«Ή θα νικήσουν τα σλαυικά κράτη και η Ελλάς μένει εσαεί εις την Μελούναν ή νικά η Τουρκία και χάνεται διά παντός ο ελληνισμός»
Πριν από ακριβώς 110 χρόνια, στις 5 Οκτωβρίου 1912, ο ελληνικός στρατός περνάει τη συνοριακή γραμμή Ελλάδος – Τουρκίας στη Θεσσαλία και προχωρεί προς Ήπειρο και Μακεδονία με σκοπό να απελευθερώσει τους αλύτρωτους Έλληνες που συνέχιζαν να ζουν υπό τον οθωμανικό ζυγό. Είναι η έναρξη του Α΄ Βαλκανικού Πολέμου.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος είχε από πολύ νωρίς αντιληφθεί ότι τα συμφέροντα της Ελλάδας για μια επιτυχημένη προσπάθεια απελευθέρωσης της Μακεδονίας και των άλλων περιοχών απαιτούσε συνεργασία των Ελλήνων με τους υπόλοιπους βαλκανικούς χριστιανικούς λαούς.
Όπως γράφει ο Γεώργιος Βεντήρης, στο μνημειώδες ιστορικό του έργο «Η ΕΛΛΑΣ ΤΟΥ 1910 -1920», που δημοσιεύθηκε από το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» τον Ιανουάριο του 1931:
«Εικοσιπενταετής δικηγόρος ο Βενιζέλος έγραφεν εις την εφημερίδα «Λευκά Όρη» των Χανίων υπέρ της συμπράξεως των χριστιανών της Βαλκανικής. Αργότερα συνεβούλευε το πατριαρχείον να ικανοποιήση τας σερβικάς απαιτήσεις εις το ζήτημα του διορισμού επισκόπων. Οι φίλοι του τον ήκουαν εις το Θέρισον να λέγη ότι μόνο ο συνασπισμός των βαλκανικών θα έλυε το ανατολικόν πρόβλημα»
Στον δρόμο για τον πόλεμο
Η συντριβή των Ελλήνων από τους Τούρκους, στον λεγόμενο «Ατυχή Πόλεμο» του 1897, είχε πληγώσει βαριά το ηθικό των Ελλήνων.
Το 1908 το ξέσπασμα του Κινήματος των Νεοτούρκων, παρά τις περί του αντιθέτου αρχικές προσδοκίες, οδηγεί σε διώξεις των χριστιανικών πληθυσμών των Βαλκανίων.
Το 1909 το «Κίνημα του Γουδί» έφερε τον Ελευθέριο Βενιζέλο στο τιμόνι της χώρας καθώς και την αναγκαία αναδιάρθρωση στο ελληνικό στράτευμα. Στα επόμενα δύο χρόνια η πολεμική προπαρασκευή της Ελλάδα προχωρούσε. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, «ο μεγάλος ασθενής», ήταν φανερό ότι κατέρρεε στα Βαλκάνια. Αυτό όμως δεν σήμαινε πως η Ελλάδα ήταν σε θέση να ενεργήσει χωρίς συμμάχους.
«Όσο εν τούτοις και αν εγίνετο ισχυρά η Ελλάς δεν ηδύνατο να μονομαχήση με την Τουρκίαν. Ώφειλε να θυσιάση μέρος των εθνικών της βλέψεων υπέρ των άλλων χριστιανικών κρατών της χερσονήσου. Μόνον έτσι δεν θα τας έβλεπε ματαιουμένας εξ’ ολοκλήρου»
Το Πάσχα του 1911, ο πρωθυπουργός Βενιζέλος βρισκόταν σε εκδρομή στο Πήλιο, έχοντας ως φιλοξενούμενο τον Τζέιμς Ντέιβιντ Μπάουρτσερ, ανταποκριτή των «Times» του Λονδίνου και διπλωματικά πολύ δραστήριο στα βαλκανικά θέματα. Μέσω του Μπάουρτσερ, λοιπόν, ο Βενιζέλος έστειλε τότε στην βουλγαρική κυβέρνηση το εξής μήνυμα:
«Όσον και αν είνε σπουδαίαι αι διαφοραί Ελλάδος και Βουλγαρίας δεν πρέπει να νομίζωνται ανυπέρβλητοι. Οι εις Μακεδονίαν ομοεθνείς των διατρέχουν κίνδυνον εξοντώσεως από τους Νεότουρκους. Προς το κοινόν αυτών συμφέρον τα δύο κράτη οφείλουν να συννενοηθούν το ταχύτερον».
Έναν χρόνο περίπου αργότερα, στις 3 Μαρτίου του 1912, Σερβία και Βουλγαρία αφήνουν πίσω (έστω και προσωρινά) τις μεταξύ τους διαφορές και υπογράφουν μυστικό σύμφωνο που προέβλεπε κοινή επίθεση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε περίπτωση που κινδύνευαν τα συμφέροντα της μία ή της άλλης χώρας.
Στις 29 Μαΐου 1912 υπογράφεται μυστική συμφωνία και μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας με τις δύο πλευρές να συμφωνούν ότι η μία θα στήριζε την άλλη σε περίπτωση τουρκικής επίθεσης.
Τον Αύγουστο του 1912, Βουλγαρία και Σερβία δηλώνουν προ την Ελλάδα ότι είναι αποφασισμένες να προχωρήσουν σε πόλεμο εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Αθήνα καλείται να αποφασίσει αν θα συμμετάσχει στον πόλεμο ή όχι.
Στα τέλη του Αυγούστου ο Βενιζέλος δηλώνει στο υπουργικό συμβούλιο:
«Η συνθήκη μας με την Βουλγαρίαν είνε αμυντική. Δεν είμεθα επομένως υπόχρεοι να πολεμήσωμεν. Αλλ’ η Βουλγαρία με την Σερβία απεφάσισαν να λάβωμεν μέρος. Αν μείνωμεν ουδέτεροι, θα συμβή εν εκ των δύο:
»Ή θα νικήσουν τα σλαυικά κράτη και η Ελλάς μένει εσαεί εις την Μελούναν (σ.σ. Θεσσαλία, σύνορα μεταξύ Ελλάδος και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, πριν τους Βαλκανικούς Πολέμους).
»Η’ νικά η Τουρκία και χάνεται διά παντός ο ελληνισμός. Ας αφήσωμεν ότι, εις την δευτέραν περίπτωσιν, η Ρωσσία θα μας θεωρήση προδότας της χριστιανικής ιδέας. Φρονώ ότι πρέπει να δράσωμεν και χωρίς συμφωνίαν διανομής».
Την ίδια στιγμή πάντως, ο Βενιζέλος ζητά από τους έλληνες διπλωμάτες να υπάρξει διαπραγμάτευση με τη βουλγαρική πλευρά για «εδαφικά ζητήματα και ωφελήματα, τα οποία έκαστον κράτος θα ζητήση μετά την σύναψιν της ειρήνης»
Βρισκόμαστε στον Σεπτέμβριο του 1912, η Τουρκία προχωρά σε μια αιφνιδιαστική κίνηση:
«Στις 14 Σεπτεμβρίου 1912, η Τουρκία εκήρυξεν αιφνιδίως την επιστράτευσιν των στρατιωτικών σωμάτων Θράκης. (…) Αι κυβερνήσεις Σόφιας, Βελιγραδίου και Μαυροβουνίου εκήρυξαν από συμφώνου γενικήν επιστράτευσιν»
Τις ημέρες εκείνες, λίγο πριν ξεσπάσει ο Α’ Βαλκανικός πόλεμος ο Ελευθέριος Βενιζέλος είναι γεμάτος σιγουριά. Λέει στον Βασιλιά Γεώργιο Α’. «Μεγαλειότατε! Το έθνος είνε έτοιμον και βοηθείται υπό συμμάχων. Θα νικήσωμεν. Μετά δέκα πέντε ημέρας θα είμεθα εις Θεσσαλονίκην. Μετ’ ολίγον έχομεν την πεντηκονταετηρίδα της βασιλείας σας, θα την εορτάσωμεν με μία Ελλάδα, διπλασίαν της σημερινής».
Βρισκόμαστε στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1912. Διανύουμε τα τελευταία 24ωρα πριν την έναρξη του πολέμου.
«Ο πόλεμος ήρχετο», γράφει ο Βεντήρης. «Από τον Αίμον υψώνετο απειλή σιδήρου. Η Ελλάς είχε μεταμορφωθή εις απέραντον στρατιωτικόν συνεργείον».
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1912, το Μαυροβούνιο ξεκινά τις εχθροπραξίες εναντίον της Τουρκίας. Μία ημέρα αργότερα ο διάδοχος Κωνσταντίνος διορίζεται αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας.
Στις 30 Σεπτεμβρίου, η Ελλάδα, η Βουλγαρία, η Σερβία «επέδωκαν κοινήν διακοίνωσιν εις την Πύλην αξιούσαι άμεσον εφαρμογήν ευρυτάτων μεταρρυθμίσεων εις τας ευρωπαϊκάς επαρχίας» Η Τουρκία δεν απάντησε κι έτσι «Την εσπέραν της 4ης Οκτωβρίου 1912, επεδόθη το τελεσίγραφον των συμμάχων προς την Πύλην και την άλλην ημέραν εκηρύχθη ο πόλεμος. Το σύνθημα του Βενιζέλου προς τους άνδρες των ελληνικού στρατού ήταν: «Η πατρίς δεν σας ζητεί να αποθάνετε μόνον υπέρ αυτής. Οφείλετε να νικήσετε!»
Ο Γεώργιος Βεντήρης φτάνοντας την εξιστόρησή του προς την 5η Οκτωβρίου του 1912, την ημέρα δηλαδή που ο ελληνικός στρατός πέρασε από τη συνοριογραμμής της Μελούνας στο οθωμανικό έδαφος της αλύτρωτης ακόμα Ελλάδας σημειώνει:
«Μελούνα! Τείχος πελώριον, προ του οποίου εθραύοντο ελπίδες, πόθοι και η ορμή δύο γενεών Ελλήνων. (…) Η Μελούνα δεν παρίστανε την τουρκικήν δύναμιν. Δεν απετέλει σύμπλεγμα σοφών οχυρώσεων εναντίον επιθέσεως. Ήτο θρύλος. Σύμβολον της ελληνικής αδυναμίας. Μύθος εις βάρος ενός λαού, που δεν ετόλμα να ψηλώση το μέτωπον. Οι Τούρκοι δεν μας επετήρουν από εκεί επάνω. Μας επροκαλούσαν. Μας εμυκτήριζαν»
Στις 11 το πρωί της 5ης Οκτωβρίου ο Κωνσταντίνος τηλεγραφεί από τον Τύρναβο όπου βρίσκεται και ενημερώνει την Αθήνα για την έναρξη της ελληνικής επίθεσης:
«Βασιλέα, υπουργόν Στρατιωτικών, Αθήνας. Από πρωϊάς σήμερον ήρξατο προέλασις στρατού Θεσσαλίας. Πρώτον σύνταγμα δευτέρας μεραρχίας κατέλαβεν ήδη Προφήτην Ηλία καν και Λουφάκι. Τρίτον σύνταγμα εισήλθε Δημόσιον διά Μπογαζίου Τυρνάβου. Λοιπαί μεραρχίαι προελαύνουν. Κωνσταντίνος διάδοχος»
Η Ελασσόνα και το Σαραντάπορο
Ο ελληνικός στρατός προελαύνει «Είκοσι τέσσαρες ώρες ο ελληνικός στρατός επροχώρει, χωρίς αντίστασιν. Οι Τούρκοι δεν επρόλαβαν να κρατήσουν την Μελούνα, που, δεκαπέντε χρόνια, φοβέριζεν αδιάκοπα την Λάρισα και τα Τρίκκαλα» στην Ελασσόνα όμως θα δινόταν σφοδρή μάχη.
«Προ της Ελλασώνος οι Τούρκοι αντεστάθησαν με πείσμα. Οι Έλληνες στρατιώται και πολλοί αξιωματικοί, έβλεπαν πρώτην φοράν μάχην. Εις την αρχήν εκλονίσθησαν, αλλ΄οι νεώτεροι αξιωματικοί παρέσυραν τους εμπρός. Ο διάδοχος διηύθυνε την μάχην από της γραμμής του πυρός. Οι Τούρκοι απεσύρθησαν ατάκτως προς το Σαραντάπορον. Το απόγευμα ο Κωνσταντίνος ετηλεγραφεί την κατάληψιν της Ελασσώνος. Τα ελληνικά στρατεύματα εβάδιζαν εκ διαφόρων σημείων διά την κρίσιμον μάχην»
Η κατάληψη της Ελασσόνας ήταν σίγουρα ένα ιδιαίτερα ευχάριστο νέο για την Αθήνα. Η πρώτη όμως κρίσιμη μάχη δεν είχε δοθεί ακόμα, ήταν η μάχη στο Σαραντόπορο.
«Ενωρίς το πρωί της 9/22 Οκτωβρίου, τα ελληνικά συντάγματα επετέθησαν μεθ’ ορμής. Η πρώτη αληθινή μάχη μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων διήρκεσεν όλην την ημέραν. Αι μεραρχίαι του διαδόχου επροχωρούσαν ενώπιον της λυσσώδους αντιστάσεως του εχθρού (…) Κατά τας επτά, το Σαραντάπορον εφαίνετο ως φλεγόμενον φρούριον. Ψηλά άστραφταν τα κανόνια.
»Άγρια θύελλα εξέσπασε τότε. Η κοιλάς του αιματηρού αγώνος εβυθίσθη εις φρίκην , χειρότεραν από εκείνην της μάχης. Η νύκτα ήλθεν ως όνειρον τρόμου. Πληγωμένοι εσύροντον εις το λασπωμένο χώμα. Κανείς δεν επαράστεκε την αγωνίαν των νεκρών. Οι νοσοκομοί έτρεχαν ως φαντάσματα. Όταν δε έπεφτεν αστροπελέκι, ακούονταν στεναγμοί. Και η βροχή εμαστίγωνεν επίμονα, αλύπητα τα πτώματα, τους ανθρώπους, τα άλογα, τα δένδρα…»
Τέλικα με μεγάλο μόχθο και σοβαρές απώλειες οι Έλληνες περνούν το Σαραντόπορο. Ήταν μια νίκη εξαιρετικής σημασίας.
«Η νίκη του Σαραντοπόρου εστοίχισεν εις τον ελληνικόν στρατόν 1.500 νεκρούς και τραυματίας. Την εσπέραν της 10ης Οκτωβρίου, ο διάδοχος επευφημηθείς από τους τραυματίας του Χάνι- Χατζηγώγου, κατελάμβανε τα πυρπολούμενα Σέρβια.
Οι έλληνες στρατιώτες ήρχισαν να ψιθυρίζουν την λέξιν:
Θεσσαλονίκη!»