Γράφει ο Δημήτρης Πέτρου, Παιδοψυχίατρος-Ψυχοθεραπευτής
Οι Ειδικές Μαθησιακές Δυσκολίες (ΕΜΔ) και η Διάσπαση προσοχής και υπερκινητικότητα (ΔΕΠ-Υ) αναγνωρίζονται σαν δύο από τις μεγαλύτερες κατηγορίες της ειδικής εκπαίδευσης και εμπεριέχουν διαφορετικού είδους και έντασης δυσκολίες σε σχολικό, συναισθηματικό και κοινωνικό επίπεδο.
Οι μαθητές με ΕΜΔ και ΔΕΠ-Υ χαρακτηρίζονται από απροσδόκητα χαμηλή επίδοση στις σχολικές δεξιότητες που σχετίζονται με την έλλειψη προσοχής, την ανάγνωση, τη γραφή ή/και τα μαθηματικά, καθώς και τις ξένες γλώσσες. Όταν λέω απροσδόκητα εννοώ πως δεν αναγνωρίζεται εκ πρώτης όψεως μια λογική εξήγηση.
Το παιδί φαίνεται να έχει νοητικό δυναμικό καλό και η πρώτη αντίδραση των γονιών είναι να χαρακτηρίσουν το παιδί «τεμπέλη». Ένας χαρακτηρισμός που όχι μόνο προσβάλει το παιδί αλλά και του δίνει την επιβεβαίωση πως οι γονείς του δεν τον καταννοούν και δεν τον καταλαβαίνουν. Με αποτέλεσμα να μην θέλει να μοιραστεί μαζί τους τις αγωνίες του, τις δυσκολίες του, τις ματαιώσεις που παίρνει από το σχολείο (δάσκαλους/μαθητές). Και άλλωστε γιατί να τα μοιραστεί με κάποιον που δεν τον καταλαβαίνει και τον κρίνει άδικα;
Αυτές οι δυσκολίες είναι εγγενείς και έχουν νευροβιολογική βάση. Νευροαναπτυξιακό υπόστρωμα όπως έχουν δείξει οι νέες έρευνες που στηρίζονται σε νέες μεθόδους και διαγνωστικά εργαλεία. Η τεχνολογία έχει βοηθήσει πολύ σε αυτό την τελευταία δεκαετία. Οι δυσκολίες αυτές συνοδεύουν το άτομο εσαεί.
Με αφορμή το νέο μου Progect, την αίθουσα καθημερινής μελέτης για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες και διάσπαση προσοχής που ετοιμάζω στο κέντρο μου από το νέο σχολικό έτος 2017-2018 και με το εξειδικεύμενο προσωπικό που στόχο έχει την ακαδημαϊκή φροντίδα των παιδιών αυτών, θα προσπαθήσω να σας μεταφέρω μερικές σκέψεις μου γύρω από το θέμα τις καθημερινής σχολικής μελέτης σε αυτά τα παιδιά, (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης), έτσι όπως τις αντιλαμβάνομαι μέσα από την εμπειρία μου ως παιδοψυχίατρος αλλά και ως επόπτης ειδικών παιδαγωγών σε κέντρα λόγου και μάθησης.
Στις συνεδρίες μου ένα από τα πρώτα πράγματα που συζητάω με τους γονείς αυτών των παιδιών είναι «Η επικινδυνότητα στην οποία εισέρχεται η οικογένεια όταν ο γονιός παίρνει τον ρόλο του δασκάλου, ειδικά όταν πρόκειται για παιδιά με σοβαρές μαθησιακές δυσκολίες και διάσπαση προσοχής». Σε αυτήν την περίπτωση η σχέση γονέα/παιδιού κλονίζεται. Ο γονεϊκός ρόλος χάνει την αυθεντική του αξία και το παιδί μπαίνει σε μια διαμάχη με τον γονέα από την οποία «λαβωμένοι» βγαίνουν και οι δύο. Επίσης είναι σημαντικό να πω ότι οι γονείς που θα τολμήσουν να μπουν σε έναν ρόλο εκπαιδευτικού θα προκαλέσουν μεγαλύτερες δυσκολίες και προβλήματα από αυτά που θα προσπαθήσουν να λύσουν. Πιο συγκεκριμένα:
Ο γονιός σε αντίθεση με τον παιδοψυχίατρο και τον ειδικό παιδαγωγό:
1) δεν γνωρίζει τις νευροαναπτυξιακές δυσκολίες του παιδιού
2) την αφετηρία όλως αυτών των δυσκολιών
3) τις δυνατότητες που έχει ο κάθε μαθητής
4) τις προσδοκίες που πρέπει να έχουμε για τον εκάστοτε μαθητή. Οι δυσκολίες ποτέ δεν έχουν την ίδια μορφή σε όλα αυτά τα παιδιά. Οι νοητικές δεξιότητες όπως η αποκωδικοποίηση του συμβόλου σε ήχο, η μετατροπή του ήχου σε εικόνα, η αποθήκευση μιας πληροφορίας και η ανάκλησή της, δεν έχουν την ίδια ποιότητα σε όλα τα παιδιά
5) Δεν γνωρίζει τις τεχνικές εκμάθησης και
6) τις συνθήκες που πρέπει να δημιουργήσουμε για την καλύτερη αποθήκευση των πληροφοριών και τη μέγιστη δυνατή απόδοση με την μικρότερη δυνατή δαπάνη έργου.
Η έκθεση του παιδιού στην αποτυχία είναι πολύ εύκολο να επιτευχθεί όταν δεν γνωρίζουμε τις δυνατότητες του. Μικρές συνεχόμενες απογοητεύσεις δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε που οδηγούν. Η αυτοεκτίμηση αν κάτι φοβάται είναι τις, χαμηλής έντασης αλλά σταθερές στον χρόνο, ματαιώσεις και απογοητεύσεις. Είναι επίσης σημαντικό να αναγνωρίζουμε την ανάγκη του παιδιού να πραγματοποιεί σύντομα διαλείμματα και αυτό είναι λογικό γιατί το έργο που δαπανεί ο εγκέφαλος του είναι πολύ μεγαλύτερο από το έργο ενός φυσιολογικού παιδιού που δεν έχει τις ίδιες δυσκολίες.
Κάθε παιδί έχει τους δικούς του χρόνους και πρέπει να τους σεβόμαστε. Κάθε παιδί έχει τις δικές του ιδιαιτερότητες, τα δικά του προβλήματα και ανησυχίες και είναι σημαντικό να τα σεβόμαστε όλα αυτά. Κάθε παιδί είναι ένα μικρό ανθρωπάκι μέσα σε μια κοινωνία πολύπλοκη, μπερδεμένη, απαιτητική, και έχει κάθε δικαίωμα στο καθημερινό άγχος που μπορεί να του «κλέβει» την συγκέντρωση και την προσοχή που προαπαιτεί το διάβασμα.
Είναι πολύ σημαντικό να πούμε πως τα παιδιά των πρώτων τάξεων δημοτικού θα πρέπει να ξεκινάνε την εκπαίδευσή τους μέσα σε ένα κλίμα που τους προσφέρει την ευχαρίστηση και την επιτυχία των προσπαθειών τους. Εάν ξεκινήσουν με απογοητεύσεις και δυσάρεστα συναισθήματα αποτυχίας θα προσπαθήσουν να αποστραφούν από το διάβασμα και θα έχουν και δίκιο. Η καταστάσεις που μας «προσφέρουν» απαρέσκεια αργά ή γρήγορα εκδιώχνονται. Οι καλοί αναγνώστες ελκύονται από ένα βιβλίο, γιατί τους οδηγεί με την φαντασία τους σε όμορφα ταξίδια και ονειρεμένα τοπία, ενώ οι κακοί αναγνώστες αποστρέφονται από τα βιβλία γιατί ακριβώς το μόνο που παίρνουν είναι άγχος απόδοσης και πνευματική κούραση γιατί πρέπει να καταβάλουν προσπάθεια να το διαβάσουν σωστά.
Η καθημερινή σχολική μελέτη σε παιδιά με τις παραπάνω δυσκολίες θα πρέπει να γίνεται μέσα σε ένα ασφαλές πλαίσιο εξειδικευμένου προσωπικού και να αποφεύγεται η γονεϊκή εμπλοκή σε κάτι τέτοιο. Η συνεργασία ενός παιδοψυχιάτρου και ενός ειδικού παιδαγωγού είναι κατά την δική μου άποψη το ιδανικότερο σχήμα που μπορεί να προσφέρει στα παιδιά το κατάλληλο περιβάλλον ώστε η μάθηση να γίνεται όσο τον δυνατόν ευκολότερη, ευχάριστη μακριά από ματαιώσεις, προσβολές, ενοχές, επίρριψη ευθυνών, και γενικότερα την αποθάρρυνση και τελική αποστροφή από την παιδεία.
Τα παιδιά που μπαίνουν σε τμήματα ειδικής μελέτης με τον ειδικό παιδαγωγό ως κύριο φροντιστή και τον παιδοψυχίατρο να κρατάει την επιμέλεια και την εποπτεία του παιδαγωγού, των μαθητών και των γονέων, έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να σπουδάσουν και να πραγματοποιήσουν τα κρυφά όνειρα τους.
Ας υπάρχει τουλάχιστον ένα πλαίσιο μέσα στο οποίο αυτά τα παιδιά δεν θα προσβάλονται και δεν θα απογοητεύονται. Το έχουν μάθει καλά αυτό τόσα χρόνια. Ας μην ξεχνάμε, γιατί το ξεχνάμε, πως ο καλός χαρακτήρας δεν διαμορφώνεται από τον σχολικό βαθμό αλλά με τις ηθικές αξίες που του δίνουμε.
Μείνετε μακριά από τις ματαιώσεις και τις προσβολές. Δώστε στο παιδί σας αξία. Γιατί αυτό που θα πιστέψει αυτό θα γίνει όταν μεγαλώσει.