Από τις 5 Απριλίου 1453 η Κωνσταντινούπολη, η βασιλίδα των πόλεων άρχισε να περιζώνεται από τα τουρκικά στίφη. Με χιλιάδες στρατιώτες και δεκάδες πυροβόλα ο Μωάμεθ Β’ ξεκίνησε την περιώνυμη πολιορκία. Παρά τις προσπάθειές του όμως η Πόλη άντεχε. Ούτε οι προτάσεις του στον Κωνσταντίνο ΙΑ Παλαιολόγο περί παράδοσης της Κωνσταντινούπολης είχαν αποτέλεσμα. Έτσι αποφάσισε την τελική έφοδο.
Ο τουρκικός βομβαρδισμός εντάθηκε από το βράδυ της Κυριακής 27ης Μαΐου 1453 και συνεχίστηκε έτσι έως και λίγες στιγμές πριν εξαπολυθεί η γενική έφοδος κατά της Πόλης, τα ξημερώματα της 29ης Μαΐου. Η αποτελεσματικότητα του τουρκικού πυροβολικού είχε κατατρομάξει τους δυστυχείς αμυνόμενους και είχε καταπλήξει ακόμα και αυτόν τον ίδιο τον Μωάμεθ.
Έτσι στον τελευταίο του λόγο που εκφώνησε στα στρατεύματα του, λίγο πριν την εκδήλωση της τελικής εφόδου, δήλωσε αυτάρεσκα, ότι δεν στέλνει τους στρατιώτες του να τειχομαχήσουν, αλλά να πολεμήσουν σε ανοικτό πεδίο.
Στην Πόλη η κατάσταση ήταν απόλυτα διαφορετική. Και πως θα μπορούσε να είναι διαφορετικά. Κατήφεια επικρατούσε. Σχεδόν όλοι ήταν βέβαιοι ότι η Πόλη δεν θα άντεχε στην μεγάλη, γενική έφοδο, που γνώριζαν ότι σκόπευε να εκτοξεύσει ο Μωάμεθ.
Το βράδυ της 28ης Μαΐου έλαβε χώρα στον πάνσεπτο ναό της Αγίας Σοφίας η τελευταία από τότε χριστιανική λειτουργία. Ο αυτοκράτορας, μετέλαβε των αχράντων μυστηρίων, μαζί με όλες τις κεφαλές του στρατού και μαζί με χιλιάδες άλλους πολεμιστές και αμάχους, οι οποίοι με δάκρυα στα μάτια τον ασπάζονταν και του φιλούσαν το χέρι.
Αμέσως μετά ο Βασιλέας ίππευσε το αραβικό του άτι και χάθηκε στη νύκτα μαζί με τους συστρατιώτες του. Έφτασε στα τείχη, γύμνωσε το σπαθί και ως απλός στρατιώτης έλαβε θέση, στο πλέον εκτεθειμένο σημείο της αμύνης, στο σταύρωμα (πρόχειρα επισκευασμένο τμήμα του τείχους που είχε γκρεμιστεί από το πυροβολικό) της πύλης του Αγ. Ρωμανού. Είχε νυχτώσει για τα καλά. Η 29η Μαΐου διένυε ήδη τας πρώτα ώρας της. Στο τουρκικό στρατόπεδο απλωνόταν τώρα μια αμαρτωλή ησυχία.
Ξαφνικά μέσα στο σκοτάδι ακούστηκαν φοβερές κραυγές και αλαλαγμοί. Και κρατώντας πυρσούς στα χέρια χιλιάδες Τούρκοι ρίχτηκαν στην επίθεση. Ο Ενετός Μπάρμαρο αναφέρει ότι το πρώτο αυτό κύμα εφόδου το αποτελούσαν τουλάχιστον 50.000 Τούρκοι, αλλά και χριστιανοί υπήκοοι του σουλτάνου. Όταν έφτασαν σε απόσταση βολής από το σταύρωμα έβαλαν εναντίον των αμυνομένων με όλα τους τα όπλα, τόξα, «τούφακας», ακόντια, σφενδόνες.
Μετά την πρώτη ομοβροντία όρμησαν κρατώντας κλίμακες και άγκιστρα κατά του σταυρώματος. Με τα άγκιστρα έριχνα κάτω τους πίθους – επάλξεις των αμυνομένων και με τις κλίμακες επιχειρούσαν να ανεβούν στο σταύρωμα.
«Αλλά οι ημέτεροι παραχρήμα κατέρριπταν τις κλίμακες εκείνες κάτω με όσους βρίσκονταν πάνω σε αυτές, και άπαντες εκείνοι παραχρήμα φονεύονταν, σε αυτούς δε οι δικοί μας έριχναν από τις επάλξεις κάτω μεγάλους λίθους ώστε λίγοι από αυτούς μπορούσαν να σωθούν. Όσοι έρχονταν κάτω από τα τείχη, τόσοι σκοτώνονταν, και τότε οι φέροντες τις κλίμακες, βλέποντας αυτούς να πεθαίνουν, ήθελαν να επιστρέψουν πίσω, προς το στρατόπεδο, για να μην σκοτωθούν και αυτοί από τους λίθους.
Τότε άλλοι Τούρκοι, που βρισκόταν πίσω αμέσως έκοβαν με τα γιαταγάνια τους όσους έφευγαν και ανάγκαζαν τους άλλους να επιστρέφουν στα τείχη, ώστε ήταν βέβαιο ότι θα πέθαιναν, με τον έναν τρόπο ή τον άλλο», αναφέρει ο Μπάρμπαρο.
Υπό αυτές τις συνθήκες οι Τούρκοι συνέχιζαν τις απέλπιδες εφόδους κατά των ακλόνητων αμυντόρων και σφαγιάζονταν κατά χιλιάδες. Επί δύο με τρείς περίπου ώρες το σώμα των 50.000 Τούρκων επιτίθετο μανιωδώς κατά του σταυρώματος, άνευ όμως αποτελέσματος. Ο Μωάμεθ προφανώς θεωρούσε τους συγκεκριμένους άνδρες αναλώσιμους.
Περί την αυγή ο Μωάμεθ επέτρεψε στους λιγοστούς επιζώντας του πρώτου σώματος να αποσυρθούν. Όπως αναφέρει ο Μπάρμπαρο όλη η έκταση ενώπιον του ρήγματος ήτο γεμάτη με πτώματα Τούρκων. Οι απώλειες τους υπολογίζονται σε 20-30.000 νεκρούς και τραυματίες. Ωστόσο είχαν επιτύχει του σκοπού τους, ο οποίος δεν ήτο άλλος από την πλήρη εξουθένωση των αμυνομένων, οι οποίοι ούτως ή άλλως επί εβδομάδας τώρα είχαν στερηθεί ακόμη και του ύπνου.
Και εκεί που οι αμυνόμενοι, έχοντας αποκρούσει τους επιτιθεμένους, ήλπιζαν να απολαύσουν λίγες στιγμές ανάπαυσης, άκουσαν με τρόμο τα τουρκικά τύμπανα να ηχούν εκ νέου. Αμέσως ένα νέο σώμα 50.000 Τούρκων όρμησε με αλαλαγμούς κατά του «σταυρώματος».
Ο Μωάμεθ, ενεργώντας βάσει σχεδίου, διέταξε την δεύτερη έφοδο, αμέσως μετά το άδοξο τέλος της πρώτης. Ήλπιζε ότι οι λίγοι και κατάκοποι αμύντορες δεν θα άντεχαν στις συνεχόμενες κρούσεις του στρατού του. Στην δεύτερη δε αυτή έφοδο συμμετείχαν εκλεκτά στρατεύματα και πεζομάχοι σπαχήδες φέροντες αλυσιδωτούς θώρακας, κράνη και ασπίδες.
Ο Μωάμεθ με έκπληξη αντίκρισε το επίλεκτο τμήμα του στρατού του να αναχαιτίζεται από τους λίγους ήρωες. Φοβερά εκνευρισμένος διέταξε τότε τους πυροβολητές του να ανοίξουν και πάλι πυρ. Πράγματι τα τουρκικά πυροβόλα έβαλαν κατά του «σταυρώματος», σκοτώνοντας πολλούς Τούρκους που βρίσκονταν εμπρός από αυτό, αλλά και δημιουργώντας ένα νέο ρήγμα, το οποίο δεν ημπορούσε να επισκευαστεί, πριν αποκρουστεί η έφοδος.
Μέσω του ρήγματος πάνω από 300 Τούρκοι εισήλθαν στην Πόλη. Εναντίον του όμως επέπεσαν οι Έλληνες, αναφέρει ο Μπάρμπαρο, με λύσσα και ενεπλάκησαν μαζί τους σε έναν άγριο, θανάσιμο εναγκαλισμό. Λίγα λεπτά αργότερα οι επιδρομείς ήταν όλοι νεκροί.
Αυτή τη φορά λοιπόν, ο Μωάμεθ, βλέποντας και την δεύτερα έφοδο να αποτυγχάνει διέταξε γενική έφοδο, ρίπτοντας στη μάχη ακόμα και τη φρουρά του. Παράλληλα όμως και ο στόλος έλαβε διαταγή να επιτεθεί κατά των θαλασσίων τειχών, προκειμένου να αγκιστρώσει πολύτιμες διά τους αμυνομένους δυνάμεις, μακριά του κυρίου μετώπου της μάχης. Γιατί όλα θα κρίνονταν εκεί, στο χερσαίο τείχος, μεταξύ της πύλης του Αγ. Ρωμανού και μιας μικρής στρατιωτικής πυλίδος, της Κερκόπορτας.
Η επίθεση των γενιτσάρων κατά των κατάκοπων χριστιανών μαχητών εξελίχθηκε σε νέα, άγρια θανάσιμη συμπλοκή. Παρά την κόπωση και τις πληγές, συνέπεια των προηγουμένων εφόδων, οι αμύντορες, με τον Βασιλιά και τον Ιουστινιάνη (Γενουάτης πολέμαρχος που πρωτοστάτησε στην άμυνα της Πόλης) επικεφαλής, αντέταξαν και πάλι σθεναρά άμυνα και αντιμετώπισαν τους επίλεκτους του Μωάμεθ με το ίδιο θάρρος. Περίπου 750 μέτρα βορειότερα όμως οι Τούρκοι ανακάλυψαν αφρούρητο μια μικρή πυλίδα την διαβόητη Κερκόπορτα.
Η πυλίδα αυτή είχε κτισθεί εξωτερικά επί Ισαακίου Αγγέλου, το 1204. Ανοίχθηκε όμως και πάλι με την έναρξη της πολιορκίας, για να χρησιμοποιηθεί ως πύλη εξόδων των πολιορκημένων. Η συγκεκριμένη πυλίδα ήταν κατά το ήμισυ κεχωσμένη στο έδαφος και δεν ήταν εύκολο να γίνει ορατή από τους εχθρούς. Διά τον λόγο αυτό δεν φρουρούνταν την μοιραία εκείνην ώρα, γιατί οι διατιθέμενοι διά την προστασία της φρουροί είχαν σπεύσει να ενισχύσουν τους μαχόμενους στο «σταύρωμα».
Αφού την παραβίασαν 50 περίπου γενίτσαροι εισέβαλαν στον εσωτερικό περίβολο. Αυτούς ακολούθησαν χιλιάδες και επετέθησαν στους ηρωικώς έως τότε ανθισταμένους μαχητές εκ των νώτων. Ορισμένοι μάλιστα καταβίβασαν τις αυτοκρατορικές σημαίες από τον πρώτο πύργο που κυρίευσαν και ανεβίβασαν την τουρκική. Το γεγονός αυτό είχε τεράστια ψυχολογική σημασία και επέδρασε ιδιαιτέρως δυσμενώς στο ηθικό των αμυνομένων.
Την ίδια ώρα ο Ιουστινιάνης πληγώθηκε, είτε από βέλος, είτε από βολίδα τυφεκίου και παρά τις ικεσίες του Κωνσταντίνου, απεχώρησε κρυφά από την γραμμή της μάχης, ώστε να περιποιηθεί το τραύμα του, χωρίς να προκαλέσει σύγχυση. Πέτυχε ακριβώς το αντίθετο. Η απουσία του έγινε αισθητή και οι μαχητές άρχισαν να τον αναζητούν. Παράλληλα είδαν τις τουρκικές σημαίες να κυματίζουν, λίγα μόλις μέτρα από τις θέσεις τους.
Σε λίγο σύγχυση επικράτησε στις τάξεις των μαχητών. Στο μεταξύ χιλιάδες Τούρκοι είχαν περάσει εντός των τειχών και έπλητταν πλέον τους γενναίους του Κωνσταντίνου εκ του πλευρού, αλλά και κατά μέτωπο, αφού οι επιθέσεις των γενιτσάρων κατά του διαλυμένου πλέον «σταυρώματος» ουδέποτε χαλάρωσαν. Μοιραία οι αμύντορες κατεβλήθησαν από την διπλή προσβολή και το πλήθος των εχθρών και από τον κάματο και τα τραύματα.
Τότε ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να περάσει στον θρύλο. «Εάλω η Πόλις». Η τρομερή κραυγή αντήχησε. «Η Πόλις κυριεύθηκε και εγώ ακόμη ζω», κραύγασε με τη σειρά του ο Βασιλιάς και όρμησε εμπρός με το σπαθί στο χέρι και με λίγους αφοσιωμένους συντρόφους να βρει τον ένδοξο θάνατο που του έπρεπε.
Όρμησε λοιπόν ο Κωνσταντίνος, μαζί με τον Φραγκίσκο Τολέδιο, τον Θεόφιλο Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δαλμάτη κατά των εχθρικών στιφών. Τέσσερις εναντίων χιλιάδων. Οι τέσσερις στάθηκαν με την πλάτη στο τείχος και εκεί αντιμετώπιζαν τους χιλιάδες Τούρκους. «Θέλων θανείν ή ζείν», κραύγασε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος και όρμησε με το σπαθί στον συρφετό. Οι τέσσερις αυτοί άνδρες, μόνοι τους έστρωσαν το έδαφος με κουφάρια εχθρών.
Τότε όμως ο Κωνσταντίνος δέχτηκε το μοιραίο πλήγμα. Πρόλαβε μόνο να κραυγάσει πριν πέσει «δεν υπάρχει κανένας χριστιανός να μου πάρει το κεφάλι». «Οι εταίροι του βασιλέως έπαυσαν βλέποντες αυτόν εν τη μάχη. Εκείνος δε αποφασίσας ν’ αποθάνη εξ ης ώρας εγίγνωσκε ότι είχε κυριευθή η Πόλης, έπεσεν αφανώς», αναφέρουν οι χρονικογράφοι.
Συμφώνως με τον Δούκα οι Τούρκοι ανεγνώρισαν τον νεκρό του βασιλέως από ταις ερυθρές εμβάδες του, τις διακοσμημένες με δικεφάλους αετούς. Το σώμα του γδάρθηκε, συνεχίζει ο Δούκας, και το δέρμα του γεμίστηκε με άχυρο και διαπομπεύτηκε. Η τουρκική ανανδρία και μικροψυχία, ακόμη και στη στιγμή της νίκης τους ήταν και είναι ενδεικτική της ποιότητος του πολιτισμού τους.
Ότι και αν έπραξαν όμως, μαζί με τους χιλιάδες φόνους, τους βιασμούς, τις αρπαγές και τις λεηλασίες, την ερήμωση και την παντελή καταστροφή του ωραίου, της περιωνύμου εκείνης βασιλίδος των πόλεων, ουδέν επέτυχαν.
Δεν επέτυχαν και δεν κατορθώσουν ποτέ να επιτύχουν να ξεριζώσουν από τις θύμισες ενός λαού τον θρύλο του Έλληνα που αντιστέκεται, αδιαφορώντας για τις συνθήκες του αγώνα, που αντιστέκεται απλώς και μόνο γιατί πρέπει να αντισταθεί, γιατί έτσι επιβάλει ο πολιτισμός και η ιστορία του.
Όπως αναφέρει ο Δούκας «δεν ήταν δυνατόν να παραδοθεί η Πόλη στους Τούρκους από τα χέρια Ελλήνων. Γιατί, εάν τούτο μπορούσε να συμβεί, σε ποιό δρόμο ή σε ποιόν τόπο, ή σε ποία πόλη χριστιανών θα μπορούσαν να μετοικήσουν οι Έλληνες χωρίς να είναι κατάπτυστοι και ντροπιασμένοι»;
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.