Είναι νέο κορίτσι. Όμορφο. Και θέλει να το δείξει. Να ποζάρει κάθε μέρα στον λογαριασμό της σαν να είναι σε εξώφυλλο περιοδικού, η δική της γενιά έχει αυτό το προνόμιο. Να πάρει όση αυτοεπιβεβαίωση μπορεί από likes, emojis «φωτιά», ξελιγωμένα ή/και συγκρατημένα σχόλια. Και γιατί να μην το κάνει; Μπορεί κιόλας στο πίσω μέρος του μυαλού της να σκέφτεται ότι κάτι μπορεί να βγάλει από αυτό. Μπορεί να γίνει “digital creator” (ίσως δεν ξέρει ξέρει τι ακριβώς σημαίνει, αλλά μήπως ξέρει κανείς μας;), μπορεί να γίνει influencer, μπορεί να ανοίξει η πόρτα της τηλεόρασης - ένα ριάλιτι ή ένα τάλεντ σόου. Και γιατί να μην το σκέφτεται έτσι; Ποιος μπορεί να της το απαγορέψει; Ποιος έχει το δικαίωμα να της το απαγορέψει;
«Είναι αυτό απαραίτητα κακό; Όχι. Ίσως είναι και μία μορφή κοινωνικής κινητικότητας. Παιδιά από όλες τις κοινωνικές και οικονομικές τάξεις, αξιοποιούν τα social media μετατρέποντας ουσιαστικά εαυτές σε προϊόντα, κρεμάστρες για ρούχα χορηγών, καμβάδες για κρέμες με αγγούρια και αβοκάντο, δοχεία δημητριακών, super foods και καφέδων». Άλλωστε: «Το παράθυρο του κοριτσιού στον κόσμο είναι τα λαμπερά σόου, τα social media. Είναι το Instagram που βλέπει άλλα κορίτσια της τάξης της να καταφέρνουν να έχουν ακριβά αυτοκίνητα, να πηγαίνουν στο Ντουμπάι για Πρωτοχρονιά, να φοράνε ρούχα σχεδιαστών (…) Την καλούν σε πάρτι/σε ερημική παραλία/σε σουίτα/σε διαμέρισμα/στο Παρίσι/ you name it. Δεν θα πάει; Γιατί να μην πάει; Από ποια άνεση εσύ λες πως δεν θα πήγαινες; Και γιατί φταίει εκείνη που πήγε και όχι εκείνος που την τράβηξε μέχρι εκεί για να την βιάσει;». Τα αποσπάσματα είναι από μια ανάρτηση της ραδιοφωνικής παραγωγού Μαρίας Θανασούλια στο Facebook, ό,τι πιο εύστοχο διάβασα αυτές τις μέρες για τα Instababes. Συνεχίζει: «Το κακό ξεκινάει με την στρεβλή αντίληψη περί κοινωνικής κινητικότητας, όπου ξεχνάς πως σε έναν τέτοιο κόσμο, καπιταλιστικό και πατριαρχικό, αν είσαι γυναίκα, δεν θα πάψεις ποτέ να είσαι το προϊόν. Όσα λεφτά κι αν βγάλεις. Όσους followers κι αν αποκτήσεις».
Κι αυτό είναι το πικρό συμπέρασμα. Τα κορίτσια δεν κάνουν απολύτως τίποτα κακό ή επιλήψιμο. Πολύ συχνά, όμως, δεν υπάρχει κάποιος δίπλα τους να τις προστατεύσει υπενθυμίζοντας τους ότι η ομορφιά, η φρεσκάδα και το sexiness είναι χαρακτηριστικά ενός προϊόντος που τα αρπακτικά εντοπίζουν στο scrolling. Και μετά οι ιστορίες γίνονται σκοτεινές. Από αυτές που οι τηλεοράσεις θολώνουν την εικόνα για να τις πουν. Οι ιδιωτικές στιγμές γίνονται δημόσιες, οι παραβάτες σπανίως την πληρώνουν, στο «προϊόν» μπαίνει «τιμούλα» (καμιά φορά τη βάζει κυνικά και το ίδιο το θύμα όταν συνειδητοποιεί που έμπλεξε και θέλει να περάσει στην πλευρά των «νικητών»).
Φταίει και η σύγχρονη πορνογραφία; Φταίει. Γιατί, από την άλλη, υπάρχει κι ένα νέο αγόρι που είναι εκτεθειμένο σε αυτή σε όλη του τη ζωή. Όχι με τον γραφικό τρόπο του 20ου αιώνα - μια κασέτα εδώ, ένα περιοδικό εκεί να κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι την ώρα του διαλείμματος. Αλλά με τον σαρωτικό τρόπο του 21ου αιώνα. Το πορνό διαθέσιμο on-line 24 ώρες το 24ωρο, 7 μέρες την εβδομάδα, 365 ημέρες τον χρόνο. Δεν είναι πια εφηβικός χαβαλές, δεν είναι πια «εκπαιδευτικό» (sic), είναι περιεχόμενο που καταναλώνεται παντού και πάντα σε μια συσκευή που έχει το μέγεθος της παλάμης του και γίνεται εθιστικό θέαμα. Με άπειρες επιλογές, από sextapes διασήμων (που έγιναν το καλύτερο εισιτήριο για να μπεις στη χώρα των σελέμπριτι) μέχρι όποιονδηποτε συνδυασμό μπορεί να παράξει οποιαδήποτε φαντασίωση ή διαστροφή. Κοινός παρανομαστής, παρά τις σποραδικές απόπειρες για «ηθική πορνογραφία» ή «πορνό από γυναίκες για γυναίκες»: το σεξ στην οθόνη έγινε πιο βίαιο, λιγότερο συναινετικό, απόλυτα πατριαρχικό.
Μια απλή αναζήτησή στο Google θα αποδώσει δεκάδες έγκυρες έρευνες που συνδέουν την σύγχρονη πορνογραφία με την πτώση της σεξουαλικής ικανοποίησης τη μοναξιά, την μερική (ή ολική) καταστροφή της σεξουαλικής ζωής. Γιατί τα αγόρια αυτής της γενιάς, τα «αγόρια του PornHub», μεγάλωσαν με αυτό το πρότυπο. Ότι το σεξ είναι μια αποκλειστικά ανδρική υπόθεση, τα κορίτσια είναι οι αναγκαίοι κομπάρσοι. Είναι οι bros που ανταλλάσσουν φωτογραφίες και βιντεάκια, χωρίς καν τη δεύτερη σκέψη ότι δεν έχουν την άδεια να το κάνουν. Καμώνονται τους «πορνοστάρ της διπλανής πόρτας» που προσπαθούν αδέξια να κοπιάρουν αυτά που βλέπουν, κάτι που δε θα ήταν απαραίτητα κακό αν δεν έβαζαν πολύ χαμηλά ως προτεραιότητα το κόνσεπτ της «συναίνεσης» - έτσι κι αλλιώς στα βίντεο της πλατφόρμας το αρχικό «όχι» πάντα «ναι» δε γίνεται; Κι εδώ, πολύ συχνά, δεν υπάρχει κάποιος δίπλα τους να τους προστατεύσει, να τους εξηγήσει π.χ. ότι αν κάτι δεν πρέπει να γίνουν στη ζωή τους αυτό είναι σεξουαλικοί κακοποιητές. Σε πολλές περιπτώσεις δε, το περιβάλλον μπορεί να τους εξοπλίζει και με το έτερο σαρωτικό προνόμιο, το χρήμα που δίνει την αίσθηση ότι «όλοι και όλες τους χρωστάνε». Ακόμα και ναρκωμένες.
Η υπόθεση της Θεσσαλονίκης, ανεξάρτητα από το πώς θα τελεσιδικήσει νομικά, έχει κλειδαρότρυπα, συνωμοσιολογία κι ενδεχομένως διαπλοκή, θύτες και θύματα, insta-νταβατζήδες και τηλεοπτικούς απολογητές. Τις τελείες ενώνει η λεπτή γραμμή της «κουλτούρας του βιασμού», τόσο διαδεδομένη και κανονικοποιημένη πια. Και η αίσθηση της παρακμής, διάχυτη τελευταία σε μια χώρα που ενώ θα έπρεπε να εκπαιδεύει για το σεξ και τα σόσιαλ στα σχολεία της, αναλώνεται στο να ραντίζει με κάθε επισημότητα τα καινούρια μαχητικά αεροσκάφη της…