Μια οικογένεια αποκόπηκε από κάθε ίχνος πολιτισμού για περισσότερα από 40 χρόνια. Η κόρη που ζει ως σήμερα στην απομόνωση.
Το 1978 τέσσερις γεωλόγοι πετούσαν με ελικόπτερο πάνω από την πλούσια σε μεταλλεύματα αλλά σχεδόν πλήρως ακατοίκητη τάιγκα (βόρειο δάσος) στη νότια Σιβηρία ψάχνοντας για σιδηρομεταλλεύματα. Κάποια στιγμή ο πιλότος παρατήρησε κάτι που δεν… ταίριαζε με την υπόλοιπη περιοχή: ανάμεσα στα κωνοφόρα δέντρα ξεχώριζε ένας κήπος, ο οποίος ήταν ξεκάθαρα φτιαγμένος από ανθρώπους. Βρίσκονταν τουλάχιστον 250 χιλιόμετρα μακριά από την τελευταία ένδειξη ανθρώπινης ζωής και χιλιάδες μέτρα πάνω από την επιφάνεια της γης σε ένα σημείο όπου θεωρείται σχεδόν αδύνατο να ζήσει κάποιος άνθρωπος.
Κι όμως ο φροντισμένος κήπος βρισκόταν εκεί κάτι που δεν μπορούσε παρά να σημαίνει ότι και οι άνθρωποι βρίσκονταν εκεί. Οι γεωλόγοι αποφάσισαν να προσγειώσουν το ελικόπτερό τους σε ένα κοντινό σημείο και να δουν αν όντως υπήρχαν άνθρωποι εκεί. Πήραν μαζί τους τρόφιμα ως δώρα ελπίζοντας ότι θα φανεί σαν μια κίνηση καλής θέλησης. Ωστόσο, ένας είχε πάνω του κρυμμένο κι ένα όπλο σε περίπτωση που κάτι πήγαινε στραβά.
Φτάνοντας στην περιοχή, η ομάδα ανακάλυψε ότι εκεί υπήρχε μια μικρή κατοικία. «Μαυρισμένη από τον χρόνο και την βροχή, το σπίτι είχε παντού γύρω του στοιβαγμένα πράγματα από την τάιγκα: φλοιούς δέντρων, κούτσουρα και σανίδες. Αν δεν υπήρχε ένα μικρό παράθυρο στο μέγεθος… τσέπης θα ήταν δύσκολο να φανταστώ ότι εκεί ζουν άνθρωποι», ανέφερε αργότερα η γεωλόγος Γκαλίνα Πισμένσκαγια, η οποία ήταν μέλος της ομάδας.
Λίγο αργότερα μια φιγούρα εμφανίστηκε. Ήταν ένας άντρας με μεγάλο, άγριο μούσι και χειροποίητα ρούχα. «Γεια σου παππού. Ήρθαμε επίσκεψη», του είπε η Πισμένσκαγια (στη ΦΩΤΟ μαζί με την οικογένεια).
Ύστερα από λίγα δευτερόλεπτα σιωπής, ο άντρας μίλησε: «Αφού ταξιδέψατε τόσο μακριά μέχρι εδώ, μπορείτε να έρθετε μέσα», είπε.
Όπως αποδείχθηκε το όνομα του άντρα ήταν Καρπ Λίκοφ και τους αποκάλυψε την ιστορία του. Αυτός και η οικογένειά του ζούσαν στα βουνά της Σιβηρίας σε πλήρη απομόνωση από τον κόσμο για περισσότερα από 40 χρόνια.
Οι… παλιοί πιστοί
Στα μέσα του 17ου αιώνα (1666-1667), η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία με τον Πατριάρχη Νίκωνα προχώρησε σε μια σειρά από εκκλησιαστικές μεταρρυθμίσεις με σκοπό να ευθυγραμμίζεται περισσότερο με το τυπικό της ελληνορθόδοξης εκκλησίας. Οι βασικές διαφοροποιήσεις αφορούσαν τον τρόπο που έκαναν τον σταυρό τους οι πιστοί (ως τότε στην Ρωσία το σημείο του σταυρού γινόταν ενώνοντας τον αντίχειρα με το παράμεσο και το μικρό δάχτυλο, ενώ ο δείκτης και το μεσαίο δάχτυλο έμεναν όρθια) και την αφαίρεση ορισμένων λέξεων από το Σύμβολο της Πίστης. Αν και οι περισσότεροι Ρώσοι δέχτηκαν αναντίρρητα να κάνουν τον σταυρό τους με τον τρόπο που τον κάνουν οι ελληνορθόδοξοι καθώς και όλες τις υπόλοιπες αλλαγές μιας και έμοιαζαν επουσιώδεις, μια σειρά από πιστούς θεώρησαν όλες αυτές τις διαφοροποιήσεις βλάσφημες και προωθημένες από μια κεντρική εκκλησία, την οποία οι ίδιοι δεν στήριζαν. Ήταν τόσο αφοσιωμένοι στις παραδοσιακές πρακτικές που πολλοί από αυτούς τους «Παλαιούς Πιστούς» όπως πλέον ονομάζονταν προτίμησαν να απομονωθούν παρά να ακολουθήσουν τις νέες οδηγίες.
Έτσι, προέκυψε το σχίσμα εντός της Ρωσικής Εκκλησίας, το οποίο είναι γνωστό ως «Ρασκόλ» (διαχωρισμός). Οι επίσημες αρχές άρχισαν να διώκουν τους Παλαιούς Πιστούς και σε πολλές περιπτώσεις τους φυλάκιζαν, τους βασάνιζαν και ακόμα τους εκτελούσαν. Ο διωγμός και η εξορία των Παλαιών Πιστών συνεχίστηκε για αιώνες και πολλοί αναγκάστηκαν να φύγουν από τη χώρα τους. Όσοι έμειναν αντιμετώπισαν μια νέα απειλή μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση όταν την εξουσία πήραν οι Μπολσεβίκοι, οι οποίοι διακήρυτταν τον αθεϊσμό.
Οι Λίκοφ, βαθιά πιστοί Χριστιανοί του παλαιού δόγματος, έφτασαν σε οριακό σημείο το 1936. Τότε, ο αδερφός του Καρπ δολοφονήθηκε από τους Μπολσεβίκους. Νιώθοντας πια ότι η πίστη τους τούς βάζει σε κίνδυνο, ο Καρπ μαζί με την σύζυγό του Ακουλίνα και τα δύο παιδιά τους, τον εννιάχρονο Σαβίν και την δίχρονη Νατάλια, αποφάσισαν να αφήσουν το σπίτι τους και να πάνε να ζήσουν στην απομονωμένη, άγρια Σιβηρία.
Σε αυτό το παγωμένο, αλλά ασφαλές από τους ανθρώπους, δάσος έφτιαξαν το νέο τους σπίτι. Έχτισαν μια καλύβα με ένα μόνο δωμάτιο απ’ όσα υλικά μπορούσαν να βρουν εκεί. Δεν είχαν ηλεκτρισμό ή υδραυλικά και επιβίωναν τρώγοντας πατάτες, καρπούς, σίκαλη, βατόμουρα και ό,τι άλλο μπορούσε να τους παρέχει η γη. Τα παπούτσια τους ήταν φτιαγμένα από φλοιό ξύλου και όταν τα ρούχα που είχαν φέρει μαζί τους δεν μπορούσαν πια να επιδιορθωθούν άλλο, έφτιαξαν καινούρια από κάνναβη.
Παρόλο που οι συνθήκες της ζωής τους ήταν εξαιρετικά αντίξοες, η οικογένεια συνέχισε να μεγαλώνει. Ο γιος τους, Ντμίτρι, γεννήθηκε το 1940 και η κόρη τους, η Αγκάφια, το 1943. Τα παιδιά έμαθαν να μιλούν ρώσικα-αν και διανθισμένα με πολλές αρχαϊκές λέξεις- και αρχαία σλαβονικά. Παρόλο που δεν ήξεραν σχεδόν τίποτα για τον έξω κόσμο, ο Καρπ τούς έλεγε ιστορίες για τις ρωσικές πόλεις και τη ζωή πέρα από την καλύβα. Ωστόσο, οι ιστορίες ήταν μέσα από την οπτική ενός Παλαιού Πιστού. Αυτό σήμαινε ότι οι σύγχρονες κοινωνίες παρουσιάζονταν ως μέρη γεμάτα αμαρτία και χωρίς Θεό, στα οποία κατοικούσαν άνθρωποι που θα έπρεπε να τους φοβούνται και να τους αποφεύγουν.
Ο Καρπ και η Αγκάφια |
Πράγματα που είναι μια απλή ρουτίνα στον υπόλοιπο κόσμο, για την οικογένεια ήταν ένας πραγματικός αγώνας επιβίωσης. Ο σκληρός, παγωμένος καιρός της Σιβηρίας αποτελούσε καταστροφή για τις λιγοστές προμήθειες τροφίμων της οικογένειας. Μάλιστα κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης έλλειψης παραγωγής, η Ακουλίνα συχνά έδινε το δικό της μερίδιο φαγητού για να διασφαλίσει ότι τα παιδιά της θα έχουν κάτι να φάνε. Τελικά πέθανε από λιμοκτονία το 1961.
Εκτός εποχής…
Όταν πια οι γεωλόγοι βρήκαν την οικογένεια, οι Λίκοφ έμεναν μακριά από τον κόσμο για περίπου 40 χρόνια. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε τελειώσει προ πολλού, αλλά οι Λίκοφ δεν έμαθαν ποτέ ότι υπήρξε. Ο Καρπ δεν μπορούσε να πιστέψει ότι οι άνθρωποι έχουν πάει στο φεγγάρι, αν και όπως είπε είχε ένα προαίσθημα ότι θα τα είχαμε καταφέρει να φτάσουμε τουλάχιστον στο διάστημα καθώς παρατηρούσε τους δορυφόρους στον ουρανό. «Οι άνθρωποι μάλλον πρέπει να σκέφτηκαν κάτι και στέλνουν στον ουρανό φωτιές που μοιάζουν πολύ με τα αστέρια», είπε στους γεωλόγους.
Ο Ντμίτρι, ο Καρπ και η Νατάλια το 1978 |
Οι διάφορες ανακαλύψεις του 20ου αιώνα ήταν φυσικά κάτι άγνωστο σε αυτούς και έδειξαν μεγάλο ενδιαφέρον για όσα τεχνολογικά αντικείμενα τους έδειχναν. Ειδικά, ο Ντμίτρι εντυπωσιάστηκε από ένα κυκλικό αλυσοπρίονο που μπορούσε να κόψει μέσα σε μια στιγμή ξύλα που ο ίδιος θα χρειαζόταν ώρες ή μέρες για να τα κόψει. Ο Καρπ από την άλλη ενθουσιάστηκε από το αλάτι που του έκαναν δώρο οι επιστήμονες λέγοντας ότι ήταν «πραγματικό βασανιστήριο» να ζεις χωρίς αυτό.
Οι Λίκοφ τελικά αποδείχτηκε ότι είχαν και την αδυναμία τους, μια αδυναμία που μοιράζονταν με τους υπόλοιπους ανθρώπους: την τηλεόραση. Ο Βασίλι Πέσκοφ, ένας Ρώσος δημοσιογράφος που έγραψε το χρονικό της οικογένειας παρατήρησε ότι οι Λίκοφ έμοιαζαν να δίνουν μια εσωτερική μάχη κάθε φορά που βρίσκονταν αντιμέτωποι με το λαμπερό κουτί. Έμοιαζαν μαγεμένοι αλλά και με ένα αίσθημα ενοχής, όταν την παρακολουθούσαν κατά τις συναντήσεις τους με τους διάφορους ερευνητές κατά τη διάρκεια των ετών που ακολούθησαν.
«Στις σπάνιες εμφανίσεις τους, πάντα κάθονταν και την παρακολουθούσαν», έγραψε ο Πέσκοφ στο άρθρο του στο Smithsonian. «Ο Καρπ καθόταν ακριβώς μπροστά από την οθόνη. Η Αγκάφια παρακολουθούσε βγάζοντας λίγο το κεφάλι της πίσω από μια πόρτα. Προσπαθούσε να αποφύγει αμέσως το παράπτωμά της, ψιθυρίζοντας προσευχές και κάνοντας τον σταυρό της πριν βγάλει το κεφάλι της για άλλη μια φορά. Ο ηλικιωμένος προσευχόταν μετά επιμελώς».
Σα να ήταν μια ιστορία με ηθικό δίδαγμα γραμμένη από τους Παλαιούς Πιστούς, η επαφή της οικογένειας με τον έξω κόσμο των «απίστων» δεν είχε καλό τέλος. Τα τρία από τα τέσσερα παιδιά της οικογένειας, ο Σάβιν, η Νατάλι και ο Ντμίτρι πέθαναν όλοι το 1981. Ο Σάβιν και η Νατάλια πέθαναν από νεφρική ανεπάρκεια, ενώ ο Ντμίτρι από πνευμονία. Η νεφρική ανεπάρκεια πιθανότατα οφειλόταν στην κακή διατροφή της οικογένειας, ωστόσο ο θάνατος του Ντμίτρι οφειλόταν πιθανότατα στην επαφή του με τον έξω κόσμο. Παρόλο που η οικογένεια αρνήθηκε να αφήσει την απομόνωσή της, η επαφή της με άλλους ανθρώπους ήταν σχετικά συχνή. Έτσι, ο παρθένος οργανισμός του Ντμίτρι στα μικρόβια που δεν γνώριζε και ήρθαν απ’ έξω τον οδήγησαν στον θάνατο. Παρόλο που του πρότειναν να τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο με ελικόπτερο, αυτός αρνήθηκε καθώς η θεραπεία θα ήταν αντίθετη από τα πιστεύω του. «Ένας άνθρωπος ζει όσο ο Θεός το επιτρέπει», είπε πριν πεθάνει.
Ο τελευταίος των Λίκοφ
Ο Καρπ έφυγε από τη ζωή μεγάλος πια σε ηλικία το 1988. Από τότε ο μόνος επιζών όλης της οικογένειας είναι η Αγκάφια, το τελευταίο παιδί των Λίκοφ. Συνεχίζει να ζει σε σχετική απομόνωση, αν και δέχεται πολύ περισσότερη βοήθεια από τον έξω κόσμο σε σχέση με την υπόλοιπη οικογένεια. Μάλιστα, το 2019 δέχτηκε να μεταφερθεί στο νοσοκομείο εξαιτίας ενός σφοδρού πόνου στο πόδι της.
Για χρόνια είχε μετακομίσει πολύ κοντά της ένας από την ομάδα των γεωλόγων που βρήκε αρχικά την οικογένεια. Ο Γεροφέι Σεντόφ, αφού απολύθηκε για άγνωστους λόγους από την δουλειά του, αποφάσισε να αποσυρθεί από τον έξω κόσμο και να χτίσει και ο ίδιος την καλύβα του περίπου 100 μέτρα μακριά από το σπίτι της Αγκάφια. Αφού έχασε το ένα του πόδι από γάγγραινα ζώντας στην ερημιά βασιζόταν στην Αγκάφια για ένα μεγάλο μέρος όσων χρειαζόταν, όπως φωτιά και ξύλα. Αν και στα μέσα οι δυο τους παρουσιάζονταν ως φίλοι, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις στις οποίες η Αγκάφια φαινόταν ενοχλημένη με αυτόν, ενώ είχε πει με τον δικό της τρόπο ότι ο Σεντόφ είχε προσπαθήσει να διαπράξει «αμαρτωλές πράξεις» εναντίον της τουλάχιστον δύο φορές. Η Αγκάφια είχε πει μάλιστα ότι ο Σεντόφ την είχε απειλήσει ότι αν δεν γίνει γυναίκα του θα γράψει ένα γράμμα και θα το στείλει στον κόσμο ώστε η αστυνομία να την συλλάβει. Χωρίς να καταλαβαίνει πώς λειτουργεί ο κόσμος, η Αγκάφια είχε σκεφτεί να αυτοκτονήσει. Η Αγκάφια είχε δηλώσει ότι ο Γεροφέι δεν ήταν ο μόνος που «διέπραξε αμαρτίες». Όπως είπε ακόμα ένας άντρας επισκέπτης είχε πάει εκεί για πέντε μέρες και διέπραξε αμαρτία εναντίον της, αν και δεν είπε περισσότερα για το τι συνέβη. Ο Γεροφέι πέθανε το 2015 και η Αγκάφια τον έθαψε στην περιοχή.
Η Αγκάφια (ΦΩΤΟ) καλλιεργεί μόνη της πατάτες, καρότα, κρεμμύδια και άλλα λαχανικά, ενώ έχει και λίγες κατσίκες. Όλη η μέρα της είναι οργανωμένη γύρω από τα πιστεύω της και τις θρησκευτικές τελετουργίες που πρέπει να ακολουθεί. Όταν κάποιοι δημοσιογράφοι την ρωτούν αν αισθάνεται ποτέ μόνη, απαντά ότι η συντροφιά της είναι η πίστη της. «Ένας Χριστιανός δεν μπορεί να είναι ποτέ μόνος. Κάθε Χριστιανός έχει τον φύλακα άγγελό του, όπως ο Χριστός είχε τους Αποστόλους. Έχω μια εικόνα που είναι ευλογημένη. Δεν είμαι ποτέ μόνη και έχω πάντα τον Χριστό μαζί μου».
Το 2021 ο Ρώσος ολιγάρχης Όλεγκ Ντεριπάσκα προσφέρθηκε να ανακατασκευάσει την καλύβα της που είχε υποστεί πολλές φθορές από τον χρόνο και τις καιρικές συνθήκες. Έτσι, η Αγκάφια έχει πλέον ένα λιτό αλλά καινούργιο ξύλινο σπίτι. Οι τοπικές αρχές ελέγχουν τακτικά την Αγκάφια ώστε να δουν αν είναι καλά και της δίνουν όλα όσα έχουν στείλει οι άνθρωποι από όλη την Ρωσία γι’ αυτή, όπως ρύζι, υφάσματα για να επιδιορθώνει τα ρούχα της και αλεύρι. Της έχουν δώσει ακόμα και ένα δορυφορικό τηλέφωνο ώστε να καλέσει σε περίπτωση που έχει ανάγκη.
«Όλοι παίρνουμε πολλές προφυλάξεις όταν επισκεπτόμαστε την Αγκάφια και πριν και μετά τον κοροναϊό. Είναι σαν ένας Μόγλης που δεν έχει έρθει σε επαφή ποτέ με σύγχρονες ασθένειες. Ξέρουμε πόσο προσεκτικοί πρέπει να είμαστε για να παραμείνει ασφαλής», λέει ένας από τους υπαλλήλους που την επισκέπτονται.
Αν και η Αγκάφια έρχεται πιο συχνά πλέον σε επαφή με τον έξω κόσμο, δεν είναι φτιαγμένη γι’ αυτόν, όπως λέει. Είχε δηλώσει στο Vice ότι το σώμα της δεν μπορεί να αντέξει το νερό αν δεν είναι από το ποτάμι Ερινάτ που βρίσκεται δίπλα στο σπίτι της, ενώ δεν μπορεί με τίποτα να αντέξει τον αέρα της πόλης. Ακόμα και ορισμένα πράγματα που λαμβάνει από τον έξω κόσμο είναι μια υπενθύμιση του διαβολικού σύγχρονου τρόπου ζωής καθώς έχουν barcode, ένα σημάδι του διαβόλου για τους Παλαιούς Πιστούς.
«Είναι η σφραγίδα του Αντιχρίστου. Οι άνθρωποι μού φέρνουν σακούλες με σπόρους που έχουν barcode. Βγάζω τους σπόρους, καίω τις σακούλες αμέσως και μετά φυτεύω τους σπόρους. Η σφραγίδα του Αντιχρίστου θα φέρει το τέλος του κόσμου», λέει.
Πάντως, ο πολιτισμός έχει και τα καλά του. Όταν ένα συνεργείο ντοκιμαντέρ ρώτησε την Αγκάφια αν θεωρούσε ότι η ζωή ήταν καλύτερη πριν ή αφού τους βρήκαν η γυναίκα απάντησε: «Τότε, δεν είχαμε αλάτι».