Μία από τις σκοτεινότερες περιόδους της ελληνικής ιστορίας είναι αναμφίβολα η τουρκοκρατία. Τα δεινά που προκαλούσε η άλωση μιας περιοχής της Ελλάδας ήταν πολλά. Σφαγές, λεηλασίες, βιασμοί και στη συνέχεια βίαιοι εξισλαμισμοί, παιδομάζωμα κλπ. Την ίδια μοίρα βέβαια είχαν και οι άλλοι χριστιανικοί πληθυσμοί που υποτάχθηκαν στους Τούρκους.
Ένα από τα θέματα που δεν μας έχει απασχολήσει ιδιαίτερα ως τώρα, είναι η «τύχη» των Χριστιανών αιχμαλώτων στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Όπως θα δούμε, ο αείμνηστος βυζαντινολόγος και ακαδημαϊκός Κωνσταντίνος Άμαντος (1874-1960), στο βιβλίο του «Σχέσεις Ελλήνων & Τούρκων – Από τον ενδέκατο αιώνα ως το 1821», παραθέτει συγκλονιστικά στοιχεία. Σημειώνουμε προκαταβολικά ότι το σημερινό άρθρο αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, συνέχεια όσων είχαμε γράψει στο παρελθόν για τους εξισλαμισμούς, το παιδομάζωμα και το κρυφό σχολειό. Παρακαλούμε θερμά να μην γίνει κανενός είδος συνειρμός ή «προβολή» στο σήμερα.
Το όνομα και η πρώτη εμφάνιση των Τούρκων
Το όνομα «Τούρκοι» στους Έλληνες συγγραφείς απαντά τον 6ο μ.Χ. αιώνα, όμως στους Λατίνους το όνομα Turcae εμφανίζεται νωρίτερα. Συγκεκριμένα εμφανίζεται στον Ρωμαίο γεωγράφο Pomponius Mela (1ος μ.Χ. αι.) Οι Κινέζοι έλεγαν τους Τούρκους Tou-Kioue. Το Iύρκαι στον Ηρόδοτο (IV,22), έχει υποστηριχθεί από κάποιους ότι αναφέρεται στους Τούρκους. Δεν είναι όμως βέβαιο.
Οι συγγραφείς του 6ου αιώνα δίνουν και διάφορα παλαιότερα ονόματα των Τούρκων. Ο Μένανδρος γράφει: «…των Τούρκων, που παλαιότερα ονομάζονταν Σάκες» και «Σκύθες από τη φυλή των λεγόμενων Τούρκων». Ο Θεοφάνης Βυζάντιος γράφει: «… τις περιοχές όπου φυσά ο σιρόκος (ΝΑ άνεμος) στον ποταμό Τανάιδα (σήμ. Ντον της Ρωσίας) τις κατέχουν Τούρκοι οι οποίοι παλαιότερα ονομάζονταν Μασαγέτες». Ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης γράφει: «… των Ούννων στα βορειοανατολικά, τους οποίους συνηθίζουν οι Πέρσες να ονομάζουν Τούρκους» και «… στο ανατολικό έθνος των Σκυθών, που συνηθίζαμε να τους λέμε Τούρκους».
Ο Κωνσταντίνος Άμαντος γράφει: «Απόγονοι των Ούννων είναι και οι Τούρκοι αλλά αναμείχθηκαν με διάφορους λαούς κατά τη μεγάλη διαδρομή τους στην ιστορία».
Η νίκη των Τούρκων επί των Εφθαλιτών ή λευκών Ούννων, επίσης τουρκικής φυλής, τους κατέστησε κυρίαρχους της Κασπίας και του εμπορίου της.
Το 568, επί αυτοκράτορα Ιουστίνου Β’ οι Τούρκοι έστειλαν πρεσβευτές στην Κωνσταντινούπολη μέσω της χώρας των Αλανών του Καυκάσου και ζητούσαν να συμμαχήσουν με τους Βυζαντινούς για να αποκτήσουν το μονοπώλιο στο εμπόριο του μεταξιού και τη δυνατότητα να το χειρίζονται απευθείας, καθώς οι Πέρσες εμπόδιζαν τη μεταφορά μέσω της χώρας τους. Οι Τούρκοι είχαν ήδη συγκρουστεί με τους άσπονδους εχθρούς τους Πέρσες και Αλανούς. Οι Βυζαντινοί όμως φάνηκαν πολύ επιφυλακτικοί και η συμμαχία δεν έγινε ποτέ. Έτσι οι Τούρκοι πολέμησαν μόνοι τους εναντίον των Περσών, άλλοτε με νίκες και άλλοτε με ήττες.
Ωστόσο νίκησαν τους Αβάρους, οι οποίοι στράφηκαν τότε προς την Ευρώπη. Τον 7ο αιώνα οι Τούρκοι προχώρησαν δυτικότερα και νίκησαν τους λαούς ανάμεσα στον Τάναϊ και τον Καύκασο: Χαζάρους, Αλανούς και άλλους. Από τότε οι Βυζαντινοί συγγραφείς ονομάζουν Τούρκους τους Χαζάρους που αποσπάστηκαν από τους υπόλοιπους Τούρκους και ανεξαρτητοποιήθηκαν με βάση τους αργότερα την Ταυρική Χερσόνησο (τη νεότερη Κριμαία).
Στη διάρκεια της βασιλείας του Ηράκλειου (610-641), έγινε συμμαχία μεταξύ Βυζαντινών και Τούρκων Χαζάρων. Μάλιστα ο Ηράκλειος συναντήθηκε με τον ηγεμόνα των συμμάχων του νότια του Καυκάσου. Ο Ηράκλειος υποσχέθηκε στον Τούρκο ηγεμόνα ότι θα του δώσει για σύζυγο την κόρη του Ευδοκία. Οι Τούρκοι έδωσαν στρατό από 40.000 άνδρες στους Βυζαντινούς, οι οποίοι συντέλεσαν κατά πολύ στη νίκη του Ηράκλειου επί των Περσών.
Τον 7ο και 8ο αιώνα Τούρκοι ονομάζονταν συγκεκριμένα οι Χάζαροι, τον 9ο αιώνα όμως ονομάστηκαν Τούρκοι και οι Ούγγροι. Οι Ούγγροι μαζί με τους Σαμογέτες, τους Φινλανδούς, και τους Λάπωνες έχουν την ίδια ρίζα, την ουραλοαλταϊκή και έχουν κοινούς προγόνους τους Ούννους, αλλά απομακρύνθηκαν και αποσπάστηκαν από τους Τούρκους.
Χριστιανοί αιχμάλωτοι από τους Τούρκους
Οι Τούρκοι ήταν λαός στρατιωτικός, νομαδικός και κτηνοτροφικός. Με δυσκολία και πολύ αργά έγινε λαός ημιγεωργικός και εν μέρει γεωργικός. Αυτό οφείλεται σε παλαιούς κατοίκους της Μικράς Ασίας που είχαν εξισλαμισθεί.
Όταν οι Άραβες κατέλαβαν τη Συρία και τη Βόρεια Αφρική, ενισχύθηκε πολύ η πειρατεία. Οι Άραβες πειρατές που λέγονταν Σαρακηνοί είχαν στις διαταγές τους και Χριστιανούς ναυτικούς, Έλληνες και άλλους. Μετά το 1204 στη Μεσόγειο εμφανίστηκαν και Χριστιανοί πειρατές, κάποιοι από τους οποίους δρούσαν εκ μέρους των χριστιανικών κρατών.
Τον 11ο αιώνα οι Τούρκοι πλησίασαν το Αιγαίο και άρχισαν τις πειρατικές επιδρομές, με Έλληνες ναυτικούς στα πλοία τους. Αργότερα προστέθηκαν Αφρικανοί ναυτικοί, από την Αλγερία και την Μπαρμπαριά. Τελευταίοι Χριστιανοί πειρατές ήταν οι Μαλτέζοι (16ος αιώνας). Έτσι το εμπόριο γινόταν μόνο με πειρατικά πλοία και όποιο μεσογειακό κράτος δεν είχε πειρατικό στόλο δεν είχε και εμπόριο. Όλα αυτά τα πλοία των πειρατών αιχμαλώτιζαν ανθρώπους και έκαναν εμπόριο σκλάβων. Οι αιχμάλωτοι θεωρούνταν εμπορεύσιμο «είδος» και δεν τους σκότωναν…
Εκτός όμως από τους σκλάβους των πειρατών πρέπει να προστεθούν και οι σκλάβοι του οθωμανικού στρατού, όχι μόνο από τις μάχες αλλά και από τις υποτελείς στους Τούρκους περιοχές. Από τους αιχμαλώτους του τουρκικού στρατού και από τα λάφυρα το 1/5 ανήκε στον σουλτάνο και τα υπόλοιπα στον στρατό. Έμποροι εφοδιασμένοι με έγκριση από τις Οθωμανικές Αρχές είχαν καταστήματα για αγοραπωλησίες αιχμαλώτων. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία είχε σημαντικά εισοδήματα από την πώληση των αιχμαλώτων. Ο βάιλος της Βενετίας Bon (1604-1605), τα υπολόγιζε σε 2.000.000 τσεκίνια (χρυσά βενετσιάνικα νομίσματα). Τον 18ο αιώνα οι αιχμάλωτοι ελαττώθηκαν και θεσπίστηκε νέος φόρος για να αντικαταστήσει το 1/5.
Ήδη από τα χρόνια των συγκρούσεων με τους Άραβες, το ζήτημα της εξαγοράς αιχμαλώτων απασχόλησε τη χριστιανική Εκκλησία και τους πιστούς της.
Ο Θεόδωρος Spandugino Καντακουζηνός γράφει ότι το Πατριαρχείο ελευθέρωνε κάθε χρόνο περίπου 2.000 αιχμαλώτους και άλλους τους ελευθέρωναν οι διάφορες μητροπόλεις. Μάλιστα σύμφωνα με την Άννα Κομνηνή αποφασίστηκε «για τη διάσωση των αιχμαλώτων να εκποιηθούν τα σκεύη των ιερών εκκλησιών».
Τον 15ο αιώνα, σύμφωνα με τον Παχώμιο Ρουσάνο, τα χρήματα για εξαγορά των αιχμαλώτων δεν ήταν πολλά. Αργότερα, καθώς το πλήθος των αιχμαλώτων μεγάλωνε, η εξαγορά τους στοίχιζε περισσότερο.
Βέβαια δεν ήταν μόνο η Εκκλησία που εξαγόραζε αιχμαλώτους αλλά και πολλοί φιλάνθρωποι Χριστιανοί. Το 1560, συστήθηκε στη Ζάκυνθο ειδικό ταμείο για την εξαγορά αιχμαλώτων από Τούρκους ή πειρατές. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεώνονταν με όρκο να ρωτούν όσους συνέτασσαν τις διαθήκες τους αν επιθυμούσαν να αφήσουν κάτι στο ταμείο των αιχμαλώτων! Οι ιερείς της ελληνικής και της λατινικής Εκκλησίας, υποχρεώνονταν κάθε Κυριακή να προτρέπουν τους εκκλησιαζόμενους να δίνουν ελεημοσύνη για τους αιχμαλώτους. Στους ναούς τοποθετούνταν κιβώτια για συλλογή χρημάτων. Τα χρήματα για την εξαγορά αιχμαλώτων ήταν πολλά. Σε έγγραφο από τον Πόντο, αναφέρεται ότι μία αιχμάλωτη γυναίκα εξαγοράστηκε έναντι 850 «άσπρων», που πλήρωσαν φιλάνθρωποι Χριστιανοί!
Κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα, υπήρχε δυστοκία στην εξεύρεση χρημάτων στην Ανατολή για εξαγορά αιχμαλώτων. Έτσι στέλνονταν στη Δύση άτομα με συστάσεις από το Πατριαρχείο ή σημαντικά μοναστήρια για χρηματική βοήθεια. Δυστυχώς έγιναν πολλές καταχρήσεις τότε, καθώς πολλοί ταξίδευαν στη Δύση για δικό τους όφελος, λέγοντας ότι ζητούν βοήθεια για την απελευθέρωση αιχμαλώτων ή την ενίσχυση κάποιας μονής. Έτσι, το 1597 ο φιλέλληνας Μαρτίνος Κρούσιος έγραψε στον Πατριάρχη Ιερεμία ότι δεν θα βοηθούσε κανέναν εάν δεν είχε σύσταση από τον ίδιο.
Οι συστάσεις έγιναν πλέον απαραίτητες και μάλιστα διασώζονται σχετικά έγγραφα. Η αίτηση συνδρομής ονομαζόταν «ζητεία» και οριζόταν ένα συγκεκριμένο ποσό που έπρεπε να πληρώνουν οι επαρχίες για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Στην Προκόννησο, ένα από τα νησιά της θάλασσας του Μαρμαρά, αποφασίστηκε το 1651 να πληρώνουν τη ζητεία οι άκληροι. Στην απελευθέρωση των αιχμαλώτων συνεισέφεραν τα τάγματα των Δυτικών μοναχών, ιδιαίτερα οι Ιησουίτες.
Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τους αιχμαλώτους και στη συνέχεια τους πουλούσαν. Ο Βαρθολομαίος de Jano γράφει ότι λίγοι Τούρκοι είχαν δύο ή τρεις αιχμαλώτους. Πολλοί είχαν οχτώ ή δέκα, ενώ υπήρχαν και κάποιοι που είχαν τριάντα ή και εκατό αιχμαλώτους! Πολλοί αιχμάλωτοι εργάζονταν για χρόνια για κάποιον Τούρκο και στη συνέχεια, αν μπορούσαν, εξαγόραζαν τον εαυτό τους, αλλιώς πωλούνταν σε κάποιον άλλο. Με τις νέες γυναίκες, οι Τούρκοι έκαναν παιδιά και στη συνέχεια τις πουλούσαν.
Επίσης πωλούνταν και άνδρες με σκοπό το κέρδος. Λόγω του κέρδους που αποκόμιζαν οι Τούρκοι δεν πίεζαν τους αιχμαλώτους να εξισλαμισθούν, εκτός από τους πλέον φανατικούς Μωαμεθανούς που εξανάγκαζαν τους Χριστιανούς να αλλαξοπιστήσουν.
Συχνά λεηλασίες έκανε και ο καπουδάν πασάς, ο Τούρκος ναύαρχος του Αιγαίου. Το 1715 αιχμαλώτισε τους κατοίκους της Φολέγανδρου. Λίγοι επέζησαν και επέστρεψαν αργότερα στο νησί τους. Οι ήττες των Οθωμανών είχαν συχνά οδυνηρές συνέπειες για τους Χριστιανούς. Ο Κοραής γράφει ότι οι Τούρκοι «αφού νικήθηκαν στη ναυμαχία από τον Λάμπρο Κατσώνη, σκότωσαν τον αρχιερέα και τους Χριστιανούς της Τζιας».
Αιχμαλωσίες σε καιρό ειρήνης – Δωροδοκίες Οθωμανών αξιωματούχων
Συχνά όμως οι Τούρκοι αιχμαλώτιζαν Χριστιανούς και σε περιόδους ειρήνης. Μάλιστα ακόμα και μητροπολίτες αιχμαλωτίζονταν για εύρεση χρημάτων. Η έλλειψη οικονομικής ζωής οδηγούσε τους Οθωμανούς σε ληστρικές ενέργειες. Αλλά οι Χριστιανοί-σκλάβοι, χωρίς να έχουν αιχμαλωτιστεί από τον οθωμανικό στρατό, χρησιμοποιούνταν όχι μόνο από το κράτος και τους πασάδες, αλλά και από ιδιώτες Τούρκους. Εκτός από διαρκείς αγγαρείες που επιβάλλονταν από το κράτος για στρατιωτικές και άλλες ανάγκες (χτίσιμο τζαμιών και άλλων κτιρίων), οι ιδιώτες Τούρκοι επέβαλαν στους Χριστιανούς να καλλιεργούν τα κτήματά τους, να προσφέρουν τα εργαλεία τους για ανοικοδόμηση κατοικιών, να μεταφέρουν τους Τούρκους με τα δικά τους άλογα και μουλάρια, ενώ οι ίδιοι πήγαιναν πεζοί κλπ. O Gerlach γράφει: «… οι Τούρκοι κάνουν τις δουλειές τους μέσω των Χριστιανών, οι οποίοι εργάζονται νύχτα και μέρα για να θρέψουν τα αφεντικά τους…»:
Και φυσικά οι πασάδες και οι άλλοι που διορίζονταν με δωροδοκίες, με πιέσεις και εκβιασμούς στους Χριστιανούς επιδίωκαν να λάβουν τα χρήματα που είχαν δώσει για να πάρουν το αξίωμά τους. Οι Τούρκοι ήταν άπληστοι. Ο Πέτρος Belon έγραψε (16ος αι): «… στην Τουρκία κατορθώνεις ό,τι θέλεις με τα χρήματα». Και ο ιστορικός και λόγιος Μιχαήλ Δούκας (15ος αι.): «… το γένος των Τούρκων είναι φιλοχρήματο. Ακόμα κι αν ένας πατροκτόνος έπεφτε στα χέρια τους, θα τον απελευθέρωναν με αντάλλαγμα με το χρυσάφι».
Για χρηματισμό, οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν και την «αβανιά» (συκοφαντία). Οποιοσδήποτε Τούρκος ήθελε να αποκομίσει κάποια χρήματα, απειλούσε με καταγγελία έναν Χριστιανό για εξύβριση της μουσουλμανικής θρησκείας, για ανταρσία ή για κάποιο πταίσμα. Οι Χριστιανοί για να μην υποστούν μαρτύρια έδιναν χρήματα για να απαλλαγούν. Ιδιαίτερα οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι σφετερίζονταν χρήματα και αποκτούσαν πολλά χρήματα με τις αβανιές.
Η αξία των Χριστιανών αναγνωριζόταν κι από τους Τούρκους
Πάντως οι καλύτεροι Οθωμανοί πολιτικοί αναγνώριζαν την αξία των Χριστιανών, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους. Οι νησιώτες, ως άριστοι ναυτικοί και τεχνίτες ήταν απαραίτητοι στον τουρκικό στόλο και στους ναυτικούς πολέμους κατά των Φράγκων. Μάλιστα, ειδικά αυτοί, πληρώνονταν πολύ καλά. Με φιρμάνι του σουλτάνου Αχμέτ Γ’ το 1714, διατάχθηκε «ο υπεύθυνος για την επισκευή του φρουρίου Χίου Σαλίχ» να στείλει στον αυτοκρατορικό ναύσταθμο Κωνσταντινούπολης «όλους ανεξαιρέτως τους ξυλουργούς, κατασκευαστές ελίκων και τορνευτές». Με άλλο φιρμάνι, τον ίδιο χρόνο καλούνται στην Κωνσταντινούπολη ναύτες από τη Χίο στους οποίους προκαταβάλλεται μέρος των μισθών τους «καθ’ ότι έχουν πείρα στις υπηρεσίες του αυτοκρατορικού στόλου».
Σε γράμμα του προς τους κατοίκους της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών το 1806, ο καπουδάν πασάς τους προσκαλεί να εξοπλίσουν όσα πλοία μπορούν για να πολεμήσουν τους Ρώσους στο Αιγαίο. Μάλιστα, επιτρέπει στους νησιώτες να ληστεύουν τα ιδιωτικά εμπορικά πλοία, ενώ τα αυτοκρατορικά ρωσικά, να τα πουλήσουν στην τουρκική κυβέρνηση!
Επίλογος
Όσα αναφέραμε σε προηγούμενα άρθρα για την τουρκοκρατία αλλά και στο σημερινό, δίνουν ανάγλυφη τη ζοφερή πραγματικότητα που βίωναν τα σκοτεινά αυτά χρόνια οι Έλληνες και άλλοι Χριστιανοί. Πολλοί απ’ όσους επέζησαν από τις βαρβαρότητες των Οθωμανών αναγκάστηκαν να εξισλαμιστούν. Οι Έλληνες, έχοντας καταλάβει υψηλά αξιώματα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ελέγχοντας ουσιαστικά το εμπόριο και τη ναυτιλία και αποκτώντας σημαντική μόρφωση, ιδιαίτερα από το β’ μισό του 18ου αιώνα κατάφεραν να απελευθερωθούν.
Τους ακολούθησαν και οι άλλοι, υπόδουλοι στους Οθωμανούς λαοί. Όσοι ονειρεύονται σήμερα ανασύσταση αυτοκρατοριών θα πρέπει να διδαχτούν από την ιστορία και να καταλάβουν ότι οι εποχές αυτές πέρασαν ανεπιστρεπτί…
Πηγή: Κωνσταντίνος Γ’ Άμαντος «Σχέσεις Ελλήνων & Τούρκων – Από τον ενδέκατο αιώνα μέχρι το 1821», Εκδόσεις Αρχιπέλαγος, 2008.