Γράφει η Βίβιαν Στεργίου
ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ. Κανένας κόσμος δεν μπορεί να τελειώσει στα δεκαοκτώ σου. Ούτε στα δεκαεννιά. Ούτε στα εξήντα εννιά. Ούτε ποτέ. Όσο ζεις, ζεις. Κάνεις επιλογές. Προχωράς. Καλά κάνουν τόσοι άνθρωποι και βγαίνουν και λένε στα παιδιά να μην έχουν άγχος. Να γράψουν και βλέπουν.
Όμως ας βάλουμε λίγο νερό στον self-help εμπνευστικό χυμό που ταΐζουμε τα 18χρονα. Ας μην τους λέμε και τελείως ψέματα. Όχι πως αν κοπείς δεν τρέχει και τίποτα. Ναι, σε ένα φιλοσοφικό, μακροσκοπικο επίπεδο προφανώς και δεν τρέχει τίποτα. Κυριολεκτικά: Η ζωή είναι μπροστά σου και μην τη σπαταλήσεις.
Αλλά τα παιδιά λαμβάνουν ένα αντιφατικό μήνυμα. Από τη μια υπάρχει όλο αυτό το μελόδραμα με τις εξετάσεις, όλα αυτά τα έξοδα που αναλαμβάνουν οι γονείς για περίπου δύο χρόνια, και από την άλλη, ξαφνικά, όπως αρμόζει σε μια κοινωνία σε αληθή σύγχυση, την ημέρα των Πανελλαδικών ξυπνάμε βούδες. Λέμε: Πάρε ανάσα, κάθισε στη στάση του λωτού, πιες τον χυμό πορτοκάλι και όλα θα έρθουν στο μυαλουδάκι σου. Έτσι το παιδί μπερδεύεται.
Ας δούμε όμως και το ίδιο το βάσανο των εξετάσεων. Για πολλούς και πολλές οι Πανελλαδικές δεν είναι παίξε γέλασε. Γιατί; Γιατί είναι η μόνη τους διέξοδος για μια νέα αρχή, ο τρόπος να πάνε κάπου και να μάθουν γράμματα (γράμματα που δεν μπορούν να μάθουν στον κοινωνικό τους περίγυρο).
Βέβαια, κι αυτό τώρα παίζεται. Με τα ενοίκια, την τηλεκπαίδευση, τη μετατροπή του ελληνικού πανεπιστημίου σε εξεταστικό κέντρο, για πόσο ακόμα οι γονείς θα κάνουν τη θυσία; Ελπίζω για πολύ. Επειδή η φοιτητική ζωή είναι μια περίοδος ανένοχης εξερεύνησης πεδίων γνώσης, επιθυμιών, τόπων, καταστάσεων και προσώπων. Επειδή δεν βλέπουμε όλοι το ελληνικό πανεπιστήμιο ως αναγκαίο κακό αλλά ως κάτι με αξία. Για πολλά παιδιά το πανεπιστήμιο είναι η ευκαιρία τους να διαμορφώσουν εκ νέου τη ζωή τους, να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις ώστε να έχουν επιλογές μετά.
Οι Πανελλαδικές είναι ένας από τους λίγους θεσμούς που επιχείρησαν να εισαγάγουν μια αξιοκρατία στη χώρα. Η ιδέα είναι ότι διαβάζεις, γράφεις, πέρασες. Είναι μια όμορφη ιδέα. Αυτή, όμως, η προσέγγιση στην ισότητα ευκαιριών ήδη ηχεί παρωχημένη το 2022. Γιατί να εξαρτάται η περαιτέρω εκπαίδευσή σου από τις απαντήσεις σε κάποιες ερωτήσεις; Λαμβάνονται υπόψη αλλά κριτήρια; Μήπως έχεις άλλες δεξιότητες που μένουν εκτός της στεγνής, γραπτής εξέτασης; Κι αν δεν ξέρεις τι θες να γίνεις;
Αυτές οι ενστάσεις είναι καίριες και πρέπει να ληφθούν υπόψη όχι μόνο για τις Πανελλήνιες αλλά και για τον τρόπο που (δεν) υποστηρίζουμε τους φοιτητές στο πανεπιστήμιο. Ίσως άλλα συστήματα αξιολόγησης να είναι πιο ενδιαφέροντα και πιο δίκαια, όπως στη Γερμανία, όπου σε ορισμένες υποτροφίες εξετάζεται όχι μόνο το τι ξέρεις εσύ (βάσει της βαθμολογίας στις εξετάσεις) αλλά και τι ήξεραν οι γονείς (τυχαίο).
Σε κάθε περίπτωση, αν είναι να μιλήσουμε για τις Πανελλήνιες, να μιλήσουμε για το πώς να γίνουν πιο δίκαιες, ενδιαφέρουσες και διασκεδαστικές. Να μιλήσουμε για τα χρήματα που πρέπει να δοθούν στην εκπαίδευση και σε αυτούς που την υπηρετούν στις διάφορες βαθμίδες.
Αν είναι να έχουμε πρόβλημα με έναν θεσμό που δεν αντανακλά πια τις ιδέες μας περί αξιοκρατίας, καλό θα ήταν να δουλέψουμε προς την κατεύθυνση τις περισσότερης ισότητας στην πρόσβαση στην εκπαίδευση, όχι να υποτιμούμε ένα από τα λίγα πράγματα στα οποία δεν μπορεί να πάρει τηλέφωνο ο μπαμπάς ή ο θείος για να σε περάσει. Είναι ωραίο που στις Πανελλήνιες καλύπτονται τα ονόματα των υποψηφίων. Είναι και σπάνιο για την Ελλάδα μας.
Είναι σίγουρα άδικο να λέμε σε έναν άνθρωπο δεκαοκτώ χρονών ότι απέτυχε που δεν έγραψε. Όμως, αν θέλουμε σαν άλλοι γκουρού να τους λέμε «μην αγχώνεστε», πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι κι αυτοί που δεν έχουν να πάνε άμεσα στο εξωτερικό ή στη δουλειά του θείου τους δεν θα χαθούν, ότι δεν θα χρειάζεται να δουλεύουν μπαρ δέκα χρόνια για να σπουδάσουν, ότι δεν θα νιώσουν τη ματαίωση της ανεργίας ή της έλλειψης μόρφωσης (ας μην ξεχνάμε ότι το μεταπτυχιακό είναι το νέο πτυχίο!). Να εξασφαλίσουμε πως δεν θα νιώθουν κατώτεροι σε μια κοινωνία που δομείται γύρω απ’ τη (ακαδημαϊκή) γνώση και τις διαρκώς ανανεούμενες δεξιότητες. Πρέπει να σιγουρευτούμε ότι η ψύχραιμη, καλοπροαίρετη προτροπή «όλα καλά, τίποτα δεν τελειώνει» δεν κλείνει το μάτι στις ιεραρχίες.