Τη δεκαετία του 1940, η επιστήμη της ψυχολογίας αντιμετώπιζε τον άνθρωπο σαν ένα «μαύρο κουτί». Η μόνη λειτουργία του ανθρώπου ήταν να δέχεται ερεθίσματα και να αντιδρά σε αυτά, σχεδόν αυτόματα και μηχανικά, χωρίς κάποια συναισθηματική ή υποκειμενική επεξεργασία των δεδομένων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν ο λεγόμενος «Σκύλος του Παβλόφ», το πείραμα του Σοβιετικού επιστήμονα πάνω στον οποίο βασίστηκε η μελέτη του «συμπεριφορισμού». Στις μελέτες του, ο Παβλόφ όταν τάιζε τα σκυλιά, χτυπούσε ταυτόχρονα ένα κουδούνι. Σταδιακά, τα σκυλιά ταύτισαν τον ήχο του κουδουνιού με το φαγητό, με αποτέλεσμα να τρέχουν τα σάλια τους, κάθε φορά που τον άκουγαν, ακόμα και αν δεν τα τάιζαν. Σύμφωνα με τον «συμπεριφορισμό», οι άνθρωποι λειτουργούσαν με πολύ παρόμοιο τρόπο. Αντιδρούσαν σε ερεθίσματα σχεδόν σαν ρομπότ, χωρίς να επηρεάζονται από διαφορές υποκειμενικές συνθήκες του περιβάλλοντός τους. Σε αυτή την άποψη εναντιώθηκε ο ψυχολόγος Τζερόμ Μπρούνερ, ο οποίος πέθανε στις 5 Ιουνίου 2016, σε ηλικία 100 ετών.
Ο τυφλός ψυχολόγος
Ο Τζερόμ Μπρούνερ γεννήθηκε τυφλός. Σε ηλικία δύο ετών ο καταρράκτης στα μάτια αντιμετωπίστηκε με χειρουργική επέμβαση και η όραση του επέστρεψε, αν και για όλη του τη ζωή χρειαζόταν να φοράει μεγάλα γυαλιά με χοντρούς φακούς. Μεγάλωσε στη Νέα Υόρκη, όπου εγκαταστάθηκαν οι γονείς του, όταν μετανάστευσαν από την Πολωνία.
Ο πατέρας του πέθανε όταν ο Τζερόμ ήταν 12 χρονών, αλλά άφησε στην οικογένεια μια μεγάλη περιουσία. Το 1937 αποφοίτησε από το πανεπιστήμιο Duke, όπου σπούδασε ψυχολογία και συνέχισε τις σπουδές του στο Χάρβαρντ. Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, έχοντας αποκτήσει το διδακτορικό του στην ψυχολογία, κατατάχτηκε στις μυστικές υπηρεσίες, όπου ασχολήθηκε κυρίως με την προπαγάνδα που ανέπτυξαν οι αντίπαλοι. Μετά το τέλος του πολέμου, επέστρεψε στην επιστημονική έρευνα στο Χάρβαρντ, όπου άρχισε να αναπτύσσει τις θεωρίες που θα άλλαζαν για πάντα την επιστήμη της ψυχολογίας.
Ο άνθρωπος ως υποκείμενο . Το πείραμα με το νόμισμα.
Ο Μπρούνερ εναντιώθηκε στην άποψη που ήθελε τον άνθρωπο να αντιδρά μηχανικά σε διάφορα ερεθίσματα. Θεωρούσε ότι η ανθρώπινη σκέψη και συμπεριφορά επηρεάζεται από δεκάδες υποκειμενικούς παράγοντες, από την οικογένειά του, τον τρόπο που μεγάλωσε, την οικονομική του κατάσταση, ακόμα και το κλίμα. Το πείραμα που χρησιμοποίησε για να αποδείξει τη θεωρία του ήταν το εξής.
Συγκέντρωσε παιδιά από πλούσιες οικογένειες και παιδιά από φτωχές οικογένειες. Στο κάθε ένα, έδωσε ένα νόμισμα. Παρατήρησε ότι τα παιδιά από τις φτωχές οικογένειες, νόμιζαν ότι το νόμισμα ήταν πιο βαρύ και πιο μεγάλο απ’ ότι ήταν στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, τα παιδιά από τις πλούσιες οικογένειες δεν ενδιαφέρθηκαν πολύ για το νόμισμα. Με βάσει το πείραμα, ο Μπρούνερ κατέληξε ότι οι προσωπικές εμπειρίες του κάθε παιδιού επηρέασε την αντίληψη του ως προς ένα φυσικό αντικείμενο, δημιουργώντας την εντύπωση ότι ήταν πιο σπουδαίο απ’ ότι ήταν πραγματικά.
Οι μελέτες του Μπρούνερ είχαν ως επίκεντρο το ανθρώπινο μυαλό και τις γνωστικές του λειτουργίες, δηλαδή τον τρόπου που μαθαίνουμε, συγκρατούμε γνώσεις και τις επεξεργαζόμαστε. Όλες αυτές οι λειτουργίες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό σε υποκειμενικές εμπειρίες και συναισθήματα. Ανάλογα με τα ενδιαφέροντα, τις πρότερες γνώσεις και τα συναισθήματά μας, δίνουμε βάση σε διαφορετικά στοιχεία, γι’ αυτό και δύο άνθρωποι δεν διηγηθούν ποτέ την ίδια ιστορία με ακριβώς τον ίδιο τρόπο. Η διήγηση μάλιστα, ήταν ένα από τα στοιχεία που ανέπτυξε εκτενώς στις έρευνές του, θεωρώντας ότι ήταν ένας πολύ αποτελεσματικός τρόπος να εξερευνήσει κανείς την ανθρώπινη σκέψη.
Άλλος τομέας που τον απασχόλησε ήταν η μόρφωση και η εκπαίδευση των παιδιών.
«Ξεκινάμε με την υπόθεση ότι οποιοδήποτε μάθημα μπορεί να διδαχτεί αποτελεσματικά σε οποιοδήποτε παιδί, σε κάθε στάδιο της εξέλιξής τους», έγραφε στο βιβλίο του, «Η διαδικασία της εκπαίδευσης». Δεν πίστευε ότι υπήρχε παιδί «που δεν έπαιρνε τα γράμματα», αλλά μόνο λάθος μέθοδοι εκπαίδευσης. Οι μελέτες του ήρθαν την κατάλληλη στιγμή, καθώς συνέπεσαν χρονικά με την εκτόξευση του δορυφόρου Σπούτνικ απ’ του Σοβιετικούς το 1957. Ήταν η περίοδος του Ψυχρού Πολέμου και οι δύο υπερδυνάμεις, ΗΠΑ και Σοβιετική Ένωση ανταγωνίζονταν σε κάθε τομέα. Με την εκτόξευση του Σπούτνικ, οι Αμερικάνοι είχαν μείνει πίσω στον «αγώνα για την κατάκτηση του διαστήματος» και ανησυχούσαν ότι το εκπαιδευτικό τους σύστημα υστερούσε σε σχέση με τους Σοβιετικούς..
Ο Μπρούνερ υποστήριζε ότι όσο το μάθημα ήταν αποκλειστικά «καθιστικό», απαιτώντας μόνο την παθητική συνεργασία των μαθητών, τότε τα παιδιά θα συνέχιζαν να είναι ζωηρά, υπερκινητικά και ανυπάκουα, γιατί δεν είχαν πού να διοχετεύσουν την ενέργειά τους.
Ανέπτυξαν ένα «σπειροειδές» εκπαιδευτικό σύστημα, στο οποίο μελετούνταν τα ίδια μαθήματα κάθε χρονιά, αλλά με σταδιακή πρόσθεση καινούριων στοιχείων. Έτσι οι μαθητές, απ’ τη στιγμή που είχαν ήδη μία γνωστική βάση σχετικά με τα συγκεκριμένα θέματα, μπορούσαν πολύ πιο εύκολα να αφομοιώσουν και να αποθηκεύσουν τις καινούριες γνώσεις, στην υπάρχουσα «βάση δεδομένων». Ο Τζερόμ Μπρούνερ πέθανε στη Νέα Υόρκη στις 5 Ιουνίου 2016. Ήταν 100 χρονών. Ο θάνατός του μάλλον οφειλόταν σε ανεύρυσμα αορτής, αλλά οι ακριβείς αιτίες δεν έχουν γίνει γνωστές.