Ο Όσκαρ Ουάιλντ έσβησε στην εξορία, μακριά από τους φίλους, την οικογένεια και όσους αγαπούσε. Η αιτία ήταν ένας παράνομος έρωτας.
Το καλοκαίρι του 1891, ο 37χρονος Όσκαρ Ουάιλντ γνώρισε τον κατά δεκαέξι χρόνια νεότερό του, Λόρδο Άλφρεντ Ντάγκλας. Είχε μόλις κυκλοφορήσει ένα από τα σημαντικότερα έργα του λογοτέχνη, το “Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι” και ο νεαρός Λόρδος ήταν τεράστιος θαυμαστής του. Η σχέση τους ήταν απολαυστική γι΄ αυτούς και ενοχλητική για όλους τους άλλους.
Το δέσιμο των δύο αντρών κράτησε έως το 1895, όταν ο πατέρας του Άλφρεντ αποφάσισε να βάλει τέλος στη σχέση, την οποία ο ίδιος και η κοινωνία χαρακτήριζαν ανήθικη.
Ο Μαρκήσιος του Κουίνσμπερι, ο πατέρας του Λόρδου Άλφρεντ, σύχναζε στο ίδιο κλαμπ με τον λογοτέχνη. Για να ξεμπροστιάσει λοιπόν τις προσωπικές προτιμήσεις του Ουάιλντ, άφησε μια κάρτα στον μπάτλερ που έγραφε: «Προς τον Όσκαρ Ουάιλντ, τον σοδομίτη».
Ο σοδομισμός στην Αγγλία ήταν παράνομος και η τιμωρία μπορούσε να είναι ακόμα και ο θάνατος.
Η δημόσια κατηγορία του Μαρκήσιου σήμαινε ότι ο Ουάιλντ είχε δύο επιλογές: είτε να φύγει απ’ την Αγγλία για όσο χρόνο χρειαζόταν να ξεχαστεί το σκάνδαλο είτε να έμενε και να ξεκινούσε δικαστική μάχη με τον κατήγορο, ελπίζοντας ότι θα αθωωθεί. Ο ποιητής επέλεξε το δεύτερο.
Έκανε μήνυση στον Μαρκήσιο για δυσφήμιση. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι ο Ουάιλντ είχε πράγματι ερωτικές σχέσεις με άντρες και αν αυτό αποδεικνυόταν, η κατηγορία για δυσφήμιση δεν θα έστεκε. Ο Ουάιλντ αποφάσισε να αποσύρει τη μήνυση, αλλά πείστηκε από τον Λόρδο Άλφρεντ να διωχθεί ο πατέρας του.
Η δίκη του Μαρκήσιου για δυσφήμιση
Στις 3 Απριλίου του 1895 ξεκίνησε η δίκη του Μαρκήσιου του Κουίνσμπερι για δυσφήμιση κατά του Όσκαρ Ουάιλντ. Τα πράγματα δεν πήγαν καλά για τον λογοτέχνη.
Το «Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι», το οποίο είχε δεχτεί έντονη κριτική για τις αναφορές σε ομοφυλοφιλικές σχέσεις μεταξύ αντρών, χρησιμοποιήθηκε εναντίον του.
Το ίδιο και πολλές φήμες που κυκλοφορούσαν σχετικά με προηγούμενους αγαπημένους του Ουάιλντ.
Η εξέλιξη ήταν πολύ άσχημη για τον ταλαντούχο συγγραφέα, καθώς εκδόθηκε ένταλμα σύλληψής του, με τις κατηγορίες του σοδομισμού και άσεμνης συμπεριφοράς.
Τότε δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Evening News» κείμενο του Ουάιλντ, που έλεγε ότι δεν μπορούσε να κερδίσει τη δίκη χωρίς να βάλει τον Λόρδο Άλφρεντ αντιμέτωπο με τον πατέρα του, αλλά από σεβασμό επέλεξε να μην το κάνει.
Με την έκδοση του εντάλματος, ο Ουάιλντ βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα. Οι φίλοι του τον προέτρεπαν να φύγει από την Αγγλία, αλλά η μητέρα του του είπε να κάτσει και να πολεμήσει σαν άντρας. Έτσι κι έκανε.
Η δίκη για «την αγάπη που δεν τολμά να φανερωθεί»
Η δίκη ξεκίνησε στις 26 Απριλίου του 1895, αλλά αυτή τη φορά, ο Ουάιλντ βρισκόταν στη θέση του κατηγορουμένου.
Κάποια στιγμή αναφέρθηκε το ποίημα «Δύο Αγάπες», που είχε γράψει ο Λόρδος Άλφρεντ. Τελευταίες λέξεις ήταν «Είμαι η αγάπη που δεν τολμά να φανερωθεί». Ο Ουάιλντ, που απολογούνταν, ρωτήθηκε για το νόημα του στίχου.
Η απάντηση που έδωσε ήταν αντάξια του λογοτεχνικού του ταλέντου. Μίλησε με πάθος και θεατρικότητα, περιγράφοντας την πνευματική στοργή ενός άνδρα για τον φίλο του, ως την ευγενέστερη μορφή αγάπης. Μετά το τέλος της ομιλίας του, οι παρευρισκόμενοι ξέσπασαν σε τρελά χειροκροτήματα. Η ευγλωττία του κατηγορούμενου κέρδισε την εύνοια των ενόρκων, με αποτέλεσμα να μην καταφέρουν να βγάλουν απόφαση.
Η δίκη αναβλήθηκε για τις 22 Μαΐου. Οι φίλοι του Ουάιλντ τον συμβούλευαν και πάλι να φύγει, αλλά εκείνος σε γράμμα του προς τον Λόρδο Άλφρεντ έγραψε ότι δεν ήθελε «να τον πουν δειλό ή λιποτάκτη».
Στις 25 Μαΐου, η τρίτη και τελευταία δίκη έκλεισε με την καταδίκη του Ουάιλντ σε δύο χρόνια καταναγκαστικών έργων.
Εξορία και θάνατος
Η φυλακή κατέστρεψε την υγεία του λογοτέχνη ανεπανόρθωτα, καθώς ήταν συνηθισμένος στη χαλαρή και άνετη ζωή. Αποφυλακίστηκε στις 19 Μαΐου του 1897 και την επόμενη μέρα έφυγε για τη Γαλλία.
Τον Αύγουστο του 1897 συνάντησε τον Λόρδο Άλφρεντ στη Ρουέν και ακολούθησαν λίγοι μήνες συντροφικότητας και ευτυχίας για το ζευγάρι. Τους χώρισαν όμως και πάλι οι οικείοι τους που απαγόρευαν αυτή τη σχέση.
Τα τρία τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Όσκαρ Ουάιλντ τα πέρασε στην εξορία. Άρρωστος, πάμφτωχος, εγκαταλελειμμένος από φίλους και οικογένεια, πέθανε στις 30 Νοεμβρίου του 1900, από εγκεφαλική μηνιγγίτιδα.
Το χιούμορ του δεν τον είχε εγκαταλείψει ούτε στιγμή. Σε μία απ’ τις τελευταίες εξόδους του, πριν χάσει τη μάχη με τον θάνατο, είχε πει για το δωμάτιο στο ξενοδοχείο που έμενε:
«Εγώ και η ταπετσαρία παλεύουμε μέχρι θανάτου. Ένας απ’ τους δυο μας πρέπει να φύγει».