Από τη Μαρία Λουκά
Tέτοιες μέρες πριν έναν αιώνα οι άνθρωποι έβγαιναν από τη θάλασσα. Βρεγμένοι, ταλαιπωρημένοι, κυνηγημένοι από τη βία, ξεριζωμένοι από τα σπίτια τους, τις γειτονιές τους, τις σχέσεις τους και ό,τι μέχρι τότε συγκροτούσε τη ζωή τους. Έψαχναν έναν τόπο για να ηρεμήσουν και να ακουμπήσουν την οδύνη ενός αναπάντεχου, ατελούς και σκληρού αποχαιρετισμού. Όπως κάνουν και σήμερα, ακόμα κι αν τα διαστρεβλωτικά φίλτρα του ρατσισμού εμποδίζουν την αυτονόητη παραδοχή πως η ροή της ιστορίας είναι συνυφασμένη με τις ανθρώπινες ροές.
Η κατάρρευση του μετώπου στη Μικρά Ασία τον Αύγουστο του 1922 είχε σαν αποτέλεσμα τη συντριβή του - καθηλωμένου και βαλτωμένου επί έναν σχεδόν χρόνο – ελληνικού στρατού. Ο ελληνικός στρατός υποχώρησε άτακτα και ασυντόνιστα. Καθώς υποχωρούσε, τον ακολουθούσαν προς τη Σμύρνη ελληνικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν στην ενδοχώρα υπό το φόβο των αντιποίνων από τον τούρκικο στρατό. Μόνο που η μοιραία ελληνική διοίκηση δεν είχε προνοήσει για κανένα σχέδιο προστασίας των ανθρώπων που θα γίνονταν πρόσφυγες. Πάνω σ’ αυτό το έδαφος της ήττας, της διοικητικής αχρηστίας και της αδιαφορίας των συμμαχικών δυνάμεων συντελέστηκε με τους πλέον δραματικούς όρους η μαζική μετακίνηση των προσφύγων από τη Μικρά Ασία προς την ελλαδική επικράτεια.
Η Συμφωνία Ανταλλαγής Πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών το 1923 ήρθε για να επισφραγίσει μια εξέλιξη που ήδη είχε δρομολογηθεί από τον Σεπτέμβρη του 1922. Ο δε υποχρεωτικός της χαρακτήρας, πέρα από την πίκρα που άφησε στους πρόσφυγες, έδωσε και το στίγμα της νέας εποχής μετά το τέλος των αυτοκρατοριών που προσέβλεπε σε εθνικά ομοιογενή κράτη, μια επικίνδυνη αρχή που δεν ανέχονταν τις μειονότητες και έριχνε λίπασμα στον εθνικισμό.
ΑΦΙΞΗ, ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΥΠΟΔΟΧΗΣ, ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ
"Πήγα στην προκυμαία και παρακολούθησα την αποβίβαση μιας καραβιάς προσφύγων. Δε μπορεί κανείς να φανταστεί πιο τραγικό θέαμα. Είδα επτά χιλιάδες ανθρώπους να έχουν συσσωρευτεί σ’ ένα πλοίο που θα αρκούσαν δύο χιλιάδες για να το κατακλύσουν. Ήταν στριμωγμένοι σα σαρδέλες στο κατάστρωμα, μια συστρεφόμενη και δονούμενη μάζα ανθρώπινης αθλιότητας. Είχαν περάσει τέσσερα μερόνυχτα στη θάλασσα. Δεν υπήρχε χώρος για να ξαπλώσουν και να κοιμηθούν, δεν είχαν καθόλου φαγητό και δεν είχαν στη διάθεση τους κανενός είδους αποχωρητήριο." (H. Morgenthau "Η αποστολή μου στην Αθήνα. Το έπος της εγκατάστασης")
Μέχρι και σήμερα δεν υπάρχει ένας κοινώς αποδεκτός και αξιόπιστος υπολογισμός του αριθμού των προσφύγων που έφτασαν στην Ελλάδα πριν και μετά τη Συμφωνία Ανταλλαγής. Ένα εργαλείο που χρησιμοποιούν αρκετοί ιστορικοί είναι η απογραφή του 1928. Σύμφωνα με αυτήν καταμετρήθηκαν 1.221.849 πρόσφυγες, μεταξύ των οποίων και 135.581 προσφυγόπουλα που γεννήθηκαν εδώ. Ωστόσο, σημαντικά δεδομένα αναπόφευκτα διαφεύγουν από την απογραφή, όπως οι αμέτρητοι θάνατοι προσφύγων το πρώτο διάστημα της έλευσης τους ή οι πρόσφυγες που τελικά εγκαταστάθηκαν σε άλλη χώρα ύστερα από λίγο καιρό. Σε κάθε περίπτωση, σε μια χώρα 5 εκατομμυρίων κατοίκων, έφτασαν πάνω από 1 εκατομμύριο πρόσφυγες, που ήταν ένα γεγονός πρωτόγνωρο.
Το ελληνικό κράτος, έχοντας να διαχειριστεί ταυτόχρονα το βάρος της στρατιωτικής ήττας, τους χιλιάδες νεκρούς, τραυματίες και αιχμαλώτους πολέμου, μια κατεστραμμένη οικονομία και τη θλιβερή παράδοση της πολιτικής πόλωσης, αποδείχθηκε παντελώς ανέτοιμο να αντιμετωπίσει με αξιοπρέπεια και αποτελεσματικότητα τις επείγουσες ανάγκες του προσφυγικού πληθυσμού. Το δίκτυο δομών και υπηρεσιών ήταν ισχνό. Σε συνθήκες επιτακτικότητας και σαστίσματος μαζί, όλοι οι δημόσιοι χώροι της Αθήνας και του Πειραιά γέμισαν με σκηνές για την πρόχειρη στέγαση των ανθρώπων. Ένα από τα πλέον φλέγοντα ζητήματα ήταν αυτό της περίθαλψης και της υγιεινής, καθώς οι ασθένειες θέριζαν τους πρόσφυγες. Λειτούργησαν τρία λοιμοκαθαρτήρια, του Αγίου Γεωργίου στο Κερατσίνι, το Καραμπουρνού στη Θεσσαλονίκη και η Μακρόνησσος.
"Δεκαπέντε μέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε Πειραιά. Απ’ τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε. Αμαν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά και τις γριές απ’ τη ρίζα μας κουρεύανε. Έκλαιγα. Φώναζα: Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω." (Μαρτυρία Καλισθένης Καλλίδου, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών "Η Έξοδος")
Για τους ανθρώπους που είχαν υποφέρει αρκετά κατά την αποχώρηση τους και κατά το ταξίδι, που είχε γκρεμιστεί ο κόσμος τους, που δεν είχαν καλά – καλά προλάβει να συνειδητοποιήσουν τι τους συμβαίνει, οι συνθήκες υποδοχής στην Ελλάδα και οι πρακτικές υγιεινής που τους επιβλήθηκαν βιώθηκαν ως τελετουργίες ταπείνωσης, επιφέροντας ένα καίριο πλήγμα στην ήδη λαβωμένη αυτοεικόνα τους.
Η Αιμιλία Σαλβάνου, μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, αναλύει τις αντιξοότητες και το κοινωνιοψυχολογικό αποτύπωμα εκείνης της κατάστασης:
"Η εμπειρία στα λοιμοκαθαρτήρια ήταν σοκαριστική, τόσο από την άποψη του ίδιου του εγκλεισμού όσο και εξαιτίας των διαδικασιών που ακολουθούνταν σε αυτά. Και βεβαίως υπήρχαν και έμφυλες διαστάσεις στον τρόπο που βίωναν οι πρόσφυγες την εμπειρία αυτή. Ας σκεφτούμε για παράδειγμα τι σήμαινε για τις γυναίκες ειδικά το υποχρεωτικό κούρεμα ή ακόμη και το αναγκάζονται να γδυθούν για την απολύμανση. Όλες σχεδόν οι εμπειρίες που αναφέρονται στο θέμα, και ειδικά αυτές που έχουν παραχωρήσει γυναίκες, κάνουν ειδική μνεία για την συγκεκριμένη διάσταση. Γι’ αυτό καταγράφονται και ιστορίες αντίστασης, είτε για να αλλάξουν οι συνθήκες μέσα στο λοιμοκαθαρτήριο είτε ως προσπάθεια αποφυγής του. Για πολλούς από τους πρόσφυγες το λοιμοκαθαρτήριο ήταν, αν θέλετε, η πρώτη συνάντηση με τους μηχανισμούς ενός νεοτερικού κράτους (σε ό,τι αφορά για παράδειγμα το πώς αντιλαμβάνεται το σώμα, τη διαχείριση της αρρώστιας κλπ), σε μια συνθήκη εξ’ ορισμού δύσκολη και βεβαίως επώδυνη.
Το κράτος από την αρχή προσπάθησε να λάβει μέριμνα για την περίθαλψη των προσφύγων με τα λοιμοκαθαρτήρια, την ίδρυση ειδικών νοσοκομείων, ιατρείων κλπ. Όμως οι αριθμοί ήταν δυσανάλογοι με τις δυνατότητές του – γι’ αυτό και τουλάχιστον την πρώτη περίοδο σημαντικό ρόλο έπαιξαν οι διεθνείς ανθρωπιστικές οργανώσεις, αλλά και η Κοινωνία των Εθνών, που ανησυχεί για την πιθανή εξάπλωση των επιδημιών. Αρκετές από τις οργανώσεις αυτές είχαν ξεκινήσει το έργο τους ήδη από τη Μικρά Ασία και στη συνέχεια μετέφεραν τη δράση τους στον ελλαδικό χώρο. Είναι ενδιαφέρον πάντως ότι σε μεγάλο βαθμό προϋπόθεση για να προσφερθεί η βοήθεια αυτών των οργανώσεων, συσσίτια, περίθαλψη κλπ, ήταν οι άνθρωποι να μένουν στους καταυλισμούς. Από όταν έφευγαν, αποτελούσαν ευθύνη του ελληνικού κράτους.
Σαφώς υπάρχουν ενδείξεις για υψηλή θνησιμότητα τον πρώτο καιρό της άφιξης και της διαμονής. Σε πολλές περιοχές η θνησιμότητα από τις αρρώστιες αγγίζει το 50%. Υπάρχει μια συγκλονιστική μαρτυρία ότι σε περιοχές της βόρειας Ελλάδας οι πρόσφυγες σε πολλές περιπτώσεις αναγκάζονταν να φτιάξουν το νεκροταφείο τους πριν ακόμη φτιάξουν το χωριό. Γι’ αυτό και ήταν τόσο σημαντική όψη της αποκατάστασης η περίθαλψη. Και ήταν μια διαδικασία που κράτησε ολόκληρη τη δεκαετία και οδήγησε σε μεταμόρφωση του τοπίου σε ό,τι αφορά τη δημόσια υγεία στη χώρα.
Συνήθως μιλάμε για την προσφυγιά σα να συνιστούσε ένα γεγονός, σαν δηλαδή να κατέρρευσε το μέτωπο και να ξεκίνησε ο εκτοπισμός. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Ο ξεριζωμός, το πώς οι άνθρωποι έφυγαν από τις πατρίδες τους στη Μικρά Ασία και τον Πόντο και έφθασαν στην Ελλάδα ήταν μια οδύσσεια. Υπήρχαν άνθρωποι που ξεκίνησαν να μετακινούνται ήδη από το 1918-1919 στον Πόντο και ήδη από το 1920 για να καταλήξουν κάπου στην Ελλάδα το 1922/1923 και στο μεσοδιάστημα περιφέρονταν από τόπο σε τόπο κι από στρατόπεδο σε καράβι, έκθετοι στην πείνα, την κακή υγιεινή και τις αρρώστιες. Και επιπρόσθετα υπήρχε η εμπειρία των εξόριστων και των αιχμαλώτων. Μιλάμε δηλαδή για έναν εξαντλημένο πληθυσμό που εύκολα μπορούσε να πληγεί από πολλές ασθένειες."
ΣΤΕΓΑΣΤΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
Οι χιλιάδες πρόσφυγες που αποκόπηκαν βίαια από τις εστίες τους κι έχασαν τα πάντα, έπρεπε κάπου να στεγαστούν για να μπορέσουν να ορθοποδήσουν και να ανασυγκροτήσουν τις ζωές τους. Εξάλλου, η στεγαστική αποκατάσταση σε όλες αυτές τις κρισιακές συγκυρίες, δεν αποτελεί μόνο ζωτική ανάγκη αλλά και απαραίτητη προϋπόθεση για να ανοίξει οποιοσδήποτε ορίζοντας κοινωνικής ένταξης.
Επιπλέον, με δεδομένο ότι είχαν καταληφθεί όλοι οι δημόσιοι χώροι, από τα σχολεία και τις πλατείες μέχρι και τον περιβάλλοντα χώρο της Ακρόπολης, οι μεγάλες πόλεις είχαν βραχυκυκλώσει. Με βασικό όχημα την Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων που συστήθηκε γι’ αυτόν τον σκοπό και συνεπικουρικά την Εθνική Τράπεζα, με τη σύναψη εξωτερικών δανείων με καθόλου ευνοϊκούς όρους, σχεδιάστηκε η οικιστική εγκατάσταση, η οποία χωρίστηκε σε δύο κατευθύνσεις, την αγροτική και την αστική. Το 47% των προσφύγων τοποθετήθηκαν σε αγροτικές περιοχές και το 53% σε αστικές.
"Προτού να έρθουμε στην Ελλάδα με την Ανταλλαγή, οι φερμένοι από την Πόλη Γκελβεριώτες που βρίσκονταν στην Αθήνα έκαναν μια επιτροπή για την εγκατάστασή μας. Η επιτροπή γύρισε σε διάφορα μέρη της Ελλάδος, αυτά που ήταν προορισμένα για την εγκατάσταση των προσφύγων, και διάλεξε μια τοποθεσία 10 χλμ. ανατολικά από την Καβάλα. Ήταν άλλοτε τσιφλίκι του Σισμάνογλου (αυτουνού που έκανε το σανατόριο) και χάρισε το 1/5 στο υπουργείο Γεωργίας, τα 4/5 στους πρόσφυγες από το εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
Η τοποθεσία αυτή, Τσινάρ ντερέ το όνομά της, ήταν εντελώς αντίθετη με το κλίμα του Γκέλβερι, που είχε υψόμετρο 1.500 μέτρα. Ο κόσμος έπεσε από το βουνό στον βάλτο. Τρία χρόνια, με βροχές και παγωνιά τα πέρασε κάτω από τα τσαντίρια.
Το μέρος ήταν δύσβατο, ελώδες, για να πάει κανείς από τσαντίρι σε τσαντίρι, του σκίζονταν τα ρούχα από τους θάμνους. Όλοι έπεσαν ψάθα άρρωστοι από τις θέρμες. Μέσα σε τρία χρόνια πέθαναν χίλιοι άνθρωποι από τους χιλιάδες που εγκαταστάθηκαν σ’ εκείνη την κόλαση.
Δεν υπάρχει σπίτι που να μην έχασε από έναν και δύο δικούς του. Τη νύχτα κατέβαιναν τα τσακάλια, ούρλιαζαν και ξέθαβαν τους πεθαμένους. Ο κόσμος απελπίστηκε. Μερικοί κατέβηκαν πιο χαμηλά, στην τοποθεσία Τσιρπιντί, πάνω στο δημόσιο δρόμο Καβάλας-Χρυσούπολης, πενήντα εξήντα οικογένειες έφυγαν για το χωριό Άβας της Αλεξανδρούπολης. Στα 1926 βάλαν τα θεμέλια του καινούργιου χωριού, της Νέας Καρβάλης, στην παραπάνω τοποθεσία.
Σιγά σιγά τα πράγματα διορθώθηκαν. Πρασίνισε ο ξερότοπος, μεγάλωσαν τα δέντρα που φυτεύτηκαν. Πολλές οικογένειες που είχαν φύγει για αλλού ξαναγύρισαν πίσω. Έγινε ωραίο χωριό η Νέα Καρβάλη…" (Μαρτυρία Σωκράτη Λουκίδη, Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών " Έξοδος").
Η αγροτική εγκατάσταση ήταν σαφώς ένα ευκολότερο εγχείρημα. Οι πρόσφυγες κατευθύνθηκαν σε περιοχές της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Δυτικής Θράκης κυρίως, όπου υπήρχε διαθέσιμη γη, είτε λόγω των μουσουλμάνων που έφυγαν στο πλαίσιο της Ανταλλαγής, είτε επιταχύνοντας τη διαδικασία των απαλλοτριώσεων των μεγάλων τσιφλικιών που είχε ξεκινήσει ήδη από το 1910.
Η αγροτική επαγγελματική αποκατάσταση προέβλεπε τη διάθεση κτημάτων και τη διανομή στους πρόσφυγες κλήρων των 35 στρεμμάτων, καθώς και εργαλεία, σπόρους, ζώα, λιπάσματα για την καλλιέργεια των χωραφιών. Δημιουργήθηκαν νέοι αγροτικοί οικισμοί με μικρές κατοικίες που αποτελούνταν από δύο κύρια δωμάτια, στάβλο και βοηθητικούς χώρους. Αρκετοί πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στα σπίτια των ανταλλάξιμων μουσουλμάνων, πολλά από τα οποία χρειάζονταν επισκευές. Για την ανέγερση των αγροτικών κατοικιών η ΕΑΠ είτε κατασκεύασε σπίτια, είτε χορήγησε στους πρόσφυγες τα οικοδομικά υλικά προκειμένου να τα χτίσουν μόνοι τους.
Πάντως μέχρι το 1930 η αγροτική εγκατάσταση είχε σχεδόν ολοκληρωθεί, πολλαπλασιάστηκαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, ιδρύθηκε η Αγροτική Τράπεζα και γενικότερα η αγροτική παραγωγή μπήκε σε μια φάση άνθησης και εκσυγχρονισμού.
Σε αντιπαραβολή, η αστική αποκατάσταση ήταν μια εξαιρετική αργή και περίπλοκη υπόθεση, όπως εξηγεί ο ιστορικός και συγγραφέας Μενέλαος Χαραλαμπίδης:
"Το μεγάλο πρόβλημα ήταν στην Αθήνα και τον Πειραιά. Σε πρώτη φάση διατάχθηκαν επιτάξεις δωματίων στα σπίτια των γηγενών για να μπουν πρόσφυγες, κάτι που δημιούργησε πολλές τριβές, καθώς οι παλαιοί κάτοικοι έπρεπε να μοιραστούν την κουζίνα και την τουαλέτα τους με αγνώστους.
Ο πρώτος προσφυγικός συνοικισμός τότε λεγόταν Νέο Παγκράτι – μετά ονομάστηκε Βυρωνας, εγκαινιάζεται τον Απρίλη του 1923 και μέσα στο 1923 φτιάχνονται η Κοκκινιά, η Νέα Ιωνία και η Καισαριανή, οι τέσσερις μεγάλοι συνοικισμοί. Πριν ξεκινήσει η κατασκευή τους μοίραζαν αυτές τις κωνικές σκηνές κι έκαναν την εγκατάσταση στις διάφορες περιοχές. Μετά δόθηκαν κάποιες ξύλινες παράγκες κι άρχισαν να χτίζονται πλινθόκτιστα σπίτια.
Πολλοί νομίζουν ότι δόθηκαν στους πρόσφυγες σπίτια. Δεν ισχύει, τα πλήρωσαν. Υπήρχαν πολλά διαφορετικά παραδείγματα π.χ. στο Βύρωνα ο αρχικός συνοικισμός φτιάχτηκε από την ΕΑΠ και οι άλλοι εννέα γύρω του με το καθεστώς της αυτοστέγασης. Σου παραχωρούσαν ένα οικόπεδο κι εσύ έπρεπε να πληρώσεις για να χτίσεις το σπίτι σου. Μετά έγιναν οι προσφυγικοί συνεταιρισμοί για να μπορέσουν να ασκήσουν πίεση προς την εξουσία. Ήταν χιλιάδες οι οικογένειες που περίμεναν στις σκηνές. Καταγράφεται για χρόνια μια διαρκής κίνηση προσφύγων για να βρουν συγγενείς, να βρουν συντοπίτες και να βρουν σπίτια".
Οι παρεμβάσεις που έγιναν για να λυθεί το στεγαστικό ζήτημα των προσφύγων ήταν ποικίλες. Σε γενικές γραμμές, θα μπορούσαν να ταξινομηθούν σε τέσσερις κατηγορίες:
Ήταν η προσωρινή εγκατάσταση σε ξύλινα παραπήγματα κι αργότερα σε προκατασκευασμένους οικίσκους – τα «γερμανικά» όπως τα αποκαλούσαν.
Μετά είχαμε μόνιμη εγκατάσταση σε μονώροφα ή διώροφα σπιτάκια ενός ή δύο δωματίων, όπου έμεναν σε α’ φάση δύο οικογένειες σε συνθήκες ασφυκτικού στριμώγματος. Μόνιμη εγκατάσταση είχαμε από τη δεκαετία του '30 και μετά σε οργανωμένες πολυκατοικίες, όπως τα προσφυγικά κτίρια που σώζονται στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας και την Καισαριανή.
Ενώ μια ακόμα τυπολογία προέκυψε από τις διαδικασίες της αυτοστέγασης που πήραν μαζικό χαρακτήρα. Οι πρόσφυγες, αντιδρώντας στην κωλυσιεργία της Πολιτείας, έφτιαχναν μόνοι τους καταλύματα, συνήθως με ευτελή υλικά, όπου έβρισκαν κενούς χώρους. Αργότερα, το ίδιο το κράτος προώθησε την αυτοστέγαση, παραχωρώντας οικόπεδα με δωρεάν άδεια οικοδομής και μικρή οικονομική ενίσχυση. Μια ιδιαίτερη περίπτωση αποτέλεσαν οι εύποροι πρόσφυγες που είχαν καταφέρει να μεταφέρουν τις καταθέσεις τους εκτός Μικράς Ασίας πριν την καταστροφή, και οι οποίοι ερχόμενοι στην Ελλάδα κάποιοι αγόρασαν σπίτια μέσα στις πόλεις και κάποιοι έφτιαξαν τον συνοικισμό της Νέας Σμύρνης με ικανοποιητικές προδιαγραφές. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος και η διάρκεια του προβλήματος, πρέπει να σκεφτούμε πως σε ορισμένες περιπτώσεις οι πρόσφυγες έμεναν σε χαμόσπιτα και παράγκες για δεκαετίες με πιο τρανό το παράδειγμα της Δραπετσώνας, η οποία εξελίχθηκε σε μια πελώρια παραγκούπολη. Κι αλλού, όμως, μέχρι τη δεκαετία του 70 περίπου 3000 πρόσφυγες περίμεναν ακόμα σε σκηνές.
"Μ’ άλλα λόγια, σκέτη δυστυχία. Χωρίς έπιπλα, χωρίς νερό και ηλεκτρικό, χωρίς κρεβάτια, χωρίς τίποτα. Κοιμόντουσαν κατάχαμα πάνω σε κουρελούδες και στην πόρτα είχαν βάλει έναν μπερντέ για να τους προστατεύει από τον αέρα. Μόνο ένα τραπεζάκι – κι αυτό κουτσό -, τρία σκαμνάκια, μια λάμπα πετρελαίου, μια φουφού και μερικά πήλινα πιάτα υπήρχαν μέσα σ’ αυτήν την τρώγλη. Μια τρώγλη όμως, που η μάνα τους την είχε πάντα πεντακάθαρη, έλαμπε από πάστρα." (Ξενοφών Φιλέρης, "Οι σαλταδόροι του Βύρωνα")
Οι προσφυγικοί συνοικισμοί, πολλοί εκ των οποίων οικοδομήθηκαν σε περιοχές που ήταν ακατοίκητες και σε καθεστώς αυστηρού γεωγραφικού διαχωρισμού από τον ιστό της πόλης, είχαν ανύπαρκτες ή υποτυπώδεις υποδομές με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμα πιο ανυπόφορη η καθημερινότητα των προσφύγων. Δεν υπήρχαν δίκτυα υδροδότησης, ηλεκτροδότησης, αποχέτευσης, δεν υπήρχαν ασφαλτωμένοι δρόμοι. Γι’ αυτό οι άνθρωποι δε σταμάτησαν μέσα από τους συλλόγους τους και τις δράσεις τους, να διεκδικούν από το κράτος τη βελτίωση της ποιότητας της ζωής τους, να υφαίνουν δεσμούς κοινοτισμού μεταξύ τους, να εφευρίσκουν τρόπους να αυξήσουν τις ανάσες τους.
" Ένα βασικό αίτημα ήταν η αραίωση, να γίνουν επεκτάσεις για να χτιστούν καινούργια σπίτια, ώστε να μπορέσουν από εκεί που σε ένα σπίτι ήταν κουβαριασμένες δύο οικογένειες, να φύγει η μια για να ζήσουν πιο ανθρώπινα. Αυτό έχει αντανακλάσεις σε όλη την καθημερινότητα. Για παράδειγμα, έχει σχολιαστεί πολύ η κοινωνικότητα των προσφύγων. Υπήρχε ένα πρακτικό ζήτημα, ότι δεν είχαν χώρο μέσα να μείνουν στο σπίτι, στο σπίτι πήγαιναν κατά βάση για να κοιμηθούν και όλο τον υπόλοιπο χρόνο τον περνούσαν έξω. Το θέμα της οικειοποίησης του δημόσιου χώρου ήταν μια απάντηση στην ανεπάρκεια του ιδιωτικού χώρου.
Έβγαιναν έξω και δημιουργούσαν δίκτυα αλληλεγγύης για να μπορέσουν να ανταπεξέλθουν στις δυσκολίες του Μεσοπολέμου.
Εκείνη την περίοδο οι προσφυγικοί συνοικισμοί είναι κανονικά γκέτο, όχι γκέτο ανομίας, γκέτο διαφορετικότητας. Μου λέγανε στην Καισαριανή ότι στη δεκαετία του 20 (υπήρχαν πολλοί παραπόταμοι του Ιλισού, οπότε υπήρχαν αρκετά γεφυράκια) για να μπεις στο συνοικισμό, έπρεπε να περάσεις από μια συγκεκριμένη γέφυρα κοντά στον Άγιο Νικόλαο, εκεί στέκονταν οπλισμένοι δύο Βουρλιώτες πρόσφυγες κι όταν έβλεπαν κάποιον ξένο τον ρωτούσαν και τον τσέκαραν.
Το αναφέρω σαν ακραίο παράδειγμα που δε συνηθιζόταν παντού. Ήταν έντονη, όμως, η περιχαράκωση. Κι εκεί, στον προσφυγικό συνοικισμό, μπορούσαν να τελέσουν τη διαφορετικότητα τους μακριά από τα επικριτικά βλέμματα των παλιαοελλαδιτών", σημειώνει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης.
ΕΡΓΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΙΡΕΣΕΙΣ
Και ασφαλώς οι πρόσφυγες για να καταφέρουν να επιβιώσουν στο καινούργιο περιβάλλον της ασθμαίνουσας ελληνικής οικονομίας έπρεπε να δουλέψουν. Κάποιοι ανέπτυξαν μια μικρή επιχειρηματικότητα, αξιοποιώντας την τεχνογνωσία που έφεραν, στους τομείς κυρίως της υφαντουργίας και της ταπητουργίας. Ωστόσο, αρκετοί, μεταξύ των οποίων γυναίκες και παιδιά, και ανεξάρτητα από τις επαγγελματικές τους δεξιότητες αναγκάστηκαν να μπουν στο καθεστώς του ανειδίκευτου εργάτη και να απασχοληθούν στις βιομηχανίες και τις βιοτεχνίες με πολύ σκληρές συνθήκες εργασίας με χαμηλούς μισθούς, εξοντωτικά ωράρια, χωρίς εχέγγυα υγιεινής και ασφάλειας. Οι εργοδότες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο την εξαθλίωση των προσφύγων, τους χρησιμοποίησαν συχνά ως απεργοσπαστικό μηχανισμό απέναντι στο εργατικό κίνημα με συνέπεια να οξυνθούν οι ανταγωνισμοί τους με τους γηγενείς εργάτες.
"… επηκολούθησε αθρόα προς πάσαν εργασία προσφορά εργατικών χειρών, ανδρών, γυναικών και παιδιών, έναντι οιασδήποτε αμοιβής και παράλληλος τροπή προς ποικίλους κλάδους άμεσου βιοπορισμού και δουλειές του ποδαριού… Αμεσον και αναγκαίον αποτέλεσμα της καταστάσεως και των γεγονότων τούτων υπήρξεν η ανατροπή του κανονικού ρυθμού της ζωής και της εργασίας της χώρας … Κυριολεκτικώς οι πρόσφυγες εμοιράσθηκαν το ψωμί και τη δουλειά με τον εδώ παλαιότερον πληθυσμό." (Σωκράτης Κλαδάς "Η ανεργία εν Ελλάδι").
Σύμφωνα με στοιχεία της Γενικής Στατιστικής Υπηρεσίας Ελλάδος, το 1928 οι πρόσφυγες αποτελούσαν το 25,42% στον κλάδο των ορυχείων και μεταλλείων, το 38,18% στη βιομηχανία και τη βιοτεχνία, το 35,17% στην οικοδομή, το 20,35% στις μεταφορές και τις επικοινωνίες, το 27,84% στο εμπόριο, και το 38,22% του εργατικού και υπαλληλικού προσωπικού. Όπως προκύπτει από τα παραπάνω στοιχεία, οι πρόσφυγες ήδη το 1928, συνιστούσαν το 1/3 του εργατικού δυναμικού.
"Χιλιάδες άνθρωποι που είχαν διαφορετικά επαγγέλματα στον τόπο τους, χρειάστηκε να γίνουν ανειδίκευτοι εργάτες κι αυτό ήταν ένα πρόσθετο πλήγμα για το κύρος τους. Οι συνθήκες εργασίας ήταν μη ανεκτές στις μεγάλες βιομηχανίες. Μη ξεχνάμε και το θέμα της παιδικής εργασίας. Πολλές προσφύγισσες δεν είχαν που να αφήσουν τα παιδιά τους και η παιδική εργασία ήταν ένας τρόπος για να τα έχουν κοντά τους. Δεν είναι τυχαίο ότι ο πρώτος βρεφονηπιακός σταθμός φτιάχτηκε στο Βύρωνα ακριβώς για να καλύψει αυτή την ανάγκη.
Πολλοί πρόσφυγες χρησιμοποιήθηκαν από τους εργοδότες ως απεργοσπαστικός μηχανισμός στις μεγάλες απεργίες κι έτσι ανοίγονταν κι άλλα πεδία τριβών με τους ντόπιους. Τη δεκαετία του 20 οι σχέσεις των προσφύγων με το ΚΚΕ που ήταν ο βασικός συνδικαλιστικός βραχίονας ήταν επιφυλακτικές. Αυτό άρχισε να αλλάζει μετά την υπογραφή του Ελληνοτουρκικού Συμφώνου τη δεκαετία του 30.
Οι πρόσφυγες το βίωσαν σαν προδοσία, γιατί διατηρούσαν την ελπίδα της επιστροφής ή της αποζημίωσης για τις περιουσίες τους, προσδοκίες που εξανεμίστηκαν με το Σύμφωνο. Απομακρύνθηκαν από τον βενιζελισμό που ήταν η κυρίαρχη πολιτική τους ταύτιση. Εκεί άρχισε να δραστηριοποιείται το ΚΚΕ» σχολιάζει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης.
ΤΑ ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΑ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΑ ΩΣ "ΑΠΕΙΛΗ"
Ενδεχομένως με την απόσταση του ενός αιώνα και τις επιλεκτικές αποσιωπήσεις της επίσημης ιστοριογραφίας, να σχηματίζει κανείς την εντύπωση πως οι πρόσφυγες που ήρθαν το 1922 ήταν καλοδεχούμενοι και η συνύπαρξη τους με τους παλαιούς κατοίκους μενεξεδένια, ότι η ελληνικότητα και το όμοδοξο ήταν επαρκείς συγκολλητικές ουσίες που διασφάλιζαν μιαν ανώδυνη και ανεμπόδιστη ένταξη.
Ίσως να είναι και βολική μια τέτοια ανάγνωση των γεγονότων γιατί δεν πυροδοτεί αναπόφευκτους συνειρμούς και κριτικές παραλληλίες με τη δική μας εποχή. Δεν ισχύει, βέβαια. Οι πρόσφυγες από τμήματα τόσο της εξουσίας, όσο και της κοινωνίας αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία, προκατάληψη έως και καθαρή εχθρότητα.
"Υπάρχουν αρχέτυπα αντιπροσφυγικού λόγου που καταγράφηκαν πριν έναν αιώνα και επαναλαμβάνονται σ’ έναν βαθμό σήμερα. Ένα χαρακτηριστικό είναι η σύνδεση των προσφύγων με τις ασθένειες. Ως προς τις σύγχρονες προσφυγικές ροές, είδαμε να αναφύεται η έννοια του «ακάθαρτου». Για να δανειστώ τον όρο από την ανθρωπολογία, ακάθαρτο, «μιαρό» θεωρείται αυτό που είναι εκτός θέσης. Στον αντιπροσφυγικό λόγο, οι πρόσφυγες θεωρούνται ότι δεν πρέπει να βρίσκονται εκεί που βρίσκονται, είναι εκτός θέσεις, άρα «μιαροί». Αυτό είναι, λοιπόν, ένα κοινό στοιχείο. Το άλλο είναι η ρητορική περί αλλοίωσης του πολιτισμού, η πρόσληψη δηλαδή της πολιτισμικής διαφοράς όχι ως στοιχείο πλούτου αλλά ως απειλή. Θυμίζω εδώ το χαρακτηριστικό άρθρο της Βραδυνής με τίτλο «Αφγανιστούπολις» το 1923, όπου για τον κίνδυνο να μετατρέψουν οι πρόσφυγες με τις συνήθειές τους την Αθήνα σε μια πόλη που θα θυμίζει Αφγανιστάν. Και το τρίτο στερεότυπο, ότι «μας παίρνουν τις δουλειές», το ίδιο τότε και ίδιο και τώρα, να αφορά πάντα τη φτωχολογιά, μια αντιπαλότητα ανάμεσα σε στρώματα που παλεύουν για την επιβίωση", αναλύει η Αιμιλία Σαλβάνου.
Οι γλωσσικές διαφοροποιήσεις, καθώς περίπου το 10% των προσφύγων ήταν τουρκόφωνοι, τα γλωσσικά ιδιώματα, οι διαφορετικές συνήθειες, οι τρόποι επικοινωνίας και διασκέδασης, η εξωτική – όπως φάνταζε τότε – κουζίνα ενεργοποιούσαν τα φοβικά ανακλαστικά των παλαιών κατοίκων. Στο επίκεντρο της κακεντρέχειας τέθηκε η κοινωνικότητα που αναπτύχθηκε γύρω από τους προσφυγικούς συνοικισμούς με τους αμανέδες, τα γλέντια, τις ζωηρές συζητήσεις, την εξωστρέφεια. Αυτό που για τους πρόσφυγες λειτουργούσε ως παυσίλυπο και επιθυμία συλλογικής αποφόρτισης, στιγματίστηκε στο πολιτισμικά μονοσήμαντο και συντηρητικό ελλαδικό συγκείμενο ως «ηθική κατάπτωση» και «πηγή ακολασίας». Περισσότερο, όμως, απ’ οτιδήποτε άλλο στοχοποιήθηκαν οι γυναίκες της προσφυγιάς με περιφρονητικά βλέμματα, προσβλητικά σχόλια, χολερική αρθρογραφία κυρίως από τον αντιβενιζελικό τύπο μα και εκπροσώπους της αστικής διανόησης, με πολύ χαρακτηριστική αυτή του Κώστα Ουράνη.
"Είναι γυναίκες που αρέσκονται πολύ να προκαλούν. Έχουν λευκή και απαλή επιδερμίδα, είναι όλες με υποβλητικές καμπυλότητες […] και μάτια […] γεμάτα ηδονισμό […] Αρέσκονται […] σε μια πολυτέλεια νεοπλουτική, στα φαγητά με παχιές σάλτσες, […] στις πολύ δυνατές μυρωδιές και στις θορυβώδεις διασκεδάσεις, τις γεμάτες σπατάλη και χυδαία χαρά […] καπνίζουν με ηδονή και αγαπούν να είναι διαρκώς άνεργες και να φλυαρούν. Δεν έχουν πάνω τους καμία αρχοντιά […] Δεν είναι “κυρίες”. Είναι θηλυκά. Το κλίμα της Ανατολής τις έκανε μαλθακές, σαρκώδεις και φιλήδονες […] Πολλές, υπό το πρόσχημα της ζέστης, έχουν καταργήσει το μεσοφόρι, όταν δε περπατούν μέσα στον ήλιο οι γραμμές του σώματός των διαγράφονται καθαρά μέσα από τα φουστάνια. Με γυμνούς λαιμούς, με γυμνά μπράτσα […] προκαλούν την προσοχή που ανοίγει το στόμα και ξυπνούν αιφνίδιους πόθους […] Κάπου κάπου βλέπει κανείς μερικές νεαρές γυναίκες ντυμένες με διακριτική κομψότητα, με βλέμμα που κοιτάζει από ψηλά, με βάδισμα αργό και περήφανο […] είναι αυτές, οι Αθηναίες. Αλλά εκτοπισμένες."(πηγή: Βασίλης Τζανακάρης "Το όνομα της προσφυγιάς. Από τα δακρυσμένα Χριστούγεννα του 1922 στην αβασίλευτη δημοκρατία του 1924")
Εξαιτίας των δυσβάσταχτων απωλειών που προκάλεσε ο πόλεμος, οι γυναίκες ήταν περισσότερες στους προσφυγικούς συνοικισμούς, αρκετές ήταν επικεφαλής οικογενειών και ανέλαβαν ένα σημαντικό μερίδιο της ευθύνης του βιοπορισμού. Είχαμε μια μαζική παρουσία γυναικών προσφυγισσών στη δημόσια σφαίρα, με την οποία δεν ήταν καθόλου εξοικειωμένοι οι παλαιοελλαδίτες.
Τόσο οι κοσμοπολίτισσες προερχόμενες από τη Σμύρνη, όσο και οι χωρικές από την ενδοχώρα είχαν ορατά στοιχεία ετερότητας σε σχέση με τον γηγενή πληθυσμό και την περιφραγμένη σεμνότυφη νόρμα για τον γυναικείο ρόλο που ήταν αποδεκτή. Σ’ αυτό το πλαίσιο αναδύθηκαν φαρμακερά στερεότυπα που απέδιδαν φιληδονία στις μικρασιάτισσες και τους καταλόγιζαν πρόθεση να «ξεμυαλίσουν τα καλά παιδιά» της ελληνικής κοινωνίας. Άγνοια, κινδυνολογία και ηθικός πανικός συνέθεταν ένα δηλητηριώδες κράμα που δεν επέτρεπε στους ανθρώπους να έρθουν κοντά με αποτέλεσμα ο προσφυγικός πληθυσμός να ζει αποξενωμένος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
"Σήμερα μιλάμε για τους πρόσφυγες του '22 και την υποδοχή τους σαν να ήταν μια ομαλή διαδικασία, σαν να ήταν τα’ αδέρφια μας που ήρθαν από απέναντι και τα υποδεχτήκαμε με ανοιχτές αγκαλιές. Αυτό όμως είναι μια εκ των υστέρων κατασκευή.
Υπήρχαν σοβαρά ζητήματα κοινωνικής περιθωριοποίησης και στερεοτύπων, όσο πιο φτωχοί ήταν, τόσο πιο άκαμπτα και σκληρά ήταν τα στερεότυπα που αντιμετώπιζαν. Υπήρχε όμως μια πολύ σημαντική βαλβίδα ασφαλείας για να εκτονωθούν αυτές οι εντάσεις: Στους πρόσφυγες αναγνωρίστηκαν πολιτικά δικαιώματα, έφθασαν ως έλληνες πολίτες, που σήμαινε ότι κάποια στιγμή, παρά τις αντιστάσεις, θα ενσωματώνονταν.
Οι πολιτισμικές διαφορές ήταν μεγάλες. Για παράδειγμα, κυριάρχησε υποτιμητικά ο προσδιορισμός «παστρικιές» για τις Σμυρνιές. Στην περίπτωση αυτή ο όρος αποκρυστάλλωνε την αμηχανία των ντόπιων μπροστά στον κοσμοπολιτισμό της Σμύρνης – το τεράστιο χάσμα σε ό,τι αφορούσε τις πρακτικές της φροντίδας του σώματος αλλά και τις συνήθειες της καθημερινότητας. Αυτή η διαφορά ντύθηκε με ηθικά χαρακτηριστικά. Υπήρχαν και άλλες περιπτώσεις, όπως ο στιγματισμός της τουρκοφωνίας ή της διαφορετικής κουζίνας. Δεν νομίζω ότι χρειάζεται τόσο να βλέπουμε τις δυσκολίες της συνάντησης με όρους καθυστέρησης ή εκσυγχρονισμού, αλλά με όρους της αμηχανίας ανθρώπων που αναγκάστηκαν να ζήσουν μαζί επειδή θεωρήθηκαν ότι ανήκουν στην ίδια εθνική κοινότητα και ξαφνικά ήρθαν αντιμέτωποι με τις πολιτισμικές τους διαφορές. Γι’ αυτό άλλωστε και το σοκ ήταν αμφίδρομο", υποστηρίζει η Αιμιλία Σαλβάνου.
ΜΝΗΜΗ ΚΑΙ ΤΡΑΥΜΑ
Οι πρόσφυγες επαναπλάθουν τις ζωές τους με ό,τι υλικά έχουν διαθέσιμα αλλά κυρίως με το κοινωνικό, πολιτιστικό, πολιτικό κεφάλαιο που κουβαλούσαν στις άυλες αποσκευές τους. Γνωρίζουν ότι ο πιο πιθανός τρόπος να υπάρξουν ως συλλογικά πολιτικά υποκείμενα είναι στηριζόμενοι κυρίως στις δικές τους δυνάμεις. Προχωρούν γύρω στην αυτοοργάνωση, ιδρύοντας συλλόγους για να μπορέσουν να ασκήσουν πιέσεις την πολιτική εξουσία να δώσει λύσεις στα προβλήματα τους.
Ακόμα κι αν αυτό τους ενέταξε για ένα διάστημα στο διχαστικό σχήμα βενιζελισμού – αντιβενιζελισμού, καθώς τους έβλεπαν ως δεξαμενή ψηφοφόρων, ήταν το αποτελεσματικότερο εργαλείο συλλογικής εκπροσώπησης που διέθεταν. Ακόμα περισσότερο, όμως, οι σύλλογοι και όλος ο αστερισμός προσφυγικών σωματείων που προέκυψαν, κάλυπταν τη θεμελιώδη ψυχική τους διάθεση να υπερασπιστούν τις ταυτότητες τους, να μεταφέρουν επιτελέσεις και έθιμα που θα θύμιζαν τις ρίζες τους, να διασώσουν στοιχεία της κληρονομιάς τους, να σφυρηλατήσουν μια μνήμη και να απαλύνουν λίγο το ασίγαστο αίσθημα της νοσταλγίας.
"Ένιωθαν νοσταλγία και ήταν ανθρώπινο. Η νοσταλγία είναι ένας τρόπος απόκρισης στις αντιξοότητες. Όσο πιο στέρεο φτιάχνω το αφήγημα για παρελθόν μου και αποκρυσταλλώνω τις ρίζες μου, τόσο αντλώ δυνάμεις για να αντέξω τις δυσκολίες που συναντώ στο παρόν. Οι ίδιοι είχαν μεγάλο φόβο μήπως αφομοιωθούν και χάσουν τη πολιτισμική τους ταυτότητα. Γι’ αυτό και μιλούν για διάσωση της μνήμης. Αν το σκεφτείς, όμως, η μνήμη δεν είναι μια κιβωτός που μεταφέρεται αυτούσια, ανασυγκροτείται κάθε φορά σε ενεστώτα χρόνο.
Ιδρύονται σύλλογοι που επιχειρηματολογούν για την ελληνικότητα των περιοχών που άφησαν, παίρνουν την αρχαία γεωγραφία και εντάσσουν φαντασιακά σε αυτήν τις περιοχές αυτές πίσω ως πατρίδες, δημιουργώντας μια νέα μνήμη για την ελληνικότητα. Σ’ αυτό το αφήγημα οι τυχόν εντάσεις αποσιωπούνται. Διαφοροποιήσεις υπάρχουν από τόπο σε τόπο, πάντα όμως ως διαφορετικές αποχρώσεις της ελληνικότητας. Μιλούσαν για μια προσφυγική ελληνικότητα, όπου εντάσσονται οι ίδιοι, και ταυτόχρονα, διεκδικώντας την, ανοίγουν και την έννοια της ελληνικότητας", αναφέρει η Αιμιλία Σαλβάνου.
Η ένταξη, φυσικά, κάποια στιγμή επιτεύχθηκε. Αργά, επίπονα, με πισωγυρίσματα ίσως, πέφτοντας σε λακκούβες και ξεχορταριάζοντας αγκάθια, αλλά έγινε. Με τα χρόνια οι αποστάσεις γεφυρώθηκαν. Πρόσφυγες και παλαιοί κάτοικοι χρειάστηκε να δοκιμαστούν παρέα σε νέες σκοτούρες και βάσανα, να υπομείνουν τη δικτατορία Μεταξά, να βράσουν μαζί στο καζάνι της Κατοχής. Εξάλλου, δεν υπήρξε πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας που να μην επηρεάστηκε από την έλευση των προσφύγων, από τη διατροφή μέχρι τη μουσική, από τη λογοτεχνία μέχρι την πολεοδομία, από την καπνοπαραγωγή μέχρι τις μεθόδους καλλωπισμού.
Ήταν ένα κατακλυσμιαίο γεγονός που επανίδρυσε στην πραγματικότητα το κράτος σε μια εκδοχή πιο κοντινή και οικεία σε εμάς. Τα αποτυπώματα της είναι διάσπαρτα στο σώμα της πόλης, στις αφηγηματικές γενεαλογίες, στη σύγχρονη ταυτότητα. Μόνο που η ψυχολογία μας έμαθε πως κάποια τραύματα, ειδικά αυτά που σχετίζονται με την απώλεια, δεν επουλώνονται ακριβώς ποτέ. Πιο πολύ μαθαίνεις να ζεις μαζί τους. Για την πρώτη τουλάχιστον γενιά προσφύγων το μαράζι του εκτοπισμού ενσωματώθηκε στη θέση τους πάνω στον κόσμο.
"Την περίοδο της Κατοχής σβήνουν αρκετές από τις προηγούμενες διαχωριστικές γραμμές. Οι οργανώσεις του ΕΑΜ λειτουργούν και ως χώροι αλληλεπίδρασης και συνύπαρξης. Πολεμούν από κοινού και εμπιστεύονται ο ένας στον άλλον τη ζωή του. Από κει και πέρα, τα αντικομμουνιστικά κομμάτια της χώρας ήταν και αντιπροσφυγικά συνήθως. Αυτό εκδηλώθηκε με μένος και ένταση στη συνέχεια. Οι πρόσφυγες που συνδέθηκαν με την αριστερά υπέστησαν διπλό στιγματισμό από το ελληνικό κράτος μεταπολεμικά. Μ’ αυτή την έννοια δεν ξέρω αν η α’ γενιά ενσωματώθηκε ποτέ εντελώς, να αισθάνονται δηλαδή ότι εδώ είναι ο τόπος τους. Κι αυτό σαν αίσθηση πέρασε και στη δεύτερη γενιά.
Σε συνεντεύξεις που έκανα στην Καισαριανή με πρόσφυγες που εντάχθηκαν στο ΕΑΜ, μου μιλούσαν για την πολιτική διάσταση της τιμωρίας και της εκδικητικότητας που είχαν υποστεί από το κράτος ως αριστεροί αλλά πάντα τους έβγαινε κι ένα παράπονο ότι δεν τους χώνευαν επειδή ήταν πρόσφυγες. Είναι η τρίτη γενιά που αλλάζει τη διαχείριση του τραύματος» υποστηρίζει ο Μενέλαος Χαραλαμπίδης.
Κι ίσως να μην υπάρχει σπουδαιότερη τιμή στην ιστορική μνήμη αυτής της κοινωνίας, σημαδεμένη ανεξίτηλα από το βίωμα της προσφυγιάς και της μετανάστευσης, απ’ το να κρατιέται ζωντανή, ενεργή και ανθρώπινη στο σήμερα, δίπλα στους πρόσφυγες που σήμερα χρειάζονται βοήθεια και αποδοχή.