Η τέχνη της αντιπαράθεσης είναι η τέχνη του να λογομαχεί κανείς με τέτοιο τρόπο ώστε να υπερασπίζεται επαρκώς τις θέσεις του είτε έχει δίκιο είτε άδικο.
Ο Αριστοτέλης κάνει πράγματι διάκριση ανάμεσα σε
(α) τη λογική, ως τη θεωρία ή τη μέθοδο για να καταλήγει κανείς σε αληθή συμπεράσματα, και
(β) τη διαλεκτική, ως τη μέθοδο για να φτάνει κανείς σε αποδεκτά συμπεράσματα, τα οποία δεν προϋποτίθενται καθ’ εαυτά ως αληθή ή αναληθή. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι κάτι τέτοιο, αν όχι η τέχνη του να έχεις δίκιο ανεξάρτητα απ’ το αν το αξίζεις ή όχι' με άλλα λόγια, η τέχνη της κατάχτησης της φαινομενικής αλήθειας, ανεξάρτητα από την ουσία της. Ο Αριστοτέλης, σύμφωνα με τα παραπάνω, διακρίνει όλα τα συμπεράσματα σε λογικά και διαλεκτικά, και στη συνέχεια σε εριστικά.
(γ) Εριστική είναι η μέθοδος κατά την οποία το συμπέρασμα είναι ορθό, ενώ οι προκείμενες (τα δεδομένα από τα οποία συνάχθηκε) είναι στην πραγματικότητα αναληθείς και μόνο φαινομενικά αληθεύουν. Τέλος,
(δ) η σοφιστική είναι η μέθοδος όπου το συμπέρασμα είναι αναληθές παρόλο που μοιάζει αληθές. Οι τρεις τελευταίες μέθοδοι ανήκουν στην τέχνη της εριστικής δια λεκτικής, καθώς δεν ασχολούνται με την αντικειμενική αλήθεια, αλλά μόνο με τη φαινομενική, και δεν ενδιαφέρονται για την ίδια την αλήθεια, αλλά για τη νίκη
Διότι κάποιος μπορεί να έχει αντικειμενικά δίκιο και εντούτοις οι ακροατές, ή και ο ίδιος ακόμη, να σχηματίσουν την εντύπωση ότι υστερεί.
Για παράδειγμα, καθώς προχωρώ στην απόδειξη ενός ισχυρισμού, μπορεί ο αντίπαλός μου να διαψεύσει την απόδειξη και να φάνει έτσι ότι διαψεύδει και τον ίδιο τον ισχυρισμό μου. Ενδέχεται ωστόσο να υπάρχουν και άλλες αποδείξεις. Στην περίπτωση αυτή, ο αντίπαλός μου κι εγώ αλλάζουμε θέσεις: Εκείνος φαίνεται σαν να έχει δίκιο, παρόλο που αντικειμενικά έχει άδικο.
Αν με ρωτήσετε γιατί συμβαίνει αυτό, θα σας απαντήσω απλά πως οφείλεται στην εγγενή ποταπότητα της ανθρώπινης φύσης. Αν η ανθρώπινη φύση δεν ήταν ποταπή, αλλά απόλυτα έντιμη, θα έπρεπε σε κάθε αντιπαράθεση να αποβλέπουμε μόνο στην αποκάλυψη της αλήθειας. Δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί ούτε στο ελάχιστο αν η αλήθεια θα αποδειχτεί υπέρ της άποψης που εκφράσαμε αρχικά ή υπέρ της άποψης του αντιπάλου μας. Αυτό δεν θα έπρεπε να θεωρείται σημαντικό ζήτημα ή, εν πάση περιπτώσει, θα έπρεπε να θεωρείται δευτερεύουσας σημασίας. Όμως, όπως έχουν τα πράγματα, αποτελεί πρωταρχικό μέλημα.
Η έμφυτη ματαιοδοξία μας, που είναι ιδιαίτερα εύθικτη όταν πρόκειται για τη νοητική μας ικανότητα, δεν επιτρέπει να δεχτούμε πως η αρχική μας τοποθέτηση ήταν εσφαλμένη και ότι η θέση του αντιπάλου μας ήταν η σωστή. Η λύση σε αυτήν τη δύσκολη κατάσταση θα ήταν να μπαίνουμε πάντα στον κόπο να σχηματίζουμε σωστές απόψεις. Γι’ αυτό και θα έπρεπε κανείς να σκέφτεται προτού μιλήσει .Όμως, στους περισσότερους ανθρώπους η έμφυτη ματαιοδοξία συνοδεύεται από φλυαρία και εγγενή ανειλικρίνεια. Οι περισσότεροι άνθρωποι μιλούν προ τού σκεφτούν, και μάλιστα, αν αργότερα αντιληφθούν πως έχουν άδικο, επιθυμούν να αποδειχτεί το αντίθετο.
Το ενδιαφέρον για την αλήθεια, που υποτίθεται ότι ήταν το μοναδικό τους κίνητρο όταν άρχισαν να αναπτύσσουν την άποψη που θεωρούσαν ορθή, παραχωρεί πλέον τη θέση του στη ματαιοδοξία.· Παρ’ όλ’ αυτά, είναι ανάγκη να σημειωθεί κάτι ακόμα σχετικά με αυτή την ανειλικρίνεια και την εμμονή μας σε απόψεις που ακόμα κι εμείς οι ίδιοι κρίνου με εσφαλμένες. Συμβαίνει συχνά να ανοίγουμε μια αντιπαράθεση με την ακράδαντη πεποίθηση ότι η άποψή μας αντιπροσωπεύει την αλήθεια, και στη συνέχεια η επιχειρηματολογία του αντιπάλου μας να τη διαψεύδει.
Στην περίπτωση αυτή, αν εγκαταλείψουμε αμέσως τη θέση μας, υπάρχει ο κίνδυνος να ανακαλύψουμε στην πορεία πως τελικά είχαμε δίκιο. Τα επιχειρήματα που παρουσιάσαμε ήταν εσφαλμένα, υπήρχε ωστόσο κάποιο άλλο τεκμήριο υπέρ της άποψής μας, το οποίο ήταν σωστό και μπορούσε να μας σώσει αλλά δεν μας πέρασε εγκαίρως από το μυαλό. Έτσι, υιοθετούμε τον κανόνα να αποκρούουμε πάντα την αντίθετη άποψη, ακόμη κι αν φαίνεται αληθινή και πειστική, θεωρώντας πως η αλήθειά της είναι μόνο φαινομενική και πως, στην πορεία της συζήτησης, θα βρούμε κάποιο άλλο επιχείρημα για να την ανατρέψουμε, καταφέρνοντας έτσι να τεκμηριώσου με την ορθότητα της δικής μας θέσης. Με τον τρόπο αυτό, σχεδόν αναγκαζόμαστε να γίνουμε ανειλικρινείς. Σε κάθε περίπτωση, ο πειρασμός της ανειλικρίνειας είναι μεγάλος.
Η αδυναμία της σκέψης μας συμπληρώνει τη διαστροφή της βούλησής μας. Σε γενικές γραμμές, ένας συζητητής δεν αγωνίζεται για την αλήθεια, αλλά για την άποψή του σαν να ήταν ζήτημα ζωής και θανάτου. Αγωνίζεται ανεξάρτητα, από το δίκιο ή το άδικο. Η αλήθεια είναι ότι, όπως διαπιστώσαμε, δεν έχει πολλά περιθώρια να κάνει διαφορετικά. Επομένως, κατά κανόνα, κάθε άνθρωπος θα επιμείνει στον αρχικό ισχυρισμό του, ακόμη κι αν προς στιγμήν τον θεωρήσει λανθασμένο ή αβέβαιο.