Ο Καραγκιόζης είναι κεντρικός χαρακτήρας του παραδοσιακού τουρκικού και ελληνικού Θεάτρου Σκιών, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις αποκαλείται με το όνομα του πρωταγωνιστή του.
Στα τούρκικα ονομάζεται Karagöz ( Καραγκόζ ) ή Karagiöz ( Καραγκιόζη ) που σημαίνει Μαυρομάτης.
Επίσης είναι ο μόνος λαϊκός μας ήρωας.
Διαφορετικοί θρύλοι έχουν διαμορφωθεί σχετικά με την καταγωγή του Καραγκιόζη, με κάποιες εκδοχές να κάνουν λόγο για καταγωγή του από την Ινδία ή την Άπω Ασία (πρώην Σοβιετικές Λαϊκές Δημοκρατίες).
Παραδοσιακά πιστεύεται ότι δημιουργός του ήταν ο Σεΐχ Κιουστερί, που καταγόταν από την Προύσα και πέθανε εκεί το 1366.
Σύμφωνα με το θρύλο, ο Χατζηαβάτης και ο Καραγκιόζης συμμετείχαν στην κατασκευή ενός τζαμιού για τον σουλτάνο Ορχάν, ο πρώτος ως επιστάτης και ο δεύτερος ως εργάτης.
Οι διάλογοι των δύο ανδρών ήταν τόσο διασκεδαστικοί ώστε οι υπόλοιποι εργάτες σταματούσαν την εργασία τους και τους παρακολουθούσαν.
Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε την καθυστέρηση των εργασιών, διέταξε το θάνατο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη.
Αργότερα μετάνιωσε για την πράξη του και ο Σεΐχ Κιουστερί δημιούργησε τις φιγούρες των δύο ηρώων, με σκοπό να παρηγορήσει τον σουλτάνο.
Μια παραλλαγή του μύθου, λέει πως ο Χατζηαβάτης δημιούργησε φιγούρες για να παρηγορήσει τον Πασά.
Ο Καραγκιόζης στην Ελλάδα
Ο Καραγκιόζης δεν ήταν άγνωστος στην Ελλάδα πριν από την Απελευθέρωση.
Μάλιστα λέγεται ότι, τον καιρό που ετοιμαζόταν η επανάσταση, το θέατρο αυτό εχρησίμευε σαν τόπος συνάντησης των αρχηγών της που κατέστρωναν εκεί τα σχέδιά τους δίχως να τους υποψιαστούν οι Τούρκοι.
Παιζόταν, βέβαια, στην ελληνική γλώσσα αλλά αποτελούσε θέαμα ακατάλληλο, χυδαίο ενώ τα βασικά του στοιχεία ήταν τούρκικα.
Επρόκειτο άλλωστε για θέατρο που περιόδευε από περιοχή σε περιοχή ξεκινώντας κυρίως από την Πόλη.
Ανάμεσα στους καλλιτέχνες που περιόδευαν στον ελληνικό χώρο ήταν και ο Μπάρμπα-Γιάννης Μπράχαλης που, όπως αναφέραμε, θεωρείται και ο πρώτος που έφερε την τέχνη του Καραγκιόζη στην Ελλάδα, (μεταξύ 1850 και 1860).
Μετά την απελευθέρωση, ο Καραγκιόζης εγκαθίσταται μόνιμα στην Ελλάδα και από τις αρχές πλέον του 1900 μπορούμε να μιλάμε για καθαρά ελληνικό Καραγκιόζη.
Αν και ο εξελληνισμός του ξεκίνησε από την Ηπειρο, κορυφαίος δημιουργός του ήταν ο Πατρινός ψάλτης Δημήτριος Σαρδούνης, γνωστός με το ψευδώνυμο Μίμαρος ο οποίος μετέτρεψε το θέαμα σε ελληνικό οικογενειακό θέατρο, γι’αυτό και θεωρείται ο πρώτος «δάσκαλος» του Καραγκιόζη (1890).
Το έργο του συνέχισαν οι τρεις βοηθοί και μαθητές του, Γιάννης Ρούλιας, Μέμος Χριστοδούλου και Θόδωρος Θεοδωρέλλος.
Το 1924 ιδρύεται στην Ελλάδα το Σωματείο Ελλήνων Καραγκιοζοπαικτών που αποτελείτο από 120 μέλη, μαθητές του Μίμαρου, του Ρούλια και του Μέμου.
Ιδρυτές του Σωματείου ήταν οι γνωστοί παλιοί καλλιτέχνες του θεάτρου σκιών, Σωτήρης Σπαθάρης και Αντώνης Παπούλιας ή Μόλλας.
Εκείνη την περίοδο και μέχρι το 1940 η τέχνη του Καραγκιόζη ήκμασε πολύ σε όλο τον ελληνικό χώρο.
Η γερμανική κατοχή κατόπιν προκάλεσε την πρώτη κρίση του θεατρικού αυτού είδους, αλλά, παρ’όλα’αυτά δεν χάθηκε χάρη στον αγώνα των δημιουργών του.
Με την εισβολή του έγχρωμου κινηματογράφου ο Καραγκιόζης και η τέχνη του έτεινε να εκλείψει, ωστόσο η επίπονη και επίμονη προσπάθεια του αξιόλογου καλλιτέχνη Ευγένιου Σπαθάρη ξαναζωντάνεψε τον λαϊκό μας ήρωα.
Σήμερα, η θεατρική αυτή παράδοση συνεχίζεται με ενδιαφέρον από διάφορους παίκτες σε όλη την Ελλάδα και οι θεατές εξακολουθούν να την δέχονται με μεγάλη αγάπη και απέραντη νοσταλγία.