Από μικρός είχε δείξει έντονο ενδιαφέρον για την υποκριτική και τελικά τα κατάφερε να γίνει ένας σπουδαίος ηθοποιός… η ζωή ωστόσο δεν ήταν τόσο απλή και ήρεμη.
Ο Μάνος Κατράκης, κορυφαίος πρωταγωνιστής και θιασάρχης, γεννήθηκε στις 14 Αυγούστου 1908 στο Καστέλι Κισσάμου της Κρήτης. Ήταν το μικρότερο από τα πέντε παιδιά του εμπόρου Χαράλαμπου Κατράκη και της Ειρήνης.
Το 1919 η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, όπου ο Μάνος, που από μικρός είχε δείξει το υποκριτικό ταλέντο του, εμφανίστηκε για πρώτη φορά σε θεατρική σκηνή.
Ο Μάνος αρχίζει ν’ ασχολείται με πράγματα που του αρέσουν. Αρχικά παίζει ποδόσφαιρο σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Γρήγορα, όμως, διαπιστώνει πως η μεγάλη του αγάπη είναι το θέατρο. Πριν καν κλείσει τα 18 του χρόνια κάνει ντεμπούτο στο θέατρο με το θίασο «Οι Νέοι» στο έργο «Για την αγάπη της». Είναι το έργο που του ανοίγει την πόρτα για τον κινηματογράφο καθώς το σπάνιο του ταλέντο τον κάνει να ξεχωρίζει. Τον εντοπίζει ο σκηνοθέτης Κώστας Λελούδας και την επόμενη χρόνια, το 1928, έπαιξε την πρώτη βουβή ταινία: «Το λάβαρο του 21’».
Τα πρώτα βήματα του Μάνου Κατράκη στην υποκριτική
Την ίδια περίοδο εντάχθηκε στο Θίασο της Ελευθέρας Σκηνής της Μαρίκας Κοτοπούλη, του Σπύρου Μελά και του Μήτσου Μυράτ, παίζοντας σε έργα όπως Η λύρα του γερο-Νικόλα, Οι άθλιοι και Στέλλα Βιολάντη. Το 1930 συνεργάστηκε με το Λαϊκό Θέατρο του Β. Ρώτα και το 1932 προσλήφθηκε στο νεοϊδρυόμενο Εθνικό Θέατρο, όπου ερμήνευσε μεταξύ άλλων τον Κορυφαίο στον Αγαμέμνονα και τον Κρητικό στη Βαβυλωνία.
Το 1934 συνεργάστηκε με τον Β. Αργυρόπουλο και το 1935 ξανά με τη Μ. Κοτοπούλη, για να επιστρέψει, την ίδια χρονιά στο Εθνικό Θέατρο. Το 1943 ανέλαβε Πρόεδρος του Σωματείου Ελλήνων Ηθοποιών και από τη θέση αυτή συνέβαλε τα μέγιστα στην ίδρυση του Κρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης όπου και έπαιξε μέχρι το 1946, οπότε επέστρεψε στο Εθνικό. Εκδιώχθηκε, όμως, ένα χρόνο αργότερα, λόγω των αριστερών πεποιθήσεών του. Αρνούμενος να υπογράψει «δήλωση μετανοίας», εξορίστηκε στην Ικαρία, στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος βρίσκει τον Κατράκη στο μέτωπο. Η Γερμανική εισβολή και η κατάρρευση του μετώπου, τον φέρνει και πάλι στην Αθήνα ενταγμένο στις γραμμές του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, του ΕΑΜ.
Όσο καλός ηθοποιός και να ήταν ο Κατράκης δεν θα μπορούσε να γλιτώσει από την μεγάλη πείνα του χειμώνα του 1941. Η πείνα θερίζει και ο Κατράκης προσπαθεί να βρει τρόπο για να εξασφαλίσει ένα πιάτο φαγητό. Δουλειές δεν υπάρχουν και έτσι αναγκάζεται να πουλήσει ακόμα και τα κοστούμια του για να φέρει λεφτά στην οικογένεια του (στο μεταξύ έχει χωρίσει και έχει παντρευτεί για δεύτερη φορά).
Ο ίδιος ο Μάνος Κατράκης στη βιογραφία του (εκδόσεις Κάκτος) αφηγείται στον Αλέξη Κομνηνό εκείνες τις δύσκολες ημέρες:
«Τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Ο μισθός του Εθνικού Θεάτρου είχε καταντήσει ίσα- ίσα για ένα πιάτο φαΐ. Που να φτάσει να θρέψεις, μάνα, αδελφή, γυναίκα έγκυο. Η γυναίκα μου τελικά έκανε αποβολή οκτώ μηνών, είχε δίδυμα.Αρχίσαμε να πουλάμε ότι είχαμε. Τελειώσανε και αυτά. Τώρα;…
Εγώ είχα κάτι κουστουμάκια γιατί ήμουν και λίγο μερακλής και πήγαινα και τα πούλαγα μόνος μου, αφού οι μεταπράτες παίρνανε όσο- όσο. Στην οδό Αθηνάς, έξω από τον ηλεκτρικό σταθμό, ήτανε το παζάρι τότε των αγοραπωλησιών. Πήγαινα λοιπόν κρατούσα το κουστουμάκι στα χέρια μου και περίμενα να έρθει ο πελάτης να το αγοράσει. Βλέπεις στα παλιατζίδικα μου παίρνανε μισοτιμής ό,τι είχα. Κάποτε ήρθε η ώρα να πουλήσω κι ένα κοστούμι που το αγαπούσα πολύ. Ήταν το καλύτερό μου. Μου το είχε ράψει ένας ράφτης ο Ζοφάκης που είχε έλθει από το Παρίσι και ραβότανε και ο Μινωτής σε αυτόν. Πάω λοιπόν στην οδό Αθηνάς στέκομαι και περιμένω. Κάποτε με πλησιάζει κάποιος καλή του ώρα και μου λέει:-κύριε Κατράκη το πουλάτε; – το πουλάω. Δεν το βλέπεις; Για να είμαι εδώ και να το κρατάω πάει να πει πως το πουλάω. – Θέλετε να έρθετε μαζί μου
Με παίρνει και με πάει σε μια λέσχη στην Ομόνοια. Εγώ δεν είχα δοσοληψίες με λέσχες. Λέω τι θα κάνουμε στη λέσχη; – είναι κάποιος που θα αγοράσει το κοστούμι σου. Να μη στα πολυλογώ πήγαμε, βρήκαμε τον άνθρωπο, δεν ήθελε τέτοιο κοστούμι γιατί ήταν πολύ λεπτό, με ρώτησε αν είχα κανένα άλλο σκωτσέζικο. Είχα. Μου είπε να του το πάω την άλλη μέρα. Πήγα την άλλη μέρα και πήρε το κοστούμι».
Η γνωριμία αυτή «έβαλε» τον Κατράκη στον κόσμο του τζόγου.
Στην αρχή, όπως ο ίδιος αφηγείται, τον άφηναν να κερδίζει, ωστόσο, μετά άρχισε η «αφαίμαξη». Γρήγορα ο Κατράκης καταλαβαίνει τι συμβαίνει και ξεφεύγει από το βούρκο. Ψάχνει να βρει μια τίμια δουλειά για να ενισχύσει το εισόδημά του. Πουλάει ψάρια για περίπου ένα τετράμηνο.
Ο πόλεμος τελειώνει αλλά όχι και οι δυσκολίες. Ο Κατράκης επιστρέφει δυναμικά στο θέατρο αλλά η κομμουνιστική ιδεολογία του σε συνδυασμό με την αμετακίνητη στάση του, τον βάζουν σε νέες περιπέτειες.
Σύμφωνα με τα όσα γνωρίζουμε ο φάκελος του Κατράκη στην Ασφάλεια ανοίγει το 1942 και δεν σταματάει να γεμίζει μέχρι και την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών. Οι κρατικές αρχές ζητούν από τον Κατράκη να υπογράψει δήλωση μετάνοιας. Το 1947 είχε έρθει η ώρα της εξορίας και των διωγμών. Όσο περισσότερο επιμένει ο Κατράκης τόσο πιο εκδικητικό γίνεται το κράτος απέναντί του.
Η συνέχεια γνωστή. Ικαρία, Μακρόνησος, Άη Στράτης, για επτά ολόκληρα χρόνια. Και εκεί, όμως, ο Κατράκης συνεχίζει να αγωνίζεται. Έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Ρίτσο, τον Μενέλαο Λουντέμη και άλλους. Μέσα στο φάκελο του υπάρχει και ο «Χαιρετισμός Εξορίστων» από τον «Αγ. Ευστράτιον» προς το «Β Συνέδριον Ειρήνης». Το 1950, οι εξόριστοι στον Αη Στράτη είχαν στείλει στον ΟΗΕ κείμενο με τίτλο «Η Ειρήνη αξίζει όλας τας ουσίας»!
Στη βιογραφία του μεγάλου ηθοποιού υπάρχει ένας συγκλονιστικός διάλογος με τη μητέρα του, από εκείνα τα δύσκολα χρόνια της εξορίας και των διώξεων.
– Τι είναι Μανόλη;
– Θες να ‘ρθω στο σπίτι, μάνα;
– Πώς θα ‘ρθεις;
– Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω
– Ιντα να υπογράψεις;
– Δήλωση
– Ιντα δήλωση;
– Οτι δεν είμαι αυτό που είμαι…
– Και δεν είσαι;
– Είμαι
– Μην υπογράψεις, κερατά, μην υπογράψεις…
Ο Κατράκης επιστρέφει στην Αθήνα το 1952 αλλά το μετεμφυλιακό κράτος του επιφυλάσσει… “θερμή υποδοχή”.
Όλες οι πόρτες είναι κλειστές και ο σπουδαίους ηθοποιός έχει ελάχιστες ευκαιρίες για να κάνει αυτό που θέλει. Εργάζεται περιστασιακά στο ραδιόφωνο ενώ καταφέρνει να πάρει και κάποιους μικρούς ρόλους στο θέατρο. Σιγά σιγά, όμως, με την επιμονή του αρχίζει να καθιερώνεται και πάλι αν και επί της ουσίας μέχρι και την πτώση της χούντας δεν σταμάτησε να αποτελεί στόχο για το κράτος.
Επέστρεψε στην Αθήνα το 1952, διοργανώνοντας «ποιητικές απογευματινές» στο θέατρο Μουσούρη. Ξανανέβηκε στη σκηνή με το θίασο της Κατερίνας Ανδρεάδη, λίγο αργότερα με τον θίασο του Αδαμάντιου Λεμού και αμέσως μετά με τον Θυμελικό Θίασο του Λίνου Καρζή (Προμηθεύς Δεσμώτης). Στη συνέχεια και μέχρι το 1955 εμφανίστηκε με την Κυβέλη και αμέσως μετά συγκρότησε δικό του θίασο με την Ασπασία Παπαθανασίου (Ευγενία Γκραντέ, Βαθιές είναι οι ρίζες, Το κορίτσι με το κορδελάκι κ.ά).
Το 1955 ίδρυσε το Ελληνικό Λαϊκό Θέατρο και εγκαταστάθηκε στον υπαίθριο χώρο του Πεδίου του Άρεως, τον οποίο εγκαινίασε με τον Αγαπητικό της Βοσκοπούλας. Σ’ αυτό το θέατρο, με μεγάλη συμμετοχή κοινού και καλλιτεχνική επιτυχία, συνέχισε ως το 1967, υποστηρίζοντας συστηματικά το ελληνικό έργο (Ο μονοσάνδαλος, Το κορίτσι με το κορδελάκι, Η Αντιγόνη της Κατοχής, Ο Πατούχας και διασκευές από έργα του Καζαντζάκη όπως Ο Χριστός ξανασταυρώνεται και Ο Καπετάν Μιχάλης). Σποραδικά ανέβασε και κλασικό ρεπερτόριο (Ιούλιος Καίσαρ, Φουέντε Οβεχούνα). Τους χειμώνες, το ΕΛΘ φιλοξενείτο σε διάφορα θέατρα ή περιόδευε στην επαρχία, την Κύπρο και την Κωνσταντινούπολη.
Η επιτυχημένη πορεία του Μάνου Κατράκη στον κινηματογράφο
Καθώς το 1968 του έγινε έξωση από το Πεδίο του Άρεως, ο Κατράκης συνέχισε την πρωταγωνιστική του πορεία, πότε με το θίασό του, πότε με άλλους πρωταγωνιστές. Το 1972 επέστρεψε στο Εθνικό Θέατρο και πρωταγωνίστησε στον Οθέλλο και τον Δον Κιχώτη, και στην Επίδαυρο στον Οιδίποδα Τύραννο (1973) και στον Προμηθέα Δεσμώτη (1974).
Αργότερα, συνεργάστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη, το ΚΘΒΕ, για να επανιδρύσει το 1977 το ΕΛΘ, ανεβάζοντας έργα Αρμπούζοφ (Φθινοπωρινή ιστορία με την Έλλη Λαμπέτη), Γκόρκι (Οι Τελευταίοι), Μπρεχτ (Συντροφιά με τον Μπρεχτ, με τη Μελίνα Μερκούρη), Λέοναρντ (Ντα), Μασάρι (Ταμπού) και τη Λειτουργία κάτω από την Ακρόπολη του Νικηφόρου Βρεττάκου. Η τελευταία του εμφάνιση έγινε το 1984 στο Ηρώδειο, με το μουσικό έργο του Θόδωρου Αντωνίου Προμήθεια.
Συνεργάστηκε με πολύ σημαντικούς καλλιτέχνες (Δ. Ροντήρη, Π. Κατσέλη, Τ. Μουζενίδη, Μ. Βολανάκη, Σπ. Ευαγγελάτο, Μ. Θεοδωράκη, Σπ. Βασιλείου, Α. Κατσέλη, Τ. Καρούσο, Ελ. Χατζηαργύρη, Αν. Βαλάκου) και συμμετείχε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, όπου με την ανεπανάληπτη φωνή του δικαίωνε το νεοελληνικό ποιητικό λόγο. Οι αναγνώσεις του σε κείμενα νεοελληνικής λογοτεχνίας παρέμειναν κλασικές.
Ο Κατράκης έπαιξε και σε πολλές ταινίες στον κινηματογράφο. Αξιόλογες είναι οι ερμηνείες του στο Μαρίνο Κοντάρα του Γιώργου Τζαβέλα (1948), στη Συνοικία το όνειρο του Αλέκου Αλεξανδράκη (1961) στην Ηλέκτρα του Μιχάλη Κακογιάννη (1962), στο Ένας Ντελικανής του Μανόλη Σκουλούδη (1963). Βραβεύτηκε στο Διεθνές Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο, για την ερμηνεία του στον ρόλο του Κρέοντα στην Αντιγόνη του Γ. Τζαβέλλα, και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για τη συμμετοχή του στο Συνοικία το όνειρο.
Ο πρώτος γάμος του τέλειωσε σύντομα και γρήγορα ήρθε ο πόλεμος κι η κατοχή. Συμμετείχε στο μέτωπο και πολέμησε γενναία αλλά δραματικά γεγονότα στιγμάτισαν την τότε ζωή του: ένας δεύτερος γάμος που κι αυτός δεν ορθοπόδησε, ο χαμός κατά τη γέννα των μοναδικών δίδυμων παιδιών του.
Η γυναίκα της ζωή του – Η σύντροφος του Μάνου Κατράκη
Στα 1954 θα γνωρίσει την πιο σημαντική σύντροφο της ζωής του και μετέπειτα σύζυγό του (τρίτη και τελευταία), τη Λίντα Άλμα μετά από μία θεατρική πρεμιέρα. Από κείνη τη μέρα και μετά δε θα τους χωρίσει τίποτα, μονάχα ο θάνατος του μεγάλου ηθοποιού, τριάντα χρόνια αργότερα.
Τριάντα ολόκληρα χρόνια, με σκαμπανεβάσματα αλλά και με μεγάλη αγάπη και από τις δύο πλευρές, αγάπη που επισφραγίστηκε με το γάμο τους το 1979. Ήταν για εκείνη φίλος, σύζυγος, εραστής, αδερφός, πατέρας, δάσκαλος, μέντορας… Ένα χρόνο μετά το θάνατό του σε συνέντευξή της είχε πει πως από τη στιγμή που γνώρισε τον Μάνο, άρχισε να καταλαβαίνει το πραγματικό νόημα της ζωής, γιατί μέχρι τότε ήταν ένα παιδί… Της έμαθε να υπερασπίζεται τη ζωή και τη δουλειά της… Να ζει με πάθος κάθε στιγμή λες κι είν’ η τελευταία… Εκείνος αποκαλούσε την Άλμα «μάνα, πατέρα, ερωμένη, σύζυγο, φιλενάδα, υπηρέτη, αφέντη αλλά και θύμα». Πίστευε πώς μαζί του στερήθηκε μια καλύτερη ζωή και μια λαμπρή καριέρα που είχε αφήσει για χάρη του…
Σε συνέντευξή του, στον συγγραφέα της βιογραφίας του Αλέξη Κομνηνό, λέει για τη γυναίκα του: «Η Λίντα αντικατέστησε ό,τι είναι δυνατόν να υπάρξει αγαπημένο σ’ έναν άνθρωπο. Μάνα. Πατέρα. Ερωμένη. Σύζυγο. Φιλενάδα. Θύμα. Τι να σου πω. Υπηρέτη. Αφέντη. Τι να σου πω. Δηλαδή δε νομίζω ότι βρίσκονται εύκολα τέτοιοι άνθρωποι. Είναι ένα πλάσμα άλλου κόσμου! […] Εγώ της έδωσα μάλλον πίκρες. Όμως την λατρεύω. Και τελικά πέρα από τη Λίντα δεν υπάρχει τίποτα άλλο πια. Ούτε υπήρξε ούτε υπάρχει. Κι αυτό από τον πρώτο καιρό που την γνώρισα».Μετά τον θάνατο του Κατράκη, η Λίντα Άλμα θα οργανώσει το αρχείο του και θα φροντίσει για την αξιοποίηση του υλικού που άφησε πίσω του, σκοντάφτοντας συνήθως στην αδιαφορία της πολιτείας και άλλων επίσημων φορέων.
Λίγο μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων της τελευταίας ταινίας "Ταξίδι στα Κύθηρα", με σκηνοθέτη το Θόδωρο Αγγελόπουλο, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1984, χτυπημένος από καρκίνο των πνευμόνων.
«Σύντροφε Μάνο στο μπόι σου παίρνει μέτρο η ανθρωπιά και η τέχνη...» είχε γράψει γι΄ αυτόν ο Γιάννης Ρίτσος.