O Σιντάρτα έμεινε κοντά στον πεισματάρη, έμαθε να κουμαντάρει τη βάρκα κι όταν δεν είχε δουλειά στο πέρασμα, δούλευε, μαζί με τον Βαζουντέβα στο ρυζοχώραφο, μάζευε ξύλα, έκοβε τους καρπούς από τα μπανανόδεντρα. Έμαθε να φτιάχνει κουπιά, έμαθε να επισκευάζει τη βάρκα, να πλέκει καλάθια, χαιρόταν με όλα όσα μάθαινε και περνούσαν γρήγορα οι μέρες και οι μήνες.Αλλά το ποτάμι του μάθαινε περισσότερα απ’ όσα μπορούσε, να του μάθει ο Βαζουντέβα. Μάθαινε αδιάκοπα απ’ αυτό. Και πάνω απ’ όλα έμαθε να ακούει να αφουγκράζεται με την καρδιά γαλήνια, με υπομονή, με την ψυχή ανοιχτή, χωρίς πάθος κι επιθυμίες,χωρίς να κρίνει και να έχει γνώμη.
Ήταν ευχάριστη η ζωή του κοντά στον Βαζουντέβα και καμιά φορά αλλάζανε λίγες κουβέντες, λίγες, και μετά από σκέψη. Ο Βαζουντέβα δεν ήταν ομιλητικός, σπάνια κατάφερνε ο Σιντάρτα να τον παρακινήσει σε κουβέντα. Έχεις μάθεις κι εσύ απ’ το ποτάμι αυτό το μυστικό: ότι δεν υπάρχει χρόνος;» τον ρώτησε κάποτε.
Ένα φωτεινό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του Βαζουντέβα. «Ναι, Σιντάρτα» είπε. «Θέλεις να πεις πως το ποτάμι είναι την ίδια στιγμή παντού, στην πηγή του και στην εκβολή, στον καταρράκτη και στο πέρασμα, στο ορμητικό ρεύμα του, στη θάλασσα, στα βουνά, παντού ταυτόχρονα, πως υπάρχει μόνο το παρόν γι’ αυτό, πως δεν υπάρχει η σκιά του παρελθόντος ούτε του μέλλοντος;»
«Ναι, αυτό εννοώ» είπε ο Σιντάρτα. «Κι όταν το έμαθα, κοίταξα τη ζωή μου κι ήταν ένα ποτάμι, το αγόρι Σιντάρτα το χώριζαν σκιές μονάχα από τον άντρα και το γέροντα Σιντάρτα, κι όχι κάτι αληθινό. Οι προηγούμενες γεννήσεις του Σιντάρτα δεν ήταν παρελθόν, ούτε ο θάνατος και η επιστροφή του στο Βράχμα ήταν μέλλον. Τίποτα δεν ήταν, τίποτα δε είναι˙ όλα είναι, όλα έχουν οντότητα και παρόν».
Ο Σιντάρτα μιλούσε με ενθουσιασμό, η ανακάλυψή του τον είχε κάνει πολύ ευτυχισμένο. Ω! μήπως όλος ο πόνος δεν ήταν χρόνος, όλος ο αυτοβασανισμός του κι ο φόβος δεν ήταν χρόνος, καθετί δύσκολο κι εχθρικό στον κόσμο δε θα το ξεπερνούσε κανείς, αν νικούσε το χρόνο, αν μπορούσε να μην τον σκέφτεται πια; Είχε, μιλήσει με ενθουσιασμό κι ο Βαζουντέβα του χαμογέλασε, το πρόσωπό του έλαμπε, του έγνεψε καταφατικά, του χάιδεψε αμίλητος τον ώμο και γύρισε πάλι στη δουλειά του.
ΣΙΝΤΑΡΤΑ
ΕΡΜΑΝ ΕΣΣΕ