«Φόβος είναι μια συναισθηματική κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται από ένταση, ανησυχία, νευρικότητα, εσωτερική αναταραχή. Ο φόβος μπορεί να αποτελεί την αντίδραση του ατόμου σε κάποιο πραγματικό ή αυξανόμενο κίνδυνο κατά την οποία παρατηρείται αυξημένη δραστηριότητα του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Μια χαρακτηριστική αντίδραση του φόβου είναι η τάση για φυγή, μια έντονη προσπάθεια απομάκρυνσης από την πηγή του φόβου. Ο φόβος είναι μια καθολική αντίδραση προσαρμογής που είναι απαραίτητη στην προστασία και την επιβίωση, επειδή μας ευαισθητοποιεί σε επικείμενο κίνδυνο και μας προετοιμάζει να τον αντιμετωπίσουμε. Έχει δύο πτυχές: την ψυχολογική (υποκειμενικό αίσθημα φόβου) και τη νευροφυσιολογική διέγερση κατά την οποία ο οργανισμός τίθεται σε κατάσταση συναγερμού, για να προφυλαχθεί. Ο φόβος σε όλες τις ηλικίες περιλαμβάνει την αντίληψη κάποιας απειλής προς τον εαυτό, είτε σε σχέση με τη σωματική ασφάλεια και ακεραιότητα είτε σε σχέση με την ψυχολογική ασφάλεια και αυτοεικόνα του ατόμου.
Η ωρίμανση του νευρικού συστήματος θεμελιώνει τις αντιδράσεις στον φόβο από πλευράς φυσιολογίας. Τα νεύρα και ο εγκέφαλος πρέπει να φθάσουν σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης ώστε να καθίστανται δυνατές οι σωματικές αντιδράσεις οι οποίες συνοδεύουν τον φόβο. Εξάλλου ένα ορισμένο επίπεδο νοητικής ανάπτυξης είναι εξίσου απαραίτητο, για να βιώσει κάποιος φόβο. Προτού το νήπιο αισθανθεί φόβο πρέπει να είναι σε θέση να αντιλαμβάνεται και να διαφοροποιεί ανάμεσα σε πρόσωπα και αντικείμενα καθώς και ανάμεσα στο οικείο και το άγνωστο στο περιβάλλον του. Πρέπει εξάλλου να κατέχει αρκετή γνωστική ωριμότητα ώστε να εκτιμά ότι ορισμένα άτομα, αντικείμενα ή συνθήκες μπορεί να απειλούν την ακεραιότητα και την ευημερία του. Προφανώς, το παιδί δεν είναι δυνατό να νιώθει ότι οι διάφορες απειλές αφορούν τον εαυτό του προτού αναπτύξει την αίσθηση της ταυτότητας. Εξάλλου η ανάπτυξη της φαντασίας ‘ανοίγει τον δρόμο’ για μια ευρεία ποικιλία παιδικών φόβων».
Το παιδί καθώς μεγαλώνει εμφανίζει παράλογους και φανταστικούς φόβους, που συνδέονται με τις υποσυνείδητες συγκρούσεις και την επιθετικότητα που κρύβει μέσα του. Το παιδί μέσα από τους τρόπους που επιλέγει να αντιμετωπίσει τους φόβους του μαθαίνει περισσότερα πράγματα για τον εαυτό του και μπορεί να αντιμετωπίσει καλύτερα τις δεξιότητες που μελλοντικά θα αναπτύξει.
Τα πράγματα που φοβούνται πιο συχνά τα παιδιά κατά την προσχολική ηλικία και έπειτα είναι τα ζώα, οι άνθρωποι, το σκοτάδι, τα φαντάσματα, οι φυσικές καταστροφές και τα μηχανήματα. Ορισμένοι φόβοι έχουν προστατευτικό χαρακτήρα για το παιδί και είναι χρήσιμο το παιδί να έχει έναν μέτριο φόβο απέναντι σε ξένα πρόσωπα ή σε κάποιες καταστάσεις.
Ο τρόπος έκφρασης του φόβου διαφοροποιείται κατά ηλικίες
• Αρχικά αντιδρά με κλάμα, ξεφωνητά, με δυσκαμψία σώματος
• Αργότερα εκδηλώνει αντιδράσεις απόκρυψης: κρύβει το πρόσωπό του με τα χέρια, στρέφει το πρόσωπό του προς άλλη κατεύθυνση
• Άλλοτε αντιδρά με έντονες διαμαρτυρίες π.χ. «πάρτε το από ‘δω»
• Άλλοτε αντιδρά με ενέργειες απομάκρυνσης και φυγής.
Η αναπτυξιακή πορεία των φόβων
Τα ερεθίσματα και τα γεγονότα που γεννούν συναισθήματα στα παιδιά διαφοροποιούνται με το πέρασμα του χρόνου.
Έτσι το αναπτυξιακό στάδιο 0-6 μηνών χαρακτηρίζεται από το φόβο για την απώλεια τροφής, για τους δυνατούς θορύβους και τις ξαφνικές κινήσεις.
Την περίοδο 7- 12 μηνών είναι χαρακτηριστικοί οι φόβοι για τους ξένους, για την ξαφνική εμφάνιση μεγάλων αντικειμένων, για τους δυνατούς θορύβους.
Κατά το 1ο έτος κυριαρχεί ο φόβος του αποχωρισμού από τους γονείς, για τους ξένους, για τους τραυματισμούς και ο φόβος της τουαλέτας.
Κατά το 2ο έτος τα νήπια φοβούνται τα μεγάλα ζώα, τα σκοτεινά δωμάτια, τα μεγάλα αντικείμενα, τις μηχανές με τους δυνατούς θορύβους, τις ξαφνικές αλλαγές του περιβάλλοντός τους.
Κατά το 3ο έτος φοβούνται τα σκοτεινά δωμάτια, τις μάσκες, τα μεγάλα ζώα και τον αποχωρισμό από τους γονείς.
Κατά το 4ο έτος εξακολουθούν να φοβούνται το σκοτάδι και ακόμη, το θόρυβο τη νύχτα, τα μεγάλα ζώα, τα φίδια και τον αποχωρισμό από τους γονείς.
Κατά το 5ο έτος φοβούνται τα άγρια ζώα, τους τραυματισμούς, το σκοτάδι, τους κακούς ανθρώπους και πάλι τον αποχωρισμό από τους γονείς.
Κατά το 6ο έτος φοβούνται τα φαντάσματα, τα τέρατα, τις μάγισσες, το να είναι μόνα τους, τους κεραυνούς και τις αστραπές.
Κατά το 7ο έτος φοβούνται το σκοτάδι, τα τέρατα, τις καταιγίδες, το να χαθούν, την απαγωγή, το να είναι μόνα τους.
Κατά το 8ο έτος το σκοτάδι, τους κακούς ανθρώπους, τα όπλα, το να είναι μόνα τους, τα ζώα.
Κατά το 9ο έτος, το σκοτάδι, το να χαθούν, τα άσχημα όνειρα, τα ατυχήματα, το να είναι μόνα τους.
Κατά το 10ο έτος, το σκοτάδι, τους κακούς ανθρώπους, τα κακά όνειρα, την τιμωρία, τους ξένους.
Κατά το 11ο έτος, το σκοτάδι, το να είναι μόνα τους, τους τραυματισμούς, το να είναι άρρωστα, τα διαγωνίσματα, τους βαθμούς.
Κατά το 12ο έτος, το σκοτάδι, τις τιμωρίες, το να είναι μόνα τους, το να πληγωθούν από κάποιον, τα διαγωνίσματα, τους βαθμούς.
Κατά το 13ο έτος, τα εγκλήματα γενικά, το να τραυματιστούν ή να απαχθούν από κάποιον, το να είναι μόνα τους, τον πόλεμο, τους κακούς βαθμούς, τα διαγωνίσματα, τις τιμωρίες.
Στο 14ο έτος χαρακτηριστικοί είναι οι φόβοι για την αποτυχία στο σχολείο, τις προσωπικές σχέσεις, τον πόλεμο, τα διαγωνίσματα, την εγκυμοσύνη, το να είναι μόνα τους ή οι φόβοι τους μπορεί να αφορούν οικογενειακά θέματα.
Γενικά παρατηρείται μια μείωση φόβων στα παιδιά 7-10 ετών.
Ωστόσο οι πιο κοινοί φόβοι όπως ο φόβος θανάτου ή τραυματισμού παραμένουν σχετικά σταθεροί. Φαίνεται λοιπόν ότι, καθώς μεγαλώνει το παιδί, οι φόβοι του μεταβάλλονται από απτούς και συγκεκριμένους σε αόρατους και απροσδιόριστους. Η ανάλυση των παιδικών φόβων που βιώνει στα διάφορα στάδια της ανάπτυξής τους, δείχνει ότι κάθε ηλικία έχει τα δικά της προβλήματα προσαρμογής, π.χ. στην προσχολική ηλικία οι φόβοι είναι για απίθανες καταστάσεις για το άγνωστο, ενώ στην εφηβεία είναι πιο άμεσοι και προσωπικοί όπως οι σχέσεις με το άλλο φύλο. Τα κορίτσια αναφέρουν περισσότερους φόβους από τα αγόρια.
Τα κορίτσια εμφανίζονται να φοβούνται περισσότερο από τα αγόρια α) το θάνατο και τον κίνδυνο, β) το άγνωστο, γ) τα ζώα δ) το σχολείο και τους γιατρούς και ε) την αποτυχία - την κριτική. Αυτό μπορεί να οφείλεται στους ρόλους που προωθεί το κοινωνικό περιβάλλον στα δύο φύλα όπου η έκφραση του φόβου είναι πιο αποδεκτή και συμβατή με τα κορίτσια και λιγότερο αποδεκτή για τα αγόρια.
Πώς μαθαίνουμε να φοβόμαστε;
Όσον αφορά την ακριβή αιτιολογία και την προέλευση του παιδικού φόβου υπάρχουν διάφορες απόψεις και θεωρίες. Η ανάπτυξη των φόβων επηρεάζεται από την ιδιοσυγκρασία και τις προσωπικές εμπειρίες του παιδιού αλλά και από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που εμφανίζονται τα φοβικά ερεθίσματα. Υπάρχει η άποψη ότι μερικά παιδιά είναι πιο επιρρεπή στο φόβο από τη γέννησή τους απ’ ό, τι άλλα παιδιά (Kagan, 1989). Η τάση να υπεραντιδρούν με φόβο σχετίζεται με την εγγενή ευαισθησία του αυτόνομου νευρικού συστήματος. Ωστόσο οι περιβαλλοντικοί παράγοντες παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των φόβων των παιδιών.
Οι φόβοι μαθαίνονται με
α) μάθηση μέσω συνεξάρτησης : το παιδί μαθαίνει να φοβάται κάτι καθώς συνδέει μια δυσάρεστη εμπειρία με ένα αρχικά ουδέτερο ερέθισμα, π.χ. μαθαίνει να φοβάται τα κουνέλια αν κατά τη διάρκεια που παίζει μαζί τους, ακούσει πολλές φορές ένα δυνατό θόρυβο που το τρομάζει. Το παιδί μπορεί να αποκτήσει ένα συγκεκριμένο φόβο έχοντας βιώσει κάποια δυσάρεστη εμπειρία (π.χ. να το έχει δαγκώσει κάποιος σκύλος, άρα να φοβάται τους σκύλους ή να έχει νοσηλευτεί σε νοσοκομείο για μεγάλο χρονικό διάστημα, επομένως να φοβάται τους γιατρούς κ.α.).
β) μάθηση με μίμηση προτύπου : τα παιδιά φοβούνται μιμούμενα άλλα παιδιά ή το παιδί μπορεί να έχει παρατηρήσει μια συγκεκριμένη εκδήλωση φόβου από κάποιο προσφιλές του πρόσωπο (π.χ. μητέρα, πατέρας, αδελφάκι, γιαγιά, παππούς κ.α.) με αποτέλεσμα και εκείνο να παρουσιάζει τον ίδιο φόβο στην προσπάθειά του να ταυτιστεί μαζί του. Έρευνες αναφέρουν ότι υπάρχει μεγάλη αντιστοιχία μεταξύ των φόβων που εκδηλώνει το παιδί και των φόβων που εκδηλώνουν οι γονείς.
γ) μετατόπιση : Τέλος μια άλλη αιτία είναι η μετατόπιση κάποιου βαθύτερου προβλήματος σε ένα άλλο ουδέτερο ερέθισμα (π.χ. φόβος προς τον πατέρα ο οποίος, επειδή δεν μπορεί να εκφραστεί, μετατοπίζεται σε φόβο στους σκύλους ή αλλά ζώα ή σχολική φοβία η όποια αποτελεί μια μορφή υποκατάστασης του φόβου του αποχωρισμού του παιδιού από τη μητέρα προς ένα ουδέτερο ερέθισμα, το σχολείο).
Πώς να βοηθήσουμε το παιδί να ξεπεράσει τους φόβους του- Συμβουλές σε γονείς.
• Καταρχήν οι γονείς θα πρέπει να ακούν με προσοχή, σεβασμό και κατανόηση αυτά που λέει το παιδί για τους φόβους του - έστω κι αν τους θεωρούμε αβάσιμους. Πρέπει να βοηθήσουμε το παιδί να κατανοήσει ότι ο φόβος του είναι κάτι φυσιολογικό.
• Δεν το κοροϊδεύουμε και δεν το γελοιοποιούμε, δεν υποτιμάμε το άγχος του γιατί έτσι εντείνουμε χειρότερα τη φοβία του.
• Οι γονείς δε χρειάζεται να πανικοβάλλονται και να μεγαλοποιούν τους φόβους του παιδιού δίνοντας υπερβολική προσοχή στην παραμικρή εκδήλωση.
• Να μη φοβίζουμε σκόπιμα το παιδί λέγοντας του ότι «αν δεν είσαι καλό παιδί θα σε πάρει ο «μπαμπούλας» ή η «αστυνομία». Αν οι ενήλικες προσπαθούν να ελέγξουν τη συμπεριφορά των παιδιών με τη χρήση του φόβου, δεν θα πρέπει στη συνέχεια να απορούν γιατί τα παιδιά φοβούνται.
• Μπορούμε να διαβεβαιώσουμε το παιδί ότι όλα τα παιδιά της ηλικίας του αισθάνονται κάποιους φόβους και ότι και εμείς, όταν ήμασταν παιδιά, είχαμε φόβους τους οποίους μάθαμε σιγά σιγά να ξεπερνάμε.
• Μπορεί να βοηθήσουμε το παιδί να αναπτύξει δεξιότητες, με τις οποίες να μπορεί να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το φοβικό αντικείμενο ή τη φοβική κατάσταση. Για παράδειγμα, όταν το παιδί φοβάται το σκοτάδι, μπορεί να έχει ένα φωτάκι νυκτός αναμμένο στο δωμάτιό του.
• Οι γονείς θα πρέπει να ελέγχουν τους δικούς τους φόβους επειδή συχνά το παιδί μιμείται και υιοθετεί τους φόβους των γονιών του.
• Να φέρνουμε το παιδί σταδιακά σε επαφή με το φοβικό αντικείμενο. Να δώσουμε στο παιδί ευκαιρίες να γνωρίσει βαθμιαία το φοβικό αντικείμενο κάτω από συνθήκες που να νιώθει απόλυτα ασφαλές. Για παράδειγμα, όταν το παιδί μας φοβάται ένα ζώο, μπορούμε να αποτελέσουμε εμείς πρότυπο μίμησης για το παιδί. Είναι καλό να μας βλέπει το παιδί να παίζουμε, να φροντίζουμε ένα ζώο. Έτσι σιγά σιγά και χωρίς καμία πίεση και εξαναγκασμό, το παιδί βλέπει και κατανοεί ότι το ζώο δεν είναι τόσο επικίνδυνο όσο νόμιζε.
• Οι γονείς μπορούν να χρησιμοποιούν εικονογραφημένα παιδικά βιβλία με παιδιά που φοβούνται αλλά τελικά ξεπερνάνε τους φόβους τους. Το παιδί μπορεί να ταυτιστεί με τον ήρωα του βιβλίου και να ξεπεράσει ευκολότερα το φόβο του.
• Γενικά, οι ενήλικες είναι καλό να ενθαρρύνουν με κάθε τρόπο τα παιδιά ώστε να αναπτύξουν πρωτοβουλίες, αυτοπεποίθηση και αυτονομία. Η υπερπροστατευτική συμπεριφορά των γονιών διευκολύνει την εκδήλωση φόβων από την πλευρά του παιδιού.
ΦΟΒΙΕΣ ΠΑΙΔΙΩΝ
Παρά το γεγονός ότι ο φόβος, ως έναν βαθμό, είναι κάτι συνηθισμένο στην παιδική ηλικία, η σοβαρότητα των συγκεκριμένων φοβικών αντιδράσεων μπορεί να κριθεί μόνο από τις συνέπειες που έχουν στην καθημερινή ζωή του παιδιού. Οι περισσότεροι φόβοι είναι παροδικοί, ενώ δεν εμποδίζουν καθόλου την ομαλή ανάπτυξη του παιδιού.
Ωστόσο ορισμένοι φόβοι είναι δυνατόν να εξελιχθούν σε φοβίες, οι οποίες εκδηλώνονται με έντονο άγχος ακόμα και στην ιδέα του αντικειμένου ή της κατάστασης που φοβάται το παιδί και τα οποία προσπαθεί επίμονα να αποφύγει. Η φοβία είναι ένας υπερβολικός φόβος ο οποίος είναι αδικαιολόγητος και δυσανάλογος προς την αιτία.
Επομένως, οι ενήλικες πρέπει να ανησυχήσουν και να απευθυνθούν το συντομότερο σε κάποιον παιδοψυχολόγο αν υπάρχουν υποψίες ότι οι αντιδράσεις του παιδιού αποτελούν ενδείξεις φοβίας, δηλαδή αν:
• είναι υπερβολικές και επίμονες
• παρουσιάζουν μεγάλη διάρκεια και αντοχή στο χρόνο
• είναι δυσανάλογα έντονες σε σχέση με το ερέθισμα ή την κατάσταση που τις προκάλεσε • συνοδεύονται από σωματικά ενοχλήματα
• φαίνεται να αποδιοργανώνουν το παιδί
• εμποδίζουν τη συμμετοχή του σε καθημερινές δραστηριότητες
Οι φοβίες μπορεί να δημιουργηθούν με πολλούς τρόπους. Μια άμεση τραυματική εμπειρία του παιδιού, π.χ. το δάγκωμα ενός σκυλιού, είναι δυνατόν να προκαλέσει φοβία απέναντι στα σκυλιά. Επιπλέον, πιθανές συνεξαρτήσεις που δημιουργεί το παιδί μεταξύ δύο ερεθισμάτων, μπορεί να οδηγήσουν στην εγκατάσταση μιας φοβίας.
Με άλλα λόγια, οι φοβικές αντιδράσεις «μαθαίνονται» από το παιδί καθώς αυτό συνδέει μια δυσάρεστη εμπειρία με μια συγκεκριμένη ουδέτερη κατάσταση. Για παράδειγμα, αν η εκδήλωση σεισμού βρήκε το παιδί μέσα σε ένα ασανσέρ, είναι πιθανόν το παιδί να αναπτύξει κλειστοφοβικές αντιδράσεις. Η σημαντικότερη οδός όμως, μέσω της οποίας αναπτύσσονται και εδραιώνονται οι φοβίες στα παιδιά είναι μέσω της μετάδοσής τους από τους ενήλικες. Η μετάδοση αυτή μπορεί να γίνει τόσο με λεκτικό όσο και με μη λεκτικό τρόπο. Το παιδί πολύ εύκολα αντιλαμβάνεται τις εκδηλώσεις φόβου των ενηλίκων και ασυνείδητα τις υιοθετεί. Αν ο γονιός κλειδαμπαρώνει το σπίτι και ελέγχει κάθε τόσο τις πόρτες, το παιδί είναι πολύ πιθανόν να αρχίσει να φοβάται να μένει μόνο του στο δωμάτιό του.
Η έγκαιρη αντιμετώπιση των φοβιών είναι απαραίτητη διότι οι φοβίες, σε αντίθεση με τους φυσιολογικούς φόβους της προσχολικής ηλικίας, μπορεί να έχουν δυσμενείς συνέπειες τόσο στην καθημερινή λειτουργικότητα όσο και στη συναισθηματική και κοινωνική ανάπτυξη του παιδιού. Σπάνια υποχωρούν από μόνες τους, αντιθέτως, τις περισσότερες φορές μπορεί να πολλαπλασιάζονται, να γενικεύονται και σε άλλους τομείς και να συνεχίζονται και στην ενήλικη ζωή.
Ολοκληρώνοντας, πρέπει να επισημανθεί ότι δεν είναι όλα τα παιδιά το ίδιο ευάλωτα στην εκδήλωση φοβιών.
Επίσης, παιδιά τα οποία ζουν σε ήρεμο και ζεστό οικογενειακό περιβάλλον, όπου κυριαρχούν τα συναισθήματα της αποδοχής και της ασφάλειας και ενθαρρύνεται η απόκτηση αυτάρκειας και αυτονομίας, φαίνεται να διαθέτουν μια ισχυρή ασπίδα προστασίας έναντι της εκδήλωσης φοβιών.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Herbert, M. (1989). Ψυχολογικά προβλήματα της παιδικής ηλικίας. Τομ. Α΄ (Επιμ. Ι. Παρασκευόπουλος) Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα
Δημητρίου- Χατζηνεοφύτου, Λ. (2009). Τα 6 πρώτα χρόνια της ζωής. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, σελ. 826-834
Παππά Βασιλική.(2015). Η Λογική των συναισθημάτων. Συναισθηματική ανάπτυξη και συναισθηματική νοημοσύνη. Αθήνα: Οκτώ.
Παρασκευόπουλος Ι. Εξελικτική Ψυχολογία. Τομ.2. Αθήνα
Περισσότερα ενδιαφέροντα κείμενα εδώ.