Την περίοδο του Συνεδρίου του Βερολίνου (1878) υπήρχε έντονη ανησυχία στους Αλβανούς καθώς η Ελλάδα επιδίωκε να της παραχωρηθεί τμήμα της Ηπείρου ενώ υπήρχαν και προτάσεις για επέκταση του Μαυροβουνίου. Τότε παρουσιάστηκαν τα πρώτα σημάδια εθνικής αφύπνισης των Αλβανών που οδήγησαν στην ίδρυση του «Αλβανικού Συνδέσμου για την Υπεράσπιση του Αλβανικού Έθνους», στο Πρίσρεν (Πρισρένη) του Κοσσυφοπεδίου στις 10 Ιουνίου 1878. Σε αναφορά του ο Έλληνας Γενικός Πρόξενος στη Θεσσαλονίκη Βατικιώτης τονίζει:
«… νεότεραι ειδήσεις επιβεβαιούσι ότι φανερός σκοπός της επί τω αυτώ συναθροίσεως των προκριτοτέρων Αλβανών μπέηδων είναι να συσκεφθώσι τινί τρόπω να προλάβωσι πάσαν απόφασιν του εν Βερολίνω Συνεδρίου τείνουσα εις το να παραχωρηθεί αλβανική χώρα εις το Μαυροβούνιον ή την Σερβίαν διαδηλούντες ότι θ’ αντισταθώσι δια της βίας των όπλων εις την εκτέλεσιν τοιαύτης αποφάσεως υποκεκρυμμένος δε σκοπός αυτών είναι η ίδρυσις αυτονόμου Αλβανικής Ηγεμονίας. Προς τον σκοπόν τούτον συνεργάζονται και οι αρχηγοί των καθολικών Αλβανών της Άνω Αλβανίας. Εν τούτοις η Τουρκική Κυβέρνησις διατελεί εν πλήρει γνώσει των γενομένων και ο Γενικός Διοικητής Κοσόβου ουδέν παρεμβάλλει πρόσκομμα εις τας επιδεκτικάς ταύτας συναθροίσεως εν Πρισρένη…».
Ο Σύνδεσμος έστειλε πολλές αιτήσεις και υπομνήματα προς τις Μεγάλες Δυνάμεις που ζητούσαν μία αυτόνομη Αλβανία και διαμαρτύρονταν ενάντια σε κάθε προσπάθεια υπαγωγής της κάτω από οποιαδήποτε ξένη δύναμη. Σε υπόμνημα δε το οποίο στάλθηκε στον λόρδο Beaconsfield στις 13 Ιουνίου 1878, οι Αλβανοί παράλληλα με το αίτημα τους για την αυτονομία τους και την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εξέφραζαν την επιθυμία τους για συναδέλφωση με την Ελλάδα αποκλείοντας ωστόσο την ένωση καθώς υπήρχαν διαφορές στη γλώσσα, στα έθιμα και στον πολιτισμό.
Αντίθετα η ελληνική κυβέρνηση υποστήριζε τη δημιουργία ενός ελληνοαλβανικού δυαδικού κράτους στο πρότυπο της Αυστροουγγαρίας. Στο ομοσπονδιακό αυτό κράτος η Αλβανία θα είχε δική της διοίκηση, δική της δικαιοσύνη και δικό της στρατό ενώ οι κάτοικοί της θα διατηρούσαν τη θρησκεία, τη γλώσσα, τα ήθη και έθιμα και τις εθνικές τους παραδόσεις. Όμως οι Αλβανοί εθνικιστές μάχονταν για αυτονομία και όχι για δυαδικό κράτος. Ωστόσο η ιδέα για ελληνοαλβανικό κράτος είχε υποστηρικτές και στην Ιταλία ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Francesco Crispi. Οι Ιταλοί έβλεπαν πως μόνο η επέκταση της Ελλάδας θα λειτουργούσε ως ανάχωμα για τις επεκτατικές βλέψεις Αυστριακών και Σέρβων.
Η στάση των Αλβανών στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων Ελλήνων και Οθωμανών για Ήπειρο και Θεσσαλία (1879-1881)
Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις Ελλάδας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας για τον καθορισμό νέων συνόρων σε Ήπειρο και Θεσσαλία. Έλληνες και Οθωμανοί συναντήθηκαν στην Πρέβεζα τον Φεβρουάριο του 1879. Στην πόλη της Ηπείρου κατέφθασαν στις αρχές Ιανουαρίου πολλοί Αλβανοί που απειλούσαν τις Μεγάλες Δυνάμεις ότι θα πρόβαλλαν ένοπλη αντίσταση σε τυχόν παραχώρηση της Ηπείρου στην Ελλάδα. Από την πλευρά τους οι Έλληνες της Ηπείρου έστειλαν μνημόνια στους πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων στην Κωνσταντινούπολη, στον φιλέλληνα Γάλλο Υπουργό Εξωτερικών Waddington και τον βασιλιά Γεώργιο, στα οποία τόνιζαν ότι η Ήπειρος και η Θεσσαλία έπρεπε να δοθούν στην Ελλάδα.
Καθώς τα συμφέροντα της ταυτίζονταν με εκείνα των Αλβανών, η Υψηλή Πύλη ενθάρρυνε τον Αλβανικό Σύνδεσμο. Παράλληλα διόρισε ένα μέλος του Συνδέσμου, τον Abeddin Pasha Dino, μεγάλο γαιοκτήμονα της Ηπείρου, ως απεσταλμένο των Οθωμανών στην Πρέβεζα.
Οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν και ολοκληρώθηκαν στις 18 Μαρτίου 1879. Ο Αλβανικός Σύνδεσμος επέλεξε τους Abdul Frasheri και Mehmed Vrioni ως αντιπροσώπους του για την υποστήριξη της εδαφικής ακεραιότητας της Αλβανίας στις κυβερνήσεις των Μεγάλων Δυνάμεων. Ο Frasheri και ο Vrioni παρέδωσαν υπόμνημα στις Μεγάλες Δυνάμεις στο οποίο δήλωναν ότι «από τότε που έγινε ανεξάρτητη η Ελλάδα πάσχιζε με κάθε μέσο και τρόπο «να κατακτήσει την Ήπειρο». Τόνιζαν επίσης ότι δεν επιθυμούσαν ν’ απομακρυνθούν από την κυριαρχία του σουλτάνου και δεν επιθυμούσαν τη δημιουργία δυαδικού κράτους με την Ελλάδα. Επίσης, οι δύο Αλβανοί εθνικιστές έγραψαν ένα άρθρο στη γαλλική εφημερίδα « Moniteur Universal», όπου ανάμεσα στα άλλα έγραφαν και τα εξής απίστευτα: «…η χώρα αυτή(Ήπειρος) ουδέποτε αποτέλεσε μέρος της Ελλάδας… τα πανάρχαια χρόνια κατοικούσαν (σε αυτήν) οι Αιγύπτιοι… Γιατί όποιο χωριό κι αν διέρχεται κανείς συναντά μόνο Αλβανούς Ηπειρώτες και όχι Έλληνες… Η Ήπειρος ήταν και θα παραμείνει πάντα αλβανική, όπως τη δημιούργησε η φύση και η ιστορία…». Οι Έλληνες των Ιωαννίνων για ν’ αντικρούσουν τους Αλβανούς και για να παρουσιάσουν τις ελληνικές θέσεις επιχείρησαν να στείλουν στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες τον Σπυρίδωνα Μάναρη ,διευθυντή της Ζωσιμαίας Σχολής και τον γιατρό Δημήτρη Χασιώτη. Όμως ο Ρασίμ πασάς των Ιωαννίνων τους απείλησε και δεν πραγματοποίησαν το ταξίδι τους. Ωστόσο ο Χασιώτης κατάφερε να στείλει ένα υπόμνημα με τα ελληνικά επιχειρήματα, το οποίο δημοσιεύτηκε στο Παρίσι.
Οι διαπραγματεύσεις για τα σύνορα Ελλάδας-Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνεχίστηκαν στην Κωνσταντινούπολη στις 23 Αυγούστου 1879. Λόγω του αδιεξόδου, Βρετανία και Γαλλία αποφάσισαν να γίνει στο Βερολίνο μια συνέλευση για τη διευθέτηση του ζητήματος. Λίγο πριν τη συνέλευση αυτή, η Πύλη διόρισε τον Abeddin Pasha Dino ως υπουργό Εξωτερικών. Ο Dino υποσχέθηκε μυστικά στον Αλβανικό Σύνδεσμο ότι θα είχε την υποστήριξη της Πύλης στη σύγκρουσή του με την Ελλάδα.
Η σύσκεψη του Βερολίνου ξεκίνησε τον Ιούνιο του 1880 όμως δεν σημειώθηκε καμία πρόοδος. Στις 15 Ιουλίου 1880 οι πρέσβεις των Μεγάλων Δυνάμεων έφτασαν ομόθυμα σε μία απόφαση για τα σύνορα, την οποία κοινοποίησαν σε Ελλάδα και Οθωμανική Αυτοκρατορία και ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκή για τη χώρα μας καθώς της παραχωρούνταν με αυτή ολόκληρη η Θεσσαλία, τα Γιάννενα και το Μέτσοβο. Φυσικά η ελληνική πλευρά την αποδέχθηκε αμέσως. Όμως ο Abeddin Pasha σε υπόμνημά του στις 26 Ιουλίου 1880, απέρριπτε τις προτάσεις και τόνιζε ότι οι Αλβανοί θεωρούσαν πάντα τα Ιωάννινα πρωτεύουσα της «Νότιας Αλβανίας»!
Ο Abeddin Pasha και οι άλλοι μεγάλοι Αλβανοί γαιοκτήμονες και μπέηδες υποστήριζαν μόνο την εδαφική ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και δεν ενδιαφέρονταν καθόλου για την αλβανική αυτονομία.
Μετά την απόρριψη των προτάσεων των πρεσβευτών από την Πύλη τα πράγματα άρχισαν να ξεφεύγουν και οδηγούνταν σε ελληνοτουρκικό πόλεμο. Στα τέλη Ιανουαρίου 1881 κυκλοφόρησε ένα φυλλάδιο που τόνιζε την ανάγκη δημιουργίας μιας «ελληνοαλβανικής Πολιτείας» και τόνιζε την κοινή καταγωγή Ελλήνων και Αλβανών. Την ίδια περίοδο Έλληνες και Αλβανοί προσπαθούσαν να έρθουν σε κάποια συνεννόηση χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Τελικά μετά από παρέμβαση των Μεγάλων Δυνάμεων άρχισαν νέες συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη (20 Φεβρουαρίου 1881) από τις οποίες αποκλείστηκε η Ελλάδα. Στις 23 Μαρτίου οι Τούρκοι πρότειναν να παραχωρήσουν στην Ελλάδα ολόκληρη τη Θεσσαλία και την περιοχή της Άρτας, κάτι που έγινε αποδεκτό από ελληνικής πλευράς.
Ένας από τους λόγους που ώθησαν την Πύλη σε αυτή την κίνηση, ήταν ότι στον Βορρά είχαν ξεκινήσει συγκρούσεις μεταξύ Οθωμανών και Αλβανών. Φοβούμενοι οι Τούρκοι ότι η επανάσταση θα εξαπλωνόταν και στον νότο, αναγκάστηκαν να προβούν σε παραχωρήσεις, τις οποίες δεν δέχονταν τα προηγούμενα χρόνια…
Η στάση των Αλβανών απέναντι στην Ελλάδα από το 1881 ως το 1908
Μετά από τις εξελίξεις αυτές η ελληνική κυβέρνηση προσπάθησε να συμπράξει με τους Αλβανούς σε μία αντιοθωμανική συμμαχία. Ωστόσο αυτό δεν έγινε, καθώς οι Αλβανοί φεουδάρχες δεν ήθελαν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γιατί αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει και σε απώλεια αλβανικών εδαφών. Το 1885 με αφορμή και τα γεγονότα στην Ανατολική Ρωμυλία, η κυβέρνηση Δηλιγιάννη βρέθηκε κάτω από μεγάλη λαϊκή πίεση να καταλάβει την Ήπειρο. Ο Ελληνικός Στρατός κινητοποιήθηκε. Οι Οθωμανοί έστειλαν στρατεύματα στα σύνορα με την Ελλάδα και ζήτησαν από τους Αλβανούς να ενωθούν μαζί τους για να αντιμετωπίσουν κάθε ελληνική επίθεση (“Historia e Shqiperise”, σελ. 21). Οι Αλβανοί φεουδάρχες δέχθηκαν πρόθυμα την πρόσκληση κι έτσι αλβανικά στρατεύματα ενώθηκαν με τους Οθωμανούς. Ένας Αλβανός εθνικιστής ο Thimi Mitko έγραφε τότε:
«… η Αλβανία είναι με τον σουλτάνο και εναντίον των Ελλήνων και μόνο λίγοι Χριστιανοί έχουν τις καρδιές τους με την Ελλάδα».
Με τον αποκλεισμό των ελληνικών παραλίων από τις Μεγάλες δυνάμεις, η χώρα μας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τα σχέδια για επίθεση στην Ήπειρο (8 Μαΐου 1886).
Αλλά και στον πόλεμο του 1897 οι Αλβανοί βοήθησαν τους Οθωμανούς. Για να συσπειρώσει τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της αυτοκρατορίας του o σουλτάνος παρουσίασε τον πόλεμο αυτόν ως μάχη για την προστασία του Ισλάμ και της αλβανικής εδαφικής ακεραιότητας. Αλβανικά τάγματα επικράτησαν των Ελλήνων στα Πέντε Πηγάδια στην Ήπειρο και μπήκαν στη Θεσσαλία.
Η ήττα του 1897 ώθησε την Ελλάδα στη δημιουργία ελληνοαλβανικών συλλόγων με στόχο την προσέγγιση των Αλβανών. Το 1898 ξεκίνησε τη λειτουργία του στην Αθήνα ο «Αρβανίτικος Σύνδεσμος» ως τμήμα του «Ελληνισμού». Συγκροτήθηκε από Σουλιώτες και Αρβανίτες. Το 1899 Αλβανοί και αλβανόφωνοι Έλληνες της πρωτεύουσας ίδρυσαν την «Αδελφότητα των εν Αθήναις Αλβανών η Ενότης». Και οι δύο σύλλογοι αγωνίζονταν κυρίως για την ίδρυση αλβανικής ηγεμονίας υπό την επικυριαρχία της Ελλάδας ή για ενιαίο ελληνοαλβανικό κράτος. Παράλληλα τα επόμενα χρόνια ένας μεγάλος αριθμός άρθρων και βιβλίων στην Ελλάδα παρακινούσε για συνεννόηση με τους Αλβανούς και τη δημιουργία ενός δυαδικού ελληνοαλβανικού κράτους με ηγέτη τον βασιλιά Γεώργιο.
Η Αυστρία και η Ιταλία άρχισαν να δείχνουν έντονο ενδιαφέρον για την Αλβανία. Η πρώτη για το βόρειο τμήμα της και η δεύτερη για το νότιο αλλά και για την Ήπειρο. Θέλοντας να αναχαιτίσει τις ιταλικές δραστηριότητες στα Γιάννενα η χώρα μας ίδρυσε στην πρωτεύουσα της Ηπείρου Τράπεζα.
Από το 1906 αλβανικές ομάδες ατάκτων άρχισαν να πολεμούν για την υπεράσπιση των εθνικών δικαιωμάτων τους. Η ελληνική κυβέρνηση αναθεώρησε την πολιτική της σχετικά με την Αλβανία, καθώς έγινε φανερό ότι οι προτάσεις για ελληνοαλβανικό κράτος δεν ήταν ούτε ρεαλιστικές ούτε πρακτικές. Οι Αλβανοί όπως και άλλοι βαλκανικοί λαοί ήθελαν να αποκτήσουν ανεξαρτησία ή αυτονομία και όχι δυαδικό κράτος.
Μια τελευταία εκείνη προσπάθεια έγινε με την προσέγγιση του Ισμαήλ Κεμάλ ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή στους ομοεθνείς του Αλβανούς. Καταγόταν από οικογένεια μπέηδων της Αυλώνας και σπούδασε σε ελληνικό γυμνάσιο στα Γιάννενα. Μετά την αποφοίτηση του πήγε στην Κωνσταντινούπολη όπου έφτασε ψηλά στην οθωμανική ιεραρχία. Το 1900 διορίστηκε κυβερνήτης της Τρίπολης (της Λιβύης) αλλά δεν πήγε εκεί. Προτίμησε να πάει στην Ευρώπη γιατί όπως έγραφε:
«… θα μπορούσα να χαρώ κατ’ αρχήν κάποιο μέτρο προσωπικής ελευθερίας και κατά δεύτερο λόγο θα μπορούσα να ακολουθήσω την πορεία των γεγονότων για να κάνω κάτι χρήσιμο για τη γενέτειρά μου την Αλβανία».
Ένθερμος θιασώτης της ελληνοαλβανικής προσέγγισης ο Ισμαήλ Κεμάλ ήρθε πολλές φορές στην Αθήνα. Στην εφημερίδα του που τυπωνόταν σε αλβανικά, ελληνικά και τουρκικά, έδειχνε πόσο ήθελε να υπερασπίσει τα συμφέροντα του αλβανικού λαού που πίστευε ότι ταυτιζόταν με τα ελληνικά.
Στις 22 Ιανουαρίου 1907 σύναψε συμφωνία με τον Έλληνα πρωθυπουργό Γεώργιο Θεοτόκη. Μάλιστα η συμφωνία γράφτηκε ιδιόχειρα από τον Κεμάλ, παρουσία του Θεοτόκη και του Λάμπρου Κορομηλά. Σε αυτή ο Κεμάλ συμφωνούσε ότι σε περίπτωση που διαμελίζονταν οι ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
«Η συνοριακή γραμμή μεταξύ της γεωγραφικής Αλβανίας και της Ηπείρου και της Ελληνικής Μακεδονίας θα ήταν αντιληπτή σαν μια γραμμή που θα ξεκινούσε από ένα σημείο δυτικά της πόλης του Μοναστηρίου και θα έφτανε σ’ ένα σημείο στα βόρεια της Κέρκυρας και των γειτονικών της νησιών. Αυτή η γραμμή θα σχεδιαζόταν με τέτοιο τρόπο ώστε οι περιοχές που θα βρίσκονταν σε κάθε μια πλευρά της όντας χωρισμένες από φυσικά σύνορα τα Ακροκεραύνια να αντιστοιχούν με τις εθνικές φιλοδοξίες κάθε φυλής μέσω της προσάρτησης στην Ελλάδα από τη μια πλευρά τμημάτων στα οποία η πλειοψηφία των κατοίκων είναι στη γλώσσα και στην εθνική συνείδηση ελληνική και στην Αλβανία από την άλλη περιοχών στις οποίες η πλειοψηφία είναι με τα ίδια δεδομένα αλβανική. Έτσι η Ελλάδα αναλαμβάνει σαν υποχρέωση να υποστηρίξει την αλβανική υπόθεση στη Βόρεια Αλβανία και να βοηθήσει στη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους».
(αρχεία Υπουργείου Εξωτερικών, φάκ. 1α, αρ. 4, Αθήνα 22 Ιανουαρίου 1907).
Επρόκειτο βέβαια για μια συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με έναν Αλβανό ιδιώτη. Οι κυβερνώντες όμως τότε τη χώρα μας πίστευαν ότι ο Κεμάλ έχοντας μεγάλη επιρροή στην Αλβανία θα κατόρθωνε να πείσει και τους άλλους Αλβανούς αρχηγούς να δεχτούν τη συμφωνία ,καθώς όχι μόνο η Ελλάδα συμφωνούσε στη δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους αλλά δεσμευόταν να βοηθήσει και στη δημιουργία του.
Δύο μήνες αργότερα ο Κεμάλ με κοινή δήλωση με την «Επιτροπή της Ελληνοαλβανικής Συνεννόησης» που υπέγραφαν ο Νεοκλής Καζάζης και ο Κωνσταντίνος Πεταλάς διακήρυττε: «Έλληνες και Αλβανοί είμεθα αδελφοί και φίλοι άνευ διακρίσεως θρησκείας και έχομεν κοινά συμφέροντα και κοινούς κινδύνους. Το κοινόν πρόγραμμα ημών αφορά εις την εθνικήν διάπλασιν εκάστης φυλής εντός των ιστορικών αυτής ορίων διατηρουμένου του καθεστώτος και εις την δημιουργίαν ελευθέρας και αυτονόμου αλβανικής πατρίδος και αποκαταστάσεως των αλυτρώτων ελληνικών χωρών ει ποτέ το πολιτικόν καθεστώς ήθελε μεταβληθεί».
Οι Νεότουρκοι στην εξουσία – Ο αλβανικός εθνικισμός
Τα πάντα όμως άλλαξαν με την άνοδο στην εξουσία των Νεότουρκων το 1908. Η πολιτική τους στόχευε στον εκτουρκισμό της Αλβανίας και όχι στον προσεταιρισμό της όπως μέχρι τότε. Αντιδρώντας οι Αλβανοί εξεγέρθηκαν, ίδρυσαν αλβανόφωνα σχολεία, εθνικιστικούς συλλόγους και εφημερίδες, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη και τη Ρουμανία.
Οι πρώτες ενδείξεις της αλβανικής αναγέννησης δεν πέρασαν απαρατήρητες από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις, ιδιαίτερα από την Αυστροουγγαρία που έβλεπαν τη δημιουργία ανεξάρτητου αλβανικού κράτους ως ανάχωμα στις επεκτατικές τάσεις των Σλάβων και την προσπάθεια εξόδου της Σερβίας στην Αδριατική. Έτσι οι Αλβανοί εθνικιστές άλλαξαν πορεία και διακήρυξαν την ίδρυση δικού τους ανεξάρτητου κράτους υπό την εύνοια της Βιέννης. Οι Έλληνες πολιτικοί αιφνιδιάστηκαν και έσπευσαν να διακηρύξουν ότι δεν ήταν αντίθετοι στην προοπτική δημιουργίας ενός ανεξάρτητου και σταθερού αλβανικού κράτους στα βόρεια σύνορα της χώρας μας.
Ο Μουφίτ Μπέης, εγγονός της αδελφής του Αλή πασά και συνεργάτης του Ισμαήλ Κεμάλ διαμήνυσε στον Ελευθέριο Βενιζέλο την πρόθεση των Αλβανών να ιδρύσουν μονομερώς ανεξάρτητο κράτος και την επιθυμία τους να έχουν σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα. Στις 30 Ιουνίου 1911 το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών διατύπωνε τις επίσημες θέσεις της Αθήνας για το αλβανικό ζήτημα ,τονίζοντας ότι η Ελλάδα ποτέ δεν είχε εχθρικές προθέσεις απέναντι στους Αλβανούς αλλά πίστευε ότι η δημιουργία ενός ανεξάρτητου αλβανικού κράτους συμπίπτει με τα εθνικά ελληνικά συμφέροντα γιατί «από ανάγκη, θα είναι ένας πιστός φίλος και απαραίτητος σύμμαχός μας», γράφει ο Ομότιμος Καθηγητής Ιστορίας του ΑΠΘ, Βασίλης Κόντης.
Μάλιστα η Αθήνα ενίσχυσε υλικά και ηθικά την αλβανική αναγεννησιακή κίνηση με αποστολή βοήθειας από τους Έλληνες της Αμερικής μέσω σύμπραξης του Λυσίμαχου Καυταντζόγλου με τους ελληνομαθείς Αλβανούς εθνικιστές Faik Konitsa (μουσουλμάνος μπέης με καταγωγή από την Κόνιτσα) και Φαν Νόλη (Θεοφάνης Μαυρομάτης, Χριστιανός Ορθόδοξος από τη Θράκη). Μάλιστα ο Κονίτσα πρότεινε πλήρη συνεννόηση για ένωση και συνεργασία μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών.
Τα σχέδια όμως για τη δημιουργία Ελληνοαλβανικής Ομοσπονδίας δεν ευοδώθηκαν. Το φθινόπωρο του 1911 η Οθωμανική Αυτοκρατορία ενεπλάκη στον πόλεμο της Λιβύης με την Ιταλία. Οι Αλβανοί βρήκαν την ευκαιρία να επαναστατήσουν και να οργανώσουν εξέγερση μεγάλης κλίμακας την άνοιξη του 1912 που είχε σαν αποτέλεσμα την κήρυξη της ανεξαρτησίας της Αλβανίας τον Νοέμβριο του 1912.
Πηγές:
ΒΑΣΙΛΗΣ ΚΟΝΤΗΣ, «ΕΥΑΙΣΘΗΤΕΣ ΙΣΟΡΡΟΠΙΕΣ. ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑ ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ», Εκδότης: ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ. ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1994
«ΗΠΕΙΡΟΣ 4.000 ΧΡΟΝΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ», ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ, 1997
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Α. ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΥ, «ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ-ΗΠΕΙΡΟΣ», ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ ΑΔΕΛΦΩΝ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1992
ΣΤΑΥΡΟΣ Γ. ΝΤΑΓΙΟΣ, «ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΑΛΒΑΝΙΑ-50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΜΟΙΒΑΙΑΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ Literatus, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015
Δρ. ΙΩΑΝΝΗΣ Σ. ΠΑΠΑΦΛΩΡΑΤΟΣ, «Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΒΟΡΕΙΟΥ ΗΠΕΙΡΟΥ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ», ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Α’ Έκδοση, 2018