Γράφει η Όλγα Στέφου
Η τραπ μουσική δεν ήταν πάντα αστεία, στην καλύτερη, ή προσβλητική, στη χειρότερη και πιο αντικειμενική των περιπτώσεων. Είχε ταξική προέλευση και νεοπλουτισμό, αλλά έδειχνε κάτι για την ανθρωπογεωγραφία της αμερικανικής κοινωνίας.
Σε αντίθεση με την ραπ μουσική, με το χιπ-χοπ που είναι λαϊκό -με την ουσιαστική ανάγνωση του λαϊκού τραγουδιού- που περιγράφει τη ζωή στον κοινωνικό αποκλεισμό, στο γκέτο, στα ναρκωτικά και στην απόγνωση, η τραπ δεν είναι η μουσική των φτωχών. Είναι η μουσική των φτωχών που έγιναν πλούσιοι, αλλά παρέμειναν λούμπεν στοιχεία.
Τη δεκαετία του ’70 στα γκέτο της Ατλάντα μαύροι και λατινοαμερικάνοι που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αμερικανική κοινωνία και τη δομή της, ξεκίνησαν να παρασκευάζουν κρακ, να το διακινούν και τελικά να γίνονται καρτέλ. Επομένως και συμμορίες. Τι ορίζει ένα καρτέλ; Η ισχύς. Τα λεφτά, η προβολή τους και, φυσικά, οι γυναίκες. Γυναίκες διακοσμητικές, για διασκέδαση ή για τράφικινγκ.
Μετά έγινε μόδα αυτή η απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγεις από την φτώχεια και να επιδείξεις τον πλούτο σου. Στη Γη της Επαγγελίας και του Αμερικανικού Ονείρου ένας μαύρος ή ένας ισπανόφωνος μετανάστης, ειδικά την δεκαετία του ‘70, του ‘80, του ‘90 στη συντριπτική πλειοψηφία δεν θα διακρινόταν αλλιώς. ή, μάλλον, δεν θα πλούτιζε αλλιώς. Σχεδόν αποκλειστικά μέσω της σόου μπιζ, κομμάτι της οποίας δεν ήταν μόνο η Γουίτνεϊ Χιούστον. Ήταν και η τραπ. Και τα ναρκωτικά της.
Οι κοινωνικές αντιθέσεις της Aμερικής δεν έπαψαν ποτέ, μα ποτέ. Για τα παιδιά των γκέτο το να γίνουν πάμπλουτοι τράπερς ήταν ταξική εκδίκηση. Το μέσο δεν είχε ιδιαίτερη σημασία. σημασία είχε το αποτέλεσμα, ότι “εμείς, οι πίσω από τον ήλιο, τα καταφέραμε”. Πώς τα κατάφεραν; Άσχημα. Αλλά δεν επέτρεπε άλλου τύπου ανατροπές η αμερικανική κουλτούρα, ούτε το ψυχροπολεμικό της κλίμα.
Οι τράπερς δεν ήταν πολιτικοποιημένοι. Δεν ήταν Μαύροι Πάνθηρες. Δεν ήταν αφηγητές του λαού τους. Ήταν λούμπεν που ξέφυγαν από την ακραία φτώχεια.
Τραπ στην Ελλάδα;
Και ερχόμαστε στα καθ’ ημάς: Τραπ στην Ελλάδα. Βολικότερες συνθήκες, αν θέλαμε να κάνουμε κάποιον συσχετισμό θα μιλούσαμε για τράπερς Ρομά μη ενταγμένους ή για πρόσφυγες. Ούτε καν για μετανάστες δεύτερης γενιάς, αν και υπάρχει ένας, ο οποίος είναι μάλλον και ο μοναδικός που πληροί τις υπερωκεάνιες προϋποθέσεις.
Οι υπόλοιποι είναι ένας από τα βόρεια που ήθελε να βγάλει πολλά λεφτά, ένας ελληνοαφρικανός, που ο πατέρας του ήταν ευκατάστατος μέχρι που πτώχευσε, ένα παιδί από μια μέση οικογένεια της Θεσσαλονίκης, μερικοί ακόμη σε μία περίπου αντίστοιχη κατάσταση και ο Mad Clip, που μεγάλωσε στην Αμερική και είχε άλλες καταβολές.
Ταξικά, πάντως, δεν είχαν καμία προέλευση τραπ -αν μπορούμε για χάρη του άρθρου να ξεχειλώσουμε λίγο τους όρους. Δεν ήταν παρασκευαστές κρακ, δεν έχουν συμμορίες. Μια στο τόσο φωτογραφίζονται με όπλα και μετά λένε ότι ήταν για ανάγκες ενός βιντεοκλίπ. Και έχουν μεταξύ τους κόντρες, λέγονται μπιφς κι είναι αστείες.
Η ταπεινωτική τους βρισιά στα μπιφς είναι “είσαι γυναίκα”. Και τα τραγούδια τους “έχουν money, έχουν drugs, είναι dealer” κι έχουν πάρει και “στην π@τανα τους τσιντσίλα”.
Το καημένο το ζωάκι την πλήρωσε τη νύφη. Παίρνουν και ναρκωτικά (στα τραγούδια τους) κι έχουν λεφτά, πολλά λεφτά. Τόσα που τα ρίχνουν σε γυναικεία κορμιά. Μα ας σοβαρευτούμε λίγο…
Πιθανότατα αποτελούν σημείο των καιρών; Πάντως το κοινό τους δεν ξεπερνά τα 20 έτη ηλικιακά. Αυτοί (ας μου επιτραπεί η έκφραση) “σκληροί καριόληδες” απευθύνονται κυρίως σε παιδιά, ίσως επειδή τα παιδιά τους καταλαβαίνουν καλύτερα. Επειδή τα παιδιά δεν περιμένουν από τα τραγούδια να τους πούνε κάτι.
Η ραπ λέει κάτι. Κάτι σημαντικό, περιγράφει την αστική αποδόμηση. Η τραπ δεν περιγράφει τίποτα. Εκτός από σεξ σε νησιά, “κ@λάρες που είναι σαν καρδιά” και κοκαΐνες σε τραπέζια. Το εκπληκτικό είναι πως όλοι μας όλοι επιμένουν ότι δεν είναι σεξιστές… Και οι κοπέλες που τους ακολουθούν προσπαθούν να αποδείξουν το ίδιο, επικαλούμενες τέχνη; Φεμινισμό που δεν υφίσταται; Δεν ξέρω.
Μα ας χαλαρώσουν κι αυτοί οι τράπερς λίγο. Τόση σκληρότητα είχαμε να δούμε από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Το δε τραγελαφικό των Mad Music Awards δεν έχει προηγούμενο: Ο τράπερ Light, που είχε κάνει ποστ στο ίνσταγκραμ με όπλο και μετά έλεγε ότι δεν ήταν δικό του, όρμηξε με μπράbους στον τράπερ Snik, αυτόν που πήρε το τσιντσίλα γιατί είχαν μπιφ,στο οποίο μπιφ ο Light ισχυρίζεται πως ο Snik είναι γυναίκα, επειδή δεν πήγε στο ραντεβού που είχαν για να τον δείρει κι ο Snik βρίζει τον Light, επειδή δεν είναι αρκετά τράπερ είναι και φλώρος.
Σε όλα αυτά μπήκε στη μέση ο Κωνσταντίνος Αργυρός να τους χωρίσει, ενώ τραγουδούσε η Έλενα Παπαρίζου και σκηνοθετούσε ο Ιονέσκο.
Στο τέλος της ημέρας, την τραπ είτε θα την αναδιαμορφώσουν οι συνθήκες, είτε θα την ξεβράσει ο χρόνος. Δεν είναι κάτι που θα μείνει, επειδή δεν μπορεί να μείνει. Επειδή η κοινωνία δε χρειάζεται επίδειξη πλούτου, ούτε και εκτιμά τους κούφιους στίχους. Εξάλλου, τίποτε από όλα αυτά δεν είναι νεανικό. Για την ακρίβεια, ολόκληρη αυτή η κουλτούρα της επίδειξης μυρίζει ναφθαλίνη.