Το φοβερό ’22, η μικρασιατική καταστροφή, η μεγαλύτερη μάλλον στην ιστορία του Ελληνισμού, θα αποτελεί πάντα χρονολογία σταθμό που τέμνει την νεότερη Ιστορία του. Μια καταστροφή, η οποία, εκτός από το τέλος της μακραίωνης ελληνικής παρουσίας στην Ανατολή, σηματοδότησε και το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Του οράματος δηλαδή εκείνου βάση του οποίου όλοι οι Έλληνες στις ιστορικές τους πατρίδες, «λυτρωμένοι», θα εντάσσονταν σε ένα ενιαίο ισχυρό ελληνικό κράτος.
Γράφει ο Χρήστος Αλεξάνδρου
Ιστορικός-Πολιτικός Επιστήμονας
Από την αρχή της ίδρυσης του κράτους ήταν λίγο –πολύ κοινή η συνείδηση ότι τα περιορισμένα πρώτα του σύνορα θα έπρεπε να διευρυνθούν και να περιλάβουν και άλλους Έλληνες.
Ένα σχόλιο για τη Μεγάλη Ιδέα
Πριν από την υπογραφή της ιδρυτικού πρωτοκόλλου το 1830 ο Ιωάννης Καποδίστριας προτύπωνε τη Μεγάλη Ιδέα αναφέροντας μεταξύ άλλων στους ξένους ότι τα όρια της Ελλάδας έφταναν μέχρι εκεί που χύθηκαν ποταμοί αίματος κατά τις μεγάλες σφαγές του 1821, σημειώνοντας και ονομαστικά, τη Χίο, την Κύπρο, και τις Κυδωνίες.
Ενώ στη Διάσκεψη του Πόρου απεσταλμένοι των Κυπρίων συζητούσαν με τον Καποδίστρια τη δυνατότητα να περιληφθεί και το νησί εντός των συνόρων του υπό σύσταση κράτους.
Η εξάρτηση όμως του νεοσύστατου κράτους από τις «προστάτιδες δυνάμεις», οι αδυναμίες και οι παθογένειες του, oι οποίες αύξαναν την εξάρτηση, δεν επέτρεψαν την εθνική ολοκλήρωση. Το κράτος δεν κατάφερε να ισχυροποιηθεί τόσο προκειμένου να διεκδικήσει τους μείζονες στόχους του. Στην προσπάθεια επίτευξης τους, τραγικές αποτυχίες οδήγησαν μεγάλα τμήματα του έθνους στη καταστροφή.
Ασφαλώς συνυπολογίζονται και αντικειμενικοί παράγοντες: κράτος περιορισμένο γεωγραφικά και πληθυσμιακά, βιομηχανικά υπανάπτυκτο, χωρίς πλουτοπαραγωγικές πηγές, δύσκολη γεωγραφία.
Σε καμία στιγμή του πρώτου αιώνα της ύπαρξης του, όπως ούτε και αργότερα, δεν χαράχθηκε μια εθνική στρατηγική για υλοποίηση του οράματος της Μεγάλης Ιδέας. Μια στρατηγική η οποία θα είχε ως πρώτο και κύριο χαρακτηριστικό την προετοιμασία, δια της αυξήσεως της ισχύος του ελληνικού κράτους, προκειμένου όταν προσφέρονταν οι κατάλληλες ευκαιρίες να αξιοποιηθούν δεόντως.
Έτσι η εθνική ολοκλήρωση αναπόφευκτα έμενε στον αυτόματο πιλότο. Θα υλοποιείτο αν και όταν το επέτρεπαν οι διεθνείς και περιφερειακές συγκυρίες, χωρίς κατά ανάγκη τη μείζονα συμβολή του ελεύθερου κράτους.
Αυτό περίπου συνέβηκε με την προσάρτηση των νήσων του Ιονίου και της Θεσσαλίας. Η αδυναμία του κράτους, δηλαδή να δράσει αυτόνομα και αποτελεσματικά, φάνηκε στο κριμαϊκό πόλεμο, αλλά κυρίως στον ρωσοτουρκικό του 1877, ενώ όταν η Ελλάδα το 1897 επεχείρησε να δράσει ανεξάρτητα υπέστη συντριπτική ήττα.
Ταυτόχρονα με την ήττα αυτή καταδείχθηκε και η τραγική έκταση της εξάρτησης της χώρας.Οι εδαφικές της διεκδικήσεις ήταν επομένως από την αρχή μεμονωμένες και δειλά προβαλλόμενες. Αφορούσαν πρώτα τα γειτνιάζοντα με τα σύνορα του κρατιδίου εδάφη: Θεσσαλία, Επτάνησα, Κρήτη, Ήπειρος. Αργότερα θα ερχόταν – αν ερχόταν – η σειρά τη ς Θράκης, της Κύπρου, της Ιωνίας, των Δωδεκανήσων – όταν θα το επέτρεπαν οι εξελίξεις.
Από τη δυναμική εμφάνιση του νοτιο-σλαβικού εθνικισμού, κυρίως της βουλγαρικής συνιστώσας του, ιδιαιτέρως από τον ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1877 με την προσωρινή δημιουργία της Μεγάλης Βουλγαρίας, η ελληνική εθνική ιδέα είχε να αντιμετωπίσει ακόμα ένα αντίπαλο.
Το γεγονός αυτό «δίχασε» τις ελίτ ως προς το ποιος ήταν ο πιο σημαντικός, όσο και επείγον ως προς την αντιμετώπιση του κίνδυνος. Πάρα πολλοί διέκριναν την ανάγκη να υπάρξει φιλία και συμμαχία με την Οθωμανική Τουρκία προκειμένου να αντιμετωπιστεί η βουλγαρική ορμή, ακόμα και από κοινού με την Πύλη.
Εξαίρεση κατά κάποιον τρόπο στην διαρκή ελληνική αδυναμία αποτέλεσαν οι βαλκανικοί πόλεμοι. Το πολιτικό σύστημα «αναγκάστηκε» από «νέες δυνάμεις» να κάνει ένα βήμα μπροστά, να «ξεπεράσει» τον εαυτό του, και να πετύχει τον διπλασιασμό της Ελλάδας.
Σε αυτό ως γνωστό συνέτρεξαν τόσο η ευνοϊκή περιφερειακή συγκυρία όσο και η διορατικότητα και η πολιτική του Ελευθέριου Βενιζέλου, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Το έθνος είχε αποδείξει ότι μπορούσε.
Ένα σχόλιο για τον εθνικό διχασμό
Τους θριάμβους του 1912-13 διαδέχθηκε ως γνωστό η δίνη του εθνικού διχασμού, ο οποίος έφερε στην επιφάνεια με τρόπο τραυματικό τα μεγάλα διλλήματα που είχε μπροστά της η Ελλάδα, αλλά και ευρύτερες εσωτερικές διχοστασίες. Ο διχασμός δεν εξέφραζε απλώς και μόνο μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο επιλογές.
Από την μια αυτή του Ελευθέριου Βενιζέλου ως προς την ανάγκη να συμμετέχει η Ελλάδα στον Μεγάλο Πόλεμο, προκειμένου να υλοποιήσει μεταπολεμικά εθνικές διεκδικήσεις, και από την άλλη αυτή των «βασιλικών» που επέμεναν στην ασφάλεια της ουδετερότητας.
Έφερνε στην επιφάνεια και άλλα βαθύτερα στοιχεία. Από τη μια την τάση εκείνη που πίστευε στην εξωστρέφεια, πίστευε στις δυνάμεις τους έθνους και ήταν έτοιμη να αναλάβει το ρίσκο προκειμένου η Ελλάδα να μεγαλώσει. Από την άλλη εξέφραζε την τάση της «μικρής και εντίμου» Ελλάδος, εκ των πραγμάτων «παλαιοελλαδίτικης», που έκρινε ότι ήταν καλύτερα να μην ρισκάρει εμπλεκόμενη στα παιχνίδια των ισχυρών.
Στη στάση αυτή ενυπήρχε και η θέση ότι πάνω απ’ όλα είναι το «ελληνικό βασίλειο» και οι έξω Έλληνες έρχονται πάντα δεύτεροι. Την πρώτη προσέγγιση ενστερνίζονταν κυρίως οι μόλις απελευθερωθέντες Έλληνες των Νέων Χωρών, των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου και φυσικά ο αλύτρωτος Ελληνισμός.
Η σύγκρουση όπως είναι γνωστό υπήρξε σφοδρή, για να κερδηθεί τελικά από τη βενιζελική παράταξη και ο Βενιζέλος, μετά το «κράτος της Θεσσαλονίκης» να επιστρέψει τον Ιούνιο του 1917 στην Αθήνα βγάζοντας αμέσως όλη την χώρα στο πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων.
Μετά την επιστροφή του όμως επέδειξε ένα σκληρό ρεβανσισμό απέναντι στους αντιπάλους του, πρωτοφανή για τη μέχρι τότε πολιτική ιστορία του τόπου. Πρόκειται για ένα γεγονός που αναμφίβολα συνέβαλε αργότερα στην ήττα του, στις διαβόητες εκείνες εκλογές του Νοεμβρίου του 1920.
Εκλογές οι οποίες διεξήχθησαν με τον διχασμό επανακάμψαντα, τόσο εξαιτίας της οξείας προεκλογικής διαμάχης, όσο και εξαιτίας συγκεκριμένων περιστατικών. Αυτά ήταν η απόπειρα κατά της ζωής του Βενιζέλου αμέσως μετά την υπογραφή της Συνθήκης των Σεβρών, τα έκτροπα που ακολούθησαν στην Αθήνα με αποκορύφωμα την δολοφονία του Ίωνος Δραγούμη, και μερικές εβδομάδες αργότερα, τον θάνατο από ατύχημα του βασιλιά Αλέξανδρου.
Ένα γεγονός που έθεσε επιτακτικά την αποκατάσταση της «νομιμότητας», δηλαδή την επιστροφή στο θρόνο του εξόριστου Κωνσταντίνου, ο οποίος σύμφωνα με τους οπαδούς του εγκατέλειψε προσωρινά το θρόνο.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, από ένα μέρος της φιλοβασιλικής «Ηνωμένης Αντιπολίτευσης», εκδηλώθηκε ανοικτά ένας αντιμικρασιατικός ανθελληνισμός. Αποτυπώθηκε μεταξύ άλλων και με περιστατικά όπως το ξέσκισμα χαρτών της «Μεγάλης Ελλάδας», ακόμα και μέσα στη Βουλή.
Αποκορύφωμα της όλης προβληματικής κατάστασης ήταν οι Έλληνες Κομμουνιστές, όπως και οι Μουσουλμάνοι στην βόρεια Ελλάδα και τα νησιά, να ψηφίσουν το συνασπισμό των βασιλικών και όχι τον Βενιζέλο, προκειμένου να «τερματιστεί» ο πόλεμος και η Ελλάδα να φύγει από την Μικρά Ασία, όπως υπόσχονταν οι βασιλικοί.
Μέχρι τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1920 είχαν όμως μεσολαβήσει πολλά, τα οποία κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει όταν η Ελλάδα ενάμιση περίπου χρόνο προηγουμένως, αποβίβαζε δυνάμεις στη Σμύρνη. Η έκβαση του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου βρήκε τη χώρα στην καλύτερη δυνατή θέση και ο Βενιζέλος ήταν πλήρως δικαιωμένος.
Όντας με το μέρος των νικητών, όχι μόνο έμεινε αλώβητη, αλλά ετοιμαζόταν να καρπωθεί μεγάλες εδαφικές προσαρτήσεις, μιας και οι μεγάλοι της αντίπαλοι – η Οθωμανική Αυτοκρατορία και κατά δεύτερον λόγο η Βουλγαρία – ανήκαν στους ηττημένους. Η Μεγάλη Ιδέα εισερχόταν στην πλέον ευνοϊκή της συγκυρία από ιδρύσεως του κράτους.
Από το όνειρο στη μεγαλύτερη καταστροφή
Ο Βενιζέλος στο Συνέδριο της Ειρήνης, αρχικά, μπορεί να έθεσε ως διεκδικήσεις της χώρας, εκτός από την Δυτική Μικρά Ασία, σε μια γραμμή από τη Πάνορμο μέχρι τις ακτές απέναντι από το Καστελλόριζο, την Βόρεια Ήπειρο, την Θράκη και τα Δωδεκάνησα. Ήταν όμως ολοφάνερο ότι το βλέμμα του ήταν σταθερά στραμμένο προς την Ιωνία.
Είναι επίσης φανερό πως εκείνες τις ώρες δεν τον απασχόλησαν οι στρατηγικές εκείνες αδυναμίες του εγχειρήματος, όπως αυτές είχαν διατυπωθεί λίγα χρόνια προηγουμένως από τον Ιωάννη Μεταξά. Αλλά και γιατί να τον απασχολούσαν μπροστά σε μια τέτοια μοναδική ευκαιρία; Τι θα μπορούσε να πάει λάθος;
Οι Σύμμαχοι ετοιμάζονταν να διαλύσουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία εις τα εξ ων συνετέθη. Το κράτος που θα δημιουργείτο για να στεγάσει τους Τούρκους θα ήταν μικρό εδαφικά και πληθυσμιακά, κάπου στο κέντρο της Μικράς Ασίας.
Θα γινόταν δηλαδή, περίπου ότι και με την αυτοκρατορία των Αψβούργων. Κανείς δεν ήταν σε θέση να υπολογίσει το τι θα ακολουθούσε, και μάλιστα την συνολική σχεδόν ανατροπή αυτού που θα υπογραφόταν τον Αύγουστο του 1920, τη Συνθήκη των Σεβρών.
Στις συνομιλίες του Συνεδρίου των Παρισίων – ξεκίνησαν στα μέσα Ιανουάριου του 1919 – φάνηκε γρήγορα ότι η συνομολόγηση της εν λόγω Συνθήκης δεν θα ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ενδιαφερόμενοι – Άγγλοι, Γάλλοι, Ιταλοί – άρχισαν να υποβλέπουν καχύποπτα το τι θα εγκολπωνόταν ο «άλλος».
Στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολή τα συμφέροντα ήταν πολλά και φυσικά αλληλοσυγκρουόμενα, παρ’ όλο που η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση είχαν αποκλεισθεί από την περιοχή. Αφορούσαν πρώτιστα Άγγλους και Γάλλους, αλλά και νέους αναδυόμενους τοπικούς παίκτες.
Δεν είχε υπερισχύσει καθολικά η Βρετανία, ώστε η ευρύτερη περιοχή, ως δική της σφαίρα επιρροής να είχε «δικαιωματικά» τον πρώτο λόγο για το δέον γενέσθαι. Ό,τι δηλαδή, τηρουμένων των αναλογιών, συνέβηκε με τη Γαλλία σε σχέση με την ηττημένη Γερμανία.
Μια πλήρης βρετανική επικράτηση στη Μέση Ανατολή θα είχε πολύ πιθανόν διαφορετικά αποτελέσματα για τον Ελληνισμό. Έτσι τελικά αναδύθηκε πολύ γρήγορα ένας σιωπηλός ενδοσυμμαχικός ανταγωνισμός, ο οποίος προϊόντος του χρόνου αυξανόταν για να φτάσει στο αποκορύφωμα του με τη Συμμαχία των Γάλλων και του Κεμάλ τον Νοέμβριο του 1921.
Πριν όμως από την γαλλο-κεμαλική συμφωνία και ειρήνευση, υπήρξε και η ανάμειξη του Λένιν και των μπολσεβίκων, τον Μάρτιο του 1921, ο οποίος ήταν ο πρώτος όσο και ο πιο γενναιόδωρος αρωγός του Κεμάλ, σε χρήματα και στρατιωτικό υλικό. Μια εξέλιξη η οποία ήταν επίσης αδιανόητη τον Μάιο του 1919 όταν η Ελλάδα αποβίβαζε στρατεύματα στην Σμύρνη.
Να σημειωθεί ότι και οι Γάλλοι υποχωρώντας από την Κιλικία, ωφέλησαν διπλά τον Κεμάλ, μιας και ο τελευταίος μπορούσε να εξοικονομήσει δυνάμεις και να τις στρέψει εναντίων των Ελλήνων στα δυτικά, ενώ του παρέδωσαν και πλούσιο πολεμικό υλικό.
Θύμα του εξελισσόμενου ενδοσυμμαχικού ανταγωνισμού υπήρξε και η ίδια η «εντολή» στην Ελλάδα να αποβιβάσει στρατεύματα και να αναλάβει την διοίκηση της περιοχής της Σμύρνης. Αυτό έγινε απρογραμμάτιστα, «κρυφά» από τους Ιταλούς που επίσης τους ενδιέφερε η περιοχή, παρότι σε αυτή δεν είχαν κανένα πληθυσμιακό έρεισμα.
Η «εντολή» δεν περιείχε ξεκάθαρους όρους ως προς την ελληνική δικαιοδοσία. Λίγο μετά τη μεταφορά τους στην Σμύρνη, οι ελληνικές δυνάμεις ξεκίνησαν γρήγορα να επιχειρούν σε μικρές και μεγάλες αποστάσεις, προκειμένου να προστατέψουν το ελληνικό στοιχείο εις βάρος του οποίου είχαν ξεκινήσει διώξεις και λεηλασίες από άτακτα και όχι μόνο σώματα.
Θύμα όμως -και αυτό ήταν το πραγματικά ζημιογόνο- ήταν οι απαγορεύσεις στον ελληνικό στρατό να δράσει ελεύθερα, αρχικά ακόμα και μέσα στην ίδια τη ζώνη η οποία προβλεπόταν να επιδικαστεί στην Ελλάδα. Και αυτό αφού η τελευταία εκλαμβανόταν ως το «μακρύ χέρι» της Μεγάλης Βρετανίας.
Παρά τα επίμονα αιτήματα από ελληνικής πλευράς, τον Μάρτιο του 1920 επιτράπηκε στις ελληνικές δυνάμεις να καταδιώκουν τον εχθρό εκτός της ζώνης της Σμύρνης, αλλά μόνο σε έκταση όχι πέραν των τριών χιλιομέτρων, και μετά το πέρας της επιχείρησης να επανέρχονται εντός της ζώνης.
Επρόκειτο για δώρο άδωρο. Έτσι η Ελλάδα στερήθηκε την ελευθερία να δράσει γρήγορα και κατασταλτικά κατά του υπό ανάδυση κεμαλικού κινήματος, το οποίο ενδεχομένως να εξουδετέρωνε εν τη γενέσει του. Όσο περνούσε ο χρόνος το πρόβλημα γινόταν οξύτερο, αφού ο εχθρός οργανωνόταν και αύξανε τη δύναμη του, αυξάνοντας παράλληλα τους κινδύνους και τα κτυπήματα στους εκτός της ζώνης της Σμύρνης Χριστιανούς.
Τελικά επιτράπηκε η ελευθερία κινήσεων τον Ιούνιο του 1920, όταν οι λιγοστές βρετανικές δυνάμεις στα Στενά δέχθηκαν επίθεση και ο Βρετανός πρωθυπουργός ζήτησε τη βοήθεια του Βενιζέλου. Διαφορετικά ήταν άγνωστο το τι θα συνέβαινε.
Είναι πιθανόν οι Τούρκοι να έπαιρναν εκείνοι την πρωτοβουλία και να επιτεθούν οργανωμένα κατά του ελληνικού στρατού. Η αίτηση βοήθειας από τους Άγγλους σήμανε και την αποδέσμευση της Στρατιάς της Μικράς Ασίας να δράσει με πλήρη ελευθερία κινήσεων για την πλήρη καθυπόταξη του Κεμάλ.
Οι ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες ήταν ήδη έτοιμες από τους προηγούμενους μήνες όταν ο Βενιζέλος ζητούσε την άδεια για επίθεση, προέλασαν γρήγορα βόρεια και βορειανατολικά, με μικρές μόνο απώλειες. Το αποτέλεσμα ήταν το υπό ελληνική κατοχή έδαφος στη Μικρά Ασία να τριπλασιαστεί.
Με τη σύμφωνο γνώμη των Συμμάχων, η Ελλάδα κατέλαβε σχεδόν χωρίς αντίσταση και την Ανατολική Θράκη, φτάνοντας λίγο έξω από την Κωνσταντινούπολή. Παρά το νικηφόρο όμως χαρακτήρα των επιχειρήσεων η καθυπόταξη του Κεμάλ δεν επετεύχθη. Όπως δεν επετεύχθη ούτε στις επόμενες επιχειρήσεις, υπό την εξουσία των βασιλικών.
Συγκεκριμένα, η επίθεση την Άνοιξη του 1921 απέτυχε, ενώ η μεγάλη επίθεση του καλοκαιριού του ιδίου έτους, παρά το νικηφόρο της χαρακτήρα, δεν κατάφερε να καταστρέψει τον κύριο όγκο των κεμαλικών δυνάμεων. Ο Κεμάλ εκμεταλλευόμενος το εδαφικό βάθος της Μικράς Ασίας αποσυρόταν εγκαίρως ανατολικότερα διασώζοντας το μεγάλο μέρος των δυνάμεων του.
Η αντιπαράθεση των Συμμάχων, ειδικά μετά την απομάκρυνση του Κλεμανσώ, εκ των πραγμάτων ατονούσε τη βούλησή τους να επιβάλλουν τα σχεδιαζόμενα – και από τον Αύγουστο του 1920 – τα προβλεπόμενα από τη Συνθήκη των Σεβρών. Η Συνθήκη υπονομευόταν πολύ πριν καν υπογραφεί.
Δεν ήταν τυχαίο που υπογράφηκε τελευταία από όσες «σφράγισαν» το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου – συνθήκες Βερσαλλιών, Αγίου Γερμανού, Νεϊγύ και Τριανόν. Ούτε ότι ήταν και η πρώτη που αντικαταστάθηκε μόλις δυόμιση περίπου χρόνια μετά, από τη Συνθήκη της Λοζάνης. Η οποία, κατά ιστορική ειρωνεία, είναι και η μόνη από εκείνες τις Συνθήκες που εξακολουθεί και υφίσταται μέχρι σήμερα.
Το χάσιμο της εξουσίας από τον Βενιζέλο στις διαβόητες εκλογές του Νοεμβρίου 1920 αποτελεί άλλο ένα κομβικό σημείο, μειωτικό της ελληνικής ισχύος στον διαγραφόμενο ελληνικό εγκλωβισμό. Με την ανάληψη της εξουσίας οι βασιλικοί ζήτησαν αμέσως διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους για ειρηνικό διακανονισμό του «ζητήματος».
Και αυτό όχι τόσο επειδή είχαν υποσχεθεί προεκλογικά «την επιστροφή των παιδιών μας πίσω», όσο της συνειδητοποίησης ότι η νίκη επί του Κεμάλ δεν ήταν πλέον καθόλου εύκολη υπόθεση. Στην προσπάθεια ειρήνευσης που ακολούθησε στο Λονδίνο, αρχές του 1921, οι Τούρκοι ούτε λίγο ούτε πολύ ζήτησαν την πλήρη απόσυρση της Ελλάδας από την Μικρά Ασία.
Η αποτυχία των διαπραγματευτικών προσπαθειών οδήγησε την ελληνική πλευρά σε νέες πολεμικές επιχειρήσεις την Άνοιξη όπως αναφέρθηκε, οι οποίες κακοσχεδιασμένες και πρόχειρες απέτυχαν. Το Καλοκαίρι επαναλήφθηκαν, καλύτερα προετοιμασμένες και ενώ στο μεταξύ είχαν καταταγεί και άλλες κλάσεις.
Οι επιχειρήσεις αυτές ήσαν οι μεγαλύτερες από ελληνικής πλευράς κατά την διάρκεια του πολέμου. Απέφεραν σημαντικά πλήγματα κατά του εχθρού και πέτυχαν την κατάληψη των σημαντικών στρατηγικά πόλεων Εσκή Σεχίρ, Κιουτάχειας και Αφιόν Καραχισάρ. Πλην όμως, ο Κεμάλ και μεγάλο μέρος του στρατού του διέφυγε της καταστροφής και υποχώρησε προς την Άγκυρα, οργανώνοντας νέες γραμμές άμυνας.
Η ελληνική ηγεσία βρέθηκε μπροστά στο μεγάλο δίλλημα: να συνεχίσει την προέλαση προς την πρωτεύουσα του εχθρού, προκειμένου να επιχειρήσει το τελικό κτύπημα ή όχι. Ως γνωστό αποφασίστηκε η συνέχιση της εκστρατεία προς την Άγκυρα, ως της ύστατης προσπάθειας να ηττηθεί ο Κεμάλ. Το πλήγμα από την αποτυχία της ήταν μεγάλο, τόσο σε απώλειες όσο και από άποψη ηθικού.
Η τύχη της εκστρατείας όμως δεν ήταν προδιαγεγραμμένη. Ασφαλώς δεν ήταν εύκολη αλλά ούτε ανέφικτη η επιτυχία της. Η αποτυχία της όμως σφράγισε πλέον την εξάντληση της ελληνικής πλευράς, η οποία δεν ήταν μόνο στρατιωτική, αλλά διπλωματική, οικονομική, ηθική.
Αν ήταν μόνο στρατιωτική, και αν οφειλόταν στην αποτυχία της εν λόγω εκστρατείας, θα μπορούσε να αποκατασταθεί αφού για ένα ολόκληρο χρόνο στην συνέχεια, μέχρι τον Αύγουστο του ’22, δεν υπήρξαν εχθροπραξίες. Το χρονικό αυτό περιθώριο επέτρεπε στις ελληνικές δυνάμεις να «αναρρώσουν».
Πλην όμως ο Κεμάλ δεν μπορούσε πλέον ηττηθεί από τις ελληνικές δυνάμεις και μόνο. Έτσι είχαμε έναν στρατό από τον οποίο είχε διαγραφεί η προοπτική της νίκης. Μετά και από τις επιχειρήσεις του Καλοκαιριού του 1921 το κατεχόμενο έδαφος είχε πενταπλασιαστεί. Η επιτήρηση του, οι συγκοινωνίες, ο εφοδιασμός έγιναν πολύ πιο δύσκολα.
Η μόνη πολιτική λύση που μπορούσε να υλοποιηθεί ήταν η πλήρης αναδίπλωση και αποχώρηση από την Μικρασία. Ήταν και το μόνο που δεχόταν ο Κεμάλ, με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για τους γηγενής Έλληνες, είτε άμεσα είτε μακροπρόθεσμα.
Η ελληνική πλευρά για ένα ολόκληρο χρόνο, από τον Αύγουστο του ’21 μέχρι τον μοιραίο του ’22, βρισκόταν παραλυμένη. Δεν ήταν σε θέση να αναλάβει κανενός είδους πρωτοβουλία, ενώ ήδη, εδώ και καιρό δεν είχε να περιμένει τίποτα από τους Συμμάχους. Οι τελευταίοι, ανάμεσα τους και η Βρετανία πλέον, προέκριναν την αποχώρηση της.
Παρ’ όλα αυτά υπήρχε μια και μοναδική επιλογή, δύσκολη αλλά ρεαλιστική. Οι ελληνικές δυνάμεις να συμπτύσσονταν στη ζώνη της Σμύρνης, στο έδαφος δηλαδή που επιδικάστηκε στην Ελλάδα από τη Συνθήκη των Σεβρών. Το γεγονός ότι σε αυτή την επιλογή συμφωνούσε τόσο ο Βενιζέλος όσο και ο Μεταξάς είναι ενδεικτικό.
Πλην όμως και οι δύο ήταν στο περιθώριο. Κάτι τέτοιο απαιτούσε τόλμη και αυτοπεποίθηση τα οποία απουσίαζαν. Η προοπτική αυτή θα ανακούφιζε πολλαπλά την ελληνική πλευρά, και οπωσδήποτε η άμυνα απέναντι στους Τούρκους θα ήταν πολύ πιο ισχυρή.
Μια τέτοια εξέλιξη θα λειτουργούσε συσπειρωτικά και εμψυχωτικά για όλο το έθνος, αφού το στοίχημα να κρατηθεί η περιοχή θα έμενε ανοικτό. Το μεγάλο μειονέκτημα ήταν ότι ο υπόλοιπος μικρασιατικός Ελληνισμός θα χανόταν είτε δια σφαγών είτε δια προσφυγοποίησης.
Αν θέλαμε να απαριθμήσουμε συνοπτικά τα λάθη των βασιλικών από την στιγμή που ανέλαβαν την εξουσία και μετά, και τα οποία έγιναν εν γνώση τους θα προκαλούσαν ζημία, σίγουρα ένα από αυτά ήταν επαναφορά του βασιλιά του Κωνσταντίνου.
Μια επαναφορά η οποία έδωσε την ευκαιρία στους Γάλλους να ταχθούν ανοικτά πλέον εναντίον της Συνθήκης των Σεβρών και να ζητούν την αναθεώρηση της. Ενός Κωνσταντίνου, κατά τα άλλα ασθενούντος, ο οποίος δεν είχε κανένα ρόλο να παίξει πλέον, παρά μόνο να εξυπηρετήσει τη μικροπολιτική των κυβερνώντων.
Το σημαντικότερο όμως ήταν η αποστράτευση ή ο παροπλισμός εκατοντάδων ικανών και εμπειροπόλεμων ανώτερων και ανώτατων αξιωματικών, ως «βενιζελικών». Τη θέση τους πήραν σωρεία αποστράτων, ανάμεσά τους και αποδεδειγμένα ανίκανων ή ακατάλληλων.
Το κορυφαίο όσο και τραγικό παράδειγμα αποτέλεσε ο τελευταίος αρχηγός της Στρατιάς της Μικράς Ασίας, ο Γεώργιος Χατζηανέστης. Ασφαλώς οι διχογνωμίες και οι διαφορές στο εσωτερικό του φιλοβασιλικού συνασπισμού έπαιξαν τον δικό τους ρόλο, όσο και η μη πρόσκληση του Βενιζέλου να βοηθήσει διπλωματικά.
Σήμερα μπορούμε να πούμε με σχετική ασφάλεια ότι για να μπορούσε η Ελλάδα και ο Ελληνισμός να επιβιώσουν στην Μικρά Ασία θα έπρεπε η Συνθήκη των Σεβρών να είχε εφαρμοστεί στην ολότητα της, σε ολόκληρη την τουρκική χερσόνησο.
Το κράτος της Αρμενίας δηλαδή να επιβίωνε στα σύνορα που του καθόρισαν, οι κουρδικές περιοχές να αυτονομούνταν, επιπλέον οι Γάλλοι να κρατούσαν τα «κεκτημένα» τους στην Κιλικία και οι «ζώνες επιρροής» των Συμμάχων να λειτουργούσαν.
Μακροπρόθεσμα κανείς δεν θα μπορούσε να προβλέψει τις εξελίξεις. Σίγουρα οι «ζώνες επιρροής» ήταν πολύ δύσκολο επιβιώσουν, το αργότερο θα διαρκούσαν μέχρι το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου οπόταν και θα καταργούνταν, όπως οι «εντολές» της Βρετανίας για το Ιράκ και τη Παλαιστίνη, και της Γαλλίας για την Συρία και τον Λίβανο κ.ά.
H θέση ότι ο μικρασιατικός Ελληνισμός μπορούσε να επιβιώσει βάσει διεθνών συμφωνιών που θα τον προστάτευαν, διατηρώντας την ταυτότητα και τη φυσιογνωμία του, ως μια έκφανση «κοινοτισμού», είναι ταυτόχρονα ουτοπική όσο και ιστορικά αφελής.
Οι διώξεις του είχαν αρχίσει μια δεκαετία προηγουμένως και τίποτα δεν φαινόταν ότι θα μπορούσε να τις σταματήσει. Αν όταν διατύπωσε αυτή τη θέση ο Ιώνας Δραγούμης, κάτω από την πίεση μεγάλων γεγονότων και πριν ακόμα διαλυθούν οριστικά οι πολυεθνικές αυτοκρατορίες, μπορούσε να έχει μια βάση, τι βάση μπορεί να έχει σήμερα που ακόμα εκφέρεται;
Αν ο Δραγούμης είχε κατά νου το επίπεδο προστασίας και δικαιωμάτων που απολάμβαναν οι λαοί στην Αυστροουγγρική αυτοκρατορία, μπορούσε να υποθέσει ότι, έστω και δύσκολα, ήταν εφικτό το ίδιο επίπεδο να επιβληθεί και στην Οθωμανική Τουρκία. Η τελευταία όμως είχε ήδη πάρει ένα άλλο δρόμο, είχε ήδη διαπράξει μια πρωτοφανή γενοκτονία.
Πόσο μάλλον στην πορεία με το τουρκικό κράτος που εξελίχθηκε όπως εξελίχθηκε, βασισμένο στη καταπίεση και τις διώξεις. Διεθνείς συμφωνίες και συμβάσεις δεν προστάτεψαν τον Ελληνισμό της Κωνσταντινούπολής, της Ίμβρου και Τενέδου, γιατί θα προστάτευαν το μικρασιατικό Ελληνισμό;
Οι επιλογές ήταν δύο, κρίσιμες όσο και με ρίσκο: Ή η Ελλάδα θα έπαιρνε την ευκαιρία και θα πήγαινε στη Μικρά Ασία, με απώτερο στόχο να ενσωματώσει όσο μπορούσε περισσότερο έδαφος ή θα άφηνε τον Ελληνισμό στην τύχη του πιέζοντας διπλωματικά για την προστασία του.
Εκ του αποτελέσματος, σήμερα όλοι μπορούμε να πούμε ότι ήταν καλύτερα να μην πάει. Σε αυτή την περίπτωση τουλάχιστον τα πράγματα θα έπαιρναν τον δρόμο τους πιο «ομαλά» και λιγότερο αναίμακτα: αυτόν της προσφυγοποίησης.