Όχι τόσο ο θάνατος της Βασίλισσας Ελισάβετ, όσο η "υποχρεωτική" συμμετοχή στη θλίψη της βασιλικής οικογένειας που μας επέβαλαν οι τηλεοπτικοί σταθμοί, γέννησε μια σειρά από ερωτήματα, και σε πολλούς μεγαλύτερους, ξύπνησε μνήμες και εφιάλτες. Η σύνδεση με την οικογένεια που κάποτε έπαιζε τον ρόλο της βασιλικής στην Ελλάδα ήταν αναπόφευκτη, και δεν χρειαζόταν το λάθος του BBC να στέψει "πρίγκιπα" τον Παύλο Γλύξμπουργκ, για να μας ωθήσει να κάνουμε τους συσχετισμούς. Υπόγεια, συνέβαινε ήδη.
Αναρωτηθήκαμε ποιες ήταν οι μελανότερες στιγμές της Μοναρχίας στην Ελλάδα, σε ποιες κρίσεις μας οδήγησε το Παλάτι αλλά και πώς θα ήταν σήμερα η χώρα, αν το 1974 η πλειοψηφία των Ελλήνων δεν είχε ψηφίσει υπέρ της αβασίλευτης κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Η Ελένη Κούκη, ιστορικός και διδάκτορας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην ελληνική μεταπολεμική ιστορία, δέχτηκε να μας μιλήσει και να μας λύσει μία σειρά από απορίες.
Ποια θα ξεχωρίζατε εσείς ως τη μελανότερη στιγμή της μοναρχίας στην Ελλάδα;
Είναι λίγο δύσκολο να ξεχωρίσεις αλλά γενικά η μοναρχία είναι αναπόσπαστο στοιχείο αυτής της κρίσης της εξουσίας που διακρίνει το ελληνικό πολιτικό σύστημα από το 1912 μέχρι και την αποκατάσταση της δημοκρατίας, το 1974.
Οι μελανές στιγμές είναι πολλές: από τον τρόπο με τον οποίο κινείται ο Κωνσταντίνος και προκαλεί τον Εθνικό Διχασμό και το πώς επιστρέφει αργότερα η μοναρχία στον Μεσοπόλεμο και στηρίζει τη δικτατορία του Μεταξά μέχρι και την εκτροπή των Ιουλιανών που ανοίγει τον δρόμο προς τη δικτατορία.
Προσωπικά θεωρώ ότι μία από τις μελανότερες στιγμές είναι η πολιτική αστάθεια που οι βασιλόφρονες δημιουργούν αμέσως μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο προκειμένου να καταφέρουν την επιστροφή του βασιλιά. Νομίζω ότι είναι ένα θέμα που δεν έχει προσεχτεί ιδιαίτερα αλλά είναι ένας από τους βασικότερους παράγοντες για τους οποίους τελικά το ελληνικό πολιτικό σύστημα διολισθαίνει στον εμφύλιο πόλεμο.
Τι ακριβώς έκαναν το ‘45-’46 δηλαδή;
Οι ενέργειες που κάνουν το ‘46 προκειμένου να φέρουν πιο νωρίς το δημοψήφισμα από τότε που είχε αρχικά οριστεί, η ένταση που δημιουργούν, ο τρόπος με τον οποίον τονίζουν και έτσι στην ουσία διογκώνουν το ζήτημα της τάξης στην ύπαιθρο, η ανασφάλεια που δημιουργούν, η λευκή τρομοκρατία που εξαπολύουν, όλα αυτά είναι από τους βασικούς λόγους κατά τη γνώμη μου που φτάνουμε στον εμφύλιο πόλεμο.
Σε κάθε περίπτωση από το 1915 μέχρι και το 1967 -γιατί τον Δεκέμβριο του ’67 ο βασιλιάς θα επιχειρήσει το αποτυχημένο αντικίνημα και θα φύγει από τη χώρα, αφού πρώτα όμως έχει υποστηρίξει την χούντα στην πιο ευάλωτη στιγμή της, δηλαδή τη στιγμή που γίνεται το πραξικόπημα- η μοναρχία στην προσπάθεια της να στερεωθεί και να έχει τον ρόλο που η ίδια πίστευε ότι θα έπρεπε να έχει, αποτελεί συνεχώς μια πηγή αναταραχής και πολιτικής ανωμαλίας για το πολιτικό σύστημα.
Ποιον ρόλο πιστεύετε ότι ήθελε να διαδραματίζει; Σίγουρα όχι αυτόν τον συμβολικό που έχει η βασιλεία σε άλλες χώρες, έτσι;
Από τον 19ο αιώνα και μετά, βλέπουμε σιγά σιγά να βρίσκεται αυτή η λύση, αυτός ο -ας τον πούμε- φιλελεύθερος συμβιβασμός ώστε οι χώρες που ιστορικά έχουν μοναρχία, να κρατήσουν τον θεσμό, έχοντας όμως ταυτόχρονα και κοινοβουλευτική δημοκρατία. Οπότε βρίσκεται αυτό το σχήμα του “ανεύθυνου άρχοντα” που άρχει αλλά δεν κυβερνά. Θα λέγαμε ότι και στην Ελλάδα ο 19ος αιώνας είναι ένας αιώνας όπου δουλεύεται και φτιάχνεται αυτός ο συμβιβασμός.
Η ελληνική μοναρχία ίσως επειδή θεωρεί ότι οι συνθήκες σε μια χώρα πιο αδύνατη της το επιτρέπουν, θέλει συνεχώς να μην είναι ο ανεύθυνος άρχοντας, αλλά να είναι μια δύναμη η οποία κυβερνά και παίρνει αποφάσεις. Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα για την Ελλάδα. Είναι μια μοναρχία η οποία διαρκώς έχει την απαίτηση να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή.
Σε άλλες χώρες η μοναρχία περιορίστηκε στον συμβολικό της ρόλο κι εκεί βέβαια υπάρχουν θέματα όπως “γιατί να πληρώνουμε τόσα χρήματα για αυτούς;” ή γιατί να τους επιτρέπεται να αναπαράγουν μία πολύ συντηρητική ιεραρχία κτλ. Δεν δικαιολογώ τις χώρες στις οποίες όντως υπάρχει η μοναρχία, κι εκεί είναι ένα δυστύχημα, απλώς για άλλους λόγους.
Ειδικά όμως στην Ελλάδα, πέρα από τα προβλήματα αυτά, έχουμε και μια μοναρχία η οποία διαρκώς παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα, και συνήθως με μνημειώδεις ατυχείς αποφάσεις.
Αυτό είναι το βασικό πρόβλημα για την Ελλάδα. Είναι μια μοναρχία η οποία διαρκώς έχει την απαίτηση να παρεμβαίνει στην πολιτική ζωή.
Για παράδειγμα, το ότι ο Κωνσταντίνος ηγείται του στρατού στους Βαλκανικούς Πολέμους χωρίς να συνειδητοποιεί ότι στην πραγματικότητα άλλοι είναι αυτοί που παίρνουν τις αποφάσεις, και ότι δεν είναι ο στρατηλάτης που φαντάζεται ότι είναι, και έτσι επιμένει να καταλάβουμε το Μοναστήρι αντί για τη Θεσσαλονίκη, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αυτού του είδους τις αποφάσεις έπαιρναν οι Έλληνες βασιλείς.
Πιστεύετε ότι υπήρχε ποτέ περίπτωση η βασιλεία στην Ελλάδα να έφτανε να πάρει αυτόν τον συμβολικό χαρακτήρα που έχει και σε άλλες χώρες; Θα μπορούσε να φτάσει σ’ αυτό το σημείο;
Αν και αυτό είναι υποθετικό, φαντάζομαι ότι, ναι, κάποια στιγμή αναγκαστικά εκ των πραγμάτων θα έφταναν σε αυτό. Φανταστείτε φερειπείν να μην είχε γίνει δικτατορία και με κάποιον τρόπο ο εκδημοκρατισμός της δεκαετίας του ‘60 να μην είχε ανακοπεί. Θα μου ήταν πολύ δύσκολο να φανταστώ τη δεκαετία του ‘90 ή του 2000 να υπάρχει μία μοναρχία με τους όρους που υπήρξε στην Ελλάδα τη δεκαετία του του ‘50.
Βέβαια, αυτού του είδους οι θεσμοί, δεν ξέρεις πως μπορούν να λειτουργήσουν σε περιόδους κρίσης. Φανταστείτε να ήμασταν μία κοινοβουλευτική μοναρχία την περίοδο της οικονομικής κρίσης, δεν θέλω καν να σκέφτομαι κάτι τέτοιο.
Αν μια χώρα έχει έναν τέτοιο θεσμό δεν ξέρεις πως μπορεί να λειτουργήσει σε μια στιγμή μεγάλης αναταραχής.
Παρόλα αυτά όμως νομίζω ότι σε γενικές γραμμές όταν ένα κράτος τείνει προς την πολιτική ομαλότητα, είναι πιο ισχυρό στο να καταφέρει να περιορίσει τη μοναρχία στον συμβολικό της ρόλο.
Έχω την εντύπωση ότι κάποια στιγμή, ιστορικά, κάπως αρχίζει να κόβεται σιγά σιγά αυτός ο δεσμός της βασιλικής οικογένειας με την πλειοψηφία των Ελλήνων. Ξεκινάει απ’ το 2015, όπου λόγω του Εθνικού Διχασμού σίγουρα κόβεται αυτή η σύνδεση με ένα μεγάλο κομμάτι, και συνεχίζεται σιγά σιγά σιγά, ώσπου μετά τη δικτατορία δείχνει να έχει διακοπεί οριστικά.
Η πτώση της χούντας και η μεταπολίτευση έφεραν την απομυθοποίηση πολλών πολιτικών μύθων που παλιότερα αποτελούσαν τους πυλώνες του ελληνικού πολιτικού συστήματος, όπως είναι η βασιλεία, η εθνικοφροσύνη κα.
Δεν είμαι σίγουρη όμως για το ποια ήταν η θέση της βασιλείας πιο πριν, είναι δύσκολο να το καταλάβουμε ως άνθρωποι που ευτυχώς έχουμε μεγαλώσει σε συνθήκες δημοκρατίας χωρίς την ύπαρξη ενός μοναρχικού θεσμού.
Αυτός ο θεσμός μέσα από τελετουργίες και άλλους τρόπους, συνεχώς υπενθυμίζει τη παρουσία του, και ως πυλώνας πολιτειακός, υποχρεώνει τον κόσμο να τον αποδέχεται. Ο κόσμος “έπρεπε” να δείχνει σεβασμό προς το πρόσωπο του βασιλιά, υπήρχαν πολύ αυστηρές διατάξεις, ήταν ποινικό αδίκημα η ανοιχτή κριτική προς το πρόσωπο του. Ήταν πολύ εύκολο να συρθείς στα δικαστήρια επειδή είπες κάτι για τη βασιλική οικογένεια.
Όλο αυτό δημιουργεί μια ασφαλή ζώνη προς τον βασιλιά και μια υποχρεωτική αποδοχή της κοινωνίας προς το πρόσωπο του. Επιπλέον, όσο υπάρχει βασιλική οικογένεια, υπάρχει και αυλή. Εκείνοι είναι που δίνουν το χρίσμα στο ποιος ανήκει στην υψηλή κοινωνία. Οι ανώτερες κοινωνικές τάξεις συντονίζονται γύρω απ’ αυτό, προσπαθώντας να είναι συνδεδεμένοι μαζί τους, και όλο αυτό δημιουργεί ένα lifestyle που είναι πάρα πολύ δύσκολο να μην επιβληθεί στον ευρύτερο κόσμο.
Aυτή η λατρεία που είδαμε στην Αγγλία δεν είναι αποτέλεσμα ούτε κάποιας πηγαίας αγάπης του λαού της Μεγάλης Βρετανίας προς τη βασίλισσα ούτε κάποια ιδιορρυθμία του αγγλικού συστήματος. Είναι αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο οι βασιλικές οικογένειες οι οποίες είναι σε ισχύ, καλλιεργούν τον μύθο τους, όχι μόνο με συμβολικούς τρόπους, αλλά τον επιβάλλουν και τον περιφρουρούν με κάθε μέσο -πχ με τη δικαιοσύνη.
Επομένως, δεν είμαι πάρα πολύ σίγουρη ότι πριν το ’67 η βασιλεία είχε αρχίσει να χάνει το έρεισμά της στην ελληνική κοινωνία. Δεν αναφέρομαι, βέβαια, σε έναν συνειδητοποιημένο κομμουνιστή για παράδειγμα, που προφανώς δεν δεχόταν τον θεσμό της βασιλείας, αλλά για τον πάρα πολύ κόσμο.
Η σχέση του Έλληνα βασιλιά με τον στρατό είναι μια σφυρηλατημένη σχέση, μια στρατηγική της μοναρχίας προκειμένου να εξασφαλίσει τα ερείσματα της στη χώρα.
Για παράδειγμα, θυμάμαι δημοσιεύματα το 1962 σε εφημερίδες -νομίζω στο “Βήμα” ήταν-, όταν παντρευόταν η Σοφία τον Χουάν Κάρλος και γινόταν όλη αυτή η φοβερή φιέστα όπου ξοδεύονταν λεφτά από ένα κράτος το οποίο δεν μπορούσε να καλύψει βασικές ανάγκες και πήγαιναν τα λεφτά για την προίκα της Σοφίας, όπου ο κόσμος είχε πάθει εμμονή. Ο γάμος ήταν το θέμα της ημέρας για πάρα πολύ καιρό.
Και θυμάμαι μία στήλη γνώμης στο “Βήμα”, όπου έκπληκτος και λίγο θλιμμένος ένας δημοσιογράφος προφανώς με αντιμοναρχικά αισθήματα, αναρωτιόταν γιατί στη σύγχρονη εποχή ο κόσμος ακόμα ασχολείται με τη βασιλεία.
Και το θυμόμουν αυτές τις ημέρες που η πλειοψηφία των εφημερίδων και των τηλεοπτικών μέσων, μάς παρότρυναν να συμμετάσχουμε στο πένθος της βασιλικής οικογένειας, και έβλεπα πως έχουν αλλάξει τα πράγματα από τη δεκαετία του ‘60, που το “Βήμα” αντιμετώπιζε τελείως κριτικά αυτήν κατάσταση.
Μας λείπουν καλές μελέτες για το ίδιο το φαινόμενο της βασιλείας στην Ελλάδα για να το κατανοήσουμε καλύτερα, αλλά διαβάζοντας τις πηγές της εποχής καταλαβαίνουμε ότι η βασιλεία ήταν μια πραγματικότητα, την οποία όποιος ήθελε να σταδιοδρομήσει μέσα στο κράτος, ή γενικά να αποκτήσει καλό όνομα, έπρεπε να την αποδεχτεί de facto.
Αυτήν τη στενή σχέση, τη στενή σύνδεση βασιλικής οικογένειας και στρατού, πώς θα την εξηγούσαμε;
Είναι μια πολύ παλιά σχέση αυτή που πηγαίνει πολύ βαθιά στον 19ο αιώνα, και που στην ουσία θα διαταραχθεί όταν στα τέλη του 19ου αιώνα ο στρατός θα “ανοίξει”, και μέσα από τις μεσαίες σχολές υπαξιωματικών και αργότερα μέσα από την πολεμική δεκαετία που θα προαχθούν μεσαίοι αξιωματικοί στα ανώτερα αξιώματα, τότε είναι που θα δημιουργηθούν και αυτά τα πολύ έντονα σχίσματα μέσα στους κόλπους του. Αυτό δεν συνέβαινε μέχρι τότε γιατί οι απόφοιτοι της Σχολής Ευελπίδων ήταν όλοι αφοσιωμένοι στον βασιλιά.
Η σχέση του Έλληνα βασιλιά με τον στρατό είναι μια σφυρηλατημένη σχέση, μια στρατηγική της μοναρχίας προκειμένου να εξασφαλίσει τα ερείσματα της στη χώρα, και είναι αυτή που θα δημιουργήσει και τα μεγαλύτερα προβλήματα μέσα στις κρίσεις του πολιτικού συστήματος.
Αυτό φάνηκε και το ‘65, με την άρνηση του βασιλιά να αναλάβει ο Γεώργιος Παπανδρέου το υπουργείο Εθνικής Αμύνης;
Εκεί το βλέπουμε καθαρά, καθώς ο τρόπος με τον οποίο ο βασιλιάς διεκδικεί να έχει κάποια απευθείας σχέση με τον στρατό που να ξεφεύγει κατά πολύ από τα συνταγματικά του όρια, είναι ένας από τους παράγοντες της αυτονόμησης του στρατού που τελικά θα οδηγήσουν στη δικτατορία του ‘67.
Αυτή η αυτονόμηση παρατηρείται ήδη από τη δεκαετία του 1940 και παγιώνεται το 1950 και το 1960. Εκεί παίζει σημαντικό ρόλο ο τρόπος με τον οποίο ο βασιλιάς συνεχώς παρουσιάζεται ως η κεφαλή του στρατού, πως έχει απευθείας σχέσεις στις προαγωγές και στις μετατάξεις των στρατιωτικών, μην επιτρέποντας την εύρυθμη λειτουργία του.
Αυτή η αυτονόμηση του στρατού θα καταλήξει στο πραξικόπημα του 1967, το οποίο όμως έχει αυτό το περίεργο χαρακτηριστικό, ότι ενώ γίνεται στο όνομα του βασιλιά και στο όνομα της διατήρησης του κρατούντος κοινωνικού καθεστώτος, στην πραγματικότητα η ομάδα των συνωμοτών το κάνει για να πάρει την εξουσία η ίδια.
Δηλαδή με κάποιον τρόπο αυτονομώντας τον στρατό, τελικά εκθρέφεται ένας ανεξέλεγκτος παράγοντας που κάποια στιγμή στρέφεται εναντίον αυτών που αρχικά τον εξέθρεψαν -και ένας απ’ αυτούς είναι και το Παλάτι.
Είναι λίγο περίπλοκη η ιστορία του 1967 και πώς ένας ένας στρατός βασιλικός τελικά φτάνει να είναι αυτός που θα δώσει ένα από τα πολύ βασικά χτυπήματα στον βασιλικό θεσμό, αλλά εκεί πέρα είναι που λέμε “ας πρόσεχες”.
Είχε κι έναν συμβολισμό η βασιλεία; Αν σκεφτούμε ότι όλοι οι άνθρωποι σε όλα τα κράτη συντάσσονται πίσω από κάποια σύμβολα, λειτούργησε και εδώ κάπως έτσι, ειδικά στα πρώτα χρόνια της ανεξαρτησίας;
Βεβαίως λειτούργησε και ως σύμβολο. Η κατάρρευση της το 1974 και η Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία που ακολούθησε είναι μια μεγάλη τομή, που όμως μας κάνει να ξεχνάμε και να μην μπορούμε να καταλάβουμε κάποια πράγματα. Η μοναρχία στην Ελλάδα υπήρξε και λαοφιλής και όντως λειτούργησε και συμβολικά, απλώς πρέπει λίγο να σκεφτούμε τι είναι αυτά τα πράγματα τα οποία τελικά συμβόλιζε και πώς για να μπορέσει να χτίσει τη λαοφιλία της, στην ουσία απομυζούσε το πολιτικό σύστημα της Ελλάδας.
Επίσης πρέπει πάντοτε να είμαστε προσεκτικοί στις γενικεύσεις. Ναι, προφανώς η βασιλεία είναι ένας θεσμός που προσφέρει σύμβολα κτλ. σε ένα έθνος, αυτό όμως δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι αυτό είναι όντως και το αίσθημα των ανθρώπων που ζουν εκείνη την περίοδο.
Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η Φρειδερίκη παρουσιάζεται μέσα στον εμφύλιο και αμέσως μετά, ως η μητέρα του έθνους -μια εικόνα που τη φιλοτεχνούν οι φωτογράφοι, τα δημοσιεύματα, ο τρόπος με τον οποίο η ίδια στήνεται και φτιάχνει την εικόνα της, έχει μια θεατρικότητα όλο αυτό- δεν σημαίνει ταυτόχρονα ότι και ο κόσμος το έβλεπε έτσι πραγματικά.
Θυμάμαι μια συνέντευξη που μου έδωσε μια γυναίκα από ένα χωριό της Μακεδονίας το οποίο είχε καεί κατά τη διάρκεια της κατοχής και είχαν εκτελεστεί όλοι οι πατεράδες. Εκεί, είχαν δημιουργηθεί κάποιες υποδομές πρόνοιας μέσω των ιδρυμάτων της Φρειδερίκης, και μου περιέγραφε αυτή η γυναίκα μία επίσκεψη της βασίλισσας όταν η ίδια ήταν μικρούλα, όπου η συνοδεία της πήγαινε στα ορφανά και τους έλεγε: “αυτή είναι η μητέρα σας, αυτή είναι η μητέρα σας”.
Θέλω να πω δηλαδή ότι αυτή η εικόνα που βλέπουμε δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι εναρμονίζεται κι ότι εκφράζει τα αισθήματα όλων. Μέσα στον κόσμο υπάρχουν πολλοί που ταυτίζονται με αυτόν τον συμβολισμό αλλά υπάρχουν και πολλοί που παίρνουν τις αποστάσεις τους.
Το διευκρινίζω αυτό το γεγονός γιατί αυτές τις μέρες βλέπουμε να αναπαράγεται αυτή η ρητορική των συμβόλων ως κάτι δεδομένο, την οποία την ασπάζεται σύσσωμος ο βρετανικός λαός. Προφανώς υπάρχουν αυτά τα σύμβολα και προφανώς έχει λειτουργήσει έτσι η μοναρχία στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τη δέχεται και ο καθένας. Αντίθετα.
Τι πιστεύετε ότι άφησε πίσω της η βασιλεία;
Αν έχει αφήσει κάτι πάρα πολύ βαθιά, ακόμα και στη σύγχρονη πολιτική μας κουλτούρα είναι όλη αυτή η έντονη πολιτική κρίση που η Ελλάδα ζει κατά την ανασυγκρότηση της μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα κράτη και οι κοινωνίες κάνουν πάρα πολλές δεκαετίες για να ξεφύγουν από αυτές τις καταστάσεις και πολύ συχνά τα πολιτισμικά τραύματα επιβιώνουν με διάφορες μορφές.
Νομίζω ότι στην Ελλάδα, η ένταση που υπάρχει στην πολιτική συζήτηση είναι στοιχείο που προέρχεται και από αυτό το πολιτισμικό τραύμα του εμφυλίου, στον οποίο εμφύλιο όπως σας είπα, η βασιλεία συμμετείχε σε όλες του τις φάσεις: τον προκάλεσε προκειμένου να καταφέρει να επιστρέψει, στη συνέχεια τέθηκε ταγός στην διεξαγωγή του και αργότερα υπενθύμιζε διαρκώς ότι η ίδια ήταν το έμβλημα που προστάτευε το έθνος από την κομμουνιστική απειλή.
Κάτι προς την νοοτροπία μας; Κάτι που να λέμε ότι ως Έλληνες έχουμε “αυτό το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό” γιατί είχαμε πάνω από 100 χρόνια βασιλεία;
Όχι, από τη δική μου εμπειρία δεν έχω διαπιστώσει κάτι τέτοιο αλλά σας λέω και πάλι ότι δεν έχουν γίνει και αρκετές μελέτες. Θα ήταν ενδιαφέρον να πάμε σε περιοχές όπου η βασιλεία είχε υψηλά ποσοστά αποδοχής, όπως πχ είναι η Λακωνία και να καταλάβουμε τι αισθάνθηκαν εκεί οι άνθρωποι, ειδικά την εποχή του δημοψηφίσματος, με το οποίο καταλύθηκε οριστικά η βασιλεία.
Τι αισθάνεται παραδείγματος χάριν σήμερα μία κοπέλα η οποία λόγω της γιαγιάς της έχει το όνομα “Φρειδερίκη”, που είναι ένα κλασικό δείγμα ότι προέρχεται από μια οικογένεια βασιλοφρόνων.
Μιας και είπαμε για το δημοψήφισμα του ‘74, υπάρχουν και κάποιες φωνές που δεν είναι κατ’ ανάγκη “βασιλικές” και έχουν πει κατά καιρούς ότι ήταν κάπως άδικος ο τρόπος με τον οποίο διεξήχθη.
Να μας το εξηγήσουν εκείνοι τι εννοούν. Το δημοψήφισμα του ‘74 είναι το μοναδικό δημοψήφισμα που διεξάχθηκε με δημοκρατικές εγγυήσεις και το αποτέλεσμα του δεν ήταν προϊόν βίας και νοθείας, όπως τα προηγούμενα.
Νομίζω ένα από τα επιχειρήματα τους είναι ότι ο Γλύξμπουργκ δεν ήταν εδώ όταν διεξήχθη κι ότι το γεγονός πώς δεν μπορούσε να τρέξει μια καμπάνια υπέρ του, ίσως να επηρέασε τους ψηφοφόρους,
Ναι, αλλά κι αυτό ακόμα ήταν μία απόφαση του ίδιου του βασιλιά, χρειάζεται να ξαναδιαβάσουν λίγο πιο προσεκτικά την ιστορία. Προφανώς δεν τον ενθάρρυνε ο Καραμανλής να επιστρέψει στην Ελλάδα, αλλά νομίζω ότι κανένας δεν θα του το απαγόρευε. Ο ίδιος αισθάνθηκε ότι δεν είχε τις δυνάμεις να επιστρέψει και δεν το έκανε.
Έχει γράψει και ένα τρίτομο βιβλίο ο Κωνσταντίνος, αν τους ικανοποιεί η απάντηση “ε, τι να κάνω, άκουσα τον Καραμανλή” και θεωρούν ότι αυτή είναι η πρέπουσα απάντηση απ’ αυτόν που βλέπουν ως την κεφαλή του ελληνικού έθνους, ε, τι να πω, δεν έχω να πω κάτι περισσότερο.
Προς τιμήν του πάντως ο Καραμανλής τότε και η Νέα Δημοκρατία δεν είχαν δώσει κατεύθυνση στο τι να ψηφίσουν οι ψηφοφόροι τους.
Μα αυτό νομίζω ότι υπονοούν οι άνθρωποι που λένε ότι είναι άδικο, ότι δηλαδή ο βασικός πυλώνας δηλαδή η ΝΔ, που ήταν η μετεξέλιξη της ΕΡΕ, αποφάσισε να απέχει και να αφήσει τον καθένα να ψηφίσει ό, τι θέλει.
Αντίστοιχα και κανένα κόμμα δεν συμμετείχε στην καμπάνια πριν το δημοψήφισμα. Συμμετείχαν μόνο επιτροπές οι οποίες έδωσαν τον αγώνα υπέρ ή κατά της αβασίλευτης δημοκρατίας.
Προφανώς, ο βασιλιάς χωρίς αυτόν τον παραδοσιακό πολιτικό πυλώνα που ήταν η ΕΡΕ προ δικτατορίας δεν κατάφερε ο ίδιος να δώσει αποτελεσματικά τη μάχη που χρειαζόταν για να διατηρηθεί.
Είναι κι όμως αυτό που σας λέω, αυτή η περίεργη κατάσταση της μοναρχίας, η οποία όταν είναι σε ισχύ φαίνεται ένας πανίσχυρος θεσμός ο οποίος γεννάει σύμβολα, δημιουργεί μαζικά συναισθήματα κτλ, αλλά για να μπορέσει να τα κάνει όλα αυτά θα πρέπει να στηριχθεί σε ισχυρούς θεσμικούς πυλώνες και να απομυζήσει το πολιτικό σύστημα… Αλλιώς αποδεικνύεται ότι ο βασιλιάς είναι γυμνός.