Αποχαιρετιστήρια επιστολή
Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περισσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. [Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό.] Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.
Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες. Σ’ αυτούς απευθύνομαι.
Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ’ αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. [Ήμουν άρρωστος.] Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέσει την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.
Κ.Γ.Κ.
Και για ν’ αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι να μην επιχειρήσουνε ποτέ να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης. Όλη νύχτα απόψε, επί δέκα ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ήπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθεί ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγομένου.
Κ.Γ.Κ.
Στις 21 Ιουλίου 1928 αυτοκτονεί στην Πρέβεζα ο ποιητής Κώστας Καρυωτάκης. Οι συνθήκες της αυτοκτονίας του και κυρίως η αφορμή που τον οδήγησε σε αυτή την πράξη θα παραμείνουν πάντα ένα μυστήριο. Γιατί, σύμφωνα με τη σύγχρονη έρευνα, ο Καρυωτάκης δεν αυτοκτόνησε από κατάθλιψη, ούτε εξαιτίας της μετάθεσής του στην Πρέβεζα, παρόλο που και οι δύο αυτοί λόγοι οπωσδήποτε επηρέασαν σοβαρά την ψυχική του διάθεση. Η αποχαιρετιστήρια επιστολή του προβλημάτισε και συζητήθηκε σχεδόν όσο κανένα άλλο κείμενο Έλληνα λογοτέχνη. Γνωρίζουμε το περιεχόμενό της μέχρι το 1980 χωρίς τα σημεία που βρίσκονται σε παρένθεση. Ας θυμηθούμε το περιβάλλον και την ατμόσφαιρα της εποχής. Ο ποιητής βρίσκεται με δυσμενή απόσπαση στην Πρέβεζα, με μια απειλητική κατηγορία να τον βαραίνει.
Ένας ενοχλητικός συνδικαλιστής
Μια συζήτηση με τη μελετήτρια του έργου του Χριστίνα Ντουνιά
«Ας θυμηθούμε εδώ ότι ο Καρυωτάκης», μας λέει η Χριστίνα Ντουνιά, μελετήτρια του έργου του ποιητή, «τον Ιανουάριο του 1928, όταν αρχίζουν οι διώξεις της υπηρεσίας εναντίον του, με αποκορύφωμα την αυθαίρετη μετάθεσή του στην Πρέβεζα, εκλέγεται Γενικός Γραμματέας των Δημοσίων Υπαλλήλων της Αθήνας σε μια στιγμή που το συνδικαλιστικό κίνημα δείχνει μια ιδιαίτερη δραστηριότητα. Επιπλέον ορισμένα δημοσιεύματα με την υπογραφή του, αλλά και ψευδώνυμα, που αποκαλύπτουν τη διασπάθιση του δημοσίου χρήματος και την αναξιοκρατία, τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον ίδιο τον υπουργό.
Η απομάκρυνσή του από την Αθήνα δεν έδωσε αρκετή ικανοποίηση σε όσους επιθυμούσαν την οριστική του απόλυση από την Υπηρεσία. Έτσι δημιουργήθηκε μια σκευωρία σε βάρος του ενοχλητικού συνδικαλιστή Κ. Γ. Καρυωτάκη με αποτέλεσμα τη διατύπωση μιας χαλκευμένης κατηγορίας που τον πιέζει ασφυκτικά τις τελευταίες μέρες της ζωής του. Σε αυτήν αναφέρονται τα δύο λογοκριμένα αποσπάσματα της αποχαιρετιστήριας επιστολής του:
Α. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδουν τη μισώ.[[με ολόκληρο τονχαρακτήρα μου]]{ Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία.}. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι’ αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν [[μισητή;]] αποκρουστική.
Β. Ήμουν άρρωστος.
— Θέλετε να μου πείτε ποια μπορεί να είναι τα πιθανά σενάρια της «χυδαίας πράξης»;
Η «χυδαία πράξη» που αποδίδεται στον Καρυωτάκη και το επάγγελμα που την προϋποθέτει θα μπορούσε να είναι, σύμφωνα με τη δική μου έρευνα των στοιχείων, η μαστροπεία. Την εικασία αυτή την είχε αποκλείσει ο Σαββίδης, επειδή, όπως γράφει, «κανείς ποτέ, δεν ξέρω να ψιθύρισε λέξη ούτε για πορνεία ούτε για μαστροπεία – ούτε καν για αρσενοκοιτία ή παιδεραστία του κυρίου Τάκη». Ο Σαββίδης πιθανολόγησε ότι ο ποιητής έκανε χρήση ναρκωτικών ουσιών. Ωστόσο, κανείς δεν κάνει λόγο για χρήση ναρκωτικών ουσιών από τον Καρυωτάκη. Είναι κοινό μυστικό ότι οι ποιητές Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μήτσος Παπανικολάου, Γιώργος Μυλωνογιάννης, Τεύκρος Ανθίας και Γεώργιος Τσουκαλάς, για να μείνουμε στους πιο γνωστούς, καταφεύγουν ακόμα και στη χρήση ηρωίνης. Για τον Καρυωτάκη ωστόσο δεν γνωρίζουμε να έχει διατυπωθεί η παραμικρή υπόνοια.
— Συνεπώς αν αποκλείσουμε τα ναρκωτικά, τι μένει;
Οι μαρτυρίες για τις σχέσεις του Καρυωτάκη με τις «δουλεύτρες της αμαρτίας», για να χρησιμοποιήσω ένα νεανικό του ποίημα, θα μπορούσαν να αποτελέσουν πρόσφορο πεδίο εκμετάλλευσης από τους συκοφάντες του, είναι και αρκετές και ενδιαφέρουσες.
— Συνεπώς καταλήγουμε στο σενάριο της μαστροπείας;
Από τα συμφραζόμενα της επιστολής προκύπτει το συμπέρασμα ότι η κατηγορία πρέπει να αφορούσε σε μια υποτιθέμενη «ατιμωτική» δραστηριότητα του Καρυωτάκη, σε ένα «επάγγελμα» για το οποίο όμως δεν ήταν, όπως λέγει ο ίδιος, ο «κατάλληλος άνθρωπος». Από την άλλη πλευρά γνωρίζουμε ότι ο Καρυωτάκης, όπως και άλλοι θερμόαιμοι νέοι της εποχής του, σύχναζε σε «καφέ σαντάν» και σε οίκους ανοχής.
«Οι νέοι πλησίαζαν ρομαντικά το μπορντέλο», μας πληροφορεί σχετικά ο Ασημάκης Πανσέληνος. Και ο Τερζάκης δίνει επίσης τη μαρτυρία του για την ιδιαίτερη αίγλη που ασκούν οι πόρνες στους λογοτεχνικούς κύκλους: «Ερωτεύονταν πλατωνικά κοινές γυναίκες καθώς οι ήρωες του Ντοστογιέφσκι και του Αντρέγιεφ».
Εκεί μολύνθηκε από το στίγμα της «ωχράς σπειροχαίτης», που θα καθορίσει δυστυχώς την ερωτική του ζωή.
— Όπως έχετε γράψει σε μια σχετική μελέτη σας, στην έκδοση των Απάντων του 1938 υπάρχει η πληροφορία για μια σχέση σου με μια «κοινή γυναίκα». Τι μπορεί να σημαίνει αυτό;
Σύμφωνα με τον βιογράφο του, Χ. Σακελλαριάδη, ο Καρυωτάκης είχε ανακοινώσει στους δικούς του ότι σχεδίαζε να συζήσει με μια κοινή γυναίκα. Είμαι βέβαιη ότι αυτή η πληροφορία δόθηκε εσκεμμένα, όπως άλλωστε αρκετές από τις πληροφορίες του βιογράφου του που πρέπει να εξετάζουμε μάλλον καχύποπτα, για να υποστηρίξει την εκδοχή της οικογένειας περί ταραγμένου ψυχισμού. (Μόνον έτσι μπορούσε να επιτραπεί η κηδεία του και να αποσιωπηθούν τα ποικίλα σχόλια για τις ερωτικές και ιδεολογικές του επιλογές).
Γράφει ο Σακελλαριάδης στο σχετικό χωρίο:
«Η άλλη ερωτική ζωή του Καρυωτάκη, αν και όχι τόσο σημαντική, είναι όμως αρκετά χαρακτηριστική για τη διαρκή του μα χιμαιρική αναζήτηση μιας γυναίκας, που να νιώθει αληθινή αγάπη γι’ αυτόν. Δειλός, πολύ δειλός στον έρωτά του, όταν νόμιζε πως είχε απέναντί του γυναίκα όχι απ’ τις κοινές, θρασύτατος πάλι στις άλλες περιπτώσεις, λαχταρούσε πάντοτε στην περίοδο των περισπασμών και του ψυχικού καμάτου την ανακούφιση που δίνει στη ζωή η ατμόσφαιρα τρυφερότητας και θαλπωρής, που μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να του τη δημιουργήσει. Έφτασε στο σημείο, με την απειρία της γυναικείας ψυχολογίας που είχε, λίγο καιρό πριν φύγει για την Πρέβεζα, να μένει αρκετό χρονικό διάστημα με τη φρεναπάτη ότι τον αγαπάει μια όλως διόλου κοινή γυναίκα. Λογάριαζε μάλιστα να ζήσει μαζί της, και χρειάστηκε να γίνει από μέρους της μια από κείνες τις σιχαμερές σκηνές, που μόνο τέτοιου είδους γύναια είν’ άξια να τις δημιουργούν, για να καταλάβει επιτέλους με τι άνθρωπο είχε να κάνει».
— Τι πραγματικά νομίζετε ότι συμβαίνει;
Από εδώ και πέρα αρχίζει ο κύκλος των υποθέσεων. Ο ποιητής όχι μόνο ζει για αρκετό χρονικό διάστημα με τη «φρεναπάτη» ότι τον αγαπά μια πόρνη, αλλά και σχεδιάζει να ζήσει μαζί της. Ας προσέξουμε την πληροφορία ότι αυτά συνέβησαν «λίγο καιρό πριν φύγει για την Πρέβεζα».
Ένας δημόσιος υπάλληλος και ταυτόχρονα ενοχλητικός συνδικαλιστής, που συχνάζει στα κακόφημα σπίτια, δεν αργεί να γίνει στόχος του τμήματος ηθών, το οποίο διαθέτει τους σπιούνους του και συνεργάζεται με το τμήμα προστασίας του κράτους από τον «κομμουνιστικό κίνδυνο».
Δεν είναι λοιπόν δύσκολο να σκηνοθετήσουν μια κατηγορία περί μαστροπείας και μάλιστα με τη συνδρομή μαρτύρων. Η κοινή γυναίκα με την οποία συνδεόταν ο ποιητής εξαναγκασμένη από τις προφανείς εξαρτήσεις της πιθανότατα χρησιμοποιήθηκε εναντίον του. Ο Καρυωτάκης κατά τη διάρκεια της ολιγοήμερης παραμονής του στην Πρέβεζα θα πρέπει να ενημερώθηκε αρμοδίως για τη σοβαρή κατηγορία εις βάρος του.
Οι ψυχικές του αντιστάσεις ήταν ήδη εξασθενημένες από τις συναισθηματικές και τις επαγγελματικές απογοητεύσεις. Αν προσθέσουμε και τη μόνιμη απειλή της αρρώστιας του, αυτή η τελευταία καταδίωξη τον έφερε περισσότερο παρά ποτέ «στο μαύρο αδιέξοδο, στην άβυσσο του νου».
— Ας πάμε στο δεύτερο μέρος του σημειώματος, το «ήμουν άρρωστος».
Το δεύτερο λογοκριμένο απόσπασμα της επιστολής, «ήμουν άρρωστος», κλείνει ουσιαστικά το πρώτο και σημαντικότερο μέρος της απολογίας του. Η φράση αυτή, νομίζω ότι είναι αρκετά πλέον προφανές ότι παραπέμπει στο αφροδίσιο νόσημα και την επίδραση που είχε στη ζωή του. Η αρρώστια που στιγματίζει τον ερωτισμό του Καρυωτάκη δεν απειλεί μόνο την υγεία του αλλά και την υπόληψή του. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο φροντίζουν με τόση προσοχή οι οικείοι του να αποσιωπήσουν κάθε στοιχείο που θα οδηγούσε σε αυτή την αποκάλυψη.
— Πότε μαθαίνει ο Καρυωτάκης ότι έχει προσβληθεί από σύφιλη;
Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, το καλοκαίρι του 1922. Είναι η εποχή της ερωτικής σχέσης του με την Πολυδούρη, μιας σχέσης που ο Καρυωτάκης διακόπτει απότομα, αναστατωμένος από την ανακάλυψη της μοιραίας αρρώστιας που τρέχει ανίατη στις φλέβες του. Τον Φεβρουάριο του 1923 δημοσιεύει στον Νουμά το τετράστιχο:
Στον τεφρό πέρα ορίζοντα η αγάπη μου αχνοσβήνει.
Οι φίλοι αποτραβήχτηκαν, για πάντα, οι τελευταίοι.
Σ' όλα έκλεισα την πόρτα μου, κ' έρημος έχω μείνει
τώρα που ακούω το θάνατο στις φλέβες μου να ρέει.
Λίγο αργότερα θα δημοσιεύσει το ποίημα «Τραγούδι παραφροσύνης», που θα συμπεριλάβει ως «Ωχρά σπειροχαίτη» στο Ελεγεία και Σάτιρες. Το τρομερό μυστικό εξομολογείται στη Μαρία Πολυδούρη, η οποία και του απαντά στις 12.10.1922 με ένα γράμμα αποκαλυπτικό, τόσο για τα συναισθήματά της απέναντί του όσο και για τη δική του αντίδικη μοίρα:
Ω! αν ήξερες πόσο κακό μου κάνει να σκέπτομαι πως συ, το ευγενικό και εξιδανικευμένο πλάσμα με τη θεϊκή ψυχή, φέρεσαι έτσι από ανάγκη στις ελεεινές αυτές ακάθαρτες γυναίκες που σου χάλασαν την υγεία σου… πόσο κακό μου κάνει… πόσο κακό!….
— Πόσοι ήξεραν για την ασθένειά του;
Είναι βέβαιο ότι την αρρώστια του την κρατά μυστική από την οικογένειά του, μια οικογένεια συντηρητικών παραδόσεων, αλλά και από τον βιογράφο και φίλο των νεανικών του χρόνων Χ. Σακελλαριάδη. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι τόσο οι δικοί του όσο και ο βιογράφος του αρνούνται να δημοσιοποιήσουν οτιδήποτε σχετικό και λογοκρίνουν, χωρίς να το δηλώνουν, την αποχαιρετιστήρια επιστολή. Ακόμα και στην έκδοση των «Απάντων» του 1966 μεριμνούν ώστε να απαλειφθούν από το γράμμα της Πολυδούρη όλες οι σχετικές αναφορές.
— Πιστεύετε ότι τα στοιχεία που εξαφανίστηκαν είχαν σχέση με την ασθένειά του;
Είχαν σχέση και με την ασθένειά του, αλλά όχι μόνο με αυτήν. Το μπαούλο με το προσωπικό αρχείο του Καρυωτάκη που εξαφανίστηκε, ο δημοσιοϋπαλληλικός του φάκελος που βρέθηκε λειψός, οι επιλεκτικές πληροφορίες που μας μεταφέρονται από τον βιογράφο του, όλα δείχνουν ότι επιχειρείται συστηματικά μια συγκάλυψη στοιχείων. Αυτά τα ελλείποντα στοιχεία δεν εξάπτουν μόνο τη φαντασία των φανατικών αναγνωστών του Καρυωτάκη, αλλά συνιστούν ενδιαφέρουσα πρόκληση για μια σύγχρονη βιογραφία του ποιητή.