Οδύσσεια Α' Γυμνασίου - Ενότητα 13η, ραψωδίες: θ, ι, στίχοι θ 550-688 & ι 1-41 - Ανάλυση

Αποστόλης Ζυμβραγάκης
0

 









1. Η σκηνή του αποχαιρετισμού Οδυσσέα-Ναυσικάς (550-66/<454-68>) μπορεί να συσχετιστεί με τον πίνακα του Λέιτον, που αποκαλύπτει τα συναισθήματα της κόρης, αλλά και με το σχόλιο 3 του ΒΜ. Ας σημειωθεί, συμπληρωματικά, η διακριτικότητα της κόρης, που δεν κρύβει όμως την ανεκπλήρωτη επιθυμία της και την επίγνωση της αρωγής που πρόσφερε στον ικέτη της, ενώ εκείνος τής εκφράζει την ειλικρινή ευγνωμοσύνη του για όσα τής χρωστάει, αλλά αυτό μόνο- ο πειρασμός της υπέροχης Ναυσικάς δεν είναι πια ικανός να τον αποπροσανατολίσει, έστω και λίγο, από τον στόχο του νόστου.

 

2. Ο Οδυσσέας και η ταυτότητά του

 

O Οδυσσέας άρχισε να αποκαλύπτει πτυχές του προσώπου του στη συνάντησή του ήδη με τη Ναυσικά (ζ 200-1) και στον «Ἀρήτης Ἀπόλογον» (ραψ. η). Στη ραψωδία θ όμως διαμορφώνονται συνθήκες που βοηθούν τον Oδυσσέα να θυμηθεί το ένδοξο τρωικό παρελθόν του, για να συνειδητοποιήσει και ο ίδιος ποιος πράγματι είναι, αλλά και για να καταξιωθεί ενώπιον των Φαιάκων, ώστε να γίνει πιστευτός όταν τους αποκαλύψει το θρυλούμενο πρόσωπό του και τον «πολυδάκρυτο νόστο του». Έτσι:

• όταν ακούει από τον αοιδό (ως τραγούδι φημισμένο μέχρι τον ουρανό) ένα επεισόδιο της τρωικής του ιστορίας, συγκινείται βαθιά, όπως δείχνει η εικόνα των στίχων θ 10 -13·

• με τη νίκη του στη δισκοβολία ξαναβρίσκει την αγωνιστική του διάθεση, θυμάται τους συμπολεμιστές του στην Τροία και καυχιέται για τις επιδόσεις του εκεί στην τοξοβολία και στον ακοντισμό (θ 221 κ.ε.)·

• το τρίτο τραγούδι του Δημόδοκου το προκαλεί ο ίδιος ο Οδυσσέας με μια διάθεση διερεύνησης αν έχει γίνει τραγούδι και το σπουδαιότερο κατόρθωμά του στην Τροία –ο «Δούρειος Ίππος»– (593-627)· και όταν το ακούει, συγκλονίζεται από τη συνάντηση αυτή με τον εαυτό του, όπως δείχνει η παρομοίωση των στίχων 628-40.

→ Εξελικτικά, λοιπόν, ο Οδυσσέας και με άνεση χρόνου, που εξασφαλίζει ψυχολογική αλήθεια, αυτοβεβαιώνεται, αλλά και εξάπτει το ενδιαφέρον των Φαιάκων για το πρόσωπό του, που δεν φαίνεται τυχαίο· και προκαλούμενος με ευγένεια από τον Aλκίνοο μέσα σε μια φιλόξενη ατμόσφαιρα εμπιστοσύνης – και με εξασφαλισμένο τον νόστο και τα δώρα – αυτοπαρουσιάζεται σ’ όλο του το μεγαλείο με δικαιολογημένη υπερηφάνεια (ι 20-1)· παρουσιάζει ως το γλυκύτερο στον κόσμο και την πατρίδα του με τα ιδιαίτερα γνωρίσματά της (ι 22 κ.ε.), που τα χρειάζονται τα αυτοματοποιημένα καράβια των Φαιάκων, για να τον πάνε εκεί γρήγορα και ακίνδυνα (θ 669 κ.ε.). Και είναι έτοιμος τώρα να εξιστορήσει τις περιπέτειές του (ι 40-1 συνεχίζοντας ουσιαστικά το τρίτο τραγούδι του Δημόδοκου, πράγμα που υπογραμμίζει την αφηγηματική δεξιοτεχνία του ποιητή.

 

3. Για τους αοιδούς

Τα γνωστά για τους αοιδούς, γενικά, και για τον Φήμιο, ειδικότερα, (α 171-2, 361-2), συμπληρώνονται τώρα με την παρουσία του Δημόδοκου σ’ όλη τη ραψωδία θ (και στην αρχή τής ι), που μας επιτρέπει να σχηματίσουμε πληρέστερη εικόνα για το πρόσωπο του αοιδού, καθώς και για τη θέση και τον ρόλο του στην κοινωνία όπου ζει. Ανιχνεύονται τα σχετικά στοιχεία:

• είναι θεῖος: «ένας θεός τού χάρισε του τραγουδιού τη χάρη», να «τέρπει τους ακροατές» (θ <43-5>, 434-6) ή να τους συγκλονίζει, όταν το τραγούδι τούς αφορά (θ 10 -13/<83-9 >, 6 8-43/<5 1-31> · πρβλ. α 378-83/<340-4>)·

• είναι ο διαλεχτός της Μούσας, το δώρο του τραγουδιού όμως το πλήρωσε με την τύφλωσή του (θ <63-4>), για να είναι, φαίνεται, αποκλειστικά θεόπνευστος στην ποιητική τέχνη·

• έχει έτσι οδηγό και βοηθό έναν κήρυκα, που τον καθίζει σε θέση τιμητική και τον περιποιείται (θ <6 -70>, <105-18>, < 61- >, 569-7 /<471-3>)·

• τραγουδά βοηθούμενος από τη Μούσα άλλοτε επιλέγοντας ο ίδιος το θέμα του τραγουδιού (θ <73> κ.ε., < 66> κ.ε.) και άλλοτε εκτελώντας παραγγελία άλλου, του Oδυσσέα εδώ (θ 593/<49 > κ.ε.)·

•  τα τραγούδια του αναφέρονται σε ἔργ᾽ ἀνδρῶν τε θεῶν τε (α 374-6/<337-8>), πράγμα που επιβεβαιώνουν τα τρία τραγούδια του Δημόδοκου, και τα τραγουδά παίζοντας τη «φόρμιγγα» / «κιθάρα»·

• ζει κοντά στους άρχοντες και η παρουσία του είναι απαραίτητη στις επίσημες εκδηλώσεις τους, όπου δέχεται τιμές και επαίνους, από τον Oδυσσέα εδώ (θ 573-81/<474-81>, 588-9 /<487-91>, ι 3-11).

Aς σημειωθεί ακόμη ότι:

Το πρώτο και το τρίτο τραγούδι του Δημόδοκου έχουν πρωταγωνιστή τον Oδυσσέα· συμπλέκονται έτσι σ’ αυτά αοιδός – Οδυσσέας – ποιητής: ο ποιητής ρυθμίζει τον ποιητικό λόγο, ο Oδυσσέας τον τροφοδοτεί και τον υποστηρίζει, ο δε πλασματικός αοιδός τον οικειοποιείται. Αυτό σημαίνει ότι όσοι έπαινοι ακούγονται από τον Oδυσσέα για τον αοιδό «ανακλώνται στον υποβολέα τους, [...] τον ποιητή της Οδύσσειας».

Για το τρίτο, ειδικότερα, τραγούδι, που αποτελεί ακριβή και σαφή περίληψη του θέματος του Δούρειου Ίππου (60 - 7/<500- 0>) ο HainsworΤh σημειώνει: «Πιθανότατα έχουμε δίκαιο να θεωρούμε μια τέτοια περίληψη ως τον πυρήνα μιας επικής ιστορίας την οποία η ἀοιδὴ πρέπει να συμπληρώσει με ενδιαφέροντα στοιχεία και χρώμα.» Και ακόμη ότι: «O Δημόδοκος επιλέγει το δικό του σημείο εκκίνησης εντός του επεισοδίου που του έχει παραγγελθεί» 10 – ἔνθεν ἑλὼν/«απ’ το σημείο κινώντας» (θ 60 /<500>)· πρβλ.: «Από όπου θες, θεά, ξεκίνα την αυτή την ιστορία» (α <10> 1 ).

 

4. Η κοινωνική, πολιτισμική και πολιτική κατάσταση της Σχερίας (με βάση κυρίως τις περιλήψεις των ραψωδιών ζ, η, θ - και με αναφορές σε μικρά αποσπάσματα της μετάφρασης):

Η κοινωνία των Φαιάκων είναι οργανωμένη με δικαιοσύνη και ευσέβεια και στραμμένη σε έργα ειρηνικά, όπως η ναυτιλία. Συνδυάζει υλική αφθονία, ανεπτυγμένη τεχνική και ζηλευτή ποιότητα ζωής. Οι Φαίακες διακρίνονται για την ευγένεια και την ιδιαίτερα φιλόξενη συμπεριφορά, που αποδίδει βέβαια τιμή στους ξένους, εμμέσως όμως υποδηλώνει το υψηλό πολιτισμικό τους επίπεδο. Με βάση τις σχέσεις των μελών της βασιλικής οικογένειας, διακρίνουμε ζηλευτές τις οικογενειακές τους σχέσεις. Η χώρα διοικείται από έναν εμπνευσμένο άνακτα, που πλαισιώνεται από άλλους δώδεκα βασιλείς στη διακυβέρνηση της χώρας (θ <390-1>). Οι πολίτες συμμετέχουν στη δημόσια ζωή (στη συνέλευση, σε ανοιχτά συμπόσια, στους αγώνες). Συγχωνεύονται, όπως φαίνεται, στο πολίτευμα των Φαιάκων στοιχεία μοναρχίας και αριστοκρατίας με ίχνη και δημοκρατίας σε μια πρωτότυπη μορφή κράτους και διακυβέρνησης.

Η υπερπολιτισμένη λοιπόν για την ομηρική εποχή Σχερία μοιάζει σχεδόν ουτοπία, ενσαρκώνει όμως, σίγουρα, το όραμα του ποιητή για την ανθρώπινη κοινωνία.

 

Αποσπάσματα από τη σχετική βιβλιογραφία / αρθογραφία

 

O Oδυσσέας ανακτά το πρόσωπό του στη Σχερία

 

«H ουτοπική Φαιακία αποδεικνύεται ο αναγκαίος σταθμός ανεφοδιασμού του ήρωα για το ταξίδι της επιστροφής· ανεφοδιασμού όμως που δεν αφορά μόνο τα πλούσια δώρα που θα του χαρίσουν οι Φαίακες [...]. O ήρωας στη Φαιακία φρεσκάρει τη μνήμη του και επανακτά την αίγλη του, ξανακερδίζει τις προϊλιαδικές και ιλιαδικές του ιδιότητες, επιβεβαιώνει την αρχοντιά και τη γοητεία του και μέσα από τους “Aπολόγους” ξαλαφρώνει την ψυχή του από τα μύρια πάθη της και τη συνείδησή του από το βάρος του χαμού των αγαπημένων του εταίρων· αποκαθίσταται ως φιλέταιρος αρχηγός και δικαιολογείται ο μοναχικός του νόστος. [...]

Εκείνο το πρωί που ξυπνά ως φιλοξενούμενος του Aλκίνοου στη Σχερία και κατευθύνεται μαζί του στην αγορά των Φαιάκων, η προστάτιδα του θεά, η Aθηνά, μητιόωσα, όπως χαρακτηριστικά αποκαλείται, υφαίνει τα σχέδια της, πώς θα κατορθώσει να αναδείξει τον ευνοούμενό της φίλον και δεινὸν και αἰδοῖον στους Φαίακες. Γι’ αυτό και καθυστερεί ως τους “Mεγάλους Aπολόγους” η αποκάλυψη της ταυτότητας του Oδυσσέα. O ήρωας πρέπει πρώτα να αποδείξει τις αρετές του, να γίνει αποδεκτός με αυτές από τους Φαίακες και μετά να αποκαλύψει την ταυτότητά του. Δεν θα μπορούσε αλλιώς να γίνει πιστευτός, γιατί δεν είναι εύκολο, την εποχή που το όνομά του έχειγίνει θρύλος (ι 20), αυτός να δηλώνει χωρίς πειστήρια ότι είναι ο Oδυσσέας. Mόνο που ο ποιητής, περισσότερο μητιόεις από την ηρωίδα του, την Aθηνά, δεν προσπαθεί να πείσει μόνο τους Φαίακες για την αξία και τις ικανότητες του Oδυσσέα, αλλά και αυτόν τον ίδιο τον ήρωα, που αυτή τη στιγμή είναι απελπισμένος και δεν φαίνεται να πιστεύει σ’ αυτές [...].

O Οδυσσέας στη Σχερία θα εγκαταλείψει την απαισιοδοξία του και θα πιστέψει στον εαυτό του [...]. Έτσι η σύστασις του Oδυσσέα στους Φαίακες αποδεικνύεται ανασύσταση. Μια ανασύσταση που κρίνεται αναγκαία από τον ποιητή ως απαραίτητο εφόδιο του Oδυσσέα για όσα πρόκειται να αντιμετωπίσει στην Ιθάκη.»

 

(Kούρφαλη και Xαραλαμπίδης, Φιλόλογος 95, σσ. 5 -4, Γ΄).

 

H σχέση των δύο ακραίων τραγουδιών του Δημόδοκου με τους «Aπολόγους»

 

«Τα δύο ακραία [...] τραγούδια του Δημόδοκου συνέχονται στην πραγματικότητα με τους επόμενους Aπολόγους, εφόσον και εκείνα αναφέρονται στον Oδυσσέα σε συμπληρωματικές όψεις του. Aν μάλιστα ισχύει η ελκυστική ερμηνεία του σχολιαστή ότι στην πρώτη αοιδή η αιτία του νείκους ανάμεσα στους αριστείς των Αχαιών αφορούσε τον τρόπο με τον οποίο θα κυριευόταν η Τροία, με την ανδρεία του Αχιλλέα ή με την ευστροφία του Oδυσσέα, η τρίτη αοιδή με το δόλο του δούρειου ίππου σφραγίζει το θρίαμβο του πρωταγωνιστή της Οδύσσειας στον τρωικό κύκλο (πριν απο την άλωση και κατά την άλωση της Τροίας), ενώ η διεξοδική απάντηση-διήγησή του καλύπτει τα μεταπολεμικά του βάσανα και πάθη (μετά την άλωση). Kατ’ επέκταση, οι αοιδές του Δημόδοκου και οι επόμενοι Aπόλογοι αποτελούν δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, σχηματίζοντας μια κλίμακα διαδοχής, στο εσωτερικό της οποίας οι πρώτες προετοιμάζουν τους δεύτερους. Όπως έχει υποδείξει ο Δ.N. Mαρωνίτης, η κλίμακα στη συγκεκριμένη περίπτωση σηματοδοτεί μια διπλή μετάβαση: α) από την αοιδή στη διήγηση· β) από τον επαγγελματία, θεόπνευστο, παραδοσιακό αοιδό στο νεοτερικό, αυτοδίδακτο αφηγητή.»

(Πόλκας, σ. 64, Γ΄).

 

3. Το πολιτισμικό επίπεδο των Φαιάκων

α. «Στη γωνία τούτη της γης που λέγεται Σχερία η ανθρωπότητα φαίνεται ότι έφτασε, επιτέλους, σε τέτοιο επίπεδο κοινωνικής και ηθικής τελειότητας, ώστε να συγχωνεύσει σε θαυμαστή ενότητα τις ποικίλες εμπειρίες που ο κόσμος είχε δώσει ως τότε. [...] Για να φτάσουν στο σημείο αυτό, οι Φαίακες έστρεψαν θαρραλέα τα νώτα στο ιδανικό του πολέμου και της επιθετικότητας, ιδανικό που αποτέλεσε τη δόξα αλλά και την αιτία της καταστροφής των αχαϊκών λαών. H Σχερία αποτελεί ουτοπία σε μυθολογικό πλαίσιο· ουτοπία όμως που είναι δημιούργημα μακρού στοχασμού πάνω σε αληθινές εμπειρίες. Aπό την άποψη αυτή η Σχερία εντάσσεται στην καθολική ανθρώπινη πραγματικότητα και φωτίζει, με τον τρόπο της, την αληθινή Ιστορία, την περασμένη, τη σύγχρονη και τη μελλοντική.» (Bλάχος, σ. 53-4, B).

β. «Έτσι, η Oυτοπία των Φαιάκων δεν παρουσιάζεται πια ως ξεχωριστό επεισόδιο μέσα σε ένα πολιτικά διαμορφωμένο κείμενο· αντίθετα, είναι ο υπέρτατος στόχος μιας αδιάκοπης αναζήτησης, στόχος που εξαγγέλλει [...] την καταπληκτική ανάπτυξη της πολιτικής σκέψης και πράξης στις δημοκρατικές Πόλεις της κλασικής περιόδου.» ( Ό.π., σ. 133).

γ. «Σε ολόκληρη την πόλη [...] απλώνεται ένα κλίμα ειρήνης, ευτυχίας και ευθυμίας, και δύσκολα ξεχωρίζει κανείς την εργασία από τη διασκέδαση και τη διασκέδαση από τις υποθέσεις του κράτους και από τη διακυβέρνηση της χώρας. Έτσι, η εμφάνιση ενός άθλιου ναυαγού, του Oδυσσέα, γίνεται αμέσως κρατική υπόθεση και χρειάζεται να συγκληθούν οι πιο υψηλοί κρατικοί λειτουργοί. Oι διαβουλεύσεις σχετικά με το θέμα αυτό διεξάγονται σε οικογενειακό κύκλο και σε επίσημα συμπόσια, κάτω από το φως των πυρσών, πριν μεταπηδήσουν σε δημόσιους χώρους για να κλείσουν τελικά μέσα στα στάδια, με αγωνίσματα, λαϊκούς χορούς και τραγούδια!» ( Ό.π., σ. 45).

δ. «H πολιτισμένη ανθρωπότητα, ωστόσο, δεν είναι έννοια που μπορεί εύκολα να καθοριστεί. Τα ομηρικά ποιήματα δεν είναι διδακτική ποίηση και έτσι δεν έχουν σκοπό να διδάξουν πώς πρέπει να είναι ο άνθρωπος και η κοινωνία, ξεκινώντας από κάποιο δογματικό ορισμό για τον πολιτισμό και την παιδεία. Το έπος θέλει να δείξει κάτω από το φως του μύθου –δηλαδή σε επίπεδο γνώσης υψηλότερο από την απλή υποκειμενική ηθική ή την καθαρά περιγραφική ανθρωπολογία– πώς πραγματικά είναι, ή θέλουν να είναι, οι άνθρωποι και η κοινωνία. Το έπος αποτελεί μια προ-επιστήμη ή μια ηθική προ-φιλοσοφία· αυτοί του οι τίτλοι είναι που εξηγούν τη θέση και τη σημασία του στην κλασική παιδεία. Από την άποψη αυτή φαίνεται απόλυτα βέβαιο πως η φανταστική παρέκβαση μέσα στο χρόνο και στο χώρο, που τόσο συχνά συναντούμε στα ομηρικά ποιήματα, δεν είναι εκδήλωση ενός απλοϊκού πνεύματος, αλλά η συνειδητή προσπάθεια που καταβάλλει ο ποιητής για να μπορέσει με αλλεπάλληλες προσεγγίσεις να εισχωρήσει στις πιο μύχιες περιοχές της ζωής του ατόμου και της ομάδας.»

(Πόλκας, σ. 36-7, Γ΄).


Αναζήτησε εύκολα το υλικό που ψάχνεις, πατώντας κλικ εδώ.


Δημοσίευση σχολίου

0Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου (0)