Tο Ιστορικό Αρχείο των εφημερίδων «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ» αναδημοσιεύει μέρος του ημερολογίου που κράτησε, κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων του στα κρατητήρια του ΕΑΤ- ΕΣΑ (Ειδικού Ανακριτικού Τμήματος της Ελληνικής Στρατιωτικής Αστυνομίας) το 1973, ο Παναγιώτης Κανελλάκης, συνήγορος υπεράσπισης σε πολιτικές δίκες την περίοδο της Χούντας και συνιδρυτής και πρόεδρος της Ελληνοευρωπαϊκής Κίνησης Νέων.
Μεγάλο μέρος του ημερολογίου αυτού δημοσιεύθηκε σε συνέχειες, στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» τον Ιανουάριο του 1975, πριν καν ξεκινήσουν οι δίκες των πρωταιτίων και των βασανιστών της Χούντας.
1η Μαρτίου 1973, ημέρα Πέμπτη
Όργανα της Ασφάλειας Αθηνών με συλλαμβάνουν στο σπίτι μου στις 7 η ώρα το πρωί και με οδηγούν στο ΕΑΤ/ΕΣΑ, πίσω από την αμερικανική πρεσβεία.
Χωρίς πολλές διατυπώσεις, μού παίρνουν ό,τι αντικείμενα βαστάω επάνω μου, ρολόι, ζώνη λεφτά και βάζουν στο κελλί Νο 5.
(…)
Αρχίζει το ξύλο. Κρατάει περίπου μισή ώρα. Συγχρόνως βρίζουν και απειλούν. Προσπαθούν με όσα λένε να αγριεύουν περισσότερο. Μ’ αφήνουν πάλι μόνο. Ψάχνομαι. Δεν μούχουν αφήσει κανένα εμφανές σημάδι, ούτε αισθάνομαι κανέναν ιδιαίτερο πόνο. Είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου. Μια φορά μόνο έπεσα κάτω γονατιστός και αμέσως σηκώθηκα. Ο πόνος δεν ήταν αβάστασχτος ούτε έκλαψα, ούτε φώναξα δυνατά. Κατά κάποιο τρόπο χαίρομαι που γνώρισα την εμπειρία του ξύλου.
(…)
Κατά το μεσημέρι μπαίνουν στο κελλί μου τρεις. Ο ένας είναι ο Μ. Πέτρου. Αρχίζει πάλι το ξύλο. Αυτή τη φορά πόνεσα. Για μεσημεριανό φαγητό μου δίνουν σούπα από κοτόπουλο. Ακούω σπαρακτικές κραυγές από το κελλί Νο. 4. Πρέπει να είναι κάποιο πολύ νέος. Αρχίζω να φοβάμαι.
(…)
Για βραδυνό φαγητό έχει σπανακόρυζο κι ένα αυγό. Το σώμα μου αρχίζει να πονάει. Έχω πονοκέφαλο και κρυώνω. Πέφτω να κοιμηθώ με τα ρούχα. Κατά τις 11 ανοίγει η πόρτα. Με σηκώνουν απ’ το κρεβάτι και μου το παίρνουν. Μου δίνουν μια καρέκλα, ένα κομοδίνο και γραφική ύλη. Ο λοχαγός Τσάλας μου λέει: «Γράψε ό,τι ξέρεις πως μας ενδιαφέρει».
5 Μαρτίου 1973, ημέρα Δευτέρα
Στο μπάνιο το πρωί ο Πέτρου μου ρίχνει μια κλωτσιά στο μηρό. Είναι το σημείο του σώματός μου που με πονάει περισσότερο. Έξω το ραδιόφωνο, συνέχεια στη διαπασών, παίζει την «Μαρία με τα κίτρινα» και τον «Κουταλιανό».
Πριν απ’ το φαγητό με υποχρεώνουν να κάνω επίκυψη και με χτυπάνε με γκλομπ στον πισινό. Το ίδιο κάνουν και στους άλλους κρατούμενους καθώς τους βγάζουν έναν- έναν για φαγητό.
Μεσημεριανό – φασολάδα. Μετά από το φαγητό αρχίζει το ξύλο. Με χτυπάνε τρεις. Ο Πέτρου, ο τσέλιγκας κι ένας κοντός, μελαχροινός, ιδιαίτερα δυνατός. Μετά το ξύλο ξαπλώνω για λίγο, κρυφά γιατί δεν επιτρέπεται. Δεν με παίρνει ο ύπνος. Είμαι βέβαιος πως δεν θα τους άρεσε το ότι κρατάω ημερολόγιο. Γι’ αυτό το κρύβω καλά μέσ’ απ’ τη φόδρα του σακκακιού μου.
6 Μαρτίου, ημέρα Τρίτη
Μετά το φαγητό με χτυπάνε με γκλομπ ο Μιχάλης, ο Πέτρου και ο τσέλιγκας. Λίγο αργότερα μπαίνει στο κελλί μου ο τσέλιγκας με έναν πανύψηλο εσατζή με στρατιωτικά. Με χτυπάνε αλύπητα. Πρόσεξα ότι έχω αρχίσει να φωνάζω όταν με χτυπάνε. Εκεί που πονάω περισσότερο είναι στους μηρούς και στα νεφρά. Στα νεφρά μου κόβεται η ανάσα. Ο Πέτρου έχει καταλάβει ότι πονάω ιδιαίτερα στους μηρούς και με κλωτσάει συνέχεια εκεί.
Βραδυνό – πατάτες τηγανητές, σαλάτα, κρέμα. Άργησα πολύ να κοιμηθώ. Αρχίζω να νοιώθω επιτακτικά την ανάγκη της επικοινωνίας με άνθρωπο.
7 Μαρτίου, ημέρα Τετάρτη
Κάποιος με κλώτσησε το πρωί στο μπάνιο αλλά δε σημείωσα ποιος. Αισθάνομαι κάπως καλύτερα. Ο πυρετός πρέπει να έχει υποχωρήσει. Μου φέρνουν να υπογράψω μια απόδειξη ότι έλαβα 150 δραχμές. Λεφτά δεν είδα.
9 Μαρτίου 1973, Παρασκευή
Ο πισινός μου και οι μηροί μου έχουν πάρει χρώμα σκούρο μπλε. Σχίζω τη φόδρα απ’ το σακκάκι μου και τη φοράω μέσα απ’ το σώβρακο μου σαν μαξιλαράκι, για να αντέχω περισσότερο στα χτυπήματα.
Κατά τις δέκα αρχίζει πάλι η ανάκριση. (…) Ο Αντωνόπουλος είναι ανεπιτήδευτος και χωρατατζής. Γελάει συχνά και άνετα. Στην καθημερινή του ζωή θα μπορούσε να θεωρείται ανοιχτόκαρδος άνθρωπος και καλός οικογενειάρχης.
Δεν δείχνει καν ένα ενδοιασμό ή τύψεις για ό,τι κάνει. Θα μπορούσε να δώση εντολή να σε εκτελέσουν και μετά να πάη να πάρη τα παιδιά του από το σχολείο, διατηρώντας την ίδια ανοιχτόκαρδη έκφραση στο πρόσωπό του.
Δεν άργησα να ανακαλύψω ότι από πλευρά ανθρωπίνων αισθημάτων ήταν απόλυτα νεκρός.
10 Μαρτίου 1973, Σάββατο:
Μου φέρνουνε ρούχα ν’ αλλάξω. Τα εσώρουχά μου είναι κυριολεκτικά μαύρα. Φαίνεται πως το ξύλο προκαλεί διάφορες εφιδρώσεις. Βλέπω για πρώτη φορά τους ώμους, τα μπράτσα και την πλάτη μου. Είναι όλα μελανιασμένα μ’ ένα αφύσικό βιολετί χρώμα.
(…)
Με τοποθετούν στη μέση του δωματίου, έτσι που να απέχω από τον κάθε τοίχο τουλάχιστον δύο μέτρα. Θα σταθής εδώ μου λένε σε στάση προσοχής, τα χέρια τεντωμένα κάτω και θα κοιτάξης το ταβάνι. Αν κάνης πως κουνιέσαι ή ξύνεσαι χάθηκες.
(…)
Αρχίζουν να περνάνε οι ώρες. Ένας σκοπός με γκλομπ, που αλλάζει κάθε δύο ώρες, στέκεται συνέχεια πίσω μου. Κάθε λίγο δέχομαι χτυπήματα επειδή κουνήθηκα. Μού πονάει το κεφάλι κι έχω ζαλάδες.
(…)
Αργά το βράδυ έρχονται διάφοροι εσατζήδεςστο κελλί μου για παρακολουθήσουν το θέαμα. Περνάνε πολλοί από μπροστά μου. Καθένας βρίζει ή ειρωνεύεται. Κάποιος με φτύνει. Ένας βρίζοντας, αρχίζει να ανάβη μέχρι που τον πιάνει κάτι σαν παροξυσμός.
Μ΄αρπάζει απ’ τα μαλλιά και μου δίνει μια γροθιά στο στομάχι. Λυγίζω στα δύο. Ήταν πολύ δυνατός. Μπαίνει στη μέση ο τσέλιγκας. «Μη και τον έχω εγώ χρεωμένο».
Μούχει κοπή η ανάσα. Με ξαναστυλώνουν. Αισθάνομαι χάλια. Έίμαι έτοιμος να καταρρεύσω. Κάποιος μου πετάει μια χούφτα χαρτοπόλεμο στο πρόσωπο. «Καλές γιορτές», μου λέει. Ήταν Σάββατο βράδυ, 10 Μαρτίου τελευταίο Σάββατο των Αποκρηών.
(…)
11 Μαρτίου 1973, Κυριακή
Πέφτω πάλι. Με τα χέρια βαστάω το στομάχι μου. Ο σκοπός με χτυπαέι με το γκλομπ στο κεφάλι. Ο τσέλιγκας με κλωτσάει στην πλάτη. Μένω ακίνητος σαν να ήμουν αναίσθητος.
Σταματάνε τα χτυπήματα. Κάποιος φεύγει και ξαναγυρίζει μ’ ένα ποτήρι νερό. Μου το πετάνε στο πρόσωπο. Κάνω πως συνέρχομαι.
Με ξαναστήνουν όρθιο. Έμεινα κάπου τρία λεπτά ξαπλωμένος στο μωσαϊκό. Ήταν μεγάλο κέρδος. Αλλά ακόμα σπουδαιότερο είναι που μπορώ τώρα και τους πείθω, πως λιποθυμάω στ’ αλήθεια και πως υποφέρω σοβαρά απ’ το έλκος μου στο στομάχι.
(…)
Η ώρα θα είναι περίπου 5 το πρωί. Απότομα λέω πώς έπαθα γαστρορραγία και πως πρέπει να με δη αμέσως γιατρός γιατί κινδυνεύω.
(…)
Ο αξιωματικός διστάζει. Φοβάται τις ευθύνες. Τελικά μου δίνει μια καρέκλα να καθήσω. Τον έχω πείσει. Η ηδονή του καθισιού είναι απερίγραπτη. Έχω μείνει κάπου 20 ώρες όρθιος.
(…)
Ξαναγυρίζει η ορθοστασία, ο εφιάλτης. Είμαι σε απόγνωση. Πόσο θα με κρατήσουν ακόμα;
12 Μαρτίου 1973, Δευτέρα
Σε μια στιγμή το κελλί μου γεμίζει από εσατζήδες. Άλλοι φοράνε στολή και άλλοι πολιτικά. Δεν ξέρω αν εκτελούν εντολή ή αν ενεργούν με δική τους πρωτοβουλία.
Σχηματίζουν ένα κύκλο γύρω μου.
Καθένας με τη σειρά του παίρνει το λόγο και βρίζει ή ειρωνεύεται ή βγάζει άναρθρες απειλητικές κραυγές, κολλώντας το πρόσωπό του στο δικό μου.
(…)
Κάποτε σταματάνε να βρίζουν και αρχίζουν να χτυπάνε. Καθένας με τη σειρά του. Ένα γκλομπ κάνει το γύρο του κύκλου, αλλάζοντας χέρια. Καθένας προσπαθεί να δώση το πιο πετυχημένο χτύπημα. Το χτύπημα που θα «κολλήση» καλύτερα.
Εγώ δεν πρέπει να κουνιέμαι από τη στάση της προσοχής. Ένας με χτυπάει με το γκλομπ στο μέτωπο. Γυρίζουν γύρω μου σε κύκλο. Συνήθως με χτυπάνε συγχρόνως δύο, αυτός που βρίσκεται μπρος και αυτός που είναι πίσω μου»
Τέσσερα μερόνυχτα κράτησε το μαρτύριο του Παναγιώτη Κανελλάκη ώσπου έδωσε προφορική και γραπτή κατάθεση.
14 Μαρτίου 1973
Συνεχίζω το γράψιμο στο κελλί Ν.Ο. Καταθέτω για πράγματα, για τα οποία είχα αποφασίσει να μη μιλήσω. Δεν μ’ ενδιαφέρει πια αν θα ενοχοποιήσω τον εαυτό μου. Το στρατοδικείο το βλέπω σαν λύτρωση. Μια σκέψη έχω μονάχα στο μυαλό μου. Να μην πάρω κανένα στο λαιμό μου, να μην συλληφθή κάποιος εξαιτίας μου.
Ο Δημήτρης Κανελλάκης αφέθηκε ελεύθερος, ύστερα από 147 ημέρες βασανιστηρίων, την 25η Ιουλίου 1973.
Απεβίωσε το 2009, σε ηλικία 68 ετών από ανεύρυσμα αορτής. Διετέλεσε συνιδρυτής και πρώτος πρόεδρος του ελληνικού γραφείου της Greenpeace και αντιπρόεδρος του ΟΚΑΝΑ.
Η αλήθεια είναι βόλι και δεν ταξιδεύει. Δεν μπαίνει στο χαρτί. Πώς να ιστορήσης τον τρόμο; Τον πανικό που ζη μαζί σου, κοιμάται μαζί σου και ξυπνάει πριν από σένα; Πώς να περιγράψης τον φόβο μπροστά στην υποψία πώς τα βήματα που ακούς οδηγούν στο κελλί σου; – Έρχονται πάλι για σένα – Να μιλήσης μπορείς μόνο για τ’άλλα., τα δευτερότερα, για τον σωματικό πόνο, τους εξευτελισμούς, τη δίψα, την εξάντληση, το κρύο , την αϋπνία, την απομόνωση από έξω κόσμο, την αβεβαιότητα για το μέλλον. Όμως η «φρίκη δεν κουβεντιάζεται».