Στις 6 Μαρτίου του 1981, σε μία δικαστική αίθουσα στη Δυτική Γερμανία, μία γυναίκα πυροβόλησε και σκότωσε τον βιαστή της κόρης της.
Ο κατηγορούμενος έπεσε νεκρός, έχοντας δεχτεί επτά σφαίρες στην πλάτη. Η Μαριάνε Μπάχμαϊερ καταδικάστηκε σε φυλάκιση για ανθρωποκτονία.
Η υπόθεση συγκλόνισε τη μεταπολεμική Γερμανία. Η κοινωνία διχάστηκε ανάμεσα σε εκείνους που την κατηγόρησαν για αυτοδικία και σε εκείνους που αναγνώρισαν ως δίκαιη την ανάγκη της για εκδίκηση.
Το χρονικό της υπόθεσης
Η Μαριάνε Μπάχμαϊερ (Marianne Bachmeier) γεννήθηκε σε μια οικογένεια φασιστών. Ο πατέρας της ήταν μέλος των ναζιστικών SS και λίγους μήνες μετά τη γέννησή της οι γονείς της χώρισαν. Μεγάλωσε με τη μητέρα της και στα 16 της έγινε και η ίδια μητέρα.
Στα 18 της απέκτησε τη δεύτερη κόρη της. Ωστόσο και τα δύο παιδιά δόθηκαν για υιοθεσία αμέσως μετά τη γέννησή τους, καθώς τα οικονομικά της δεν ήταν ικανά να εξασφαλίσουν ούτε τη δική της επιβίωση.
Το 1973, σε ηλικία 23 ετών, η Μαριάνε έφερε στον κόσμο το τρίτο της παιδί. Κατά τη διάρκεια της γέννας παρουσίασε σοβαρές επιπλοκές και οι γιατροί την ενημέρωσαν ότι δεν θα μπορέσει να αποκτήσει άλλο παιδί στο μέλλον. Έτσι, αποφάσισε να το κρατήσει.
Τότε ήταν ιδιοκτήτρια ενός μπαρ στο Λίμπεκ της Δυτικής Γερμανίας, όπου ζούσε, και με τα λιγοστά χρήματα που έβγαζε, πάλευε μόνη να μεγαλώσει την πολυαγαπημένη της κόρη, Άννα. Η ζωή, όμως, της επιφύλασσε μία ακόμα τραγική έκπληξη.
Στις 5 Μαΐου του 1980, η μικρή Άννα βρέθηκε νεκρή. Ήταν μόλις 7 ετών. Το σώμα της εντοπίστηκε διαμελισμένο σε ένα χαρτοκιβώτιο στην όχθη ενός γειτονικού καναλιού.
Ο χασάπης δολοφόνος
Σύμφωνα με όσα δημοσιεύτηκαν στο γερμανικό μέσο NDR, η επτάχρονη είχε κάνει κοπάνα από το σχολείο την ημέρα του θανάτου της και με κάποιο αδιευκρίνιστο τρόπο βρέθηκε στα χέρια του 35χρονου κρεοπώλη και γείτονά της, Κλάους Γκραμπόφσκι (Klaus Grabowski). Ο Γκραμπόφσκι είχε καταδικαστεί και στο παρελθόν για σεξουαλική κακοποίηση και αποπλάνηση ανήλικων κοριτσιών.
Μάλιστα, τη χρονιά που γεννήθηκε η μικρή Άννα, το 1973, του είχε επιβληθεί ποινή φυλάκισης για την απόπειρα στραγγαλισμού ενός 6χρονου κοριτσιού.
Όσο βρισκόταν στη φυλακή δέχτηκε να ευνουχιστεί και μερικά χρόνια μετά υποβλήθηκε σε ορμονοθεραπεία. Αυτή ήταν μία συνηθισμένη πρακτική που επέβαλλε η γερμανική δικαιοσύνη σε όσους καταδικάζονταν για εγκλήματα σεξουαλικής κακοποίησης, προκειμένου να αποφευχθεί η υποτροπή τους.
Μεταγενέστερες έρευνες απέδειξαν ότι η συγκεκριμένη μέθοδος δεν ήταν ούτε συμβατή με το σωφρονιστικό μοντέλο των σύγχρονων ευρωπαϊκών κρατών ούτε και αποτελεσματική. Και η περίπτωση του Γκραμπόφσκι το απέδειξε περίτρανα, αφού μερικά χρόνια μετά τον ευνουχισμό του, αποφάσισε να “χτυπήσει” ξανά.
Όπως αποδείχτηκε, το μεσημέρι της 5ης Μαΐου του 1980, ο Γκραμπόφσκι άρπαξε τη μικρή Άννα, τη μετέφερε στο σπίτι του και την κράτησε για ώρες αιχμάλωτη, μέχρι να τη στραγγαλίσει με καλσόν. Στη συνέχεια έκρυψε το άψυχο σώμα του παιδιού σε ένα χαρτοκιβώτιο και το πέταξε στην όχθη του καναλιού.
Το ίδιο βράδυ συνελήφθη, αφού η αρραβωνιαστικιά του ειδοποίησε την αστυνομία.
Η πολύκροτη δίκη
Η υπόθεση έφτασε στο δικαστήριο τον Μάρτιο του 1981. Ο Γκραμπόφσκι ομολόγησε την ενοχή του αλλά αρνήθηκε ότι κακοποίησε σεξουαλικά την μικρή Άννα. Ο ίδιος και οι συνήγοροι υπεράσπισής του έδωσαν μια διαφορετική εξήγηση για το μοιραίο συμβάν.
Ισχυρίστηκαν ότι ο Γκραμπόφσκι δολοφόνησε το κοριτσάκι, όταν αυτό προσπάθησε να τον εκβιάσει. Όπως κατέθεσε, η μικρή Άννα προσπάθησε να τον αποπλανήσει, εκείνος αρνιόταν πεισματικά και εκείνη τον απείλησε ότι αν δεν της δώσει χρήματα θα πει στη μητέρα της ότι την κακοποίησε σεξουαλικά.
Οι συνήγοροί του εξήγησαν πως η βίαιη συμπεριφορά του οφείλεται στην ορμονοθεραπεία που ακολούθησε μερικά χρόνια νωρίτερα.
Η ανατριχιαστική περιγραφή του Γκραμπόφσκι εξόργισε την Μαριάνε Μπάχμαϊερ. Τότε αποφάσισε να εκδικηθεί.
Η μητέρα του θύματος στο εδώλιο
Την τρίτη μέρα της δίκης, η Μπάχμαϊερ έκρυψε στην τσάντα της ένα πιστόλι Beretta, μπήκε στην κατάμεστη αίθουσα του δικαστηρίου και κάθισε στη θέση της. Όταν βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, στόχευσε τον φονιά της κόρης της και άνοιξε πυρ. Πυροβόλησε συνολικά οκτώ φορές.
Οι επτά σφαίρες καρφώθηκαν στην πλάτη του Γκραμπόφσκι. Σκοτώθηκε ακαριαία.
“Σκότωσε την κόρη μου… Ήθελα να τον πυροβολήσω στο πρόσωπο, αλλά τον πυροβόλησα στην πλάτη… Ελπίζω να είναι νεκρός” φέρεται να είπε μετά την πράξη της. Οι αστυνομικοί ισχυρίστηκαν ότι την άκουσαν να αποκαλεί τον Γκραμπόφσκι “γουρούνι”.
Σύντομα, η μητέρα του ανήλικου θύματος βρέθηκε να δικάζεται και αυτή για φόνο.
Κατά τη διάρκεια της δίκης της, κατέθεσε ότι πυροβόλησε τον Γκραμπόφσκι σε ένα όνειρό της και ότι έβλεπε συνεχώς οράματα της κόρης της στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ο ψυχίατρος που την εξέτασε, είπε ότι όταν της ζήτησε να του γράψει κάτι για να εκτιμήσει τον γραφικό της χαρακτήρα, εκείνη έγραψε:
“Το έκανα για σένα, Άννα” και δίπλα ζωγράφισε επτά καρδιές. Μία για κάθε χρόνο που έζησε η μικρή της κόρη.
Η ποινή της διχάζει τη χώρα
Στις 2 Νοεμβρίου 1982, η Μαριάνε Μπάχμαϊερ κρίθηκε πρωτόδικα ένοχη για φόνο εκ προμελέτης, αλλά ο εισαγγελέας απέσυρε την κατηγορία της προμελέτης.
Για τον επόμενο μήνα, όλοι, εντός και εκτός δικαστηρίου, συζητούσαν για το ενδεχόμενο να έπραξε προμελετημένα, καθώς κάτι τέτοιο θα σήμαινε ισόβια κάθειρξη. Τελικά, ο εισαγγελέας πρότεινε ποινή φυλάκισης 8 ετών.
Τέσσερις μήνες αργότερα, στις 2 Μαρτίου 1983, το δικαστήριο την έκρινε ένοχη για ανθρωποκτονία και παράνομη οπλοκατοχή, καταδικάζοντάς τη σε φυλάκιση 6 ετών, από τα οποία εξέτισε τα μισά.
Δεκαετίες αργότερα, ένας στενός φίλος της Bachmeier κατέθεσε σε ντοκιμαντέρ πως την είχε δει να κάνει εξάσκηση στη σκοποβολή στο υπόγειο του μπαρ της, λίγες μέρες πριν από τον φόνο του Γκραμπόφσκι.
Η δίκη της έλαβε την προσοχή της διεθνούς κοινής γνώμης ενώ τηλεοπτικά συνεργεία και εφημερίδες από όλη τη Γερμανία είχαν στρατοπεδεύσει έξω από το δικαστήριο για μέρες. Μόλις ανακοινώθηκε η ποινή η κοινή γνώμη της Γερμανίας χωρίστηκε στα δύο.
Άλλοι υποστήριζαν ότι πρόκειται για μια χαροκαμένη μάνα, που, θολωμένη, θέλησε να εκδικηθεί για τον βάρβαρο θάνατο της κόρης της και άλλοι την εξίσωσαν με τον Γκραμπόφσκι, ως στυγνή δολοφόνο, που υποτιμά την γερμανική δικαιοσύνη.
Σύμφωνα με έρευνα του Ινστιτούτου Allensbach, το 28% των Γερμανών έκρινε ότι η καταδίκη της σε έξι χρόνια ήταν η κατάλληλη ποινή για τις πράξεις της, το 27% θεώρησε την ποινή υπερβολικά βαριά ενώ το 25% την θεώρησε υπερβολικά ελαφριά.
Το μοιραίο τέλος
Τον Ιούνιο του 1985 η Μαριάνε Μπάχμαϊερ αποφυλακίστηκε, έχοντας εκτίσει τη μισή ποινή. Για τη μέρα της εκτέλεσης μίλησε δημόσια μόλις δύο φορές. Στο γερμανικό ραδιόφωνο το 1994 και στην τηλεόραση το 1995.
Στην τηλεοπτική της συνέντευξη παραδέχτηκε πως σκότωσε τον δολοφόνο της κόρης της έπειτα από “προσεκτική εξέταση”, ώστε να αποδώσει δικαιοσύνη για το έγκλημά του. Την επόμενη χρονιά, το 1996, διαγνώστηκε με καρκίνο στο πάγκρεας. Λίγους μήνες αργότερα πέθανε, σε ηλικία 46 ετών.
Θάφτηκε στον ίδιο τάφο με την κόρη της, Άννα, στο δημοτικό κοιμητήριο.