[1] Σ’ αυτές τις ακρότητες έφτασε ο εμφύλιος πόλεμος και προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, γιατί ήταν ο πρώτος που έγινε. Αργότερα μπορεί κανείς να πει ότι ολόκληρος ο Ελληνισμός συνταράχτηκε, γιατί παντού σημειώθηκαν εμφύλιοι σπαραγμοί. Οι δημοκρατικοί καλούσαν τους Αθηναίους να τους βοηθήσουν και οι ολιγαρχικοί τους Λακεδαιμονίους. Όσο διαρκούσε η ειρήνη δεν είχαν ούτε πρόφαση, αλλά ούτε την διάθεση να τους καλέσουν για βοήθεια. Με τον πόλεμο, όμως, καθεμιά από τις αντίπαλες πολιτικές παρατάξεις μπορούσε εύκολα να βρει ευκαιρία να προκαλέσει εξωτερική επέμβαση για να καταστρέψει τους αντιπάλους της και να ενισχυθεί η ίδια για ν’ ανατρέψει το πολίτευμα. [2] Οι εμφύλιες συγκρούσεις έφεραν μεγάλες κι αμέτρητες συμφορές στις πολιτείες, συμφορές που γίνονται και θα γίνονται πάντα όσο δεν αλλάζει η φύση του ανθρώπου, συμφορές που μπορεί να είναι βαρύτερες ή ελαφρότερες κ’ έχουν διαφορετική μορφή ανάλογα με τις περιστάσεις. Σε καιρό ειρήνης και όταν ευημερεί ο κόσμος και οι πολιτείες, οι άνθρωποι είναι ήρεμοι γιατί δεν τους πιέζουν ανάγκες φοβερές. Αλλ’ όταν έρθει ο πόλεμος που φέρνει στους ανθρώπους την καθημερινή στέρηση, γίνεται δάσκαλος της βίας κ’ ερεθίζει τα πνεύματα του πλήθους σύμφωνα με τις καταστάσεις που δημιουργεί. [3] O εμφύλιος πόλεμος, λοιπόν, μεταδόθηκε από πολιτεία σε πολιτεία. Κι όσες πολιτείες έμειναν τελευταίες, έχοντας μάθει τι είχε γίνει αλλού, προσπαθούσαν να υπερβάλουν σ’ επινοητικότητα, σε ύπουλα μέσα και σε ανήκουστες εκδικήσεις. [4] Για να δικαιολογούν τις πράξεις τους άλλαζαν ακόμα και την σημασία των λέξεων. Η παράλογη τόλμη θεωρήθηκε ανδρεία και αφοσίωση στο κόμμα, η προσωπική διστακτικότητα θεωρήθηκε δειλία που κρύβεται πίσω από εύλογες προφάσεις και η σωφροσύνη προσωπίδα της ανανδρίας. Η παραφορά θεωρήθηκε ανδρική αρετή, ενώ η τάση να εξετάζονται προσεκτικά όλες οι όψεις ενός ζητήματος θεωρήθηκε πρόφαση για υπεκφυγή. [5] Όποιος ήταν έξαλλος γινόταν ακουστός, ενώ όποιος έφερνε αντιρρήσεις γινόταν ύποπτος. Όποιον επινοούσε κανένα τέχνασμα και πετύχαινε, τον θεωρούσαν σπουδαίο, κι όποιον υποψιαζόταν σύγκαιρα και φανέρωνε τα σχέδια του αντιπάλου, τον θεωρούσαν ακόμα πιο σπουδαίο. Ενώ όποιος ήταν αρκετά προνοητικός, ώστε να μην χρειαστούν τέτοια μέσα, θεωρούσαν ότι διαλύει το κόμμα και ότι είναι τρομοκρατημένος από την αντίπαλη παράταξη. Με μια λέξη, όποιος πρόφταινε να κάνει κακό πριν από άλλον, ήταν άξιος επαίνου, καθώς κ’ εκείνος που παρακινούσε στο κακό όποιον δεν είχε σκεφτεί να το κάνει. [6] Αλλά και η συγγένεια θεωρήθηκε χαλαρότερος δεσμός από την κομματική αλληλεγγύη, γιατί οι ομοϊδεάτες ήταν έτοιμοι να επιχειρήσουν οτιδήποτε, χωρίς δισταγμό, και τούτο επειδή τα κόμματα δεν σχηματίστηκαν για να επιδιώξουν κοινή ωφέλεια με νόμιμα μέσα, αλλά, αντίθετα, για να ικανοποιήσουν την πλεονεξία τους παρανομώντας. Και η μεταξύ τους αλληλεγγύη βασιζόταν περισσότερο στην συνενοχή τους παρά στους όρκους τους στους θεούς. [7] Τις εύλογες προτάσεις των αντιπάλων τις δέχονταν με υστεροβουλία και όχι με ειλικρίνεια για να φυλαχτούν από ένα κακό αν οι άλλοι ήταν πιο δυνατοί. Και προτιμούσαν να εκδικηθούν για κάποιο κακό αντί να προσπαθήσουν να μην το πάθουν. Όταν έκαναν όρκους για κάποια συμφιλίωση, τους κρατούσαν τόσο μόνο όσο δεν είχαν την δύναμη να τους καταπατήσουν, μη έχοντας να περιμένουν βοήθεια από αλλού. Αλλά μόλις παρουσιαζόταν ευκαιρία, εκείνοι που πρώτοι είχαν ξαναβρεί το θάρρος τους, αν έβλεπαν ότι οι αντίπαλοι τους ήταν αφύλαχτοι, τους χτυπούσαν κ’ ένοιωθαν μεγαλύτερη χαρά να τους βλάψουν εξαπατώντας τους, παρά χτυπώντας τους ανοιχτά. Θεωρούσαν ότι ο τρόπος αυτός όχι μόνο είναι πιο ασφαλής αλλά και βραβείο σε αγώνα δόλου. Γενικά είναι ευκολότερο να φαίνονται επιδέξιοι οι κακούργοι, παρά να θεωρούνται τίμιοι όσοι δεν είναι δόλιοι. Οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να κάνουν το κακό και να θεωρούνται έξυπνοι, παρά να είναι καλοί και να τους λένε κουτούς. [8] Αιτία όλων αυτών ήταν η φιλαρχία που έχει ρίζα την πλεονεξία και την φιλοδοξία που έσπρωχναν τις φατρίες ν’ αγωνίζονται με λύσσα. Οι αρχηγοί των κομμάτων, στις διάφορες πολιτείες, πρόβαλλαν ωραία συνθήματα. Ισότητα των πολιτών από την μια μεριά, σωφροσύνη της αριστοκρατικής διοίκησης από την άλλη. Προσποιούνταν έτσι ότι υπηρετούν την πολιτεία, ενώ πραγματικά ήθελαν να ικανοποιήσουν προσωπικά συμφέροντα και αγωνίζονταν με κάθε τρόπο να νικήσουν τους αντιπάλους τους. Τούτο τους οδηγούσε να κάνουν τα φοβερότερα πράματα επιδιώκοντας να εκδικηθούν τους αντιπάλους τους, όχι ως το σημείο που επιτρέπει η δικαιοσύνη ή το συμφέρον της πολιτείας, αλλά κάνοντας τις αγριότερες πράξεις, με μοναδικό κριτήριο την ικανοποίηση του κόμματος τους. Καταδίκαζαν άνομα τους αντιπάλους τους ή άρπαζαν βίαια την εξουσία, έτοιμοι να κορέσουν το μίσος τους. Καμιά από τις δύο παρατάξεις δεν είχε κανέναν ηθικό φραγμό κ’ εκτιμούσε περισσότερο όσους κατόρθωναν να κρύβουν κάτω από ωραία λόγια φοβερές πράξεις. Όσοι πολίτες ήταν μετριοπαθείς θανατώνονταν από την μια ή την άλλη παράταξη, είτε επειδή είχαν αρνηθεί να πάρουν μέρος στον αγώνα είτε επειδή η ιδέα και μόνο ότι θα μπορούσαν να επιζήσουν προκαλούσε εναντίον τους τον φθόνο.
(Μετάφραση: Άγγελος Βλάχος)
[1] Έτσι οι εμφύλιοι σπαραγμοί έγιναν αιτία ν’ απλωθεί σ’ όλο τον ελληνικό κόσμο κάθε μορφή κακίας και το ήθος, που είναι το κύριο γνώρισμα της ευγενικής ψυχής, κατάντησε να είναι καταγέλαστο κ’ εξαφανίστηκε. [2] Ο ανταγωνισμός δημιούργησε απόλυτη δυσπιστία και δεν υπήρχε τρόπος που να μπορεί να την διαλύσει, ούτε εγγυήσεις ούτε όρκοι φοβεροί. Όλοι, όταν επικρατούσαν, ξέροντας ότι δεν υπήρχε ελπίδα να κρατηθούν μόνιμα στην εξουσία, προτιμούσαν, αντί να δώσουν πίστη στους αντιπάλους τους, να πάρουν τα μέτρα τους για να μην πάθουν οι ίδιοι. [3] Τις περισσότερες φορές επικρατούσαν οι διανοητικά κατώτεροι. Φοβόνταν την δική τους ανεπάρκεια και την ικανότητα των αντιπάλων τους κ’ έτσι, για να μην νικηθούν στην συζήτηση και για να μην πέσουν θύματα των όσων οι άλλοι θα επινοούσαν, δεν είχαν κανένα δισταγμό να προχωρήσουν σε βίαιες πράξεις. [4] Όσοι, πάλι, περιφρονούσαν τους αντιπάλους τους, νόμιζαν ότι μπορούσαν σύγκαιρα να καταλάβουν τα σχέδιά τους. Θεωρούσαν ότι δεν ήταν ανάγκη να μεταχειριστούν βία για τα όσα μπορούσαν, καθώς νόμιζαν, να πετύχουν με τις ραδιουργίες τους. Έτσι, τις περισσότερες φορές, δεν φυλάγονταν και οι αντίπαλοι τους τους αφάνιζαν.
(Μετάφραση: Άγγελος Βλάχος)
1. Πώς εξηγεί ο Θουκυδίδης στο 3.82 τη σταδιακή επέκταση των εμφύλιων πολέμων σε όλες τις ελληνικές πόλεις;
Κατά τη διάρκεια του πολέμου επικρατεί το ένστικτο της επιβίωσης κι οι άνθρωποι παύουν να σκέφτονται νηφάλια, καθώς γνωρίζουν πως δεν υπάρχουν πια περιθώρια για δισταγμούς και ήπιες αντιδράσεις. Έρχονται, επί της ουσίας, αντιμέτωποι με την επίγνωση πως αν δεν παλέψουν για τη ζωή τους κι αν δεν φερθούν με τον πιο ακραίο εγωισμό δε θα μπορέσουν να επιβιώσουν. Κατ’ αυτό τον τρόπο ο πόλεμος τους «μαθαίνει» πώς να παραμερίζουν τις ηθικές αρχές τους και το σεβασμό για τους συνανθρώπους τους⸱ τους εξαναγκάζει να προσαρμοστούν σε μια νέα σκληρή πραγματικότητα, στο πλαίσιο της οποίας η ανθρωπιά δεν έχει καμία θέση.
Μέσα, λοιπόν, σε αυτό το κλίμα φανατισμού, οι άνθρωποι που διατηρούσαν την ψυχραιμία τους και ήθελαν να εξετάζουν προσεκτικά όλες τις πτυχές ενός ζητήματος, προτού προχωρήσουν σε δράση, έμοιαζαν ύποπτοι στους φανατισμένους ομοϊδεάτες τους, εφόσον δεν ήταν πρόθυμοι, όπως εκείνοι, να επιδοθούν σε οποιοδήποτε παραλογισμό για χάρη του κόμματός τους. Αντιστοίχως, όποιος δεν αντιδρούσε με έξαλλο τρόπο και δεν δε διατυμπάνιζε την προσήλωσή του στο κόμμα, τον αντιμετώπιζαν με καχυποψία, εφόσον οι αρχές της διαλλακτικότητας και της μετρημένης συμπεριφοράς είχαν χάσει πλέον κάθε αξία.
Κατά τρόπο παρόμοιο η προνοητικότητα κι η προσεκτική εξέταση της κατάστασης, που επέτρεπε την πρόληψη προβλημάτων και καθιστούσε περιττές τις όποιες ανήθικες συμπεριφορές, αντιμετωπίζονταν εντελώς αρνητικά, εφόσον θεωρούνταν ως ένδειξη φόβου και πανικού. Οι φανατισμένοι υποστηρικτές κάθε παράταξης αρνούνταν να αποδεχτούν οποιαδήποτε συνετή ή προνοητική συμπεριφορά, αφού για εκείνους είχαν πια μεγαλύτερη αξία τα ύπουλα τεχνάσματα και οι υπερβολές σε κάθε επιμέρους ενέργεια των ατόμων. Είχαν καταλήξει, δηλαδή, να θεωρούν ως αξιέπαινο μόνο εκείνον που έσπευδε να βλάψει τους άλλους, προτού προλάβουν να τον βλάψουν εκείνοι, καθώς κι εκείνον που παρακινούσε και παρέσερνε και τους άλλους στη διάπραξη κακόβουλων ενεργειών.
Η πλήρης αυτή ανατροπή των ηθικών αξιών υπό την επίδραση του κομματικού φανατισμού, όπως κι η προθυμία των φανατισμένων ανθρώπων να βλάψουν τους συνανθρώπους τους, εγείρει σημαντικά ζητήματα σχετικά με την ηθικότητα των ανθρώπων και την ικανότητά τους να διατηρούν την ψυχραιμία και το σεβασμό τους απέναντι στους άλλους. Μοιάζει ιδιαιτέρως ανησυχητικό το γεγονός ότι δοθείσης της ευκαιρίας εγκαταλείπουν κάθε σωστή συμπεριφορά και επιδίδονται σε κάθε πιθανή ακρότητα προκειμένου να υπηρετήσουν το κόμμα τους, έστω κι αν γνωρίζουν πως οι αντίπαλοί τους, τους οποίους θέλουν να εξοντώσουν, είναι οι γείτονές τους, οι μέχρι πρότινος φίλοι τους, αλλά ακόμη κι οι συγγενείς τους. Είναι, άρα, τόσο σημαντική η κομματική παράταξη, ώστε να ξεπερνά σε αξία τους φιλικούς, συγγενικούς και γενικότερα τους ανθρώπινους δεσμούς; Θεωρείται τόσο αναγκαία η επικράτηση ενός κόμματος, ώστε στο όνομα αυτής να είναι πρόθυμο το άτομο να χάσει κάθε αίσθηση του μέτρου και να αποκτηνωθεί;
Το πρόβλημα που προκύπτει από την ηθική αλλοίωση των ανθρώπων στο πλαίσιο ενός εμφυλίου πολέμου είναι, ως ένα βαθμό, διαφορετικό από τις αλλαγές που επιφέρει γενικά ο πόλεμος στη συμπεριφορά των ανθρώπων, υπό την έννοια πως οι αντίπαλοι δεν είναι κάποιο ξένο έθνος, αλλά άνθρωποι που μένουν στα διπλανά σπίτια, άνθρωποι δηλαδή που μέχρι χθες αποτελούσαν τον κοινωνικό περίγυρο του ατόμου. Έτσι, πλάι στην αναμενόμενη αλλαγή που προκύπτει, καθώς το άτομο παλεύει για να γλιτώσει τη ζωή του, επέρχεται και μια βαθύτερη ηθική υπονόμευση, εφόσον εκείνος εναντίον του οποίου στρέφεται δεν του είναι ξένος ή άγνωστος. Αναγκάζεται, επομένως, να καταπνίξει μέσα του όχι μόνο την ανθρωπιά του -με τη γενική σημασία του όρου-, αλλά και τη συγγενική αγάπη, τους φιλικούς δεσμούς, όπως και την επίγνωση πως στρέφεται εναντίον ανθρώπων πλάι στους οποίους έχει περάσει όλη του τη ζωή.
Ενδεικτικά μπορούν να αναφερθούν τα ακόλουθα σημεία:
Η υποκρισία που καλύπτει τη λειτουργία των κομμάτων. Ο ιστορικός επισημαίνει πως τα κόμματα δεν έχουν δημιουργηθεί για να επιδιωχθεί μέσω αυτών και με νόμιμο τρόπο η κοινή ωφέλεια των πολιτών, αλλά για να ικανοποιηθεί η πλεονεξία ορισμένων μέσω της παρανομίας.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που εξυπηρετεί απόλυτα τα συμφέροντα της κομματικής ηγεσίας, εφόσον οι φανατισμένοι οπαδοί κάθε κόμματος αφήνουν στην άκρη κάθε ηθικό ενδοιασμό και δρουν με τους πιο βίαιους και ακραίους τρόπους προκειμένου να διασφαλίσουν την επικράτηση του κόμματός τους. Με το να ονομάζεται, επομένως, η παραφορά, ανδρική αρετή, δίνεται στους πιο αδίστακτους η δυνατότητα να καταφεύγουν σε κάθε πιθανή ακρότητα, έχοντας τη διαβεβαίωση πως αντί να επικριθούν για την εγκληματική τους δράση, θα αντιμετωπιστούν με σεβασμό και εκτίμηση. Αντιστοίχως, με το να ονομάζονται η διαλλακτικότητα και η μετριοπάθεια, δειλία, εξαναγκάζονται ακόμη και οι περισσότερο συνετοί πολίτες να παρασυρθούν σε βιαιότητες και σε ακραίες αντιδράσεις, ώστε να αποφύγουν την κατηγορία πως φοβούνται ή πως δεν είναι πιστοί στο κόμμα τους.
Όπως τονίζει ο ιστορικός, η επίγνωση πως είχαν καταφέρει ένα τέτοιο ύπουλο χτύπημα στους εχθρούς τους, αφού τους είχαν πρώτα εξαπατήσει μέσω του όρκου, τους προσέφερε μεγάλη χαρά, αντί να τους κάνει να αισθάνονται ντροπή για την αθέμιτη και ανήθικη συμπεριφορά τους. Γίνεται, άρα, αντιληπτό πως κατά τη διάρκεια του εμφύλιου πολέμου οι άνθρωποι δε θεωρούν πως τους δεσμεύει κανένας κώδικας ηθικών αξιών και καμία αίσθηση σεβασμού απέναντι στους συνανθρώπους τους ή τους θεούς. Εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία για να εξαπατήσουν τον αντίπαλό τους και δε διστάζουν να καταπατήσουν ακόμη και τους όρκους τους, καταλύοντας έτσι οριστικά οποιαδήποτε αίσθηση εμπιστοσύνης ή αξιοπιστίας.
Η επιθυμία για εξουσία κι η πλεονεξία, όπως και η υποκριτική στάση των ηγετικών ομάδων κάθε παράταξης που χρησιμοποιούσαν και φανάτιζαν τους πολίτες για να εξυπηρετήσουν προσωπικά τους συμφέροντα και επιδιώξεις, αποτελούν αναμφίβολα μια βασική γενεσιουργό αιτία κάθε εμφύλιας διαμάχης. Απώτερος στόχος, άλλωστε, σε κάθε εμφύλιο πόλεμο είναι η κατάκτηση της εξουσίας από τη μία ή την άλλη παράταξη, ενώ εξαιτίας της πλεονεξίας των ανθρώπων καθίσταται ανέφικτη κι η όποια προσπάθεια συνεργασίας ή συγκυριαρχίας, εφόσον κάθε παράταξη θέλει να έχει τον πλήρη έλεγχο. Η φιλαρχία της κάθε παράταξης, πάντως, εμπεριέχει και μια ουσιώδη πολιτική διάσταση, εφόσον κάθε παράταξη εκπροσωπεί και μια διαφορετική κοινωνική μερίδα, και επιδιώκει, άρα, την εξυπηρέτηση διαφορετικών συμφερόντων. Στον εμφύλιο πόλεμο, για παράδειγμα, που εξετάζει ο Θουκυδίδης, η μία αντιμαχόμενη παράταξη ήταν αυτή των ολιγαρχικών που αποτελούταν από τους πλούσιους γαιοκτήμονες, ενώ η άλλη παράταξη ήταν αυτή των δημοκρατικών, που ήταν πολυπληθέστερη, εφόσον αποτελούταν από τις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες, καθώς και από τις νέες αναδυόμενες πλούσιες ομάδες των εμπόρων και των βιοτεχνών. Η μεταξύ τους διαμάχη, επομένως, ήταν μια διττή σύγκρουση, αφενός μεταξύ των πλουσίων του παρελθόντος και των πλουσίων της νέας οικονομικής δραστηριότητας κι αφετέρου μια σύγκρουση ανάμεσα στους φτωχότερους απέναντι στα «αφεντικά» του παρελθόντος που τους καταπίεζαν για καιρό.