Ὁ Κωνσταντῖνος Γεωργίου γεννήθηκε τὸ 1976 στὸ Ἀγρίνιο. Τὸ 1998 ἀποφοίτησε ἀπὸ τὴν Φιλοσοφικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἰωαννίνων. Εἶναι λειτουργὸς τῆς Μέσης ἐκπαίδευσης καὶ τὰ τελευταῖα δεκατρία χρόνια προσφέρει τὶς ὑπηρεσίες του ὡς φιλόλογος στὸ Γενικὸ Λύκειο Γαβαλοῦς τοῦ δήμου Ἀγρινίoυ. Τὸ βιβλίο Σὲ πρῶτο πληθυντικὸ εἶναι ἡ πρώτη του ποιητικὴ συλλογή, ἡ ὁποία τυπώθηκε ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις Ἰωλκὸς τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 2020.
ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΟΝ ΚΑΘΡΕΦΤΗ
Ἀγάπη μου, στέκομαι μπροστὰ στὸν
μεγάλο ἀσημένιο καθρέφτη
τῆς κρεβατοκάμαρας καὶ βλέπω τὸ εἴδωλό
σου
νὰ μοῦ χαμογελᾶ κρατώντας ἕνα
χρυσὸ ρόδι στὰ χέρια
ποὺ μοῦ τὸ προσφέρει ἱκετευτικά.
Σὲ κοιτάζω ἐκστατικὸς…
Ἀλήθεια, πόσο ὄμορφη εἶσαι ὅταν
σηκώνεσαι ἀπὸ τὸ κρεβάτι τὸ πρωὶ
μ’ αὐτὸ τὸ λευκὸ νυχτικὸ τὸ ὅλο
κεντήματα ἀπὸ τὴν μάνα σου,
μὲ τὸ στεφανάκι τοῦ ἥλιου στὰ
μαλλιά,
μ’ ἕνα κλωναράκι ἐλιᾶς στὰ χέρια.
Πάντα ἤσουν ὄμορφη ὅπως καὶ σὲ
κείνη τὴν παλιὰ παιδικὴ φωτογραφία
ποὺ μοῦ ‘δειχνες ἄλλοτε.
Νὰ ξέρεις ὅτι σοῦ πάει πολὺ αὐτὸ
τὸ χρῶμα.
Νὰ τὸ φορᾶς πάντοτε στοὺς
περιπάτους σου τὶς ἡλιόλουστες Κυριακές.
Τὰ τσαλακωμένα σεντόνια στὸ
κρεβάτι μικροὶ μικροὶ λόφοι
ποὺ κάποτε σεργιανίζαμε μαζὶ
μετρώντας τὴν ἔκταση τῆς ἀγάπης μας,
μικροὶ μικροὶ λόφοι κατάσπαρτοι μὲ
γαρδένιες καὶ λεμονοθύμαρα
ποὺ ἀχόρταγα τὰ μυρίζω ὧρες
πολλές.
Ἀνοίγω ἀθόρυβα τὴν πόρτα τοῦ
φεγγαριοῦ
καὶ μπαίνω μέσα στὸ δωμάτιό σου
γιὰ νὰ σοῦ κάνω συντροφιὰ
ὅπως καὶ τότε…
Τότε ποὺ τυλίγαμε τὴν ἀγάπη μας μέσα
στὰ χαρτιὰ
γιὰ νὰ σιγουρέψουμε ὅτι δὲν θὰ
φύγει ποτέ.
Τότε ποὺ διπλώναμε τὴν ἀγάπη μας ὀχτὼ
φορὲς
γιὰ νὰ χωρέσει στὴν τσέπη τοῦ
φεγγαριοῦ.
Τὴν πλέκαμε ἀκούραστα σιγὰ σιγὰ μὲ
λέξεις συνηθισμένες ἀλλὰ τόσο δροσερὲς
ὅσο καὶ τὸ νερὸ μιᾶς πηγῆς ποὺ
ξεπηδώντας ὁρμητικὰ αὐλακώνει τὸ χῶμα καὶ
ἀφήνει σημάδι ἀνεξίτηλο μιὰ
χαρακιὰ στὸ μέτωπο τῆς γῆς ὅτι ὑπήρξαμε,
ὥσπου νὰ γίνει ἕνα ποτάμι ποὺ
κελαηδᾶ λόγια τῆς ἀγάπης,
μιᾶς Ἀγάπης Ἀνεκτίμητης
μακριὰ ἀπὸ τὸ ἀνοίκειο βλέμμα τῶν
βέβηλων ἀνθρώπων,
μακριὰ ἀπὸ τὴν φθηνὴ συναναστροφὴ
τοῦ ἀλαλάζοντος πλήθους,
μακριὰ ἀπὸ τὴν σεμνοτυφία ἑνὸς ἀνάπηρου
καθωσπρεπισμοῦ,
μακριά, μακριὰ …
Εἶχε τὸ σχῆμα ἑνὸς μικροῦ σταυροῦ
ποὺ φοροῦσες πάντα στὸν λαιμό σου.
Τὴν κρύβαμε προσεχτικὰ σ’ ἕνα
σκοτεινὸ συρτάρι
ὅπως κρύβει κανεὶς τὰ τιμαλφῆ στὸ
σπίτι του
σὲ χώρους μυστικοὺς καλὰ
καλυμμένους ἢ σὲ μιὰ καταπακτὴ
κάτω ἀπὸ τὸ χαλὶ τῆς κουζίνας
μέσα στὸ πάτωμα
νὰ μὴν τὰ βροῦν οἱ διαρρῆκτες καὶ
οἱ τυμβωρύχοι.
Τὴν κρατούσαμε προστατευτικὰ πάνω
στὸ στέρνο μας
ὅπως ἀκριβῶς ἀγκαλιάζει κανεὶς μὲ
στοργὴ ἕνα βρέφος.
Τὴν εἴχαμε στὸ τσεπάκι τοῦ
πουκαμίσου μας ἀπὸ τὸ μέρος τῆς καρδιᾶς
-στὴν δουλειά, στὸ καφενεῖο, στὴν
πορεία,
τὴν ὥρα ποὺ φυτεύαμε ἕνα λουλούδι
πάνω στὸν βράχο,
τὴν ὥρα ποὺ σκαλίζαμε τὸν κῆπο μὲ
τὴν ἀξίνα τοῦ ἥλιου,
τὴν ὥρα ποὺ πολεμούσαμε μὲ τὸ
χαμόγελο τὴν συννεφιὰ τοῦ κόσμου-
κι ὅταν κάποιες φορὲς
τραυματιζόταν κι ἔπεφτε λαβωμένη ἀπὸ τὶς σφαῖρες,
ἀφοῦ δέναμε τὶς πληγές της, τὴν
παίρναμε στοὺς ὤμους μας
καὶ τὴν κουβαλούσαμε χωρὶς νὰ ὑπολογίζουμε
οὔτε τὸν κίνδυνο οὔτε τὸ βάρος της·
καὶ ἀνηφορίζαμε μαζὶ τὰ
σκαλοπάτια τῆς ζωῆς
κατεβαίνοντας στὰ βάθη τῆς ὕπαρξης
γιὰ νὰ καθησυχάσουμε τὶς ἀγωνίες
μας,
γιὰ νὰ ἀκυρώσουμε τοὺς φόβους ποὺ
μᾶς εἶχαν στοιχειώσει στὰ τρίσβαθα τῆς ψυχῆς,
γιὰ νὰ ξεσκεπάσουμε τὰ φαντάσματα
τοῦ παρελθόντος ποὺ τυραννοῦσαν τὴν σκέψη μας,
γιὰ νὰ ξαναδιαβάσουμε ἀπὸ τὴν ἀρχὴ
τὸ βιβλίο τῆς ζωῆς.
Μὲ τὰ πιὸ ὄμορφα ψέματα σώσαμε τὴν
ἀλήθεια.
Καὶ τὶς δύσκολες στιγμὲς μοῦ
‘γραφες πάνω στὸ στῆθος μου
μὲ τὶς ἄκρες τῶν δαχτύλων σου ἕνα
σ’ ἀγαπῶ
μὲ πύρινα γράμματα ἀπὸ τὸ σῖγμα ἴσαμε
τὸ ὠμέγα.
Πόσο ὄμορφη εἶσαι, πόσο ἀπολυτρωτικὰ
ὄμορφη εἶσαι·
σὰν ἕνα βότσαλο στὸ ἀκροθαλάσσι
τοῦ ὀνείρου,
σὰν ἕνα φυλλαράκι στὰ κλαδιὰ τῶν ἀστεριῶν.
Πρέπει νὰ σοῦ ἐξομολογηθῶ, ἀγάπη μου, ὅτι τὸν τελευταῖο καιρὸ
νιώθω πολὺ κουρασμένος καὶ τὰ
πόδια μου δὲν βαστᾶνε
ἔτσι ποὺ εἶναι ὅλο γεμάτα πληγὲς ἀπὸ
τοὺς μεγάλους δρόμους ποὺ διανύσανε.
Μέρες ὁλόκληρες κάθομαι μπροστὰ
στὸν καθρέφτη περιμένοντας μιὰν ἀπόκριση.
Κουράστηκα πιά.
Ἴσως εἶναι ἡ στιγμὴ νὰ κλείσω σ’ ἕναν
μπόγο τὶς ἀναμνήσεις
καὶ νὰ περάσω ἀπέναντι.
ΠΕΤΡΕΣ
Πέτρες σημαδεμένες ἀπὸ τὸν χρόνο,
σκυθρωπὰ ἕδρανα χαραγμένων αἰώνων
στὸ τρύπιο πορτοφόλι τοῦ ἥλιου.
Τὸ πρόσωπό τους κρέμασε
ἀπὸ τὸ βάρος τῆς ἔνοχης ἀκινησίας,
ρυτίδιασαν οἱ σκέψεις ἀπὸ τὸν καημό,
ξεθώριασαν τὰ ὄνειρα ἀπὸ τὴν βροχή.
Πέτρες, μεγάλες πέτρες, γκρίζες πέτρες
ἀγκαλιασμένες ἡ μιὰ δίπλα στὴν ἄλλη,
ριζωμένες βαθιὰ στὴν τροφοδότρα γῆ
-μήτρα τοῦ σίδερου καὶ τῆς φωτιᾶς-,
αἰχμηρὰ δόντια ἑνὸς Κύκλωπα
μπροστὰ στὸν ἄοπλο Ὀδυσσέα,
παραστάδες ἀρχαίου θεάτρου
στὴν σκοτεινὴ στοὰ τῆς μνήμης,
περιστύλιο ἀγωνίας τοῦ αὔριο
στὴν ἀνύποπτη λήθη τοῦ σήμερα,
ἀπολιθώματα τῆς Μέδουσας,
περιττώματα θεϊκῆς κυοφορίας
στὴν σάρκινη ζωφόρο τῆς γῆς,
περιμένουν ἐναγώνια τὴν στιγμή,
περιμένουν καρτερικὰ τὴν ὥρα,
ἴσως ἕνα ἄγγιγμα, ἴσως ἕνα χέρι.
Κι ἔπειτα, ἔτσι ψηλόκορμες ποὺ εἶναι,
κατρακυλοῦν δραματικὰ ἀνεπίγνωστα,
μὲ ἀλαλαγμοὺς κερασφόρων τράγων,
μὲ ποδοβολητὸ κοπαδιοῦ φορβάδων
στὸ σκοτεινὸ βάραθρο τῆς ὕπαρξης
συντρίβοντας τελικῶς τὰ βαρύτιμα θέμελα,
πειθαρχώντας στὸν προαιώνιο νόμο τοῦ τέλους,
ψηφίδες μιᾶς καινούργιας ἀρχῆς.
ΟΜΙΛΟΥΣΑ ΣΙΩΠΗ
Τὶς νύχτες ὅταν δὲν ἔχω ὕπνο,
βγαίνω στὸν κῆπο γιὰ νὰ συναντήσω κάποιον περαστικὸ νὰ μοῦ κάνει συντροφιά, νὰ
τοῦ πῶ τὴν ἱστορία τῆς ζωῆς μου, καὶ τὸν μόνο ποὺ βρίσκω εἶναι ἡ σιωπή μου καὶ
μιλάω μαζί της μέχρι τὸ ξημέρωμα.
ΤΑΞΙΔΙ
Ἐρχόμαστε ἀπὸ πολὺ μακριὰ καὶ
πηγαίνουμε μακριά.
Στὸ διάβα μας κάπου κάπου σταματᾶμε
ν’ ἀνάψουμε ἕνα κερὶ
στὸ προσκυνητάρι ἀλλόκοτα εὐαίσθητων
κι αἱματηρῶν ὀνείρων,
στὸ θυμητάρι τῆς ἀρχέγονης ἀνθρώπινης
μωρίας
γιὰ νὰ συνεχίσουμε ἀνέκφραστοι τὸν
δρόμο μας μέχρι τὸ τέλος.
ΜΕΡΕΣ ΑΝΥΠΟΨΙΑΣΤΕΣ
Κι οἱ μέρες μας φοροῦν τὰ πολύχρωμα καπέλα τους
κι ἀκολουθοῦν ἀνυποψίαστες
τὸν ἴδιο δρόμο στὴν ἐπιστροφή τους, ἀλλὰ δὲν φθάνουν ποτὲ
ἐκεῖ ἀπ’ ὅπου ξεκίνησαν.
ΜΟΥΣΙΚΗ ΑΡΜΟΝΙΑ
Κι ὅταν ἀκόμα ὅλος ὁ κόσμος καταστραφεῖ, θ’ ἀκούγεται δυνατὰ
στ’ αὐτιά μου
ὁ προαιώνιος ἦχος τῆς καρδιᾶς σου.
ΕΡΩΣ
Εἶναι αἴσθηση, εἶναι διαίσθηση, εἶναι παραίσθηση ἢ μήπως
τελικῶς
συναίσθηση τῆς παραφροσύνης μας;
Κωνσταντῖνος Γεωργίου, Σὲ πρῶτο πληθυντικό, Ἐκδόσεις Ἰωλκός,
Ἀπρίλιος 2020 Α’ ἔκδοση,
Ἀπρίλιος 2021 Β’ ἔκδοση.