Το σύμφωνο «Q q» του λατινικού αλφαβήτου αντιστοιχεί σ’ ένα αρχαίο ελληνικό που χρησιμοποιούνταν στην αρχαϊκή εποχή. Αυτό δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού το λατινικό αλφάβητο είναι αντιγραφή του ετρουσκικού, και αυτό με τη σειρά του ενός πρώιμου ελληνικού.
Στα διάφορα ελληνικά αλφάβητα εκείνης της εποχής, μεταξύ του «πι» και του «ρο» υπήρχε το γράμμα «κόππα». Στο λατινικό αλφάβητο το σύμφωνο στην ίδια θέση είναι το «κιου» που έχει σύμβολο «Q q» αντίστοιχο με αυτό του «κόππα» «ϙ». Επίσης, έχουν παρόμοια προφορά.
Γιατί οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δύο «κ»;
Το ελληνικό σύμφωνο κόππα ή ϙόππα ηχητικά ήταν ισοδύναμο με το κάππα. Όμως, γιατί οι Έλληνες στην αρχαϊκή εποχή είχαν δύο διαφορετικά σύμφωνα με ουσιαστικά τον ίδιο ήχο; Μήπως αυτό ήταν υπερβολικό;
Όχι, σύμφωνα με τους φιλολόγους αφού το «κόππα» χρησιμοποιούταν στη γραφή για να δηλώσει το άηχο κλειστό υπερωικό σύμφωνο «κ» σε μία λέξη, δηλαδή πριν από το όμικρον και το ύψιλον, ενώ το κάππα έκανε το ίδιο για το άηχο κλειστό ουρανικό σύμφωνο.
Οι περισσότεροι σύγχρονοι Έλληνες δεν είναι εξοικειωμένοι με τους παραπάνω φιλολογικούς όρους. Όμως, ακόμη και σήμερα στη νεοελληνική το «κ» χρησιμοποιείται ως άηχο κλειστό υπερωικό σύμφωνο, αλλά και ως άηχο κλειστό ουρανικό σύμφωνο, όπως έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες.
Αυτό δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει αφού η νεοελληνική είναι εξέλιξη των αρχαιότερων μορφών της ελληνικής, και όχι άλλη γλώσσα.
Έτσι σήμερα η προφορά του «κ» σε λέξεις όπως κ-ίνημα ή κ-ενό είναι ελαφρώς διαφορετική από την προφορά του ίδιου γράμματος σε λέξεις όπως κ-όσμος ή α-κ-ούω. Στη δεύτερη περίπτωση, το «κ» είναι «λαρυγγικό», όπως και το κόππα στην αρχαιότητα.
Αυτή η διαφορά στην προφορά του κάππα που υπάρχει ακόμη σήμερα, αλλά που ποτέ δεν προσέχουμε στον προφορικό λόγο, οι αρχαίοι Έλληνες την αποτύπωσαν στο γραπτό λόγο κάνοντας χρήση δύο διαφορετικών συμφώνων.
Έτσι, σε ελληνικές επιγραφές της αρχαϊκής περιόδου, καλός γράφεται με κάππα, αλλά ο κόραξ με κόππα και έτσι είναι ϙόραξ και το ίδιο ισχύει και για τη λέξη λήϙυθος.
Το «κόππα» που έγινε «κιού» στην Ιταλία
Το κόππα υπήρχε ήδη στα πρώτα ελληνικά αλφάβητα από τον 9ο -8ο αιώνα π.Χ. Ένα απ’ αυτά ήταν και το ευβοϊκό.
Στα μέσα του 8ου αιώνα π. Χ. οι πρώτοι Έλληνες που ίδρυσαν αποικίες στην Ιταλία ήταν Ευβοείς, στη Κύμη (Cumae) της Καμπανίας και τη νήσο Πιθηκούσσαι (Ίσχια) στο Τυρρηνικό Πέλαγος.
Οι Ετρούσκοι που κατοικούσαν στην Ιταλία ήλθαν σε επαφή με αυτούς τους Έλληνες και ανάμεσα στα πολλά στοιχεία πολιτισμού που πήραν απ’ αυτούς ήταν και το αλφάβητό τους.
Η Ρώμη και οι άλλες πόλεις στην περιοχή του Λάτιου στην κεντρική Ιταλία βρίσκονταν τότε υπό την εξουσία των Ετρούσκων. Μάλιστα, σύμφωνα με την πρώιμη ρωμαϊκή ιστορία, που παρά τους πολλούς μύθους και θρύλους που συμπεριλαμβάνει, έχει μία ρεαλιστική βάση, για αιώνες την πόλη κυβερνούσαν Ετρούσκοι βασιλείς.
Έτσι, το αλφάβητο της κεντρικής Ιταλίας που έγινε γνωστό ως «λατινικό», ήταν το ετρουσκικό, δηλαδή το ελληνικό της Εύβοιας.
Το πρώιμο λατινικό αλφάβητο, που πρωτοεμφανίζεται στην αρχαϊκή εποχή γύρω στο 600 π.Χ., υιοθέτησε 21 από τα 26 γράμματα του ετρουσκικού αλφαβήτου. Βέβαια, μέσα στους επόμενους αιώνες το λατινικό αλφάβητο υιοθέτησε μερικά ακόμη γράμματα και απέρριψε άλλα.
Όμως, το κόππα υιοθετήθηκε από τους Ρωμαίους ήδη από με το πρώτο τους αλφάβητο. Το πρόφεραν κιού και έκαναν συχνή χρήση του στον γραπτό τους λόγο.
Γιατί το κόππα καταργήθηκε από το ελληνικό αλφάβητο
Την εποχή που Ετρούσκοι, Ρωμαίοι και οι άλλοι ιταλικού λαοί χρησιμοποιούσαν το κόππα, στην Ελλάδα η χρήση του γινόταν σπανιότερη. Αν και έχουμε επιγραφές με το κόππα ακόμη και στην κλασική εποχή, από τα μέσα του 6ου αι. π. Χ. και μετά, το συναντάμε όλο και πιο περιορισμένα.
Εκτός από το κόππα, το ίδιο ίσχυε και για κάποια άλλα σύμφωνα των ελληνικών αρχαϊκών αλφαβήτων, όπως για παράδειγμα το «δίγαμμα»
Φαίνεται ότι οι περισσότεροι Έλληνες απλά αποφάσισαν να μην δηλώνουν στο γραπτό λόγο τη διαφορά στην προφορά μεταξύ του κάππα και του κόππα. Έτσι, το κάππα χρησιμοποιούνταν κατά κόρον εκεί που θα έπρεπε κανονικά να υπάρχει κόππα.
Η ουσιαστική κατάργηση του κόππα έγινε και τυπική το 403 π. Χ. στην Αθήνα.
Τότε υιοθετήθηκε επίσημα το αλφάβητο με τα 24 γράμματα που χρησιμοποιούνταν από Ιωνικές πόλεις. Σε αυτό δεν υπάρχει το κόππα. Ήταν ουσιαστικά το τέλος της χρήσης του στην Ελλάδα ως γράμμα, αφού σε μερικές δεκαετίες το αλφάβητο αυτό είχε αντικαταστήσει σχεδόν όλα τα τοπικά αλφάβητα στον ελληνικό κόσμο.
Το σύμβολο του κόππα, αλλά λίγο παραλλαγμένο με τη μορφή κεραυνού, διατηρήθηκε μόνο ως ελληνικό αριθμητικό σύμβολο για το 90.
Αξίζει εδώ να επισημανθεί ότι το ελληνικό αλφάβητο, που υιοθετήθηκε από την Αθηναίους το 403 π.Χ. και στη συνέχεια απ’ όλους τους υπόλοιπους Έλληνες, είναι το παλαιότερο στον κόσμο που έχει συνεχή χρήση μέχρι και σήμερα, και δεν έχει υποστεί καμία αλλαγή όσον αφορά τα γράμματά του.
«Οὐδὲ ϙόππα γιγνώσκων»
Η κατάργηση ενός συμφώνου, όπως το κόππα, που δήλωνε μικρή διαφορά στην προφορά σε σχέση με ένα άλλο σύμφωνο που τελικά επικράτησε μόνο του, σημαίνει απλοποίηση της γλώσσας. Ένας βασικός λόγος γι’ αυτό ήταν ότι από τον 6ο αιώνα π. Χ. και μετά, η ελληνική γλώσσα, και ιδιαίτερα η ιωνική διάλεκτος, γνώρισε μεγάλη διάδοση.
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξελιχθεί σε μία πιο απλή μορφή, που φαίνεται με την εξέλιξη της αττικής διαλέκτου από την ιωνική τον 5ο αιώνα π. Χ.
Κάτι αντίστοιχο παρατηρούμε και στην ελληνιστική εποχή, όπου η ελληνική γλώσσα, με τη μορφή της αττικής διαλέκτου, χρησιμοποιούταν από εκατομμύρια μη Έλληνες στην Ανατολή. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος γιατί ήδη από την πρώιμη ρωμαϊκή εποχή, η αττική είχε αντικατασταθεί από μία απλούστερη μορφή της ελληνικής γλώσσας που ήταν η «Κοινή», και στην οποία γράφτηκε η Καινή Διαθήκη.
Αυτές οι αλλαγές στη γλώσσα δεν άρεσαν στους μορφωμένους που έτειναν να διατηρούν την παλαιότερη μορφή του γραπτού λόγου. Έτσι για παράδειγμα, στην πρώιμη ρωμαϊκή εποχή, πολλοί Έλληνες λόγιοι από αντίδραση στην «Κοινή» έγραφαν τα έργα τους στην αττική, αν και είχε πάψει προ πολλού να χρησιμοποιείται στην καθημερινότητα.
Μία από τις παλαιότερες διαμάχες γύρω από το ζήτημα της γλώσσας αφορούσε το κόππα. Στην κλασική εποχή, οι μορφωμένοι συνέχισαν να χρησιμοποιούν με ευλάβεια το γράμμα αυτό στο γραπτό τους λόγο, αντιδρώντας στην κατάργησή του.
Μάλιστα, χαρακτήριζαν ως «αμόρφωτους» όσους δεν το έκαναν, με αποτέλεσμα να βγει η παροιμιώδης φράση «Οὐδὲ ϙόππα γιγνώσκων», σαν να λέμε σήμερα «ξύλο απελέκητο».
Ήταν κάτι αντίστοιχο με την έκφραση «μαλλιαρή» πού πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα οι οπαδοί της καθαρεύουσας θα «στόλιζαν» τη δημοτική και τους οπαδούς της.
Κωνσταντίνος Λαγός, https://www.mixanitouxronou.gr/