Γράφει ο Ευτύχης Βαρδουλάκης
ΓΙΑ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΕΙΣ τον «απέναντί» σου πρέπει να μάθεις την ιστορία του. Το εθνικό αφήγημά του. Να προσπαθήσεις να σκεφτείς όπως εκείνος. Συνεπώς, για να γίνει πιο κατανοητή η ρητορική του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της επετειακής συγκυρίας, την επερχόμενη συμπλήρωση των εκατό ετών από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας και την επίσημη τουρκική αφήγηση για εκείνη την ιστορική περίοδο.
Όσο κι αν η αναμόχλευση εκείνης της περίοδου είναι για εμάς τους Έλληνες επώδυνη, καθώς συμπίπτει με τη Μικρασιατική Καταστροφή και τα δεινά που επέφερε, η ψύχραιμη επισκόπησή της είναι αναγκαία και για λόγους ιστορικής εντιμότητας αλλά και για να κατανοήσουμε την ψυχοσύνθεση της γειτονικής χώρας.
Για τους Τούρκους το καταστροφικό για εμάς 1922 ήταν μια μεγάλη εθνική νίκη. Όχι μόνο εναντίον των Ελλήνων –και είναι σημαντικό αυτό– αλλά και εναντίον όλων των μεγάλων δυνάμεων της εποχής που επιδίωξαν τον διαμελισμό της ηττημένης στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ήταν δε μία νίκη που κατ’ αυτούς πέτυχαν «μόνοι εναντίον όλων». Αν αυτό το «μόνοι εναντίον όλων» στη ρητορική Ερντογάν θυμίζει κάτι, είναι ακριβώς επειδή η τουρκική εθνική αφήγηση υποστηρίζει ότι οι όποιες αλλαγές στις συμμαχίες προέκυψαν στην πορεία (με τους Γάλλους, τους Ιταλούς και κυρίως τους Σοβιετικούς) ήταν αποτέλεσμα της ισχυροποίησης και εδραίωσης του κινήματος του Κεμάλ Ατατούρκ. Όταν, λοιπόν, ο Ερντογάν σήμερα καταφέρεται συλλήβδην εναντίον της Δύσης, επικαλείται ουσιαστικά το εθνικό αφήγημα του λαού του στη φορτισμένη ιστορική συγκυρία των εκατό ετών από τη νίκη τους το 1922 και την ίδρυση της τουρκικής δημοκρατίας έναν χρόνο αργότερα.
Ιδιαίτερη σημασία έχει επίσης το πώς η Τουρκία βλέπει την Ελλάδα. Σύμφωνα με την κυρίαρχη τουρκική αντίληψη, η Ελλάδα είναι «το χαϊδεμένο παιδί της Δύσης». Είτε λόγω ιστορικής-πολιτιστικής εγγύτητας είτε λόγω συμφερόντων, οι «ξένοι» πάντα ευνοούσαν την Ελλάδα έναντι της Τουρκίας. Όταν είχαν σχεδόν καταπνίξει την Επανάσταση του 1821, η παρέμβαση των ξένων έσωσε τους Έλληνες και δημιούργησε το ανεξάρτητο ελληνικό κρατος, γεγονός που οδήγησε στη συνέχεια στο ξήλωμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Μετά τον άτυχη για την Ελλάδα πόλεμο του 1897 η παρέμβαση των ξενων την έσωσε από μία ακόμα πιο ατιμωτική εξέλιξη. Κυρίως, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας που μετείχε στη συμμαχία των κεντροευρωπαϊκών δυνάμεων, η Ελλάδα ήταν η εκλεκτή της Αντάντ, η οποία χρησιμοποιήθηκε (κυρίως από την Αγγλία) ως μοχλός επιβολής της Συνθήκης των Σεβρών που προέβλεπε τον εδαφικό διαμελισμό της Τουρκίας.
Και στη συνέχεια όμως, σύμφωνα πάντα με τους Τούρκους, η Δύση ευνοούσε σταθερά την Ελλάδα. Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο της έδωσαν τα Δωδεκάνησα. Αναγνωρίζουν την Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά όχι τα Κατεχόμενα, παρά τις ελληνικές ευθύνες για την κατάσταση στο νησί. Τη δέχτηκαν ξανά πίσω στο ΝΑΤΟ, μετά την αποχώρηση από το στρατιωτικό του σκέλος το 1974.
Για τους Τούρκους η «κακομαθημένη» Ελλάδα αξιοποιεί την ένταξή της στους δυτικοευρωπαϊκούς θεσμούς και την εύνοια των Αμερικανών, κρύβεται από πίσω τους και μηχανεύεται διάφορα σε βάρος της Τουρκίας, αμφισβητώντας την πρωτοκαθεδρία της στην περιοχή. Σε αντίθεση με την «περήφανη», Τουρκία η οποία αντλεί δύναμη μόνο από το μέγεθος, την ισχύ της, την ιστορική παράδοση αντίστασης και ανεξαρτησίας της απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις. Ακόμα και οι πρόσφατες στρατηγικές συμφωνίες της Ελλάδας με τις ΗΠΑ ή τη Γαλλία προσεγγίζονται συχνά από την Τουρκία ως ένα ιστορικό déjà vu με ευθείς αναφορές στον δικό τους πόλεμο της ανεξαρτησίας.
Μπορεί να αποδώσει αυτή η ρητορική; Στο εσωτερικό της Τουρκίας κανείς δεν μπορεί να το αποκλείσει. Ο Ερντογάν, εξάλλου, δεν έχει πολλά να δοκιμάσει. Μετά από είκοσι χρόνια διακυβέρνησης, με την τουρκική κοινωνία βαθιά διχασμένη, με τον ίδιο να νιώθει ότι αν χάσει δεν θα ηττηθεί απλώς αλλά θα κινδυνεύσει πολλαπλώς, με την οικονομία σε κρίσιμη κατάσταση και πληθωρισμό 75%, με πολλές γεωπολιτικές επιλογές να μην έχουν αποδώσει, το να επενδύσει σε εθνικά φορτισμένες ιστορικές αναγωγές μοιάζει με εύκολη στρατηγική επιλογή.
Στο εξωτερικό, όμως, η ρητορική του Ερντογάν είναι λιγότερο πειστική. Το να αναδεικνύει ο Ερντογάν την ταύτιση της Ελλάδας με τη Δύση, την ώρα που ο ίδιος επιδίδεται σε παζάρια και παιχνίδια τακτικής, καλό κάνει στη Ελλάδα, όχι κακό. Κυρίως, όμως, η σημερινή Ελλάδα δεν επιτίθεται, δεν λειτουργεί αναθεωρητικά και αυτό το ξέρουν όλοι. Προστατεύει την κυριαρχία και τα κυριαρχικά της δικαιώματα. Δεν προσπαθεί να επιβάλει μια «εύθραυστη όπως οι πορσελάνες της» συνθήκη, όπως εκείνη των Σεβρών, αλλά βασίζει τη στρατηγική της στο διεθνές δίκαιο. Και όλα αυτά σε μια μια περίοδο αυξημένης αστάθειας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία.
Εξού και παρά την πολύ μεγάλη στρατηγική αξία της Τουρκίας, η συγκεκριμένη ρητορική της, στην παρούσα φάση τουλάχιστον, δεν έχει στο εξωτερικό την απήχηση που θα προσδοκούσε, σε αντίθεση με την Ελλάδα, που τα τελευταία χρόνια μοιάζει σαφώς ισχυροποιημένη.
Το πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα τους επόμενους μήνες δεν το ξέρεί κανείς. Η λογική λέει ότι κανέναν δεν συμφέρει η ένταση να καταστεί ανεξέλεγκτη. Τα εθνικιστικά πάθη όμως εύκολα φουντώνουν, αλλά δύσκολα εκτονώνονται. Πολλώ δε μάλλον όταν πατάνε στους ιδρυτικούς εθνικούς μύθους που περνάνε στη συλλογική συνείδηση κάθε λαού, όπως συμβαίνει με τη σημερινή τουρκική ρητορική. Κι αυτό αυτονόητα καθιστά τη στρατιωτική ενίσχυση και τις στρατηγικές συμμαχίες μονόδρομο για την Ελλάδα.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.
Περισσότερα ενδιαφέροντα κείμενα εδώ.