλικης. Τα στοιχεία της δικογραφίας που ήρθαν στο φως της δημοσιότητας σκιαγραφούν το προφίλ ενός ανθρώπου χωρίς αναστολές ενώ η κατάθεση της 16χρονης σήμερα κοπέλας για τα όσα τρομακτικά βίωσε σοκάρει. Ο ιερέας συνελήφθη και σε βάρος του ασκήθηκε δίωξη με κατηγορίες για βιασμό, κατάχρηση σε ασέλγεια και αποπλάνηση ανηλίκου.
Όπως αναφέρεται στη δικογραφία, καταγγέλθηκε από συγγενικό πρόσωπο της κοπέλας πως ο ιερέας, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη της έφηβης την εξανάγκαζε «με τη χρήση ψυχολογικής και σωματικής βίας σε κατ΄ επανάληψιν συνουσία, παρά φύση ασέλγεια και άλλες γενετήσιες πράξεις τόσο σε χώρους της ενορίας όσο και στο όχημά του», αναφέρει το dikastiko.gr. Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, η μητέρα της κοπέλας υποστήριξε πως όλα ξεκίνησαν τον Δεκέμβριο του 2019, όταν ο ιερέας εξανάγκασε την κοπέλα σε πράξη σεξουαλικού περιεχομένου, ενώ τον Ιανουάριο του 2020 την εξανάγκασε σε ολοκληρωμένη συνουσία και ασέλγησε σε βάρος της μέσα στον χώρο του κατηχητικού. Σύμφωνα με τη μητέρα, τελευταία φορά που ο ιερέας έκανε τις αποτρόπαιες πράξεις ήταν τον Μάιο του 2020, όταν το κορίτσι σταμάτησε να πηγαίνει στο κατηχητικό.
Τα περιστατικά επιβεβαίωσε η ανήλικη στην κατάθεσή της, αναφέροντας πως το σχολικό έτος 2018- 2019 ξεκίνησε να πηγαίνει κάθε Κυριακή στο κατηχητικό της ενορίας της, όπου κατηχούσε ο κατηγορούμενος και στον οποίο ξεκίνησε την επόμενη σχολική χρονιά (2019- 2020) να εξομολογείται. «Στο πλαίσιο της εξομολόγησης εντός του χώρου του ανωτέρω ναού, ο κατηγορούμενος της έθετε ερωτήσεις σεξουαλικού περιεχομένου, στις οποίες αυτή δεν επιθυμούσε να απαντήσει, καθώς ένιωθε άβολα και ο κατηγορούμενος επέμενε λέγοντας της ότι αυτός είναι ο Πνευματικός της και θα πρέπει να τον έχει σαν Θεό της και να είναι τα πάντα για αυτήν, ζητώντας με αυτόν τον τρόπο υπακοή», αναφέρει η δικογραφία.
Ο ιερέας ζήτησε από την ανήλικη να παίξουν ένα παιχνίδι
«Στο πλαίσιο της εξομολόγησης το Νοέμβριο του 2019, ο κατηγορούμενος της είπε ότι θα παίξουνε ένα “παιχνίδι”, το οποίο αποτελείται από δέκα βήματα, και με πρόφαση αυτό πήρε το χέρι της και το ακούμπησε στο γεννητικό του μόριο. Η πράξη του αυτή της προκάλεσε έντονο φόβο, με αποτέλεσμα να τρέμει και να μην μπορεί να αντιδράσει, αλλά ο κατηγορούμενος συνέχιζε να τοποθετεί το χέρι της στο μόριο του, λέγοντας της ότι αυτή θα είναι η κρυφή τους σχέση και να μην πει τίποτα σε κανέναν, διότι θα κινδύνευε», αναφέρει η δικογραφία.
«Ακολούθως, λόγω πίεσης που δεχόταν από συχνά τηλεφωνήματα του κατηγορουμένου, μετέβη εκ νέου για εξομολόγηση. Ο κατηγορούμενος τότε της ανέφερε ότι θα προχωρήσουν στα επόμενα στάδια του “παιχνιδιού” και συγκεκριμένα λέγοντας της ότι θα εξερευνήσει το σώμα της, ως Πνευματικός της, την άγγιξε στο στήθος της μέσα από τα εσώρουχά της, πράξη που την έκανε να νιώσει άβολα και του το είπε. Παρόλα αυτά, ο κατηγορούμενος συνέχισε» και προέβη σε καταδικαστέες πράξεις λέγοντας στο κορίτσι πως δεν θα έφευγε αν δεν τις έκανε.
Επίσης τον Δεκέμβριο του 2019 «ο κατηγορούμενος της ζήτησε να μεταβούν στο νέο χώρο όπου θα στεγαζόταν το κατηχητικό της ενορίας του, καθώς γνώριζε κάποια πράγματα για τους υπολογιστές και θα χρειαζόταν τη βοήθειά της, και η ίδια το δέχτηκε. Αφού συναντήθηκαν και επιβιβάστηκε στο όχημά του, ξεκίνησε να της κάνει και πάλι ερωτήσεις σεξουαλικού περιεχομένου, ενώ ξαφνικά άλλαξε την πορεία του οχήματός του και την οδήγησε σε ερημικό στενό στην περιοχή. Εκεί, εντός του αυτοκινήτου την ακινητοποίησε με τη χρήση σωματικής βίας» και εξανάγκασε το παιδί σε σεξουαλικές πράξεις.
Το παιδί σταμάτησε να πηγαίνει στο κατηχητικό
Σύμφωνα με την δικογραφία, στη συνέχεια ο ιερέας ζήτησε από το κοριτσάκι να «προβούν και σε ολοκληρωμένη συνουσία, πλην όμως του δήλωσε ότι ήταν αδιάθετη και του ζήτησε να σταματήσει και να αποχωρήσουν από εκεί. Ο κατηγορούμενος το αρνήθηκε και την εξανάγκασε (...) Την επέστρεψε με το αυτοκίνητό του στην οικία της, λέγοντάς της ότι θα επικοινωνήσουν τηλεφωνικά για το νεότερο ραντεβού τους, διότι δεν είχαν ολοκληρώσει τα βήματα του “παιχνιδιού” τους και έχουν ήδη καθυστερήσει. Έκτοτε σταμάτησε να πηγαίνει στο κατηχητικό, αποφεύγοντας τον».
«Στις αρχές Ιανουαρίου του 2020, βραδινές ώρες, ευρισκόμενη στο Ναό, όπου λάμβανε χώρα πανήγυρις, ο κατηγορούμενος, βρίσκοντάς την μόνη της και εκμεταλλευόμενος το σκοτάδι που επικρατούσε, άνοιξε απότομα την πόρτα και την τράβηξε εντός του χώρου του κατηχητικού. Παρόλο που του ζητούσε επίμονα να την αφήσει να φύγει, αυτός με τη χρήση σωματικής βίας την κόλλησε στον τοίχο και την εξανάγκασε σε ολοκληρωμένη συνουσία και σε παρά φύσει ασέλγεια. Καθ’ όλη τη διάρκεια της ανωτέρω πράξης πονούσε πάρα πολύ, φώναζε και έκλαιγε», αναφέρει σε άλλο σημείο.
Η κατάθεση του παιδιού
Το κορίτσι κατάθεσε στις αρχές πως έκλαιγε σχεδόν κάθε μέρα από τον φόβο του και δεν ήξερε τι να κάνει. «Ήθελα κάτι να κάνω αλλά φοβόμουνα πάρα πολύ. Φοβόμουνα πάρα πολύ. Ήμουν διαλυμένη. Ένιωσα ότι αυτός ο άνθρωπος δεν βίασε απλά το σώμα μου, αλλά βίασε την ψυχή μου», κατέθεσε η έφηβη σύμφωνα με το Πρώτο Θέμα.
Η ανήλικη εξομολογήθηκε ότι η σειρά «13 Reasons Why» ήταν αυτή που την έκανε ψυχολογικό ράκος και παράλληλα την όπλισε με δύναμη για να καταγγείλει τα όσα συνέβησαν: «Έτυχε να βλέπω μια σειρά που λέγεται 13 reasons why που έχει να κάνει με διάφορους βιασμούς με μια κοπέλα. Δεν ξέρω αν την ξέρετε. Ήταν ένα επεισόδιο που αυτή η κοπέλα τέλος πάντων που την βίασε αυτός και έκλαιγα για 2 ώρες. Δεν μπορούσα να σταματήσω να κλαίω, γιατί μου ήρθαν πράγματα στο μυαλό…». Όπως λέει η μικρή, σύμφωνα πάντα με το «Πρώτο Θέμα», ο 37χρονος ιερέας αφού την απομόνωσε και της επιτέθηκε για να εκτονώσει στο παιδικό της κορμί τις αρρωστημένες του ορέξεις, της είπε: «Ωραία, τώρα ήρθε η ώρα, να σε εξετάσω, και στο άλλο κομμάτι».
«Νόμιζα ότι θα πεθάνω»
Σε αυτό το σημείο περιγράφει όσα φρικτά υπέστη και μάλιστα καθώς της ασκούσε βία σε σημείο που όπως χαρακτηριστικά λέει: «Έκανε αυτή την κίνηση και νόμιζα ότι θα μου κοπεί η ανάσα και ότι θα πεθάνω. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, και του έκανα έτσι στο πόδι για να με αφήσει. Δεν μπορούσα να πάρω ανάσα, ενώ αυτός συνέχιζε να κάνει αυτό το πράγμα, ευτυχώς που μετά τον ξαναπήρε η γυναίκα του». Η έφηβη κατάθεσε πως ο ιερέας κάλεσε στη συνέχεια τη σύζυγό του για να της πει πως θα επιστρέψει σπίτι καθώς δεν βρήκε το παιχνίδι που του ζήτησε για τον ανήλικο γιο του: «”Σήμερα δεν ολοκληρώσαμε τα βήματα πως πρέπει, αλλά την επόμενη” λέει, “θα τα ολοκληρώσουμε”. “Δε γίνεται”, λέει, “το έχουμε καθυστερήσει” λέει. Και εγώ δεν μιλούσα, δεν μπορούσα, είχα μείνει άναυδη και μετά πήρε τη γυναίκα του στο τηλέφωνο και της λέει “τελικά δεν το βρήκα”, λέει, “αυτό το παιχνίδι για το παιδί. Γυρνάω τώρα πίσω” λέει και “θα δούμε, αν θα ξαναπάμε καμιά φορά μαζί με τα παιδιά”».
«Και εγώ είχα μείνει έτσι και τον κοιτούσα και μου έκανε νόημα να μη μιλήσω. Και μετά όταν φύγαμε και με άφησε κοντά στο σπίτι μου, μου λέει “να κανονίσουμε”, λέει, “θα σου στείλω μήνυμα για να δούμε και πότε θα ξανάρθεις”. Και μετά δεν πήγαινα στο κατηχητικό καθόλου και έτυχε, ήταν αρχές του Ιανουαρίου, που έτυχε να είναι μια γιορτή στο κατηχητικό κάτω. Δεκέμβρης ήταν νομίζω. Δεν ξέρω τι, Πρωτοχρονιά, κάποιο γλέντι, κάποιος κύριος είχε γιορτή, δεν θυμάμαι τι ήταν. Και κάπου στον Ιανουάριο, αρχές Ιανουαρίου και μετά πήγα με τα αδέρφια μου σ’ αυτή τη γιορτή, και φύγαμε νωρίς γιατί ήταν Κυριακή και την επόμενη μέρα είχα σχολείο και εγώ και τα αδέρφια μου. Και λέω στη γυναίκα του “εγώ φεύγω καληνύχτα”. “Εντάξει” μου λέει “καληνύχτα κορίτσι μου θα τα πούμε φιλάκια”. “Καλά θα τα πούμε”. Και φύγαμε και μετά από κανένα μισάωρο, με παίρνει τηλέφωνο ο παπάς και μου λέει “γιατί έφυγες τόσο νωρίς;”», κατέθεσε.
«Έπρεπε να κάνω κάτι»
«Σταμάτησα πια να πηγαίνω στο κατηχητικό... Αρχές Ιουλίου και τελοσπάντων μετά, πήγαμε διακοπές στο εξοχικό μου τον Αύγουστο, όταν γυρίσαμε εγώ είχα σκεφτεί ότι «δεν θα το πεις σε κανέναν αυτό που είχε γίνει, τελείωσε. Τελείωσε θα μείνει μέσα σου, λέω, δεν πειράζει δεν είναι κάτι. Δεν είναι κάτι σκέφτηκα δεν θα το πεις σε κανένα γιατί θα σε σκοτώσει. Τελείωσε δεν θα το πεις σε κανέναν αυτό το πράγμα. Αυτό σκεφτόμουν εγώ και μετά τον Αύγουστο, όταν γύρισα τέλη Αυγούστου, έτυχε να δω μία ταινία που είχε κάνει με το βιασμό, και μου ήρθαν όλα αυτά τα σκηνικά στο νου και άρχισα να κλαίω με λυγμούς και τότε κατάλαβα ότι κάτι έπρεπε να κάνω γι’ αυτό, ότι πρέπει να το πω σε κάποιον αυτό που μου είχε συμβεί», είπε το κορίτσι στους αστυνομικούς.
«Και πήγα την επόμενη ημέρα στην κολλητή μου που μαστε μαζί από τον παιδικό σταθμό, από μωρά μαζί, και της λέω “πρέπει να σου πω κάτι που έχει γίνει”. Και μου λέει “πες μου τι έχει γίνει;”. Είχε μείνει άναυδη και άρχισα να της λέω ότι “ξέρεις με τον παπά...”, μου λέει “τι έγινε με τον παπά;”, Της λέω “με βίασε” και είχε μείνει και μου λέει τι εννοείς; Εξήγησε μου. Και άρχισα να της εξηγώ τι είχε γίνει, είχε μείνει άναυδη, και μου λέει “δεν μπορώ να πιστέψω αυτά που μου λες, δεν μπορώ να πιστέψω ότι σου έχει συμβεί κάτι τέτοιο, αποκλείεται”. Της λέω “ναι, έχει συμβεί αυτό”. Της λέω “φοβάμαι πάρα πολύ μην με σκοτώσει”. Μου λέει “δεν υπάρχει λόγος να φοβάσαι. Γιατί να φοβάσαι;”. Μου λέει “πρέπει να κάνεις κάτι. Κάτι πρέπει να κάνεις. Να πας στην αστυνομία”. Λέω “όχι φοβάμαι δεν θέλω να πάω στην αστυνομία, φοβάμαι πάρα πολύ μη μου κάνει κάτι”. Μου λέει “δεν το χεις πει στην θεία σου;” της λέω όχι “φοβάμαι να το πω στη θεία μου”. “Γιατί δεν το λες στη θεία σου;” μου λέει και της λέω “δεν θέλω να το πω στη θεία μου”», κατέθεσε το κορίτσι.
«Νόμιζα ότι είμαι καταδικασμένη, μου κατέστρεψε τη ζωή»
Όπως λέει η μικρή δεν μιλούσε γιατί «ήμουν πάρα πολύ φοβισμένη. Γιατί δεν είχα βρει τόσο καιρό τη δύναμη να το κάνω αυτό, δηλαδή να έρθω και νόμιζα πως ήμουν καταδικασμένη σε αυτό το πράγμα και ότι αυτό θα με κυνηγάει για όλη μου τη ζωή, αλλά είπα ότι το σκέφτηκα και εγώ ότι δεν μπορούσα άλλο, όλο αυτό τον πόνο, όλο αυτό τον φόβο και έτσι ήρθαμε και ήρθα να το καταγγείλω. Και μετά το είπα και στην μητέρα μου και έχω αρχίσει να νιώθω πάρα πολύ δυνατή και να δίνω δύναμη στον εαυτό μου για να καταφέρω να τιμωρήσω, όχι να τιμωρήσω δεν είναι ωραία έκφραση αυτό που λέω, να πάθει σε εισαγωγικά αυτός ο άνθρωπος αυτό που πρέπει γιατί με βίασε. Με βίασε, με βίασε ενώ δεν το ήθελα. Δεν το ήθελα αυτό το πράγμα, κατέθεσε.
«Δεν το ήθελα. Και θέλω απλά να πληρώσει για τις πράξεις του γιατί και οι φίλες μου φοβούνται και η θεία μου δεν μπορεί να με βλέπει έτσι και μου λέει ότι πρέπει να μπει φυλακή αυτός ο άνθρωπος γι’ αυτό που σου έκανε. Δεν είναι σωστό αυτό που σου έκανε. Σε αυτό το σημείο αναφέρεται ότι η μικρή ξεσπάει και πάλι σε κλάματα. Και δεν μπορώ άλλο να τον βλέπω. Τον βλέπω σε καθημερινή βάση, μπορεί να περνάει με τη γυναίκα του με τα παιδιά του και δεν μπορώ να τον βλέπω. Κάθε φορά είναι σαν να ζω τα ίδια πράγματα και πραγματικά ξέρω ότι αυτό δεν θα γίνει από τη μία μέρα στην άλλη, να γίνω καλά, Αλλά δεν μπορώ άλλο να τον βλέπω, να είναι ελεύθερος έξω λες και δεν έχει συμβεί τίποτα. Μου έχει κάνει τόσο μεγάλο κακό, τόσο μεγάλο κακό, που δε νομίζω να έχει καταλάβει τι κακό μου έχει προκαλέσει. Βίασε εμένα, βίασε το κορμί μου, βίασε την ψυχή μου, μου κατέστρεψε τη ζωή», είπε το παιδί στους αστυνομικούς και ξέσπασε σε κλάματα.