Στα μέσα της δεκαετίας του 1950, η ιστορία της Σπυριδούλας Ράπτη συγκλόνισε την Ελλάδα, προκάλεσε πρωτοφανές ενδιαφέρον σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και ανέδειξε ένα… λαϊκό ίνδαλμα…
Η υπόθεση αυτή, μολονότι δεν αφορούσε σε κάποια στυγερή δολοφονία, παραμένει μία από τις χαρακτηριστικότερες στα ποινικά χρονικά της μετεμφυλιακής περιόδου -εμβληματική, επίσης, σχετικά με τα ήθη και τις συνήθειες της εποχής, αλλά και την «ιδιοσυγκρασία» του κοινωνικού σώματος- ενώ μισό αιώνα αργότερα δεν είναι λίγοι εκείνοι που εξακολουθούν να θυμούνται την περιπέτειά της…
Οι γιατροί του Τζάνειου Νοσοκομείου στον Πειραιά έμειναν άναυδοι με το θέαμα που αντιμετώπισαν στις 8 το πρωί της Πέμπτης 4 Αυγούστου 1955. Μπροστά τους στεκόταν, τυλιγμένη σε μια μπλε κουβέρτα, η 12χρονη Σπυριδούλα Ράπτη, με περίεργα σημάδια στο πρόσωπο και τρομαγμένη έκφραση στα μάτια. Η Σπυριδούλα εργαζόταν, τα τελευταία δύο χρόνια, ως υπηρέτρια στο σπίτι του ζεύγους Γιώργου και Αντιγόνης Βεϊζαδέ, στην Καλλίπολη του Πειραιά. Η Αντ. Βεϊζαδέ, μια έντονα θρησκευόμενη γυναίκα και μητέρα ενός κοριτσιού 2,5 ετών, που συνόδευε την Σπυριδούλα, εξήγησε πως η μικρή κάηκε όταν έπεσε πάνω της μια κατσαρόλα με καυτό νερό.
Οι γιατροί αφαίρεσαν την κουβέρτα και διαπίστωσαν πως πολλά σημεία του σώματός της έφεραν εκτεταμένα εγκαύματα, τα οποία είχαν «ζωή» τουλάχιστον δύο ημερών και υπήρχε κίνδυνος να μολυνθούν. Επιπλέον, η Σπυριδούλα παρουσίαζε υψηλό πυρετό και είχε έντονους πόνους. Αμέσως, την τοποθέτησαν γυμνή σε ειδικό κρεβάτι με ξύλινο σκελετό σκεπασμένο με κουβέρτες, καθώς τα σεντόνια κολλούσαν στις πληγές της, ενώ παράλληλα της παρείχαν διαρκώς ορούς. Η Αντ. Βεϊζαδέ ρώτησε τους γιατρούς αν θα μπορούσε να μείνει κοντά στην 12χρονη και τις δύο επόμενες ημέρες την επισκεπτόταν τακτικά στο δωμάτιό της, φέρνοντας φαγητά, φρούτα και φάρμακα.
Το βράδυ της Παρασκευής, όταν η κατάσταση της Σπυριδούλας είχε βελτιωθεί και η ίδια ήταν σε θέση να μιλήσει, η νοσοκόμος Φ. Λέκκα ζήτησε το ιστορικό της. Η Σπυριδούλα, αρχικώς, επανέλαβε την ιστορία με το καυτό νερό αλλά λίγο αργότερα, απαλλαγμένη και από το φόβο της παρουσίας της Αντ. Βεϊζαδέ, αποκάλυψε την αλήθεια, που γέμισε φρίκη τόσο την Φ. Λέκκα, όσο και τους γιατρούς οι οποίοι ενημερώθηκαν αμέσως μετά.
Με το σίδερο…
Ο Γ. Βεϊζαδές, συνιδιοκτήτης του νυκτερινού κέντρου (καμπαρέ) «Τζων Μπουλ» στην περιοχή της Τρούμπας του Πειραιά, συναλλασσόταν τακτικά με αξιωματικούς και ναύτες από τα αμερικανικά πλοία που, κατά καιρούς, προσόρμιζαν στο Φάληρο και το λιμάνι της πόλης, οι οποίοι σύχναζαν το μαγαζί του. Το βράδυ της 31ης Ιουλίου, διαπίστωσε πως έλειπε από την ντουλάπα του σπιτιού ένα χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων, σημαντικό ποσό εκείνη την εποχή.
Υπέθεσε πως υπεύθυνη για την απώλεια αυτή ήταν η Σπυριδούλα. Αυτή το αρνήθηκε, αλλά οι Βεϊζαδέ επέμειναν και μάλιστα άρχισαν να την κτυπούν με τα χέρια και ένα ξύλινο αντικείμενο.
Το επόμενο πρωί, επανήλθαν στις απαιτήσεις τους, αλλά η Σπυριδούλα απαντούσε σταθερά πως δεν είχε ιδέα. Τότε, ο Γ. Βεϊζαδές την απείλησε πως αν δεν ομολογήσει με τη θέλησή της «έχει ένα μέσο που θα την κάνει να μιλήσει». Το βλέμμα της Σπυριδούλας έπεσε πάνω στο τραπέζι του σαλονιού, το οποίο αν και δεν ήταν στρωμένο για σιδέρωμα, εντούτοις το ηλεκτρικό σίδερο ήταν στην πρίζα και ζεσταινόταν.
Μαζί με τη σύζυγό του την έγδυσαν και με τη βία την έδεσαν ανάσκελα, πάνω στο μεγάλο τραπέζι του σαλονιού. Η Αντ. Βεϊζαδέ την κράτησε από τους ώμους, ενώ ο άντρας της πήρε το πυρακτωμένο σίδερο και το ακούμπησε στα γυμνά πόδια της Σπυριδούλας. Αυτή ούρλιαξε από τον πόνο και η Αντ. Βεϊζαδέ, για να μην ακούγεται, της έβαλε ένα πανί στο στόμα. Ο Γ. Βεϊζαδές ζήτησε ξανά να του αποκαλύψει πού είχε κρύψει τα χρήματα, αλλά η Σπυριδούλα προσπαθούσε να τους πείσει πως δεν ήξερε για τί πράγμα της μιλούσαν.
Κατόπιν, της έκαψαν τα χέρια, ενώ ο Γ. Βεϊζαδές επαναλάμβανε πως θα την έκαιγαν ολόκληρη αν δεν τους έλεγε το σημείο όπου βρίσκονταν τα λεφτά. Επί 36 ώρες, ο Γ. Βεϊζαδές με τη βοήθεια της γυναίκας του, έκαιγε διαδοχικά με το καυτό σίδερο, το σώμα και την πλάτη της Σπυριδούλας. Όταν η Σπυριδούλα λιποθυμούσε από τους πόνους, η κακοποίηση σταματούσε, αλλά μόλις η μικρή συνερχόταν, άρχιζε ξανά. Το βράδυ της Τρίτης, η κατάσταση είχε ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Το ζεύγος Βεϊζαδέ σταμάτησε και κλείδωσε την Σπυριδούλα στο δωμάτιό της, χωρίς να της δώσει όλο αυτό το διάστημα φαΐ και νερό.
Η Σπυριδούλα έμεινε σ’ αυτή την κατάσταση όλη την Τετάρτη. Τα εγκαύματά της ήταν τρομερά και η ίδια σφάδαζε από τους πόνους. Το ζεύγος Βεϊζαδέ φοβήθηκε πως υπήρχε κίνδυνος να πεθάνει στο σπίτι και έτσι, το πρωί της Πέμπτης, την μετέφεραν στο νοσοκομείο, «εφευρίσκοντας» την εκδοχή του καυτού νερού. Επιπλέον, την απείλησαν να μην μιλήσει γιατί «θα την έκαιγαν με βενζίνη». Σημειώνεται πως, σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής «από ημερών κατά τις μεσημβρινές ώρες ακούγονταν από ένα σπίτι στο τέρμα της οδού Αλικαρνασσού πνιγμένα ουρλιάσματα πόνου. Ήταν οι σπαρακτικές φωνές ενός παιδιού. Μετά ακούγονταν ένα κλάμα και στη συνέχεια και πάλι υπόκωφες σπαρακτικές κραυγές. Οι περίοικοι, όπως ήταν φυσικό, άρχισαν να ανησυχούν και να αναρωτιούνται τι συνέβαινε μέσα σ’ αυτό το σπίτι (…). Ωστόσο, κανείς από τους γείτονες δεν σκέφτηκε κάτι κακό, γιατί τόσο η σύζυγος του Βεϊζαδέ όσο και ο ίδιος δεν έδειχναν καμία ανησυχία και νευρικότητα. (…)» (εφημερίδα «Ακρόπολις» – Κυριακή 7 Αυγούστου 1955). Εξάλλου, ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ «στη γειτονιά έδιναν την εντύπωση ενός αρμονικού ζευγαριού, που ήταν αφοσιωμένο στην ανατροφή του μικρού κοριτσιού του. Το έπαιρναν διαρκώς μαζί, συνεχώς έβγαιναν και διασκέδαζαν και ο Βεϊζαδές έδειχνε ότι λάτρευε τη σύζυγό του» (εφημερίδα «Η Απογευματινή» – Πέμπτη 11 Αυγούστου 1955).
Η Σπυριδούλα με εμφανή τα σημάδια από τα εγκαύματα που της προκάλεσαν οι Βεϊζαδέ
Μόλις οι γιατροί πληροφορήθηκαν όσα είχε αποκαλύψει η Σπυριδούλα ειδοποίησαν, με απόλυτη μυστικότητα, την αστυνομία. Στο νοσοκομείο στάλθηκε ένας αστυνομικός, με πολιτική περιβολή, ο οποίος την επόμενη ημέρα συνέλαβε την Αντ. Βεϊζαδέ, όταν αυτή έφτασε στο νοσοκομείο, φέρνοντας φαγητό για την Σπυριδούλα. Αρχικώς, επέμεινε στην εκδοχή του καυτού νερού, αλλά αργότερα ομολόγησε την πράξη της, υποστηρίζοντας ωστόσο πως επρόκειτο για ατύχημα. Επιπλέον, προσπάθησε να απαλλάξει τον άντρα της από τις κατηγορίες, λέγοντας πως την ώρα του περιστατικού έλειπε από το σπίτι. «Ήμουν μόνη στο σπίτι και ενώ σιδέρωνα το απόγευμα της Τετάρτης μπήκε στο δωμάτιο η Σπυριδούλα» υποστήριξε ενώπιον του ανακριτή. «Μόλις την είδα εκνευρίστηκα γιατί επί μέρες με παίδευε για να μου υποδείξη το σημείο που είχε κρύψει το χαρτονόμισμα. (…) Μέσα στον εκνευρισμό μου την έπιασα από το χέρι, την τράβηξα κοντά μου, σήκωσα το ηλεκτρικό σίδερο πάνω της και τη φοβέρισα. Της είπα να μου πει που είχε το χαρτονόμισμα γιατί θα την έκαιγα. Αυτή έβαλε τα κλάματα και τις φωνές και χύθηκε πάνω μου για να μου πάρει το σίδερο (…). Ακολούθησε πάλη και σε μια στιγμή, η μικρή έπεσε κάτω και πάνω της το σίδερο. Έτσι έγιναν τα εγκαύματα που έχει στο κορμί της. Εγώ δεν της ακούμπησα το σίδερο. Και εγώ και ο άνδρας μου πάντοτε την κοιτάζαμε. Δεν της έλειπε τίποτα και φροντίζαμε να μην την κουράζουμε με πολλές δουλειές. (…) Η Σπυριδούλα είναι ένα πονηρό και ευφάνταστο κορίτσι. Όλα αυτά που λέει είναι ψέματα, φανταστικά».
Από την πλευρά του, και ο Γ. Βεϊζαδές ισχυρίστηκε ότι ήταν εντελώς αμέτοχος στον βασανισμό της Σπυριδούλας. Στον ανακριτή δήλωσε πως «όταν έγινε το κακό, δεν ήμουνα σπίτι. Όταν γύρισα έμαθα από τη γυναίκα μου τα συμβάντα. Φαίνεται ότι η γυναίκα μου είχε εκνευρισθεί διότι η μικρή την κορόιδευε επί μέρες και ενώ ομολόγησε ότι αυτή είχε κλέψει το χαρτονόμισμα των 50 δολαρίων, δεν της υπεδείκνυε το μέρος που το είχε κρύψει. Μόλις είδα σε τι κατάσταση βρισκόταν η μικρή, έσπευσα να την μεταφέρω στο νοσοκομείο. Αν είχα κάνει κακό, θα την πήγαινα σε κλινική ή θα την νοσήλευα στο σπίτι;» (και οι δύο απολογίες, που δόθηκαν το πρωί της Τρίτης 9 Αυγούστου, δημοσιεύτηκαν στις αθηναϊκές εφημερίδες την επόμενη ημέρα).
Ο Γιώργος Βεϊζαδές (αριστερά) και η σύζυγός του Αντιγόνη προσάγονται
στον ανακριτή για να απολογηθούν για τις πράξεις τους
Ωστόσο, ο ιατροδικαστής Συλλάνταβος, ο οποίος εξέτασε τα τραύματα, διέψευσε τους ισχυρισμούς του ζεύγους Βεϊζαδέ. Σε δηλώσεις τους προς τους δημοσιογράφους το απόγευμα της 9ης Αυγούστου ανέφερε ότι η Σπυριδούλα έφερε εγκαύματα 1ου, 2ου και 3ου βαθμού στο πρόσωπο, τον τράχηλο, το θώρακα, την κοιλιά και τα άνω και κάτω άκρα, καθώς και εκχυμώσεις στο μέτωπο, τα βλέφαρα, τους μηρούς και τις κνήμες, ενώ στην έκθεση που συνέταξε τις επόμενες μέρες και υπέβαλε στην εισαγγελία Πειραιά κατέληγε χαρακτηριστικά: «Τα εγκαύματα έχουν επάλληλον διάταξιν κλιμακοειδούς τύπου και καλύπτουν το 60-65% της επιφανείας του σώματός της. Ίνα προξενηθούν τα εγκαύματα τούτα, το θύμα καθηλώθη υπό δύο αλληλοβοηθουμένων προσώπων».
Ο Γιώργος και η Αντιγόνη Βεϊζαδέ παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία της πρόκλησης «βαριών σωματικών βλαβών» και προφυλακίστηκαν στις φυλακές των Βούρλων και Αβέρωφ, αντιστοίχως. Επισημαίνεται πως, περίπου, ένα μήνα νωρίτερα -στις 17 Ιουλίου- από τις φυλακές των Βούρλων είχαν αποδράσει 27 στελέχη του, παράνομου τότε, Κ.Κ.Ε., απόδραση η οποία έκτοτε θεωρείται η θρυλικότερη στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
Το Σάββατο 6 Αυγούστου, η Σπυριδούλα είχε μια ολιγόλεπτη συνομιλία με τους δημοσιογράφους, στους οποίους μεταξύ άλλων είπε: «Είμαι από την Ματαράγκα του Αγρινίου. Οι γονείς μου έχουν ακόμα άλλα επτά παιδιά. Ήρθε η Αντιγόνη Βεϊζαδέ στην Ματαράγκα και ζητούσε να πάρει ένα μικρό κοριτσάκι για να προσέχει το μωρό της και να την βοηθάει λίγο στο σπίτι. Δήλωνε ότι το κοριτσάκι που θα την ακολουθήσει θα κάνει την τύχη του και δεν θα το ξεχωρίζει από το δικό της παιδί. Οι γονείς μου είναι φτωχοί άνθρωποι και έτσι ξεγελάσθηκαν και με έδωσαν. Έμεινα μαζί τους δύο χρόνια. Φρόντιζα το παιδί, καθάριζα, σφουγγάριζα, έπλενα, κουβάλαγα τα ψώνια του σπιτιού (…). Έκανα υπομονή και δε μιλούσα. Το αφεντικό μου, ο Γιώργος Βεϊζαδές δούλευε σε μπαρ. Περνούσαν καλά στο σπίτι. (…)» (εφημερίδα «Ακρόπολις» – Κυριακή 7 Αυγούστου 1955).
Η Σπυριδούλα και (δεξιά) η μητέρα της
Τις επόμενες ημέρες, έφτασαν στον Πειραιά οι συντετριμμένοι γονείς της Σπυριδούλας, καθώς και μερικά από τα αδέλφια της για να της συμπαρασταθούν. Το Σάββατο 13 Αυγούστου, ο πατέρας της Κώστας, θα μιλήσει στους δημοσιογράφους για τη γνωριμία της οικογένειας Ράπτη με το ζεύγος Βεϊζαδέ και θα δώσει την εκδοχή του για τα γεγονότα που μεσολάβησαν ως τον Αύγουστο του 1955:
«(…) Τους Βεϊζαδέ τους ξέραμε. Είχαν μείνει σε φιλικά σπίτια (σ.σ.: στο χωριό Ματαράγκα). Έπειτα, μου μίλησαν και οι δύο πάρα πολύ. Μου υποσχέθηκαν ότι θα ευτυχήσει το παιδί μου. Εμείς είμαστε φτωχοί άνθρωποι, εγώ συνταξιούχος χωροφύλακας. Με ξεγέλασαν. Μου είπαν ότι και οι δύο είναι τραπεζικοί υπάλληλοι και ότι κοντά στο δικό τους παιδί θα έχουν και το δικό μας, σαν πιο μεγάλη αδελφούλα του. Μάλιστα, εκείνη μας έδωσε και 80 δρχ. για τα έξοδα του παιδιού. Μου είπαν ότι, αν έρθω στον Πειραιά, δεν θα το γνωρίσω…
»Όταν έφυγε η Σπυριδούλα, είχαμε τακτική αλληλογραφία. Μου γράφανε και οι δυο τους πως το παιδί είναι μια χαρά. Μα έπρεπε, λίγο, να το αφήσουμε μόνο του για να συνηθίσει στα ξένα χέρια. Έκανα ένα χρόνο να το δω. Πήγα, τέλος, και κτύπησα την πόρτα τους. Άνοιξε το μικρό και πήδηξε με λαχτάρα στην αγκαλιά μου. Το είδα αδύνατο και χλωμό, αλλά η Βεϊζαδέ μου είπε πως φταίει η αλλαγή του κλίματος και ότι αγωνίζονται να το ταΐσουν αλλά αυτό δεν τρώει όσο ένα παιδί. Καμιά κακή σκέψη δεν πέρασε από το μυαλό μου…
»Αυτή η ίδια σκηνή επαναλαμβανόταν κάθε φορά που πήγαινα στο σπίτι των Βεϊζαδέ. Ποτέ δεν με άφηναν να δω μόνο του το παιδί. Κάθε φορά το έβλεπα πιο κουρασμένο, πιο αδύνατο.
»Πριν από τρεις μήνες, ήρθα πάλι και το είδα σπίτι τους. Μου έδωσαν 80 δρχ., ένα παλιό πουκάμισο και ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια. Ήταν μεσημέρι και με κάλεσαν να φάω μαζί τους. Φώναξαν και την Σπυριδούλα. Έτρωγε με βουλιμία. Δεν προλάβαιναν να της γεμίζουν το πιάτο με φαΐ και αυτή το εξαφάνιζε. Η Βεϊζαδέ μου είπε πως τον τελευταίο καιρό της είχε ανοίξει η όρεξη. Ωστόσο, όπως μου είπε σήμερα το παιδί, αυτή ήταν η μοναδική φορά που έφαγε όσο ήθελε. Τις άλλες φορές σηκωνόταν από το τραπέζι πεινασμένη, αφού πρώτα έκανε όλες τις δουλειές του σπιτιού» (αθηναϊκές εφημερίδες – Κυριακή 14 Αυγούστου 1955).