Το πρωί της 13ης Απριλίου 1204 η Κωνσταντινούπολη βρισκόταν υπό τη φραγκική κυριαρχία. Ως τις 15 Απριλίου η Πόλη είχε καταστραφεί ολοσχερώς. Τίποτα δεν είχε απομείνει από την παλαιά ομορφιά και την αίγλη της. Τρεις μέρες αργότερα όμως οι αχρείοι αυτοί γιόρτασαν την Κυριακή των Βαΐων, ευχαριστώντας τον Θεό για τη μεγάλη νίκη που τους χάρισε!
Από την άλλη, οι Βυζαντινοί, στρατός και λαός είχαν χάσει τελείως το ηθικό τους. Δεν υπήρχε άλλωστε η ισχυρή προσωπικότητα που θα τους έβγαζε από τον λήθαργο και θα τους υποχρέωνε να αγωνιστούν. Στο μεταξύ και οι ευγενείς φρόντιζαν όπως-όπως να εγκαταλείψουν την Πόλη.
Ανάμεσα σε αυτούς ήταν και ο Θεόδωρος Λάσκαρης, ο οποίος έφυγε για τη Μικρά Ασία. Εκεί, ο Θεόδωρος θα ίδρυε την Αυτοκρατορία της Νίκαιας, το κράτος-συνεχιστή της βυζαντινής παράδοσης, οι στρατιώτες του οποίου θα απελευθέρωναν την Πόλη 57 έτη αργότερα.
Ο Θεόδωρος Λάσκαρης είχε νυμφευθεί την Άννα, την κόρη του Αλέξιου Γ’ Άγγελου. Ήταν ο μόνος διοικητής που είχε καταφέρει να εμποδίσει τους σταυροφόρους να καταλάβουν το τμήμα του τείχους που προστάτευε κατά τη διάρκεια της πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Είχε παραμείνει στην Κωνσταντινούπολη μέχρι την τελευταία στιγμή, όταν κάθε οργανωμένη αντίσταση είχε καταρρεύσει. Ο αδερφός του, Κωνσταντίνος, είχε ανακηρυχθεί αυτοκράτορας την ώρα που η Κωνσταντινούπολη έπεφτε στα χέρια των σταυροφόρων.
Ο Θεόδωρος κατέφυγε στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου μαζί με τη γυναίκα του. Στη συνέχεια εγκαταστάθηκε στη Νίκαια της Βιθυνίας, όπου άρχισαν σιγά-σιγά να φτάνουν και άλλοι Βυζαντινοί, και ένας πυρήνας αντίστασης άρχισε να δημιουργείται. Ο ίδιος ο Θεόδωρος, όμως, πήρε επισήμως τον τίτλο του αυτοκράτορα έναν χρόνο αργότερα, το 1205.
Η Νίκαια βρίσκεται αρκετά κοντά στην Κωνσταντινούπολη και η θέση της ήταν ιδανική ως ορμητήριο για την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης. Όμως, η εξουσία του Θεοδώρου περιοριζόταν στην περιοχή γύρω από τη Νίκαια και δεν μπορούσε να ελπίζει σε βοήθεια από αλλού.
Περιορισμένη ανάμεσα στους Λατίνους, στο σελτζουκικό σουλτανάτο του Ρουμ και στην εχθρικά διακείμενη Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, το κράτος της Νίκαιας στην αρχή βρισκόταν δύσκολη θέση. Στην Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε η Λατινική Αυτοκρατορία με πρώτο αυτοκράτορα τον Βαλδουίνο της Φλάνδρας.
Οι Λατίνοι προχώρησαν σε συμφωνία διαμοιρασμού των εδαφών της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ένα τμήμα, με αρχηγό τον Ερρίκο της Φλάνδρας, αδελφό του «αυτοκράτορα» Βαλδουίνου, αποβιβάστηκε στη Μικρά Ασία με σκοπό να καταλάβει και τα εκεί εδάφη. Ο Θεόδωρος προσπάθησε να τους αντιμετωπίσει, αλλά ηττήθηκε σε δύο μάχες, στο Ποιμανηνό και στην Προύσα το φθινόπωρο και τον χειμώνα του 1204-1205.
Σώθηκε όμως χάρη στη διπλωματική του ευστροφία, προκαλώντας την εισβολή των Βούλγαρων στη Θράκη. Στη μάχη που δόθηκε κοντά στην Ανδριανούπολη, το 1205 οι Λατίνοι ηττήθηκαν και ο Βαλδουίνος αιχμαλωτίστηκε. Οι Λατίνοι εγκατέλειψαν προσωρινά την προέλαση στη Μικρά Ασία και τα στρατεύματά τους αποχώρησαν για να υπερασπίσουν την Κωνσταντινούπολη και τη Θράκη από τους Βουλγάρους.
Ο Θεόδωρος κέρδισε χρόνο και τον αξιοποίησε στο έπακρο. Το 1207 νίκησε τον Δαβίδ Κομνηνό της Τραπεζούντας, ησυχάζοντας οριστικά από αυτόν τον κίνδυνο. Τον ίδιο χρόνο υπέγραψε συμφωνία διετούς ανακωχής με τον νέο Λατίνο αυτοκράτορα, Ερρίκο. Παράλληλα, αποφάσισε να νομιμοποιήσει τον αυτοκρατορικό του τίτλο. Την Κυριακή του Πάσχα του 1208 ο πατριάρχης Μιχαήλ έστεψε τον Θεόδωρο αυτοκράτορα στη Νίκαια.
Το γεγονός αυτό θεωρήθηκε πρόκληση από τους Λατίνους, οι οποίοι καταπατώντας τη συμφωνία, εισέβαλαν στη Μικρά Ασία, με επικεφαλής τον Πέτρο ντε Μπρουσέλ. Ο Θεόδωρος όμως τους απέκρουσε. Το 1210 ο Αλέξιος Γ’ Άγγελος, κατέφυγε στην αυλή του σουλτάνου του Ρουμ, Καϊχοσρό Α’ και του ζήτησε τη βοήθειά του, εναντίον του Θεόδωρου.
Μαζί με τον Αλέξιο ο Καϊχοσρό κινήθηκε με μεγάλες δυνάμεις και το 1210 εισέβαλε στα εδάφη της Νίκαιας. Τα τουρκικά στρατεύματα έφτασαν έξω από τα τείχη της Αντιόχειας του Μαιάνδρου και πολιόρκησαν την πόλη. Ο Θεόδωρος έσπευσε να τους αντιμετωπίσει, αλλά διέθετε μόνο 2.000 άνδρες, εκ των οποίων 800 Λατίνοι ιππότες μισθοφόροι και 1.200 Βυζαντινοί Στρατιώτες.
Η μάχη του Μαιάνδρου
Ο Τούρκος σουλτάνος όταν έμαθε ότι προσέγγιζε ο βυζαντινός στρατός ετοιμάστηκε να τον αντιμετωπίσει, βέβαιος για τη νίκη, αφού υπερείχε αριθμητικά σε αναλογία τουλάχιστον 5 προς 1. Οι Βυζαντινοί παρατάχθηκαν με τους 800 Λατίνους μισθοφόρους στην πρώτη γραμμή, σε σχηματισμό σφήνας και τους λοιπούς ιππείς στη δεύτερη γραμμή. Ο Θεόδωρος, βλέποντας τη συντριπτική αριθμητική υπεροχή του εχθρού κατάλαβε πως μόνο μια ορμητική και αιφνιδιαστική εξόρμηση του παρείχε κάποιες πιθανότητες νίκης.
Έτσι, διέταξε τους Λατίνους μισθοφόρους να επιτεθούν άμεσα κατά του τουρκικού κέντρου. Οι ιππότες κάλπασαν με ορμή και με προτεταμένες τις λόγχες επέπεσαν στους Τούρκους διαλύοντας με την πρώτη επαφή τους αντίπαλους ζυγούς. Σχεδόν διέσπασαν την τουρκική παράταξη. Ωστόσο, οι Τούρκοι ήταν πολλοί και σε λίγο περικύκλωσαν τους Λατίνους. Αυτοί, αν και κυκλωμένοι, πολέμησαν πραγματικά ηρωικά και έπεσαν όλοι. Ο καθένας τους όμως είχε προηγουμένως σκοτώσει τετραπλάσιους Τούρκους.
Τότε ο σουλτάνος, πιστεύοντας πως η νίκη είναι σίγουρη, τάχθηκε ο ίδιος επικεφαλής και όρμησε στους εναπομείναντες 1.200 Βυζαντινούς. Αυτοί αντιστάθηκαν με θάρρος, αλλά σταδιακά το πλήθος των Τούρκων φάνηκε να επικρατεί. Στην κρίσιμη αυτή στιγμή ο σουλτάνος αναγνώρισε, μέσα στη σφαγή, τον Θεόδωρο και του επιτέθηκε. Ο σουλτάνος είχε μεγάλη σωματική διάπλαση και ήταν ονομαστός για τη δύναμή του. Κραδαίνοντας σταθερά το βαρύ του πολεμικό ρόπαλο (κεφαλοθραύστη) όρμησε στον κυκλωμένο Έλληνα αυτοκράτορα που πολεμούσε σαν λιοντάρι.
Την ίδια στιγμή οι άλλοι Τούρκοι στρατιώτες έκαναν στην άκρη, αφήνοντας τον σουλτάνο να τελειώσει τη μάχη. Οι εμπλεκόμενοι στρατιώτες και των δύο παρατάξεων σταμάτησαν τον αγώνα και όλοι παρακολουθούσαν τους δύο αρχηγούς να συμπλέκονται. Ο σουλτάνος με την πρώτη εφόρμηση κατάφερε ένα τρομερό κτύπημα στον αυτοκράτορα. Αν και φορούσε βαρύ κράνος, ο μικρόσωμος Θεόδωρος κλονίστηκε και έπεσε από το άλογο.
Μια ουρανομήκης κραυγή θριάμβου ακούστηκε από τα χιλιάδες τουρκικά χείλη. Σαν από θαύμα όμως, ο Θεόδωρος πέφτοντας κατάφερε να σταθεί όρθιος και να τραβήξει τη σπάθη του από το θηκάρι. Ο σουλτάνος έχοντας την εντύπωση ότι είχε νικήσει διέταξε τους άνδρες του να δέσουν τον πεσμένο Θεόδωρο. Εκείνος όμως με όλη του τη δύναμη κατάφερε ένα τρομερό πλήγμα στον σουλτάνο με τη βαριά του σπάθη, κόβοντας καβαλάρη και άλογο μαζί.
Οι μέχρι εκείνη τη στιγμή θριαμβευτές Τούρκοι, είδαν με τρόμο το κεφάλι του αρχηγού τους να κατρακυλά, καταματωμένο, στο χώμα. Οι Τούρκοι έντρομοι τράπηκαν σε άτακτη φυγή, καταδιωκόμενοι από τους λίγους Βυζαντινούς που είχαν απομείνει ζωντανοί.
Περισσότερα ιστορικά αφιερώματα εδώ.