Την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η κροατική φασιστική υπερεθνικιστική οργάνωση Ούστασε δημιούργησε ένα από τα χειρότερα στρατόπεδα συγκέντρωσης: εκείνο του Γιασένοβατς.
Εμπνεόμενοι και στηριζόμενοι από τους Γερμανούς ναζιστές, οι Κροάτες φασίστες εξόντωσαν χιλιάδες Σέρβους, Ρομά και Εβραίους στο αποκαλούμενο “Άουσβιτς των Βαλκανίων” ή “Γιουγκοσλαβικό Άουσβιτς”.
Οι μέθοδοι που χρησιμοποίησαν ξεπέρασαν κάθε όριο, με τα εγκλήματά τους να συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πιο βάρβαρα της ιστορίας.
Οι “ένοικοι” του Γιασένοβατς
Το Γιασένοβατς ήταν ένα σύμπλεγμα 5 υπο-στρατοπέδων, συνολικής έκτασης 210 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 1941 σε μια βαλτώδη περιοχή, στη συμβολή των ποταμών Σάβας και Ούνα, κοντά στο χωριό Γιασένοβατς.
Βρισκόταν υπό την εποπτεία του λεγόμενου Ανεξάρτητου Κράτους της Κροατίας. Επρόκειτο για ένα κράτος-μαριονέτα που δημιουργήθηκε μετά την εισβολή των δυνάμεων του Άξονα στη Γιουγκοσλαβία, τον Απρίλιο του 1941.
Τα εδάφη του εκτείνονταν στην περιοχή της σύγχρονης Κροατίας και της Βοσνίας – Ερζεγοβίνης και σε ορισμένα τμήματα της Σερβίας.
Στο Γιασένοβατς, η πλειοψηφία των κρατουμένων ήταν Σέρβοι. Ακολουθούσαν οι Εβραίοι, οι Ρομά και κάποιοι πολιτικοί αντιφρονούντες.
Mε επικεφαλής τον Άντε Πάβελιτς, η Ούστασε θέσπισε φυλετικούς νόμους, στα πρότυπα εκείνων του Τρίτου Ράιχ, για να νομιμοποιήσει τις διώξεις κατά των Σέρβων, των Εβραίων και των Ρομά.
Όλοι τους χαρακτηρίστηκαν “εχθροί του κροατικού λαού”. Το μίσος, όμως, για τους Σέρβους ήταν άσβεστο, λόγω της διαφορετικής θρησκείας: οι Κροάτες καθολικοί, οι Σέρβοι ορθόδοξοι.
Όσοι Σέρβοι αρνήθηκαν να ασπαστούν τον καθολικισμό, οδηγούνταν κατευθείαν στο στρατόπεδο.
Ο Σερβοκόφτης
Σε αντίθεση με τους Γερμανούς, που χρησιμοποιούσαν θαλάμους αερίων για να εξοντώσουν τους κρατούμενους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, οι Κροάτες υιοθέτησαν πιο άμεσους τρόπους εξολόθρευσης των “εχθρών” τους: Μαχαίρωναν, τσεκούρωναν, τουφέκιζαν και χρησιμοποιούσαν βαριοπούλες.
Υπήρχε, μάλιστα, ένας σουγιάς που ονομαζόταν “Σερβοκόφτης”. Ήταν ενσωματωμένος σε ένα είδος δερμάτινου γαντιού και χρησιμοποιείτο από πολιτοφύλακες της Ούστασε για να δολοφονούν γρήγορα τους κρατούμενους.
Οι κρατούμενοι χρησιμοποιούσαν λάκκους καλυμμένους με κορμούς δέντρων σαν τουαλέτες. Πολύ συχνά, οι φρουροί τους έπνιγαν σε αυτούς τους λάκκους.
Άλλοτε πετούσαν τα πτώματά τους στον ποταμό Σάβα και άλλοτε τα άφηναν για εβδομάδες να σαπίσουν και να αποσυντεθούν. Η δυσωδία του θανάτου ήταν παντού.
Τα εγκλήματα που διέπραξαν οι Κροάτες φασίστες επεκτάθηκαν και σε γυναίκες και παιδιά, τα οποία βρίσκονταν κατά κύριο λόγο στο υποστρατόπεδο Στάρα Γκραντίσκα. Η Τζιορντάνα Φριντλάντερ, μια από τις γυναίκες κρατούμενες, περιέγραψε ένα βδελυρό θέαμα που αντίκρισε:
“Όταν μπήκα στο δωμάτιο, είδα ένα παιδί που ήταν ξαπλωμένο με το κεφάλι μέσα σε κόπρανα. Και άλλα παιδιά ήταν ξαπλωμένα το ένα πάνω στο άλλο. Πλησίασα ένα από τα κορίτσια με σκοπό να τη σηκώσω από τη λίμνη της βρωμιάς, και με κοίταξε σαν να χαμογελούσε. Ήταν ήδη νεκρή“.
Οι απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης
Οι κρατούμενοι του Γιασένοβατς έπρεπε να δουλεύουν έντεκα ώρες την ημέρα. Πολλοί πέθαναν λόγω της εξαντλητικής σωματικής εργασίας, είτε στην κατασκευή τούβλων είτε στην κατασκευή αναχωμάτων.
Οι μερίδες φαγητού που λάμβαναν ήταν ελάχιστες. Τα γεύματα ήταν συχνά μόνο βραστό νερό με πρόσθετο άμυλο. Οι κρατούμενοι αναγκάζονταν να πίνουν νερό από τον ποταμό Σάβα. Οι φρουροί ήταν ελεύθεροι να βασανίζουν κατά το δοκούν.
Έμεναν σε κακοφτιαγμένους στρατώνες, φορούσαν κουρελιασμένα ρούχα και, τον χειμώνα, πάγωναν μέχρι θανάτου. Οι μεταδοτικές ασθένειες θέριζαν, με αποτέλεσμα οι θάνατοι από τύφο, δυσεντερία, διφθερίτιδα, γρίπη και πλευρίτιδα να είναι συχνοί.
Για πολλούς ιστορικούς και μελετητές, οι πρακτικές που ακολουθήθηκαν στο Γιασένοβατς ήταν ακόμη πιο κτηνώδεις συγκριτικά με εκείνες στα γερμανικά στρατόπεδα.
Οι σαδιστές διοικητές του Γιασένοβατς
Οι διοικητές του στρατοπέδου Γιασένοβατς συναγωνίστηκαν για το ποιος θα ήταν ο πιο αδίστακτος. Mάζευαν κρατουμένους στην αυλή και διάλεγαν τυχαία μερικούς για να τους δολοφονήσουν.
Τους έκαναν διάφορες ερωτήσεις, όριζαν ποιον θα εκτελούσαν, αλλά, λίγα λεπτά αργότερα, άλλαζαν γνώμη και επέλεγαν άλλο θύμα. Οι πιο διαβόητοι ήταν οι εξής:
Ο Βιέκοσλαβ Λούμπουριτς ήταν επικεφαλής του Γραφείου III της Υπηρεσίας Επιτήρησης της Ούστασε, η οποία επέβλεπε όλα τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Λέγεται πως, κάθε φορά που επισκεπτόταν κάποιο από τα στρατόπεδα, σκότωνε προσωπικά τουλάχιστον ένα άτομο.
Βασάνιζε ψυχολογικά τους κρατούμενους, βάζοντας ένα περίστροφο στο κεφάλι τους, χωρίς να τραβάει απαραίτητα την σκανδάλη.
Σε μία περίπτωση, έστειλε κρατούμενους που έπασχαν από τύφο από το ένα υποστρατόπεδο στο άλλο προκειμένου να μεταδώσουν την ασθένεια. Γερμανικό υπόμνημα τον περιέγραψε ως μία “νευρωτική, παθολογική προσωπικότητα”.
Ο σατανικός διοικητής με την λευκή ρόμπα
Ο Λιούμπο Μίλος υπήρξε ένας ακόμη διαβόητος διοικητής του Γιασένοβατς. Συχνά ντυνόταν με λευκή ρόμπα, παριστάνοντας το γιατρό μπροστά σε άρρωστους κρατούμενους, και τους μαχαίρωνε στο λαιμό. Ακόμη, είχε εκπαιδεύσει ένα λυκόσκυλο ώστε να επιτίθεται σε κρατούμενους.
Όταν ο Κροάτης πολιτικός και φυλακισμένος του Γιασένοβατς, Βλάντκο Μάτσεκ ρώτησε τον Μίλος “εάν φοβόταν την τιμωρία του Θεού” για τις φρικαλεότητες που διέπραξε, ο τελευταίος τού απάντησε: “Ξέρω ότι θα καώ στην κόλαση για ό,τι έχω κάνει. Αλλά θα καώ για την Κροατία“.
Το 1948, καταδικάστηκε ως εγκληματίας πολέμου και θανατώθηκε δια απαγχονισμού.
Ο Μίροσλαβ Φιλίποβιτς, Φραγκισκανός μοναχός και στρατιωτικός ιερέας της Ούστασε, έγινε σύντομα ο “φόβος και ο τρόμος” του στρατοπέδου. Έλαβε από τους κρατούμενους τα προσωνύμια “Αδελφός Σατανάς” και “Ο Διάβολος του Γιασένοβατς”.
Υπό τις διαταγές του, υπολογίζεται ότι δολοφονήθηκαν 20.000 – 30.000 κρατούμενοι, στο κύριο στρατόπεδο Γιασένοβατς. Δεν δίστασε να καρφώσει ένα παιδί με στιλέτο μπροστά στα μάτια της μητέρας του. Το 1946, αφού παραδέχθηκε ορισμένα από τα εγκλήματά του, καταδικάστηκε και εκτελέστηκε με απαγχονισμό.
Ο διαγωνισμός θανάτου
Οι φρουροί στο στρατόπεδο Γιασένοβατς έφταναν σε σημείο να διασκεδάζουν με τις φρικαλεότητες που διέπρατταν. Τον Αύγουστο του 1942, πόνταραν ποιος θα έσφαζε τον μεγαλύτερο αριθμό κρατουμένων.
Νικητής του “διαγωνισμού” αναδείχθηκε ο Πετάρ Μπρζίκα, ο οποίος έκοψε τον λαιμό 1.360 θυμάτων.
Έλαβε, μάλιστα, ανταμοιβή ένα χρυσό ρολόι, ένα ψητό γουρούνι και κρασί.
Δεύτερος βγήκε ο Γιόσιπ Φριγκανόβιτς, ο οποίος σκότωσε 1.100 κρατούμενους, και τρίτος ο Άντε Ζρίνουσιτς-Σίπκα που δολοφόνησε 600 κρατούμενους.
Μάλιστα, ο Φριγκάνοβιτς έκοψε τα αυτιά και τη μύτη ενός ηλικιωμένου ιερέα που αρνήθηκε να ευλογήσει τον Άντε Πάβελιτς.
Το “Πέτρινο Λουλούδι” του Γιασένοβατς
Τον Απρίλιο του 1945, το στρατόπεδο Γιασένοβατς έκλεισε και καταστράφηκε οριστικά, σηματοδοτώντας το τέλος μίας από τις πολλές σκοτεινές σελίδες της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας ιστορίας.
Από το 1966, στο χώρο όπου βρισκόταν το κύριο στρατόπεδο, δεσπόζει το λεγόμενο “Πέτρινο Λουλούδι”, ένα μνημείο προς τιμήν των θυμάτων του Γιασένοβατς.
Μεταπολεμικά, ο αριθμός των ανθρώπων που σκοτώθηκαν στο Γιασένοβατς, μεταξύ 1941 και 1945, αποτέλεσε αντικείμενο συγκρούσεων μεταξύ Σέρβων και Κροατών. Κυμαίνεται από 30.000 έως και 1,2 εκατομμύρια, ανάλογα με το τι υποστηρίζει η κάθε πλευρά.
Ο πραγματικός αριθμός των θυμάτων είναι αδύνατο να προσδιοριστεί, διότι οι Ούστασε δεν κατέγραφαν σχολαστικά πόσους δολοφονούσαν και, στο τέλος του πολέμου, ξέθαψαν και έκαψαν πολλά πτώματα.
Σύμφωνα με το Μουσείο Μνήμης του Ολοκαυτώματος των ΗΠΑ, το καθεστώς των Ούστασε δολοφόνησε από 77.000 έως 99.000 ανθρώπους στο Γιασένοβατς. Από αυτούς, οι 45 με 52.000 ήταν Σέρβοι. Ιστορικοί δίνουν, επίσης, ένα μέγεθος της τάξεως των 80 με 100.000 θυμάτων.