Χριστουγεννιάτικα παραμύθια! Μας χαλαρώνουν, μας ταξιδεύουν σε άλλους κόσμους.Σε όλους μας αρέσουν τα παραμύθια , άλλωστε με παραμύθια της γιαγιάς μεγαλώσαμε όλοι. Δίπλα στο τζάκι με την καρεκλά της γιαγιάς να πηγαινοέρχεται πέρα δώθε διαβάζοντας υπομονετικά την ιστορία με το ξωτικό των Χριστουγέννων.
Και σε αυτές τις εποχές είναι καιρός να ηρεμήσουν και να νιώσουν την μαγεία των Χριστουγέννων τα παιδιά μας. Αρκετά έχει μαυρίσει η καρδιά τους.
Υπέροχες αναμνήσεις με τη μυρωδιά της βανίλιας,της κανέλας και του καμένου ξύλου να είναι ακόμα χαραγμένη στις μνήμες μας. Ας μπούμε λοιπόν και πάλι στον κόσμο των παραμυθιών που τόσο πολύ νοσταλγήσαμε.
Σας παρουσιάζουμε λοιπόν τα πιο όμορφα Χριστουγεννιάτικα παραμύθια για να τα διαβάσετε μαζί με τα παιδιά. Άλλωστε οδεύουμε σιγά σιγά προς τα Χριστούγεννα που τα παραμύθια γίνονται πολλές φορές πραγματικότητα.
Τα καλικαντζαράκια
ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένας τσαγκάρης, που χωρίς να φταίει, έπεσε σε μεγάλη φτώχεια. Και δεν τού ‘μεινε πια τίποτα παρά μονάχα ένα κομμάτι δέρμα για ένα ζευγάρι παπούτσια. Κάθισε λοιπόν αποβραδίς κι έκοψε το δέρμα, για να ξυπνήσει το πρωί και να φτιάξει τα παπούτσια. Κι επειδή είχε ήσυχη τη συνείδηση του, έκανε το σταυρό του κι έπεσε στο κρεβάτι του να κοιμηθεί.
Την άλλη μέρα, αφού ξύπνησε κι είπε την προσευχή το, ετοιμάστηκε να καθίσει στον πάγκο του να δουλέψει. Τι να δει όμως; Τα παπούτσια ήταν έτοιμα, στολισμένα πάνω στον πάγκο του! Τα πήρε στα χέρια του για να τα δει από κοντά κι ήταν στ’ αλήθεια τόσο καλά δουλεμένα που ούτε μια βελονιά δεν ήταν στραβά κεντημένη, λες και τα ‘χε φτιάξει ο καλύτερος τσαγκάρης της πολιτείας.
Σε λίγο μπήκε μέσα ένας πελάτης κι επειδή τα παπούτσια τού άρεσαν πολύ, πλήρωσε διπλά για να τα αγοράσει. Ο τσαγκάρης μας λοιπόν αγόρασε δέρμα για δυο ζευγάρια παπούτσια. Το ‘κοψε κι αυτό αποβραδίς να το ‘χει έτοιμο την άλλη μέρα το πρωί να δουλέψει.
Αλλά δεν χρειάστηκε: όταν ξύπνησε, βρήκε πάλι τα δυο ζευγάρια έτοιμα. Οι πελάτες δεν άργησαν να ‘ρθουν κι αυτή τη φορά ο τσαγκάρης πήρε χρήματα αρκετά και αγόρασε δέρμα για τέσσερα ζευγάρια παπούτσια. Την άλλη μέρα το πρωί βρήκε πάλι τα παπούτσια έτοιμα. Κι έτσι έγινε και την άλλη και την παράλλη: όσα ζευγάρια παπούτσια έκοβε αποβραδίς, τα ‘βρισκε έτοιμα την άλλη μέρα το πρωί.
Ώσπου έγινε πλούσιος. Κι ένα βράδυ, λίγο πριν απ ‘ τα Χριστούγεννα, την ώρα του τέλειωσε τη δουλειά του κι ετοιμάστηκε να πάει για ύπνο, είπε στη γυναίκα του: «Γυναίκα, τι θα ‘λεγες να μείνουμε ξύπνιοι τούτη τη νύχτα, να δούμε ποιος κάνει όλη τούτη τη δουλειά για χάρη μας;»
Η γυναίκα του συμφώνησε και άναψε μια μικρή λάμπα, για να βλέπουν. Ύστερα κρύφτηκαν στη γωνίτσα και κράτησαν τα μάτια τους ανοιχτά, να μην κοιμηθούν.
Όταν χτύπησαν μεσάνυχτα, ήρθαν δυο μικρούλικα γυμνά καλικαντζαράκια, κάθισαν στον πάγκο του τσαγκάρη, πήραν τα κομμάτια το δέρμα κι άρχισαν να ράβουν και να καρφώνουν τόσο γρήγορα κι επιδέξια με τα μικροσκοπικά τους δαχτυλάκια που ο τσαγκάρης έμεινε μ’ ανοιχτό το στόμα απ την κατάπληξη και το θαυμασμό.
Τα δυο καλικαντζαράκια δεν σταμάτησαν, ώσπου τέλειωσαν όλη τη δουλειά. Τότε έδωσαν έναν πήδο κι έφυγαν, όπως είχαν έρθει.
Την άλλη μέρα το πρωί η γυναίκα είπε στον άντρα της: «Τα δυο καλικαντζαράκια μάς έκαναν πλούσιους. Πρέπει να τους δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας. Έτσι γυμνά που τριγυρνάνε, θα κρυώνουν. Έχω μια ιδέα: Θα τους ράψω πουκαμισάκια, παντελονάκια και γιλεκάκια. Και θα τους πλέξω κι από ένα ζευγάρι κάλτσες. Κάτσε κι εσύ και φτιάξ’ τους από ένα ζευγάρι παπουτσάκια».
Ο άντρας δεν περίμενε να του το πει δεύτερη φορά. Ως το βράδυ είχαν τελειώσει. Κι αντί ν’ αφήσουν τον πάγκο φορτωμένο με δουλειά, όπως πάντα, τον στόλισαν με τα δωράκια τους. Ύστερα κρύφτηκαν, να δουν τι θα γίνει.
Τα μεσάνυχτα ήρθαν πάλι τα δυο καλικαντζαράκια κι ετοιμάστηκαν να πιάσουν δουλειά. Αλλά δουλειά δεν βρήκαν. Κι όταν είδαν τα μικροσκοπικά ρουχαλάκια και τις κάλτσες και τα παπούτσια, απόρησαν στην αρχή. Έπειτα όμως δεν ήξεραν τι να κάνουν απ’ τη χαρά τους. Χορεύοντας και γελώντας ντύθηκαν, κι, όλο καμάρι πηδούσαν και τραγουδούσαν:
«Είμαστε όμορφα ντυμένοι
και ποδεμένοι και στολισμένοι!
Με τόση λεβεντιά και χάρη,
γιατί να κάνουμε τον τσαγκάρη;»
Έτσι χόρευαν και τραγουδούσαν και στριφογύριζαν σ’ όλη την κάμαρη, πηδούσαν πάνω στις καρέκλες και στα τραπέζια με κέφι και χαρά. Στο τέλος, χορεύοντας πάντα, βγήκαν απ’ την πόρτα κι έφυγαν. Και δεν ξαναγύρισαν ποτέ πια. Αλλά κι ο τσαγκάρης έζησε καλά κι εμείς καλύτερα.
Ένα δέντρο, μια φορά
Σ’ ένα άχαρο πεζοδρόμιο μιας πολύβουης πολιτείας ήταν κάποτε ένα άσχημο παραμελημένο δέντρο. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε. Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα φύλλα του είχαν μαραζώσει, είχαν πέσει από καιρό κι είχε απομείνει γυμνό, σκονισμένο και καχεκτικό.
Ποτέ δεν είχε γνωρίσει του δάσους τη δροσιά. Δεν είχαν κελαηδήσει ποτέ στα φύλλα του πουλιά, με δυσκολία να το άγγιζε πού και πού κάποια πονετική ηλιαχτίδα που γλιστρούσε στα κρυφά ανάμεσα στις μουντές και άχαρες πολυκατοικίες που το περιστοίχιζαν.
Οι περαστικοί διάβαιναν δίπλα του με αδιαφορία, βλοσυροί και βιαστικοί, χωρίς να του δίνουν καθόλου σημασία, μερικοί μάλιστα πετούσαν αποτσίγαρα, φλούδια από κάστανα και λερωμένα χαρτομάντηλα κι άλλοι φτύνανε στο χωμάτινο τετραγωνάκι γύρω από τη ρίζα του.
Και σα να μην έφταναν όλα αυτά, κατάλαβε από κάτι μηχανικούς με σκούρες καμπαρντίνες και κρεμαστά μουστάκια, που έσκυβαν και μουρμούριζαν κι όλο μετρούσαν σκυθρωποί, ότι θα πλάταιναν το δρόμο πλάι του. Κι αν συνέβαινε αυτό, τι τύχη το περίμενε; Θα το πελέκιζαν, θα το ξερίζωναν; Θα το πετούσαν μήπως στα σκουπίδια;
Εκείνο το χριστουγεννιάτικο δειλινό το δέντρο αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ. Στα ολόφωτα παράθυρα γύρω του διέκρινε ανάμεσα από τις κουρτίνες χριστουγεννιάτικα έλατα, που χαρωπά παιδιά τα στόλιζαν με κόκκινα κεριά, καμπανούλες, αγγελούδια, ασημένια πέταλα και γιορτινές γιρλάντες και ζήλευε. Ζήλευε πολύ. Πόσο θα ήθελε να είναι έτσι κι αυτό. Χριστουγεννιάτικο έλατο στη θαλπωρή ενός σπιτιού. Να το φροντίζουν, να το στολίζουν, να το καμαρώνουν…
Το παιδί
Ήταν κι ένα παιδί. Τις μέρες έκανε δουλειές του ποδαριού. Τα βράδια κοιμόταν στο πάτωμα ενός κρύου πλυσταριού στην αυλή ενός εγκαταλελειμμένου κτιρίου με ετοιμόρροπα μπαλκόνια. Κανείς δεν το πρόσεχε. Κανείς δεν το φρόντιζε.
Κανείς δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Τα μάγουλά του είχαν χλωμιάσει, τα χέρια του είχαν ροζιάσει, τα μάτια του είχαν γεμίσει θλίψη. Ποτέ δεν είχε γνωρίσει τη ζεστασιά μιας αγκαλιάς, τη θαλπωρή ενός αληθινού σπιτιού.
Εκείνο το κρύο χριστουγεννιάτικο βράδυ το αγόρι αισθανόταν πιο παραμελημένο, πιο παραπονεμένο από ποτέ, γιατί είχε μάθει ότι μετά τις γιορτές θα κατεδάφιζαν το μιζεροκτίριο με το πλυσταριό και δεν θα ‘χε πού να μείνει.
Τυλιγμένο στο τριμμένο του παλτό, κοιτούσε απ’ τα φωτισμένα παράθυρα τα λαμπερά σαλόνια με τα γκι και τα μπαλόνια, τις φρουτιέρες με τα ρόδια και τα χρυσωμένα κουκουνάρια, έβλεπε γελαστά αγόρια και κορίτσια να κρεμούν στα χριστουγεννιάτικα δέντρα πλουμίδια αστραφτερά και ζήλευε. Ζήλευε πολύ, πόσο
θα ‘θελε να στόλιζε κι αυτό ένα έλατο σε κάποιου τζακιού το αντιφέγγισμα, με τα δώρα υποσχέσεις μαγικές ολόγυρά του…
Πώς το ‘φερε η τύχη έτσι κι εκείνο το χριστουγεννιάτικο βράδυ και συναντήθηκαν κάποια στιγμή το δέντρο εκείνο κι εκείνο το παιδί…
H συνάντηση
Εκείνο το δειλινό το παιδί γυρνούσε άσκοπα στους δρόμους της πολύβουης πολιτείας. Κάθε τόσο σταματούσε σε κάποια βιτρίνα. Κόλλαγε τη μύτη του στο τζάμι και κοιτούσε με μάτια εκστατικά όλα εκείνα τα λαχταριστά, σε μια βιτρίνα λόφοι από μελομακάρονα, κουραμπιέδες και πολύχρωμα τρενάκια φορτωμένα με σοκολατάκια, σε μια άλλη ζαχαρένιοι Αγιο-Βασίληδες με μύτες από κερασάκια και μια παραμυθένια πριγκίπισσα από πορσελάνη να κοιτάζει από το αψιδωτό παράθυρο ενός φιλντισένιου κάστρου και λίγο παρακάτω, σε μια άλλη βιτρίνα, μια ονειρεμένη τρόικα με έναν πρόσχαρο αμαξά, μολυβένια στρατιωτάκια με κόκκινες στολές καβάλα σε άλογα πιτσιλωτά να καλπάζουν στοιχισμένα στη σειρά και στο βάθος ένα οπάλινο παλάτι σε μια χιονισμένη στέπα.
Έτσι όπως περπατούσε με τα μάτια στραμμένα στις καταστόλιστες βιτρίνες, έπεσε άθελά του πάνω σ’ έναν περαστικό με καμηλό παλτό και γκρενά κασκόλ που γύριζε στο σπίτι του φορτωμένος με σακούλες και πακέτα που φύγανε από τα χέρια του, σκόρπισαν στο δρόμο εδώ και κεί. Το παιδί έχασε την ισορροπία του, γλίστρησε, το κεφάλι του χτύπησε με φόρα στο πεζοδρόμιο, ένιωσε μια σκοτοδίνη. Ο περαστικός του ‘βαλε οργισμένος τις φωνές, το κατσάδιασε για τα καλά.
Το αλητάκι σηκώθηκε, το ‘βαλε στα πόδια, κατηφόρισε παραπατώντας ένα σοκάκι με μια υπαίθρια αγορά, έστριψε ένα δυο στενά και βρέθηκε στο δρόμο με το παραμελημένο δέντρο. Σταμάτησε λαχανιασμένο να πάρει ανάσα, από τα φωτισμένα παράθυρα, τα χνωτισμένα, αχνοφαίνονταν τα γιορτινά σαλόνια με τα έλατα τα στολισμένα.
– Όμορφα δεν είναι; Ακούει τότε μια φωνή.
Ήταν το δέντρο του δρόμου.
– Πολύ. Αποκρίθηκε το παιδί, χωρίς να παραξενευτεί καθόλου που ένα δέντρο μιλούσε, του άρεσε να του μιλάει κάποιος χωρίς να το σπρώχνει, χωρίς να το κατσαδιάζει, χωρίς να το αποπαίρνει.
– Στόλισέ με! – ψιθύρισε το δέντρο – Στόλισέ με και εμένα έτσι!
– Μακάρι να μπορούσα! Πικρογέλασε το παιδί.
– Προσπάθησε, σε παρακαλώ. Ίσως αυτά, ξέρεις, να ‘ναι τα στερνά μου Χριστούγεννα, να μην δω άλλα.
– Γιατί το λες αυτό;
– Άκουσα ότι θα πλατύνουν το δρόμο, πελέκι ή ξεριζωμός με περιμένει, ένα από τα δύο… Δεν είμαι σίγουρο ακόμα.
Το παιδί σκέφτηκε ότι θα κατεδάφιζαν το ετοιμόρροπο κτίριο με το ξεχαρβαλωμένο πλυσταριό, το καταφύγιό του. Σε λίγο δεν θα ‘χε ούτε ‘κείνο πού να μείνει. Σε κάποιο χαρτόκουτο ίσως;
– Στόλισε με! Παρακάλεσε άλλη μια φορά το δέντρο. Το παιδί κοίταξε ολόγυρά του.
– Με τι; Απόρησε.
– Ό,τι να ‘ναι… κάτι θα βρεις εσύ!! Δεν μπορεί.
– Καλά… Αφού το θέλεις τόσο πολύ, κάτι θα βρω να σε στολίσω…
Συμφώνησε το παιδί κι άρχισε να ψάχνει.
Τα στολίδια
Εκείνη τη στιγμή, λες και κάτι ψυχανεμίστηκε ο ουρανός,
έπιασε να χιονίζει, το χιόνι έπεφτε πυκνό… Χάδι απαλό σκέπαζε ανάλαφρα με πάλλευκες νιφάδες στα ολόγυμνα κλωνιά του παραμελημένου δέντρου. Πήρε τότε το μάτι του παιδιού κάτι να αστράφτει λίγο παραπέρα. Μια παρέα πλουσιόπαιδα, που είχαν περάσει από το δρόμο λίγο νωρίτερα, είχαν πετάξει χρωματιστά χρυσόχαρτα από τις καραμέλες που έτρωγαν με λαιμαργία τη μια μετά την άλλη.
Το αγόρι μάζεψε ένα ένα τα πεταμένα χρυσόχαρτα, τα μάλαξε με τα δάχτυλά του και έπλασε αστραφτερές πράσινες μπλε και βυσσινόχρωμες μπαλίτσες, μετά ξήλωσε τα κουμπιά του φθαρμένου παλτού και με τις κλωστές κρέμασε τις φανταχτερές μπαλίτσες στα χιονοσκέπαστα κλωνιά του δέντρου.
– Ευχαριστώ! Είπε το δέντρο, ανατριχιάζοντας απ’ τη χαρά του.
– Με τι άλλο άραγε να το στολίσω; Μονολόγησε το παιδί.
Λες κι είχε ακούσει τα λόγια του, μια νοικοκυρά τρεις δρόμους παρακάτω άδειασε με φόρα απ’ το παράθυρο μιας κουζίνας μια λεκάνη με σαπουνάδα σε μια πλακόστρωτη αυλή.
Ο άνεμος πήρε ένα πανάλαφρο σύννεφο από σαπουνόφουσκες και τις ταξίδεψε παιχνιδίζοντας μαζί τους, το αγόρι τις είδε να πλησιάζουν στραφταλίζοντας στο φεγγαρόφωτο, τις κοίταξε με τέτοια λαχτάρα που εκείνες, λες και κατάλαβαν την επιθυμία του, άφησαν τον άνεμο να τις φέρει ένα – δυο γύρους και να τις κρεμάσει στα κλωνιά του δέντρου.
– Όσο πάω κι ομορφαίνω! Καμάρωσε το δέντρο.
– Σίγουρα ομορφαίνεις! Συμφώνησε το αγόρι σφίγγοντας γύρω του το παλτό γιατί έκανε πολύ, πάρα πολύ κρύο…
– Κοίτα! Έρχονται!
Ένα φωτεινό σύννεφο πλησίαζε τρεμοπαίζοντας στο σκοτάδι.
– Ελάτε! Τις κάλεσε με το βλέμμα το παιδί.
Και οι πυγολαμπίδες, λάμψεις αλλόκοσμες, τρεμοσβήνοντας ονειρικά, κάθισαν νεραϊδένιες γιρλάντες στα κλωνιά του δέντρου.
Το κρύο γινόταν όσο πήγαινε πιο τσουχτερό. Το χιόνι έπεφτε ολοένα πιο πυκνό. Το αγόρι σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και τότε το είδε! Είδε το πεφταστέρι κι εκείνο, λες και συνάντησε το βλέμμα του, διέγραψε στο σκοτάδι μια φαντασμαγορική χρυσαφένια τροχιά και ακούμπησε απαλά στην κορφή του δέντρου.
Και ήταν τώρα πράγματι όμορφο το δέντρο λουσμένο στο φεγγαρόφωτο με τα χρυσαφένια μπαλάκια να στραφταλίζουν, τις σαπουνόφουσκες να σιγοτρέμουν, τις πυγολαμπίδες να αναβοσβήνουν κέντημα δαντελένιο στα χιονισμένα του κλωνιά και το πεφταστέρι ν’ ανασαίνει χρυσαφένιο φως στην κορφή του.
– M’ έκανες τόσο, μα τόσο όμορφο – είπε το δέντρο στο παιδί – Σ’ ευχαριστώ πολύ. Σ’ ευχαριστώ αληθινά… Πόσο θα ‘θελα να μπορούσα να σου χάριζα κι εγώ ένα δώρο…
– Μπορείς! Αποκρίθηκε το παιδί χουχουλίζοντας τα χέρια – Άσε με, σε παρακαλώ, να καθίσω στη ρίζα σου για λίγο. Νιώθω τόσο, μα τόσο κουρασμένο, πονάω… και δεν έχω πού να πάω…
– Αμέ! Έλα, κάθισε. Κάθισε στη ρίζα μου όσο θέλεις. Είπε το δέντρο.
– Και να δεις… Θα κάνω εγώ μια ευχή για σένα.
Το παιδί σήκωσε το γιακά, τυλίχτηκε στο παλιό του πανωφόρι, κάθισε στο χιονοσκέπαστο πεζοδρόμιο, αγκάλιασε το κορμί του δέντρου και σφίχτηκε όσο μπορούσε πιο κοντά του.
Το ταξίδι
Το χιόνι έπεφτε γύρω του. Πάνω του πυκνό. Όλο του το σώμα έτρεμε, τα χέρια του είχαν μουδιάσει, τα δόντια του χτυπούσαν. Έκλεισε τα μάτια για να τα προστατέψει από τις ριπές του χιονιού, όταν ξαφνικά – τι παράξενο – άκουσε εκείνον τον ήχο…
Τον ήχο τον χαρμόσυνο! Κουδουνάκια τρόικας! Ένα μαστίγιο ακούστηκε να κροταλίζει, άλογα να καλπάζουν ρυθμικά.
Άνοιξε τα μάτια. Απίστευτο! Στα μελανιασμένα χείλη του άνθισε ένα χαμόγελο.
Από βάθος του δρόμου, θαμπά στην αρχή, αλλά όλο και πιο ξεκάθαρα, την είδε. Είδε την παραμυθένια τρόικα με τα ασημένια κουδουνάκια να πλησιάζει φορτωμένη δώρα διαλεχτά. Την οδηγούσε ένας ροδομάγουλος αμαξάς με γούνινο σκούφο, κόκκινη μύτη και πυκνή κυματιστή γενειάδα. Πίσω από την τρόικα κάλπαζαν στρατιώτες με πορφυρές στολές, καβάλα σε περήφανα άλογα στολισμένα με χρυσαφένιες φούντες…
Παραξενεύτηκε το παιδί. Πώς βρέθηκε εδώ αυτή η τρόικα φορτωμένη τόσα δώρα; Και οι καβαλάρηδες; Κάπου τους ήξερε. Κάπου τους είχε ξαναδεί!
H τρόικα σταμάτησε μπροστά του, τα άλογα χρεμέτισαν, ο αμαξάς χαμογέλασε, από το παράθυρο της άμαξας πρόβαλε το πρόσωπο της πριγκιποπούλας.
– Τι όμορφο δέντρο! – Χαμογέλασε – Ποιος να το στόλισε άραγε;
– Εγώ! Αποκρίθηκε το παιδί.
– Αλήθεια;
– Ναι.
– Έλα μαζί μου τότε. Έλα να στολίσεις έτσι όμορφα και το έλατο του βασιλιά, να ζήσεις στο παλάτι μας παντοτινά.
– Δεν πάω πουθενά χωρίς το δέντρο μου! Απάντησε το αγόρι.
H πριγκιποπούλα έδωσε τότε εντολή και οι στρατιώτες του βασιλιά έσκαψαν βαθιά, πήρανε το δέντρο μαζί με τις ρίζες του και το φύτεψαν σε μια πορσελάνινη γλάστρα, μετά το φόρτωσαν στην τρόικα.
Γελώντας πρόσχαρα, ο αμαξάς άπλωσε το χέρι του, βοήθησε το παιδί να ανέβει στην άμαξα να κάτσει πλάι του, τα άλογα στράφηκαν, τον κοίταξαν με τα μεγάλα τους μάτια και ρουθούνισαν ανυπόμονα.
Όλα τα κτίρια, όλα τα φανάρια, όλες οι βιτρίνες, τα πάντα, είχαν τώρα εξαφανιστεί.
Μπροστά τους ανοιγόταν μια απέραντη στέπα κι εκεί στο βάθος μέσα από τα διάφανα πέπλα του χιονιού αχνοφαίνονταν μαγευτικοί οι μεγαλόπρεποι τρούλοι κι οι αψιδωτές πύλες του οπάλινου παλατιού!
Ο ροδομάγουλος αμαξάς τράβηξε τα γκέμια.
Κροτάλισε το μαστίγιο, τα άλογα χύθηκαν χλιμιντρίζοντας μπροστά, καλπάζοντας όλο και πιο γοργά… λες κι είχανε φτερά… Σε λίγο η τρόικα κι η ακολουθία της είχαν χαθεί στο βάθος της χιονισμένης στέπας.
Το χιόνι που συνέχισε ολοένα πιο πυκνό το σιωπηλό χορό του έσβησε σχεδόν αμέσως τα ίχνη από τις ρόδες και τα πέταλα των αλόγων..
Λένε οι παλιοί…
Λένε οι παλιοί ότι το πεζοδρόμιο εκείνο ήταν κάποτε κάπως πιο φαρδύ, ότι φύτρωνε κάποτε κάποιο δέντρο εκεί.
Διηγούνται επίσης οι παλιοί ότι ένα χριστουγεννιάτικο πρωί βρήκαν στη ρίζα του δέντρου ξεπαγιασμένο ένα παιδί σκεπασμένο από το χιόνι, τυλιγμένο σ’ ένα τριμμένο παλτό χωρίς κουμπιά, με ένα γαλήνιο χαμόγελο, ένα χαμόγελο ευτυχίας ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του.
Λένε ακόμα ότι από τότε κάθε παραμονή Χριστουγέννων, γύρω στα μεσάνυχτα, κάτι παράξενο συμβαίνει, κάτι που κανείς δεν μπορεί να το εξηγήσει. Ένα σμάρι πυγολαμπίδες τριγυρνούν επίμονα τρεμοσβήνοντας σε εκείνο το σημείο, λες και κάτι αναζητούν, λες και γυρεύουνε να θυμηθούνε κάτι, ότι ένας άνεμος αναπάντεχος φέρνει, ποιος ξέρει από πού, ανάλαφρες σαπουνόφουσκες και χρυσόχαρτα αστραφτερά, ενώ την ίδια στιγμή ένα υπέροχο πεφταστέρι διαγράφει στον ουρανό μια φαντασμαγορική τροχιά και πέφτει στο σημείο ακριβώς εκείνο.
Έτσι λένε…
Ποιος ξέρει;
πηγή: Ευγένιος Τριβιζάς, «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία-Ένα δέντρο μια φορά», εφ. Τα Νέα, 24 Δεκεμβρίου 2003]
Μια μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία
Κάποτε τα ζώα συνεδρίαζαν και συζητούσαν το νόημα των Χριστουγέννων, αλλά και τις επιθυμίες που είχε το καθένα τις άγιες αυτές ημέρες:
Το λόγο παίρνει πρώτη η κυρ’ αλεπού φωνάζοντας την επιθυμία της
-Λογικό… μία ψητή γαλοπούλα, ποιός γιορτάζει σήμερα Χριστούγεννα χωρίς να έχει στο τραπέζι του ψητή γαλοπούλα;
Το ελαφάκι από την απέναντι γωνιά με τη ψιλή του φωνούλα εύχεται ένα έλατο.
-Χωρίς έλατο εγώ δε γιορτάζω ποτέ τα Χριστούγεννα.
-Αλλά όχι με πολλά κεριά συμπληρώνει κλαψιάρικα η κουκουβάγια. Όχι πολλά φώτα και στολίδια, εμένα μ’ αρέσει η απλότητα, η σκοτεινιά, ένα έλατο στολισμένο με γούστο, πράσινο ζωντανό, δηλαδή φυσικό!
-Τι λες μωρή; φωνάζει το παγόνι. Και πως θα δείξω εγώ το καινούριο μου φόρεμα και τα χρώματά του; Όχι, όχι εγώ χωρίς καινούριο φόρεμα δε γιορτάζω Χριστούγεννα.
-Μη ξεχνάς και τα κοσμήματα, στριγκλίζει η κίσσα. Εγώ Χριστούγεννα χωρίς να κλέψω κανένα δακτυλίδι, βραχιόλι ή καδένα δε γίνεται… Τα ωραιότερα Χριστούγεννα για μένα είναι, όταν έχω κοσμήματα.
-Και τα μελομακάρονα που τ΄ αφήνεις; φωνάζει η αρκούδα με τη χοντρή φωνή της. Οι λιχουδιές και τα γλυκίσματα είναι η μεγαλύτερη επιθυμία μου, χωρίς αυτά δε γιορτάζω Χριστούγεννα.
-Κάνε, ότι κάνω εγώ, λέει ο ασβός, ύπνο και πάλι ύπνο!
Τα Χριστούγεννα για μένα σημαίνουν ύπνο. Υπάρχει κάτι καλύτερο από το να απολαύσεις τον ύπνο;
-Μη ξεχνάς πρώτα να πιεις, συμπληρώνει το βόδι. Πρώτα να πιεις όσο μπορείς και μετά να το ρίξεις στον ύπνο
Ξαφνικά το βόδι μουγκρίζει δυνατά:
-Ω, ω, ωχ!“ Ο γάιδαρος του έριξε στα πισινά μία γερή κλωτσιά।
-Ε, ε! βόδι, δε σκέφτεσαι λίγο το νεογέννητο παιδί, αυτό το ανθρώπινο πλάσμα;..
Το βόδι έριξε το κεφάλι κάτω από ντροπή και λέει:
-Το παιδί… Α! Ναι καλά λες… το νεογέννητο παιδί Αυτό είναι το κυρίως νόημα των Χριστουγέννων…
Απευθυνόμενο στο γάιδαρο τον ρωτάει,
-Πλην όμως…το γνωρίζουν αυτό και οι άνθρωποι;
{Μιά όμορφη Χριστουγεννιάτικη ιστοριούλα, που μου έστειλε ο καλός φίλος και εκλεκτός συνάδελφος, Σπύρος Γκάρος, από τη Γερμανία .]
Μετάφραση από τα γερμανικά: Σπύρος Γκάρος
Το πενηντάρικο
Ο μικρός Γιαννάκης κρύωνε έτσι όπως καθόταν μέσα στο χιόνι στην αυλή του σπιτιού του. Ο Γιαννάκης δεν φορούσε ζεστές μπότες – ούτε του άρεσαν αλλά ούτε και είχε μπότες να φορέσει. Τα λεπτά πάνινα αθλητικά του παπούτσια είχαν μερικές τρύπες και δεν κατάφερναν να κρατούν το κρύο μακριά από τα ποδαράκια του.
Ο Γιαννάκης βρισκόταν στην ίδια θέση εδώ και περίπου μία ώρα κι όσο σκληρά κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να βρει καμία καλή ιδέα για το τι δώρο να κάνει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα. Κούνησε το κεφάλι του με απογοήτευση καθώς κατέληξε και πάλι στο ίδιο συμπέρασμα: «τι παιδεύομαι; Έτσι κι αλλιώς, ακόμα κι αν μου έρθει μία καλή ιδέα, δεν έχω καθόλου χρήματα».
Από τότε που πέθανε ο πατέρας του πριν από τρία χρόνια, η πενταμελής οικογένεια δυσκολευόταν πολύ να τα φέρει βόλτα. Δεν ήταν επειδή η μητέρα του δεν προσπαθούσε αρκετά ή δεν ενδιαφερόταν αλλά ποτέ δεν φαινόταν να υπάρχουν αρκετά χρήματα. Δούλευε βραδινές βάρδιες στο νοσοκομείο της περιοχής αλλά ο μικρός της μισθός δεν μπορούσε να καλύψει τίποτα παραπάνω.
Όμως όλα όσα τους έλειπαν σε χρήματα και υλικά αγαθά, περίσσευαν σε αποθέματα αγάπης και ενότητας στην οικογένεια. Ο Γιαννάκης είχε δύο μεγαλύτερες και μία μικρότερη αδελφή, οι οποίες φρόντιζαν το νοικοκυριό όσο έλειπε η μητέρα τους.
Και οι τρεις αδελφές του είχαν ήδη φτιάξει πανέμορφα δώρα για τη μητέρα τους. Δεν ήταν δίκαιο. Ήταν ήδη Παραμονή των Χριστουγέννων και αυτός δεν είχε τίποτα να της χαρίσει.
Σκουπίζοντας το δάκρυ που κατηφόρισε από τα ματάκια του, ο Γιαννάκης έδωσε μία γερή κλωτσιά στο χιόνι κι άρχισε να περπατάει προς το δρόμο με τα καταστήματα. Δεν ήταν εύκολο για μία πενταμελή οικογένεια να τα βγάζει πέρα χωρίς πατέρα, ειδικά όταν αυτός ο ίδιος χρειαζόταν έναν άνδρα για να μιλήσει.
Ο Γιαννάκης περπατούσε από κατάστημα σε κατάστημα κοιτάζοντας μία μία τις στολισμένες βιτρίνες. Όλα ήταν τόσο όμορφα αλλά και τόσο απρόσιτα για εκείνον.
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και χωρίς να πολυθέλει ο Γιαννάκης ξεκίνησε για το σπίτι. Ξαφνικά τα μάτια του έπεσαν σε μία αντανάκλαση του ήλιου που έδυε πάνω σε κάτι που γυάλιζε στην άκρη του δρόμου.
Έσκυψε και ανακάλυψε ένα γυαλιστερό πενηντάρικο. Κανείς δεν είχε νιώσει ποτέ τόσο πλούσιος όσο ένιωσε ο Γιαννάκης εκείνη τη στιγμή. Κρατώντας σφιχτά τον θησαυρό του ένιωσε τόσο ευτυχισμένος που μπήκε μέσα στο πρώτο κατάστημα που είδε.
Ο ενθουσιασμός του όμως ξεθώριασε γρήγορα όταν ο πωλητής του είπε ότι δεν μπορούσε να αγοράσει απολύτως τίποτα με μόνο ένα πενηντάρικο. Βγαίνοντας από το κατάστημα, είδε απέναντι ένα ανθοπωλείο και μπήκε μέσα να περιμένει στην ουρά.
Όταν ο καταστηματάρχης τον ρώτησε πώς θα μπορούσε να τον εξυπηρετήσει, ο Γιαννάκης του έδειξε το πενηντάρικο και τον ρώτησε αν μπορούσε να αγοράσει ένα λουλούδι για να το δωρίσει στη μητέρα του για τα Χριστούγεννα. Ο ανθοπώλης κοίταξε το Γιαννάκη και το πενηντάρικο που κρατούσε στο χέρι του.
Μετά, ακούμπησε τον ώμο του Γιαννάκη και του είπε «Περίμενε εδώ και θα δω τι μπορώ να κάνω για σένα». Όσο ο Γιαννάκης περίμενε κοίταζε γύρω του τα όμορφα λουλούδια και αν και ήταν αγόρι, μπορούσε να καταλάβει γιατί οι μαμάδες και τα κορίτσια λατρεύουν τα λουλούδια.
Ο ήχος της πόρτας που έκλεινε καθώς έφευγε και ο τελευταίος πελάτης, επανέφερε τον Γιαννάκη στην πραγματικότητα. Μόνος του πια μέσα στο κατάστημα, ο Γιαννάκης άρχισε να νιώθει μόνος και φοβισμένος.
Ξαφνικά εμφανίστηκε ο ανθοπώλης που προχώρησε προς το ταμείο. Ακούμπησε πάνω στον πάγκο, μπροστά στα έκθαμβα μάτια του Γιαννάκη, 12 μακριά κατακόκκινα τριαντάφυλλα με πρασινάδες και λευκά μικροσκοπικά λουλουδάκια, δεμένα με μία ασημένια κορδέλα και ένα μεγάλο φιόγκο.
Η καρδιά του Γιαννάκη σφίχτηκε όταν είδε τον ανθοπώλη να τα παίρνει και να τα βάζει σε ένα μεγάλο άσπρο κουτί. «Αυτό κοστίζει 50 δραχμές νεαρέ μου» είπε ο ανθοπώλης κι άπλωσε το χέρι του για να πάρει το πενηντάρικο.
Με αργές κινήσεις ο Γιαννάκης σήκωσε το χέρι του για να δώσει στον ανθοπώλη το πενηντάρικο. Μα μπορούσε αυτό να συμβαίνει στα αλήθεια; Κανείς άλλος δεν του έδινε τίποτα για μόνο πενήντα δραχμές!
Βλέποντας τον μικρούλη διστακτικό, ο ανθοπώλης είπε «Έτυχε σήμερα να έχω κάποια προσφορά με 50 δραχμές για δώδεκα τριαντάφυλλα. Θα τα ήθελες;»
Αυτή τη φορά ο Γιαννάκης δεν δίστασε και όταν ο ανθοπώλης ακούμπησε το άσπρο κουτί στα χέρια του, πίστεψε ότι ήταν αλήθεια. Βγαίνοντας από την πόρτα που ο ανθοπώλης του κρατούσε ανοιχτή, τον άκουσε να λέει «Χαρούμενα Χριστούγεννα, μικρέ».
Καθώς ο ανθοπώλης έκλεισε την πόρτα και γύρισε στον πάγκο του, εμφανίστηκε η γυναίκα του. «Με ποιόν μιλούσες τόση ώρα; Και πού είναι τα τριαντάφυλλα που ετοίμαζες;»
Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο και σκουπίζοντας κρυφά τα δάκρυα που είχαν αρχίσει να κυλούν από τα μάτια του, ο ανθοπώλης της απάντησε «Το πρωί μου συνέβη κάτι πολύ παράξενο. Καθώς ετοιμαζόμουν να ανοίξω το κατάστημα νόμισα ότι άκουσα μία φωνή να μου λέει να κρατήσω δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου για ένα πολύ ειδικό δώρο.
Εκείνη τη στιγμή πίστεψα ότι τρελάθηκα αλλά έτσι κι αλλιώς τα κράτησα στην άκρη». Τώρα, πριν από λίγα μόλις λεπτά, μπήκε στο ανθοπωλείο ένα μικρό αγοράκι που ήθελε να αγοράσει ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο για τη μητέρα του με μόλις ένα πενηντάρικο.
«Όταν κοίταξα αυτό το παιδάκι, είδα τον εαυτό μου, όπως ήμουν πριν από πολλά χρόνια. Ήμουν κι εγώ ένα φτωχό αγόρι και δεν είχα τίποτα για να αγοράσω Χριστουγεννιάτικο δώρο στη δική μου μητέρα. Ένας άνδρας με γενειάδα, που δεν τον είχα ξαναδεί ποτέ, με σταμάτησε στο δρόμο και μου είπε ότι ήθελε να μου δώσει ένα χιλιάρικο.
«Όταν είδα αυτό το μικρό αγόρι απόψε, ήξερα ποια ήταν αυτή η φωνή που άκουσα και έτσι του έδωσα δώδεκα από τα καλύτερα τριαντάφυλλά μου».
Ο ανθοπώλης και η γυναίκα του αγκαλιάστηκαν σφιχτά κι έτσι αγκαλιασμένοι βγήκαν στον παγωμένο χειμωνιάτικο αέρα . . . οι καρδιές τους όμως ήταν τόσο ζεστές που δεν ένιωθαν καθόλου το κρύο.
Μακάρι αυτή η ιστορία να ξυπνήσει το πνεύμα των Χριστουγέννων και σε σας και να κάνετε κι εσείς τέτοιες πράξεις καλοσύνης. Νά έχετε καλές καί χαρούμενες γιορτές.
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή, το κρύο ήταν αβάσταχτο, χιόνιζε και ήδη είχε αρχίσει να βραδιάζει. Ήταν το τελευταίο βράδυ του έτους, παραμονή Πρωτοχρονιάς. Με τέτοιο κρύο και τέτοιο σκοτάδι, ένα φτωχό κοριτσάκι περπατούσε στο δρόμο χωρίς σκουφί και ξυπόλυτο.
Το κοριτσάκι φορούσε κάτι παλιές παντόφλες όταν βγήκε από το σπίτι της αλλά δεν την βοήθησαν και πολύ για να μην κρυώνουν τα ποδαράκια της. Οι παντόφλες ήταν τεράστιες, καθώς ανήκαν κάποτε στην μητέρα του.
Έτσι η μικρή τις έχασε όταν έτρεξε για να αποφύγει δύο άμαξες που περνούσαν με μεγάλη ταχύτητα τον δρόμο. Την μία δεν μπόρεσε να την ξαναβρεί και την άλλη την πήρε και εξαφανίστηκε ένας πιτσιρικάς ο οποίος της φώναξε ότι θα την κάνει κούνια για το παιδί που κάποτε θα αποκτούσε.
Έτσι το κοριτσάκι περπατούσε με γυμνά ποδαράκια που είχαν μελανιάσει και κοκκινίσει από τον πάγο στο έδαφος. Την παλιά της ποδιά την είχε γεμίσει με σπίρτα, ενώ κρατούσε κι ένα ματσάκι στη χούφτα της για να τα πουλήσει. Σε όλη τη διάρκεια της μέρας όμως δεν είχε πουλήσει ούτε ένα πακετάκι σπίρτα, ούτε κανείς της έδωσε την παραμικρή ελεημοσύνη.
Πεινασμένη και παγωμένη η μικρή συνέχισε να περπατάει με τις τελευταίες τις δυνάμεις και είχε ήδη αρχίσει να απογοητεύεται. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν πάνω στα μακριά ξανθά μαλλιά της. Οι σκέψεις του κοριτσιού όμως πετούσαν πέρα από την ομορφιά που της έδινε το αναπάντεχο αυτό κόσμημα στα μαλλάκια της.
Όλα τα παράθυρα φεγγοβολούσαν και από παντού ερχόταν η υπέροχη μυρωδιά της ψητού φαγητού. Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς, κι αυτή η σκέψη ήταν η μόνη που περνούσε από το μυαλό της δύστυχης μικρής.
Το κοριτσάκι τελικά βρήκε και κάθισε σε μια γωνία που σχημάτιζαν οι τοίχοι δύο σπιτιών. Αν και έβαλε τα ποδαράκια κάτω από το σώμα της, κρύωνε όλο και περισσότερο. Ωστόσο δεν τολμούσε να επιστρέψει στο σπίτι της χωρίς να έχει πουλήσει ούτε ένα κουτάκι σπίρτα και χωρίς να έχει πάρει ούτε ένα κέρμα.
Ήταν σίγουρο ότι ο πατέρας της θα τη χτυπούσε, ενώ και στο σπίτι είχε πολύ κρύο. Στην οροφή του σπιτιού τους είχαν μόνο την σκεπή αλλά το κρύο έμπαινε από παντού παρότι είχαν κλείσει τις μεγαλύτερες ρωγμές με άχυρο και κουρέλια.
«Πόσο καλό θα μου έκανε ένα σπίρτο!»σκέφτηκε το κοριτσάκι.
Αχ και να τολμούσε να πάρει ένα σπίρτο από το κουτάκι και να το έτριβε στον τοίχο για να ζεστάνει λίγο τα δάχτυλα της. Επιτέλους το παιδί βρήκε το θάρρος και τράβηξε ένα σπίρτο. Χριτς! Το άναψε και ένιωσε αμέσως τη φωτιά του. Το σπίρτο έβγαζε μια ζεστή φωτεινή φλόγα μέσα από το χεράκι της μικρής. Ήταν ένα παράξενο φως.
Το κοριτσάκι ένιωσε σαν να κάθεται μπροστά σε μία σιδερένια σόμπα διακοσμημένη με μπρούτζινα στολίδια, που η φωτιά της έκαιγε τόσο όμορφα και η ζεστασιά της ήταν τόσο ευχάριστη.
Η μικρή άπλωσε τα ποδαράκια της για να τα ζεστάνει και αυτά αλλά τότε έσβησε η φλόγα. Η σόμπα εξαφανίστηκε και η μικρή καθόταν πια με το απομεινάρι του καμένου σπίρτου στο χέρι.
Ένα νέο σπίρτο άναψε, άρχισε να καίει και να φωτίζει. Στο μέρος που έπεφτε το φως, ο τοίχος έγινε διάφανος σαν διάδρομος! Η μικρή έβλεπε απευθείας μέσα στο σπιτικό όπου υπήρχε ένα τραπέζι με ένα εκθαμβωτικά λευκό τραπεζομάντιλο, στρωμένο με τις καλύτερες πορσελάνες, και το φαγητό -μια γεμιστή γαλοπούλα- άχνιζε υπέροχα.
Ακόμα πιο μαγικό και υπέροχο ήταν όμως το ότι η γαλοπούλα πήδηξε ξαφνικά και βγήκε από την πιατέλα της, και άρχισε να τρέχει με το μαχαίρι και το πιρούνι στην πλάτη απευθείας προς το κοριτσάκι.
Τότε έσβησε το δεύτερο σπίρτο και το μόνο που μπορούσε να δει ήταν ο χοντρός, κρύος τοίχος του σπιτιού.
Το κοριτσάκι δεν κρατήθηκε. Άναψε ένα καινούριο σπίρτο. Τώρα η μικρή καθόταν κάτω από το πιο υπέροχο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Το δέντρο ήταν μεγαλύτερο και καλύτερα στολισμένο ακόμη και από αυτό που είδε μέσα από την γυάλινη πόρτα στο σπίτι του πλούσιου εμπόρου.
Χιλιάδες φωτάκια άναβαν στα πράσινα κλαδιά του, και πολύχρωμες εικόνες από αυτές που έβλεπε από τα παράθυρα των μαγαζιών την κοιτούσαν από ψηλά. Η μικρή άπλωσε τα χέρια προς το μέρος τους, αλλά τότε έσβησε το σπίρτο.
Τα χριστουγεννιάτικα φώτα ανέβαιναν ολοένα και ψηλότερα. Τώρα η μικρή είδε ότι ήταν τα αστέρια. Ένα από αυτά έπεσε προς τη γη αφήνοντας πίσω του μια φωτεινή ουρά στον ουρανό.
«Τώρα κάποιος πεθαίνει!» είπε η μικρή.
Η γριά γιαγιά της, η μόνη που της είχε φερθεί με αγάπη, αλλά που τώρα πια είχε πεθάνει, της είχε πει κάποτε: «Όποτε πέφτει ένα αστέρι, μια ψυχή ανεβαίνει στο Θεό!»
Το κοριτσάκι άναψε ένα ακόμα σπίρτο πάνω στον τοίχο. Μια αχτίδα φωτός άστραψε, και στην λάμψη του στεκόταν η γιαγιά της φωτισμένη, ήρεμη και ευγενική.
«Γιαγιά» της φώναξε η μικρή «πάρε με μαζί σου! Ξέρω ότι θα εξαφανιστείς μόλις σβήσει το σπίρτο, όπως έσβησε η σόμπα, η ψητή γαλοπούλα και το χριστουγεννιάτικο δέντρο».
Βιαστικά το κοριτσάκι άναψε και τα υπόλοιπα σπίρτα που είχε στο κουτί, γιατί ήθελε να κρατήσει την γιαγιά κοντά της. Τα σπίρτα άναψαν και σκόρπισαν τόση λάμψη ώστε φώτισε περισσότερο ακόμη και από την ημέρα.
Τόσο όμορφη και μεγάλη δεν ήταν ποτέ η γιαγιά, που πήρε το κοριτσάκι αγκαλιά και πέταξαν χαρούμενες και οι δυο τους. Το κρύο, η πείνα και ο φόβος άφησαν για πάντα το κοριτσάκι. Είχε πάει στο Θεό.
Στη γωνία ανάμεσα στα δύο σπίτια καθόταν μέσα στο κρύο το μικρό κοριτσάκι με κόκκινα μάγουλα και ένα χαμόγελο σχηματισμένο στο στόμα του. Πέθανε από το κρύο την τελευταία ημέρα του χρόνου.
Το πρωινό του νέου έτους πέρασε πάνω από το μικρό άψυχο κορμάκι το οποίο βρισκόταν καθισμένο μπροστά από τα καμένα σπίρτα. «Θα προσπάθησε να ζεσταθεί!» είπε κάποιος περαστικός. Κανείς δεν ήξερε πόσα όμορφα πράγματα είχε δει και με πόση λάμψη πέρασε με την γιαγιά της προς το νέο έτος.
Ο μικρός τυμπανιστής
Κάποτε ένας άνθρωπος έφτιαξε μια όμορφη μουσική για ένα τραγούδι χριστουγεννιάτικο. Ένας άλλος, που του έβαλε τα λόγια, για να το κάνει πιο όμορφο, κάλεσε ένα μικρό τυμπανιστή και τον έβαλε μέσα στο τραγούδι. Να χτυπάει το τύμπανό του παμ… παμ… παμ… και να γεμίζει τον κόσμο ηρεμία και τρυφεράδα.
Το τραγούδι αγαπήθηκε πολύ και τραγουδιότανε παντού, μα οι μέρες των γιορτών πέρασαν κι όλοι το ξέχασαν.
Ο μικρός τυμπανιστής άρχισε να στεναχωριέται.
-Τι δηλαδή, θα περιμένει του χρόνου πάλι για να τον ακούσουν; Βγήκε λοιπόν από το τραγούδι του και ξεκίνησε να κάνει το γύρο του κόσμου για να μην ξεχάσουν οι άνθρωποι αυτά που είχε να τους πει.
Όπου κι αν πήγαινε όμως, κανένας δεν τον γνώριζε. Απ’ όπου κι αν περνούσε, είχε τύχει να περάσει πριν απ’ αυτόν η κακία, που έκλεινε τ’ αυτιά των ανθρώπων και δεν άκουγαν το τύμπανό του. Πέρασε από τη γειτονιά του Πολέμου, από κείνη της Ζήλιας, του Εγωισμού κι ένα σωρό μέρη ακόμα. Κανένας δεν τον πρόσεχε.
Έτσι, προχωρώντας προχωρώντας, έκανε αργά αργά τον κύκλο της γης. Θα έφτανε πάλι τον τόπο του μαζί με τα Χριστούγεννα.
Παμ… παμ… παμ…
Οι άνθρωποι νόμισαν πως άκουσαν μια μουσική να πλησιάζει και βγήκαν στα παράθυρα να δουν.
Όσο προχωρούσε ο μικρός τυμπανιστής, τόσο τους φαινόταν πως αυτό το παμ, παμ, παμ τους θύμιζε κάτι.
Όλο και περισσότεροι σταματούσαν τις δουλειές και ξεπρόβαιναν στις πόρτες. Η γιορτή της αγάπης ζύγωνε κι αυτή. Το τύμπανο ακουγόταν τώρα πια καθαρά…
Κι όπως όλοι είχανε βγει πια στους δρόμους, σπρωγμένοι από μια γλυκιά επιθυμία να ξαλαφρώσουν και να ξεχαστούν στη γλυκιά μουσική, σκόνταφταν ο ένας πάνω στον άλλον.
Τότε σήκωναν τα μάτια και ζήταγαν συγγνώμη. Και χαιρετιόντουσαν και χαμογελούσαν.
-Κοίτα πόσους γνωρίζαμε και δεν το ξέραμε, παραξενεύτηκε ένα παιδί.
-Έχει δίκιο το παιδί, φώναξε κάποιος άλλος. Είναι ντροπή μας να περιμένουμε τέτοιες μέρες για να φανούμε καλοί με το γείτονά μας. Χρειάστηκε ένας μικρός για να μας θυμίσει την αγάπη που λείπει όλο το χρόνο. Ο μικρός τυμπανιστής πρέπει να μείνει εδώ. Να τον ακούμε κάθε μέρα και να ξυπνάμε από τις έγνοιες μας. Να λέμε καλημέρα και να γελάμε.
Έτσι κι έγινε. Ο μικρός μας φίλος έμεινε από τότε κοντά τους. Μην περιμένετε λοιπόν να περάσει έξω από το σπίτι σας για να χαμογελάσετε στους γύρω σας.
Το τύμπανό του ακούγεται μόνο κάθε Χριστούγεννα, όμως άνθρωποι υπάρχουν όλο το χρόνο…
ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΙΝΗ-ΤΣΙΑΛΤΑ, Η γιαγιά μου η μάγισσα, εκδόσεις Πατάκη.
Μια χριστουγεννιάτικη ιστορία
Παραμονή Χριστουγέννων. Σκυμμένος πάνω απ το γραφείο του, ο Εμπενέζερ Σκρούτζ δούλευε ασταμάτητα. Το δωμάτιο ήταν μάλλον κρύο, γιατί τα λιγοστά κάρβουνα στη σόμπα δεν ζέσταιναν αρκετά. Όχι όχι έλειπαν του Σκρούτζ τα χρήματα για ν αγοράσει περισσότερα κάρβουνα. Αλλά ο Εμπενέζερ Σκρούτζ ήταν ένας φοβερός τσιγκούνης!
Στο διπλανό δωμάτιο, χωρίς θερμάστρα, εργαζόταν ο Μπόμπ Κράτσιτ, ο κλητήρας του, πού έτρεμε ολόκληρος από την παγωνιά. Ξαφνικά η πόρτα άνοιξε κι ένας χαμογελαστός άντρας μπήκε στο γραφείο.
«Θείε, Καλά Χριστούγεννα!».
«Κακά, ψυχρά κι ανάποδα…» γκρίνιαξε ο Σκρούτζ.
«Θείε μου, μή μουτρώνεις. Ήρθα να σε καλέσω για το μεσημέρι», είπε ο Φρέντ, ο ανιψιός του.
Αλλά ο Σκρούτζ αρνήθηκε την πρόσκληση. Ποτέ του δεν γιόρταζε τα Χριστούγεννα. Τα θεωρούσε χάσιμο χρόνου. Όμως η απάντηση του Σκρούτζ δε χάλασε το κέφι του Φρέντ. Έφυγε χαμογελαστός, αφού προηγουμένως αντάλλαξε ευχές με τον Μπόμπ Κράτσιτ.
Λίγα λεπτά αργότερα χτύπησαν την πόρτα. Ο υπάλληλος έτρεξε ν ανοίξει.
Παρουσιάστηκαν δυο κύριοι.
«Εδώ είναι η εταιρεία Σκρούτζ και Μάρλεϊ;» ρώτησε ο πρώτος.
«Ο συνέταιρός μου, ο Μάρλεϊ, πέθανε σαν απόψε πριν από εφτά χρόνια», του απάντησε ψυχρά ο Σκρούτζ.
«Τα συλλυπητήρια μου», είπε ο δεύτερος.
«Εμείς κάνουμε έρανο για τους φτωχούς. Αύριο, πού ξημερώνει μέρα χαράς, υπάρχουν, δυστυχώς, άνθρωποι πού υποφέρουν από το κρύο και την πείνα. Μπορούμε να έχουμε τη συνδρομή σας;».
Ο γέρο-σπαγκοραμμένος δεν είχε σκοπό να ξοδέψει ούτε μία πένα για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και απάντησε αρνητικά στους δυο επισκέπτες.
Εκείνοι έφυγαν απογοητευμένοι, χωρίς να τον πιέσουν περισσότερο.
Νύχτωσε. Ήρθε η ώρα να κλείσει το γραφείο. Ο Σκρούτζ φόρεσε το παλτό και το καπέλο του και πήρε στο χέρι το μπαστούνι του. Με τη σειρά του, ο Μπόμπ Κράτσιτ ετοιμάστηκε κι αυτός να φύγει.
«Υποθέτω ότι δεν θέλεις να δουλέψεις αύριο», του είπε ο
Σκρούτζ με δυσφορία. Ο Μπόμπ κούνησε καταφατικά το κεφάλι.
«Α-α-αν δε σάς πειράζει, κύ-κύ-κύριε Σκρούτζ», τραύλιζε ο καημένος ο Μπόμπ.
«Δε μου αρέσει να σε πληρώνω όταν δεν εργάζεσαι», τον διέκοψε ο Σκρούτζ. «Πάντως, μεθαύριο θα πιάσεις από νωρίς δουλειά!».
Ο Μπόμπ τον ευχαρίστησε κι έτρεξε έξω να βρεί κάτι παιδάκια πού διασκέδαζαν κάνοντας τσουλήθρα στον παγωμένο δρόμο.
Αδιαφορώντας για τη γιορταστική ατμόσφαιρα, ο Σκρούτζ έφαγε, όπως συνήθως, μόνος του σε μια γειτονική ταβέρνα.
Έπειτα, τράβηξε για το σπίτι του. Το κτίριο όπου έμενε βρισκόταν στην άκρη ενός στενού και σκοτεινού δρόμου. Το παλιό και φθαρμένο διαμέρισμα ανήκε κάποτε στο συνέταιρό του, τον Τζάκ Μάρλεϊ.
Ο Σκρούτζ έβγαλε το κλειδί για να ξεκλειδώσει την εξώπορτα. Το ρόπτρο, αν και μεγάλο, δεν είχε τίποτα το ιδιαίτερα όμορφο πάνω του. Κι όμως, εκείνη τη βραδιά έμοιαζε λουσμένο σ ένα απόκοσμο φώς. Ο Σκρούτζ, πραξενεμένος, έσκυψε να εξετάσει καλύτερα… και τότε αντίκρισε το πρόσωπο του Μάρλεϊ να τον κοιτάζει!..
Την επόμενη στιγμή όμως ξανάγινε ένα κοινότατο ρόπτρο. Ταραγμένος ο Σκρούτζ μπήκε στο διαμέρισμα, μαντάλωσε την πόρτα πίσω του και προχώρησε στη σάλα.
Στη συνέχεια, έβγαλε το παλτό του, φόρεσε τις παντόφλες του και κάθησε μπροστά στο τζάκι. Πάνω στη σχάρα τρεμόσβηναν λίγες αδύναμες φλόγες. Ξαφνικά, απ τη μεριά της αποθήκης άκουσε να σέρνονται βαριές αλυσίδες. Μέσα από την κλειστή πόρτα γλίστρησε μία παράξενη σκιά καί, αιωρούμενη, ήρθε και στάθηκε στη μέση του δωματίου. Τούτη τη φορά δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία.
Ήταν το φάντασμα του παλιού συνεταίρου του Σκρούτζ, πού είχε πεθάνει ακριβώς πριν εφτά χρόνια. Ο γέρος δεν μπορούσε να πιστέψει στα μάτια του.
«Ποιός είσαι;» ψιθύρισε.
«Ποιός ήμουν!» τον διόρθωσε το φάντασμα. «Ήμουν ο Τζάκ Μάρλεϊ, ο συνέταιρός σου. Δε με θυμάσαι;».
Το φάντασμα του Μάρλεϊ κάθησε στην αγαπημένη του πολυθρόνα. Ο Σκρούτζ, πού κόντευε να λιποθυμήσει από το φόβο του, τον ρώτησε ικετευτικά: «Τζάκ, πές μου, τί θέλεις;».
«Βλέπεις αυτές τις αλυσίδες;» τον ρώτησε το φάντασμα. «Κάθε κρίκος τους αντιπροσωπεύει και μία άσχημη κουβέντα της ζωής μου. Όσο για τα βαριά χρηματοκιβώτια πού σέρνω;
Είναι τα πλούτη πού συγκέντρωσα και δεν τα χρησιμοποίησα σωστά. Όλα αυτά θέλω να τα σκεφτείς σοβαρά και να δείς και τη δική σου ζωή αλλιώς, Σκρούτζ!». Το φάντασμα σώπασε για λίγο κι ύστερα συνέχισε:
«Ήρθα να σε προειδοποιήσω. Έχεις ακόμη μια ευκαιρία να γλιτώσεις από τη δική μου μοίρα, θα έρθουν τρία πνεύματα. Το πρώτο θα σε επισκεφθεί απόψε, στη μία μετά τα μεσάνυχτα. Το δεύτερο αύριο, την ίδια ώρα. Και το τρίτο μεθαύριο, μόλις χτυπήσει το ρολόι δώδεκα. Αυτή είναι η τελευταία σου ελπίδα!..».
Και με τα λόγια αυτά ο Μάρλεϊ ξαναέφυγε για να συναντήσει τα άλλα φαντάσματα πού περιπλανιούνται ασταμάτητα στις ομίχλες της αιωνιότητας. Εξαντλημένος ο Σκρούτζ, έπεσε χωρίς να γδυθεί στο κρεβάτι του κι αποκοιμήθηκε αμέσως.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΕΛΘΟΝΤΟΣ
Ήταν ακόμη σκοτάδι όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ. Νόμισε πώς το ρολόι είχε σταματήσει, θυμόταν ότι έπεσε να κοιμηθεί μετά τις δυό. Το ρολόι χτύπησε μία ακριβώς.
Αμέσως, μια λάμψη δυνατή πλημμύρισε την κρεβατοκάμαρα. Ο Σκρούτζ ανασηκώθηκε και τότε είδε εμπρός του μια περίεργη οπτασία. Είχε το ανάστημα, το πρόσωπο, τα χέρια ενός μικρού παιδιού, αλλά τα μαλλιά της ήταν ολόλευκα όπως ενός γέρου.
Από τον ώμο, πάνω από το λευκό, κοντό χιτώνιό της, κρεμόταν μια γιρλάντα λιόπρινο, σύμβολο του χειμώνα.
«Μή φοβάσαι», του είπε η οπτασία. «Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρελθόντος κι ήρθα να σε βοηθήσω».
Πήρε τον Σκρούτζ από το χέρι και τον οδήγησε στο παράθυρο.
Ο Σκρούτζ φοβήθηκε μήπως πέσει, αλλά το Πνεύμα τον ενθάρρυνε να πετάξει μαζί του πάνω από στέγες και αγρούς. Κι ήταν πρωί όταν έφτασαν σε μία μικρή επαρχιακή πόλη.
«Μά, εδώ πέρασα τα παιδικά μου χρόνια», μουρμούρισε κατάπληκτος ο Σκρούτζ.
«Έ, τότε, θα ξέρεις το δρόμο για να έρθεις εδώ», τον ρώτησε το Πνεύμα.
«θά μπορούσα να τον βρώ με κλειστά μάτια», απάντησε εκείνος.
«Κι όμως, δείχνεις σαν να έχεις ξεχάσει ακόμη και την ύπαρξη αυτού του τόπου», παρατήρησε αυστηρά το Πνεύμα.
Ύστερα βάδισαν πάνω στο χιονισμένο δρόμο συναντώντας φυσιογνωμίες γνωστές. Αγρότες με τις άμαξες, παιδιά με τ αλογάκια τους. Ο Σκρούτζ τους θυμόταν όλους. Τους φώναξε μάλιστα με τα ονόματά τους. Αλλά κανείς δεν του απάντησε!
«Είναι μόνο σκιές», του εξήγησε το Πνεύμα, «δέν μάς βλέπουν».
Ο Σκρούτζ χάρηκε πολύ πού ξαναείδε φίλους και γνωστούς από τα νιάτα του. Και τούτη η χαρά ήταν πρωτόγνωρη γι αυτόν. Σε λίγο, οι δυο ταξιδιώτες έφτασαν σ ένα χωριουδάκι. Μπήκαν σ ένα μεγάλο κτίριο χτισμένο από τούβλα. Στο εσωτερικό αντίκρισαν σειρές θρανία. Ήταν σχολείο με οικότροφους μαθητές, πού σπούδαζαν μακριά από τις οικογένειές τους.
Σε κάποιο θρανίο, ένα μοναχικό αγόρι, καθόταν και διάβαζε. Κατά τρόπο μαγικό, οι ήρωες του βιβλίου πρόβαλαν εμπρός στο παιδί – ο Αλή Μπαμπά με την ανατολίτικη φορεσιά του, ο Ροβινσών Κρούσος με τον παπαγάλο του στον ώμο, κι άλλοι πολλοί.
Στην αρχή ο Σκρούτζ ενθουσιάστηκε βλέποντας τους ήρωες των σχολικών του χρόνων. Έπειτα, όμως, κατάλαβε. Το μοναχικό αγόρι, με μοναδική παρέα τα βιβλία, ήταν ο εαυτός του. Κάθησε, τότε, σ ένα θρανίο και έκλαψε πικρά.
«Πάμε τώρα να επισκεφτούμε κάποια άλλα Χριστούγεννα», του πρότεινε το Πνεύμα.
Καθώς μιλούσε, παρατήρησε ότι το παιδί μεγάλωσε κι έγινε έφηβος. Ο Σκρούτζ ήξερε πολύ καλά ότι ο νεαρός ήταν πάλι μόνος. Οι άλλοι μαθητές θα επέστρεφαν στα σπίτια τους για τις διακοπές.
Ξαφνικά, η πόρτα άνοιξε. Μια νέα και όμορφη κοπέλα μπήκε τρέχοντας στην αίθουσα. Ήρθε και τον αγκάλιασε.
«Αδελφούλη μου», του φώναξε. «Ήρθα να σε πάρω. Θα πάμε στο σπίτι να γιορτάσουμε τα Χριστούγεννα!».
«Στο σπίτι, Φάντ;» ρώτησε ο νεαρός Σκρούτζ.
«Ναί, ζήτησα από τον πατέρα να σ αφήσει να ξαναγυρίσεις για πάντα στο σπίτι. Συμφώνησε. Δε θα ξαναπάς εσωτερικός στο σχολείο!», του ξαναφώναξε χαρούμενη.
«Είναι πολύ γλυκιά με χρυσή, με χρυσή καρδιά», σχολίασε το Πνεύμα. «Νομίζω ότι πέθανε νέα, πάνω στη γέννα!».
«Ναί…» απάντησε σκεφτικός ο Σκρούτζ.
Βγήκαν από το σχολείο και περιπλανήθηκαν στους δρόμους. Οι βιτρίνες των καταστημάτων ήταν στολισμένες για τα Χριστούγεννα. Το Πνεύμα στάθηκε εμπρός σ ένα κατάστημα και ρώτησε τον Σκρούτζ αν το αναγνωρίζει. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και είπε: «Εδώ πρωτοεργάστηκα σαν μαθητευόμενος!».
Μπήκαν μέσα. Ένας ηλικιωμένος κύριος καθόταν στο γραφείο.
«Αυτός είναι ο γερό-Φέζιβικ!.. Ο γερό-Φέζιβικ αναστημένος!..» φώναξε μ ενθουσιασμό ο Σκρούτζ.
Εκείνη τη στιγμή, ο νεαρός Σκρούτζ κι ένας άλλος μαθητευόμενος μπήκαν στην αίθουσα.
«Μαζέψτε τα όλα», τους είπε ο Φέζιβικ, «νά ετοιμάσουμε τη γιορτή!».
Οι μαθητευόμενοι δεν περίμεναν να το ακούσουν δεύτερη φορά. Πριν προλάβει ο γέρο-Σκρούτζ ν ανοιγοκλείσει τα μάτια, όλα ήταν καθαρά και τακτοποιημένα. Σε λίγο άρχισαν να καταφθάνουν οι καλεσμένοι. Η γιορτή είχε οργανωθεί για όλους τους υπαλλήλους του Φέζιβικ.
Σύντομα η μουσική και ο χορός άναψαν το κέφι για τα καλά. Προσφέρθηκαν γλυκίσματα και ποτά. Ήταν πιά αργά όταν ξεκίνησαν να φύγουν οι καλεσμένοι. Ο κύριος και η κυρία Φέζιβικ έσφιξαν τα χέρια όλων και τους ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!». Έσφιξαν τα χέρια ακόμη και των νεαρών μαθητευομένων πριν πάνε στα κρεβάτια τους στο πίσω μέρος του καταστήματος.
Ο γέρο-Σκρούτζ έδειχνε ξετρελαμένος καθώς παρακολουθούσε αυτή τη σκηνή. Ένιωθε τόση χαρά, λες και συμμετείχε πραγματικά στη γιορτή. Αργά τη νύχτα το Πνεύμα και ο Σκρούτζ άκουσαν τους μαθητευομένους να κουβεντιάζουν ξαπλωμένοι στα κρεβάτια τους. Παίνευαν το γέρο-Φέζιβικ και τον ευγνωμονούσαν για την ωραία γιορτή πού τους ετοίμασε.
«Και του κόστισε μόνο τρεις ή τέσσερις λίρες», σχολίασε κάπως ειρωνικά το Πνεύμα. «Έξοδο πού άξιζε τον κόπο!». «Το κόστος δεν ήταν υλικό», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ. «Ανεξάρτητα από τα χρήματα, η γιορτή θα είχε επιτυχία γιατί ο Φέζιβικ ήταν καλός άνθρωπος και πάντοτε ακτινοβολούσε χαρά κι ευτυχία!».
Ξαφνικά ο Σκρούτζ έκοψε την κουβέντα του απότομα.
«Τί σου συμβαίνει;» τον ρώτησε το Πνεύμα. «Μήπως έγινε κάτι πού σε τάραξε;».
«Όχι, τίποτα… Νά, θα ήθελα μόνο να έχω πεί κάτι στον κλητήρα μου».
Η σκηνή άλλαξε. Τώρα ο Σκρούτζ ήταν πλέον ώριμος άντρας. Και μία νέα γυναίκα εγκατέλειπε το σπίτι. Έκλαιγε η καημένη, βουβά. Γύρισε και του είπε:
«Κάποτε ήμασταν φτωχοί αλλά ευτυχισμένοι. Τώρα σε κυβερνά το πάθος σου για το χρήμα!».
«Μά, μεταξύ μας, τίποτα δεν άλλαξε», διαμαρτυρήθηκε ο Σκρούτζ.
«Εγώ έμεινα η ίδια. Εσύ όμως άλλαξες. Δεν μπορώ να σε παντρευτώ. Σου εύχομαι κάθε ευτυχία στη σταδιοδρομία πού διάλεξες».
Και με τα λόγια αυτά η γυναίκα βγήκε στο δρόμο, ενώ ο άντρας δε δοκίμασε να τη σταματήσει.
«Πνεύμα», φώναξε ο γέρο-Σκρούτζ, «σταμάτα να με βασανίζεις, θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Δεν αντέχω τις δυσάρεστες αναμνήσεις».
Μέσα σε μία στιγμή πέρασαν χρόνια. Και ξαναείδαν τη νέα γυναίκα. Τώρα γελούσε τρισευτυχισμένη με την κόρη της. Σε διαφορετικές περιστάσεις θα μπορούσε να είναι το παιδί του Σκρούτζ.
Ο πατέρας μπήκε στο δωμάτιο. Η μικρή έτρεξε και τον φίλησε. Αγκαλιάστηκαν και οι τρεις εμπρός στο αναμμένο τζάκι.
«Δεν το αντέχω», μούγκρισε ο γερο-Σκρούτζ με φωνή σπασμένη. Και στράφηκε απελπισμένος προς το Πνεύμα, πού μέσα στην ολοφώτεινη ανταύγεια του έμοιαζε σαν να ειρωνεύεται την απελπισία του. Σε λίγο η οπτασία του Πνεύματος άρχισε ν απομακρύνεται και να σβήνει σιγά-σιγά, μέχρι πού εξαφανίστηκε τελείως.
Ο Σκρούτζ ένιωσε αφάνταστα κουρασμένος. Τα μάτια του βάρυναν. Ξαναγύρισε στην κρεβατοκάμαρά του. Μόλις πού πρόλαβε να ξαπλώσει στο κρεβάτι κι έπεσε σε ύπνο βαθύ.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ
Όταν ξύπνησε ο Σκρούτζ, το ρολόι χτυπούσε μία. Μια κατακόκκινη λάμψη ερχόταν απ τη σάλα. Σηκώθηκε, φόρεσε τη ρόμπα του και πήγε να δεί τί συμβαίνει. Η σάλα είχε μεταμορφωθεί! Από το πάτωμα ως το ταβάνι ήταν στολισμένη με κισσό, λιόπρινο και ιξό.
Στο τζάκι έκαιγε μία ζωηρή φωτιά και στη γωνιά υψωνόταν ένας τεράστιος σωρός από φαγητά-γαλοπούλες, χήνες, πατάτες, μήλα, καρύδια – ενώ πάνω στην κορυφή καθόταν χαμογελαστός ένας γίγαντας μ ένα δαυλό αναμμένο στο αριστερό του χέρι.
«Είμαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Παρόντος», του φώναξε φιλικά. «Έλα!». Ο Σκρούτζ παρατήρησε το Πνεύμα. Ήταν ντυμένο μ ένα μακρύ λευκό χιτώνα. Και πάνω στα μακριά μαύρα του μαλλιά φορούσε ένα στεφάνι από λιόπρινο.
«Πήγαινε με όπου θέλεις», ξερόβηξε ο Σκρούτζ. «Πήρα ήδη μερικά μαθήματα απ το συνάδελφό σου. Είμαι έτοιμος να παρακολουθήσω και τα δικά σου».
«Τότε πιάσου από τον ποδόγυρο του χιτώνα μου», απάντησε ο γίγαντας.
Η χαρούμενη σάλα, η διακόσμηση, τα φαγητά, όλα εξαφανίστηκαν.
Βρέθηκαν έξω από το σπίτι του υπαλλήλου του, του Μπόμπ Κράτσιτ και κοίταξαν από το παράθυρο.
Η κυρία Κράτσιτ και οι τρεις κόρες της φορούσαν παλιά φθαρμένα φορέματα, στολισμένα όμως με κορδέλες για τη γιορτή, και κάθονταν στο τραπέζι. Ξαφνικά, μπήκαν τρέχοντας δυο αγοράκια.
«Μυρίσαμε γαλοπούλα ψητή! Τί καλά! Μοσχοβολά από το δρόμο!» φώναξαν με ενθουσιασμό. Πίσω τους ερχόταν ο πατέρας τους. Στους ώμους του κουβαλούσε το μικρότερο γιό του, τον Τίμ. Τον απέθεσε προσεκτικά στο πάτωμα.
Το παιδί ήταν άρρωστο και βάδιζε με δεκανίκι.
Κάθησαν όλοι στο γιορτινό τραπέζι. Η μικρή γαλοπούλα μοιράστηκε πολύ προσεκτικά ώστε να φτάσει για όλους. Πάντως η σκηνή ήταν χαρούμενη. Οι δυο γονείς πρόσεχαν ιδιαίτερα τον ανάπηρο Τίμ. Ένα χαμόγελο φώτισε το χλωμό του προσωπάκι.
«Πνεύμα», ρώτησε με ξαφνικό ενδιαφέρον ο Σκρούτζ, «ο μικρός Τίμ θά… ζήσει ακόμη για πολύ;».
«Χμμ… τον περιβάλλουν σκιές. Αν το μέλλον δεν τις μεταβάλει, το παιδάκι θα πεθάνει! Αλλά εσένα τί σε νοιάζει; Ένα στόμα λιγότερο σε τούτο τον πυκνοκατοικημένο κόσμο. Έτσι δεν είναι;».
Ο Σκρούτζ τότε θυμήθηκε ότι ο ίδιος είχε επαναλάβει πολλές φορές αυτή τη φράση. Και κατέβασε το κεφάλι ντροπιασμένος.
Ξαφνικά, χωρίς το Πνεύμα να προσθέσει άλλη λέξη, βρέθηκαν στο σπίτι του ανιψιού του. «Ο θείος Σκρούτζ μάς θεωρεί τρελούς πού γιορτάζουμε τα Χριστούγεννα. Κι έτσι, αρνήθηκε να φάει μαζί μας σήμερα», είπε ο Φρέντ.
«Τι απαίσιος άνθρωπος», αναστέναξε η γυναίκα του υποτιμητικά και οι καλεσμένοι κούνησαν τα κεφάλια γιατί συμφώνησαν μαζί της. Αλλά ο Φρέντ πρόσθεσε πικραμένος: «Εγώ, πάντως, λυπάμαι ειλικρινά πού ο θείος έχασε μία ευκαιρία να χαρεί.
Και τώρα, παρ όλο πού δε βρίσκεται μαζί μας, θα ήθελα να του εκφράσω τις καλύτερες ευχές μου». Κι αμέσως σήκωσε το ποτήρι και ήπιε στην υγειά του θείου του.
Γρήγορα όμως η χαρούμενη ομήγυρη ξέχασε τον Σκρούτζ. Έπαιξαν μουσική, χόρεψαν, διασκέδασαν με παντομίμα. Ο Σκρούτζ, πού τόσο του άρεσε αυτό το παιχνίδι, συμμετείχε όλο χαρά, ξεχνώντας ότι κανείς δεν μπορούσε να τον δεί ή να τον ακούσει. Το Πνεύμα τον παρακολουθούσε κι έμοιαζε να το γλεντάει μαζί του.
Αλλά σύντομα ήρθε η ώρα να φύγουν. «Έχουμε να επισκεφτούμε πολλά μέρη ακόμη ώσπου να περάσει η νύχτα», είπε το Πνεύμα.
Και οδήγησε τον Σκρούτζ έξω από το σπίτι. Περπάτησαν μέσα στο κρύο και στο χιονόνερο, σε βρωμερά στενά και δρομάκια περίεργα, κι ακόμη κάτω από τις σκοτεινές γέφυρες της πόλης. Εκεί ο Σκρούτζ είδε δυστυχισμένους ανθρώπους πού, κολλημένοι σφιχτά ο ένας πάνω στον άλλον, προσπαθούσαν να ζεσταθούν. Ανάμεσα τους τριγύριζαν παιδάκια πού ζητιάνευαν φαγητό απ τους περαστικούς. Κάπου μακριά, ένα ρολόι σήμανε μεσάνυχτα.
Ο Σκρούτζ, τρομοκρατημένος απ την τόση αθλιότητα, αναζήτησε το γιγάντιο Πνεύμα. Αλλά εκείνο είχε εξαφανιστεί.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ
Σε λίγο, ένα άλλο φάντασμα, τυλιγμένο στην ομίχλη, προχώρησε αργά προς τον Σκρούτζ. Παρατήρησε ότι το Πνεύμα αυτό φορούσε μία τεράστια μαύρη κάπα και μία κουκούλα πού του έκρυβε εντελώς το πρόσωπο. Ο Σκρούτζ παραλίγο να λιποθυμήσει από τον τρόμο του.
«θά πρέπει να είσαι το Χριστουγεννιάτικο Πνεύμα του Μέλλοντος», ψιθύρισε. «Τί μου επιφυλάσσει το μέλλον; Ίσως ν αλλάξω… Είμαι έτοιμος να σε ακολουθήσω».
Παρά τα γενναία του λόγια, ο Σκρούτζ φοβόταν τόσο πολύ αυτό το φάντασμα, ώστε τα πόδια του άρχισαν να τρέμουν. Δεν μπορούσε να κάνει βήμα. Το Πνεύμα παρέμεινε ακίνητο περιμένοντας υπομονετικά τον Σκρούτζ μέχρι να συνέλθει. Έπειτα κινήθηκε αθόρυβα. Και ο Σκρούτζ το ακολούθησε σαν να τον τύλιξε η κάπα του Πνεύματος, πού τον παρέσυρε στο άγνωστο.
Κοσμοσυρροή και οχλαγωγία στο χρηματιστήριο. Το Πνεύμα με τον Σκρούτζ ανάμεσα στους χρηματιστές και στους εμπόρους. «Πότε πέθανε;» ρώτησε κάποιος από το πλήθος. «Χθές βράδυ, νομίζω», απάντησε ένας άλλος. «Δεν πιστεύω να πάτησε κανείς στην κηδεία του», σχολίασε ένας τρίτος. «Επιτέλους ξεκουμπίστηκε… Τον σιχαίνονταν όλοι!».
Ο Σκρούτζ ένιωσε οίκτο γι αυτόν πού μιλούσαν. Αναρωτήθηκε για ποιό λόγο να τον έφερε το Πνεύμα σε τούτο το μέρος. Έπειτα αναγνώρισε κάποιον άλλο χρηματιστή στη συνηθισμένη του θέση. Μάταια όμως έψαξε να βρεί και τον εαυτό του.
«Ίσως», σκέφτηκε, «ο Σκρούτζ του μέλλοντος θα παρατήσει τις συναλλαγές και θα στραφεί προς άλλες δραστηριότητες…».
Γύρισε να ρωτήσει το Πνεύμα. Αλλά εκείνο εξακολουθούσε να σωπαίνει. Σήκωσε μόνο το χέρι και έδειξε με το μακρύ του δάχτυλο προς κάποια κατεύθυνση.
Ήταν καιρός να συνεχίσουν το ταξίδι τους. Ο γέροντας ένιωσε να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά του κρύος ιδρώτας.
Έφτασαν σε μία κακόφημη γειτονιά της πόλης. Ο Σκρούτζ δεν είχε ξαναπατήσει το πόδι του εκεί.
Στην άκρη ενός βρώμικου στενού βρισκόταν ένα άθλιο καταγώγιο-φωλιά λωποδυτών! Μέσα, τρεις κλέφτες, ένας άντρας και δυο γυναίκες, με τρύπια ρούχα, μοιράζονταν τη λεία τους. Οι πεταμένες πάνω στο πάτωμα κουρτίνες ήταν ίδιες μ εκείνες της κρεβατοκάμαρας του Σκρούτζ.
«Καλά πού κάναμε και τα αρπάξαμε», κακάρισε η μία γυναίκα. «Έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν πρόκειται να ενδιαφερθεί για τα πράγματά του», πρόσθεσε ο άντρας.
«Α το γέρο-τσιγκούνη», έβρισε η άλλη γυναίκα. «Αν ήταν εντάξει άνθρωπος, κάποιος θα βρισκόταν δίπλα του την ώρα πού πέθαινε». Ο Σκρούτζ παρακολουθούσε αηδιασμένος την κουβέντα τους. «Πνεύμα», φώναξε. «Πάμε να φύγουμε, σε παρακαλώ, από αυτό το απαίσιο μέρος». Αλλά η σιωπή του Πνεύματος του πάγωσε το αίμα.
«Πνεύμα», κλαψούρισε ο Σκρούτζ, «βοήθησέ με να ξεχάσω τούτη τη θλιβερή σκηνή. Πήγαινέ με σ ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μιλούν ευγενικά για τους νεκρούς…».
Το Πνεύμα τον οδήγησε τότε σε δρόμους γνωστούς, πίσω στο σπίτι του Μπόμπ Κράτσιτ. Η γυναίκα και τα παιδιά του ήσαν όλοι μαζεμένοι γύρω από τη φωτιά. Όμως το φτωχικό δωμάτιο ήταν παράξενα σιωπηλό.
«Δε θα αργήσει ο πατέρας σας», είπε η κυρία Κράτσιτ. «Έχει καθυστερήσει μόνο λίγα λεπτά», είπε κάποιο από τα παιδιά. «Τούτες τις μέρες βαδίζει πιο αργά».
«Αχ!» αναστέναξε ένα άλλο. «Όταν κουβαλούσε τον Τίμ στους ώμους ερχόταν τρεχάτος για το σπίτι».
Εκείνη τη στιγμή ο Μπόμπ Κράτσιτ μπήκε στο σπίτι. Είχε τα μάτια κατακόκκινα σαν να είχε κλάψει. Χαιρέτησε όμως τρυφερά ένα-ένα τα παιδιά του. Έπειτα είπε:
«Ποτέ δεν πρόκειται να ξεχάσουμε το μικρούλη μας τον Τίμ, έτσι; Η ανάμνηση του της υπομονής και της ευγενείας του θα μάς κρατήσει για πάντα ενωμένους!».
«Ναί! Ναί!» φώναξαν τα παιδιά. «Έ, τότε, με κάνετε να νιώθω ευτυχισμένος», απάντησε ο Μπόμπ «πολύ ευτυχισμένος!».
Αγκαλιάστηκαν όλοι. Και δάκρυα γέμισαν τα μάτια του Σκρούτζ.
«Πνεύμα», είπε ο Σκρούτζ, «σέ λίγο θα χωρίσουμε.
Δε θα μου εξηγήσεις το νόημα όλων αυτών; θα ήθελα να δώ και τη δική μου πορεία στο μέλλον».
Ξαναβγήκαν στο δρόμο και προχωρώντας, βρέθηκαν έξω από το γραφείο του Σκρούτζ. Το Πνεύμα δεν είχε πρόθεση να σταματήσει. Το μακρύ του δάχτυλο έδειχνε εμπρός.
«Σε παρακαλώ, άφησε με μία στιγμή να δώ πώς θα είμαι στο μέλλον», ικέτευσε ο Σκρούτζ. Το Πνεύμα κοντοστάθηκε σιωπηλό. Ο Σκρούτζ κοίταξε από το παράθυρο.
Αναγνώρισε το γραφείο του, αλλά η επίπλωση δεν ήταν πλέον η δική του και ο άνθρωπος πού καθόταν στην πολυθρόνα δεν ήταν ο Σκρούτζ! Το Πνεύμα, αμίλητο πάντα, προχώρησε. Ο Σκρούτζ ακολούθησε τα βήματά του. Μετά από λίγο έφτασαν σε μία καγκελόπορτα. Ο Σκρούτζ γούρλωσε τα μάτια.
Ήταν το νεκροταφείο. Το Πνεύμα πήγε και στάθηκε εμπρός από έναν τάφο. Ο Σκρούτζ πλησίασε τρέμοντας. Πάνω στην ταφόπλακα διάβασε χαραγμένο το όνομά του:
«ΕΜΠΕΝΕΖΕΡ ΣΚΡΟΥΤΖ».
«Μά, τότε, στο χρηματιστήριο θα πρέπει να μιλούσαν για μένα», κλαψούρισε, «καί οι κλέφτες λήστεψαν, μόλις πέθανα, το δικό μου σπίτι!».
«Πνεύμα, βοήθεια, βοήθεια!» φώναξε. «Δεν θέλω να τελειώσει έτσι η ζωή μου. Μπορώ… θέλω να την αλλάξω. Τα μαθήματα των τριών πνευμάτων δεν θα πάνε χαμένα. Μπορείς να αλλάξεις το μέλλον μου;».
Πάνω στην αγωνία του ο Σκρούτζ αγκάλιασε το Πνεύμα από τη μέση. Αλλά η κάπα ήταν άδεια -τό Πνεύμα έγινε ατμός- και ο Σκρούτζ αγκάλιαζε στην πραγματικότητα το κάγκελο του κρεβατιού του! Ναί, του δικού του κρεβατιού! Βρισκόταν πάλι στην κρεβατοκάμαρά του.
Ανακουφισμένος από την αγωνία, κλαίγοντας και γελώντας, έτρεξε να αγγίξει τις κουρτίνες. Ήταν εκεί, στη συνηθισμένη τους θέση. Βάλθηκε να χοροπηδά σ όλο το σπίτι γεμάτος ευτυχία.
Όλα ήταν στη θέση τους! Τίποτα δεν είχε αλλάξει! Και τη μεγάλη του χαρά διέκοψαν μόνο οι καμπάνες των εκκλησιών, πού χτυπούσαν χαρούμενες σ όλη την πόλη.
ΤΟ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ
Ο Σκρούτζ έτρεξε κι άνοιξε το παράθυρο. Ο ήλιος έλαμπε. Το κρύο ήταν τσουχτερό, αλλά το πρωινό ευχάριστο. «Τί ημέρα είναι σήμερα;», ρώτησε ένα αγόρι πού περνούσε απέξω. «Σήμερα έχουμε Χριστούγεννα!».
«Α τότε, δεν τα έχασα», φώναξε ο Σκρούτζ. «Τα πνεύματα έκαναν τη δουλειά τους μέσα σε μία μόνο νύχτα!».
«Αγόρι μου», ξαναείπε στο παιδί. «Τρέξε, σε παρακαλώ, στο χασάπη και πές του να μου φέρει τη μεγαλύτερη γαλοπούλα του.
Θα σου χαρίσω ένα σελίνι, ίσως και τρία, αν επιστρέψεις μέσα σε πέντε λεπτά».
Το παιδί δε δίστασε στιγμή. Έτρεξε γρήγορα και ξαναγύρισε λαχανιασμένο, παρέα με τον κρεοπώλη, πού κουβαλούσε μία τεράστια γαλοπούλα.
«Θα τη στείλω στον Μπόμπ Κράτσιτ», κρυφογέλασε ο Σκρούτζ, «χωρίς να μάθει ποιός του τη δώρισε».
Το πουλί ήταν τόσο βαρύ, ώστε ο Σκρούτζ αναγκάστηκε να καλέσει ένα αμάξι για να το μεταφέρει ως το σπίτι του κλητήρα του. Ο Σκρούτζ, χαμογελώντας, πλήρωσε το αγοράκι, το χασάπη και τον αμαξά. Ένιωθε υπέροχα.
Ο Σκρούτζ έκανε το μπάνιο του, φόρεσε ένα καθαρό κοστούμι και βγήκε περίπατο. Βάδιζε με τα χέρια σταυρωμένα στη ράχη, παρατηρώντας τους περαστικούς. Όλοι ήταν χαρούμενοι. Μερικοί του ευχήθηκαν «Καλά Χριστούγεννα!».
Ο Σκρούτζ ομολόγησε ότι ποτέ δεν είχε ακούσει πιο ευχάριστα λόγια. Στο δρόμο συνάντησε έναν από τους δυο κυρίους πού την προηγουμένη τον είχαν επισκεφθεί για να του ζητήσουν τη βοήθειά του για τους φτωχούς.
«Καλέ μου κύριε», του φώναξε «πώς είστε;».
Κι όταν ο άνθρωπος πλησίασε, ο Σκρούτζ του ψιθύρισε κάτι στο αυτί. Εκείνος τον κοίταξε κατάπληκτος. «Μιλάτε σοβαρά, κύριε Σκρούτζ;» φώναξε. «Μα είστε πολύ γενναιόδωρος!».
«Μή με ευχαριστείτε», του απάντησε ο Σκρούτζ. «Κάντε μόνο τον κόπο να περάσετε μία από αυτές τις μέρες, όσο το δυνατόν πιο σύντομα, από το γραφείο μου. Θα είναι δική μου ευχαρίστηση!».
Στο τέλος, ο Σκρούτζ κατέληξε εμπρός στο σπίτι του ανιψιού του. Δίστασε για λίγο στο κεφαλόσκαλο. Αλλά μετά πήρε την απόφαση και χτύπησε το κουδούνι. Η υπηρέτρια του άνοιξε την πόρτα.
«Το αφεντικό σου είναι μέσα;» τη ρώτησε.
«Μάλιστα, κύριε. Περάστε. Κάθεται ήδη με τη σύζυγό του και τους καλεσμένους στο τραπέζι, θα σάς δείξω…».
«Δε χρειάζεται, καλή μου», της απάντησε ο Σκρούτζ. «Γνωρίζω πολύ καλά αυτό το σπιτάκι». Ανοιξε σιγανά την πόρτα της τραπεζαρίας και έχωσε το κεφάλι μέσα.
«Φρέντ», ρώτησε, «μπορώ να περάσω;».
«Ποιός είναι;» ρώτησε έκπληκτος ο ανιψιός του Σκρούτζ γυρνώντας το κεφάλι του.
«Ο θείος σου ο Σκρούτζ», του απάντησε. «Ήρθα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι πού με κάλεσες!».
Ο Φρέντ και η γυναίκα του χάρηκαν πολύ πού τελικά ο Σκρούτζ αποφάσισε να τους κάνει την τιμή. Και η γιορτή εξελίχτηκε θαυμάσια. Το γεύμα ήταν νοστιμότατο. Ακολούθησαν μουσική και χορός. Έπαιξαν διάφορα διασκεδαστικά παιχνίδια και φυσικά παντομίμα. Αλλά το καλύτερο απ όλα ήταν εκείνη η ξέφρενη χαρά πού ένιωθε μέσα του ο Σκρούτζ.
Την επομένη, ο Σκρούτζ πήγε πολύ νωρίς στο γραφείο. Ήθελε να κάνει έκπληξη στον κλητήρα του, πού ήξερε ότι θα αργούσε να φανεί στη δουλειά. Και πράγματι, ο Μπόμπ Κράτσιτ ήρθε λίγο πριν τις δέκα. Κάθησε αθόρυβα στη θέση του, με την ελπίδα ότι ο Σκρούτζ δε θα έπαιρνε είδηση την καθυστέρησή του.
«Ααα!» γκρίνιαξε τότε ο Σκρούτζ προσπαθώντας να μιμηθεί το γνωστό κακότροπο ύφος του. «Τί σημαίνει πάλι αυτό;».
«Συ-συ-συγγνώμη, κύριε», τραύλισε ο Μπόμπ Κράτσιτ, «δέν πρόκειται να ξαναργήσω».
«Και πώς μπορείς να δίνεις τέτοιες υποσχέσεις;» του είπε μουτρωμένος ο Σκρούτζ. Ο Μπόμπ άρχισε να τρέμει. Φοβήθηκε την απόλυση.
«Πάντως, για τούτη τη φορά…» συνέχισε ο Σκρούτζ «νομίζω ότι πρέπει να σου αυξήσω το μισθό σου!».
Κατάπληκτος ο Μπόμπ σκέφτηκε να τρέξει για βοήθεια. Νόμισε ότι ο εργοδότης του τρελάθηκε!
«Καλά Χριστούγεννα, αγόρι μου», του είπε τότε ήρεμος και χαμογελαστός ο Σκρούτζ, με τρόπο τόσο ειλικρινή, ώστε τελικά τον έπεισε ότι τα είχε τετρακόσια. «Και όχι μόνο θα σου κάνω αύξηση, αλλά θα βοηθήσω και την οικογένειά σου.
Πήγαινε, όμως, πρώτα σε παρακαλώ, να αγοράσεις κι άλλα κάρβουνα, θα ζεσταθούμε καλά κι έπειτα καθισμένοι δίπλα στη φωτιά θα συζητήσουμε όλες τις λεπτομέρειες.
Ο Σκρούτζ κράτησε το λόγο του. Και σύντομα ο μικρός Τίμ ξεπέρασε την αρρώστια, απέκτησε δυνάμεις κι έγινε ένα γελαστό και όμορφο αγόρι, πού ο Σκρούτζ το φρόντισε σαν να ήταν δικό του παιδί.
Ο πρώην τσιγκούνης έγινε πολύ γενναιόδωρος κι ήταν πάντα ευγενικός με όλους. Μερικοί βέβαια τον κορόιδεψαν για τη μεταβολή του χαρακτήρα του. Αλλά ο Σκρούτζ δεν ενοχλήθηκε γιατί, όπως είπε πολύ σοφά: «Καλύτερα να σε περιγελούν παρά να σε περιφρονούν!».
Ο Σκρούτζ δεν ξαναείδε τα πνεύματα. Αλλά από εκείνη την ημέρα, όπως λένε, δεν υπήρχε άνθρωπος πού να γιορτάζει καλύτερα τα Χριστούγεννα από τον Εμπενέζερ Σκρούτζ.
Ο καρυοθράυστης
Μια φορά και έναν καιρό, κάπου εκεί στο 1816, ο Γερμανός συγγραφέας Ernst Theodor Amadeus Hoffmann (γεννημένος σαν Ernst Theodor Wilhelm Hoffmann) αποφάσισε να γράψει μια χριστουγεννιάτικη ιστορία. Και όπως αρμόζει σε μια τέτοια περίσταση, η ιστορία αυτή έπρεπε να έχει μυστήριο, ζεστασιά, αγωνία και, φυσικά, χαρούμενο τέλος.
Το παραμύθι που έγραψε έγινε τελικά τόσο γνωστό, που ένας Ρώσος συνθέτης με το όνομα Pyotr Ilyich Tchaikovsky, μαζί με τους χορογράφους Marius Petipa και Lev Ivanov, πήραν το κείμενο του και το μετέτρεψαν σε μία από τις πιο γνωστές παραστάσεις μπαλέτου στον κόσμο.
Αυτό το τόσο όμορφο παραμύθι, λοιπόν, που αγαπήθηκε από πολλούς ενήλικες και άλλα τόσα παιδιά, δεν ήταν άλλο από τον Καρυοθραύστη και πήγαινε κάπως έτσι:
Είναι παραμονή Χριστουγέννων και βρισκόμαστε στο σπίτι των Stahlbaum (Ατσαλόδεντρο η ακριβής μετάφραση) και τα δύο αδέρφια, η Marie και ο Fritz, περιμένουν με αγωνία τον νονό τους και το θαυμαστό δώρο που θα έφερνε μαζί του. Γιατί θαυμαστό;
Μα γιατί ο κύριος Drosselmeier, εκτός από ωρολογοποιός ήταν και φοβερός εφευρέτης και τους έφερνε πράγματα και θαύματα, πέραν από κάθε φαντασία.
Όταν επιτέλους τους επιτράπηκε να μπουν στα σαλόνι όπου κάθονταν οι «μεγάλοι», αντίκρισαν γεμάτα ενθουσιασμό ένα κάστρο γεμάτο μηχανικούς ανθρώπους μέσα του και το παιχνίδι ξεκίνησε.
Δεν είναι παρά λίγη ώρα αργότερα, όταν η Marie βρίσκει έναν ξύλινο στρατιώτη και με την άδεια του πατέρα της, αναλαμβάνει αυτή την ειδική φροντίδα του.
Και πράγματι, όταν o Fritz, η ίδια και η αδερφή τους Louise, ξεκίνησαν να παίζουν μαζί του, τα πράγματα έγιναν λίγο πιο δραματικά και ο μικρός στρατιωτάκος θα χρειαζόταν σύντομα τη βοήθεια της. Βλέπετε, τα παιδιά βρήκαν το περίεργο ξύλινο στόμα του πρακτικό για να σπάνε καρύδια και αυτό ήταν μάλλον αστείο και διασκεδαστικό, μέχρι τη στιγμή που ο Fritz το παράκανε.
Έβαλε ένα αρκετά μεγάλο καρύδι στο στόμα του μικρού Καρυοθραύστη, αλλά το σαγόνι του δυστυχώς δεν άντεξε, και έσπασε. Απαρηγόρητη η μικρή Marie, το έδεσε πίσω στη θέση του, χρησιμοποιώντας ύφασμα από το φουστάνι της.
Όταν τα υπόλοιπα αδέρφια της έπρεπε να πάνε για ύπνο, αυτή ικέτεψε τον πατέρα της να μείνει λίγο παραπάνω μαζί με τον αγαπημένο της στρατιώτη και αυτός το επέτρεψε. Η Marie, ακόμη στεναχωρημένη με αυτό που συνέβη, υπόσχεται στον μικρό Καρυοθραύστη ότι θα τον πάει στον νονό της και εκείνος θα τον φτιάξει σαν καινούργιο και σαν απάντηση στα δάκρυα της μικρούλας, το πρόσωπο εκείνου ζωντανεύει για λίγο.
Λίγο ήξερε η εφτάχρονη μικρούλα, ότι σε λίγο μια τρομερή μάχη θα διαδραματίζονταν. Μια μάχη που θα περιλάμβανε ποντίκια –ναι, καλά ακούσατε- και κούκλες. Και φυσικά, τον γενναίο της στρατιώτη. Πράγματι, όταν το μεγάλο ρολόι του τοίχου χτύπησε, μια ορδή από αυτά τα μικρά τριχωτά τρωκτικά ξεκίνησε να βγαίνει κάτω από τα σανίδια και μαζί με αυτά, ο φοβερός αρχηγός τους, ο επτακέφαλος βασιλιάς των Ποντικιών.
Οι κούκλες όμως δεν θα έπεφταν χωρίς μάχη. Ο νεαρός Καρυοθραύστης ηγήθηκε της ομάδας των παιχνιδιών και όλα έδειχναν ότι θα κέρδιζαν αυτή την άνιση σύγκρουση, αλλά δυστυχώς τα ποντίκια ήταν πολύ περισσότερα και έτσι τους περικύκλωσαν για τα καλά. Σε μια προσπάθεια να σώσει την αγαπημένη της κούκλα, η νεαρή Marie τραυματίστηκε βαριά, χάνοντας τις αισθήσεις της.
Όταν το επόμενο πρωί ξυπνάει στο κρεβάτι της με το χέρι της δεμένο, λέει την ιστορία στους γονείς της, οι οποίοι, φυσικά, δεν την πιστεύουν. Η μικρή Marie, όμως είναι σίγουρη και δεν πτοείται από την άρνηση των γονιών της να καταλάβουν, είναι άλλωστε ευρέως γνωστό ότι οι περισσότεροι ενήλικες δεν μπορούν να δουν άλλο τα θαύματα της παιδικής φαντασίας (ελεγμένο, το έχει πει και ο Ασλάν, το μεγάλο λιοντάρι της Νάρνια).
Το κέφι της φτιάχνει λίγο παραπάνω, όταν τις επόμενες μέρες περνάει από το σπίτι ο νονός της και της φέρνει πίσω τον Καρυοθραύστη, επιδιορθωμένο σαν καινούργιο και της αφηγείται και την ιστορία της πριγκίπισσας Pirlipat και της βασίλισσας των Ποντικιών, γνωστή στους κύκλους της με το όνομα κυρία Mouserinks, η οποία εξηγούσε πώς φτιάχνονται οι Καρυοθραύστες και γιατί δείχνουν όπως δείχνουν.
Και αυτή η ιστορία, μέσα στην ιστορία μας, είχε ως εξής:
Μια άλλη φορά και κάποιον άλλο καιρό, η βασίλισσα των ποντικιών κορόιδεψε τη μητέρα μιας νεαρή πριγκίπισσας ώστε να αφήσει αυτήν και τα παιδιά της να κατασπαράξουν το λαρδί που πήγαινε στο λουκάνικο του βασιλιά.
Εκείνος πολύ θύμωσε με την ποντικοβασίλισσα και διέταξε τον βασιλικό εφευρέτη, που κατά σύμπτωση λεγότανε Drosselmeier, να φτιάξει ποντικοπαγίδες για αυτήν και τα παιδιά της. Ο νεαρός εφευρέτης, μην έχοντας άλλη επιλογή, τις φτιάχνει και αυτές δουλεύουν, σκοτώνοντας όλα τα παιδιά της ποντικοβασίλισσας, η οποία θυμωμένη ορκίζεται να εκδικηθεί τη μικρή πριγκίπισσα.
Η βασίλισσα (των ανθρώπων), κατατρομαγμένη από τον θυμό της ποντικομάνας, βάζει στο δωμάτιο της μικρής Pirlipat, γκουβερνάντες που η μόνη τους δουλειά είναι να χαϊδεύουν τις πάμπολλες γάτες που βρίσκονταν εκεί και έτσι να τις κρατάνε ξύπνιες. Αλλά όπως όλοι μας ξέρουμε, τα μάτια κάποια στιγμή κλείνουν, και έτσι οι γυναίκες αποκοιμήθηκαν και μαζί τους και οι γάτες, αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο για την ποντικοβασίλισσα.
Και πράγματι, εκείνη άδραξε την ευκαιρία και βρήκε τη νεαρή πριγκίπισσα και την έκανε άσχημη, τόσο άσχημη που το μεγάλο κεφάλι της και το γεμάτο δόντια πλατύ στόμα της, σε συνδυασμό με την αφράτη γενειάδα της, την έκανε να μοιάζει με τη μορφή που όλοι σήμερα γνωρίζουμε ως Καρυοθραύστη. Φυσικά ο βασιλιάς κατηγόρησε τον Drosselmeier και του έδωσε τέσσερις εβδομάδες καιρό, για να βρει ένα γιατροσόφι.
Ο εφευρέτης όμως δεν μπορούσε να βρει γιατρικό, άλλωστε δεν ήταν και το πεδίο του, οπότε επισκέφτηκε ένα φίλο του αστρολόγο, με την ελπίδα ότι διαβάζοντας το ωροσκόπιο της νεαρής πριγκίπισσας, θα έβρισκε τη λύση.
Και πράγματι, με τη βοήθεια του τη βρήκε, αν και δεν ήταν τόσο απλή, καθώς οι δύο άντρες έπρεπε να της δώσουν να φάει ένα καρύδι Crackatook, το οποίο έπρεπε να ανοιχτεί και να της δοθεί από έναν άντρα, που δεν έχει ξυριστεί ποτέ στη ζωή του ή έχει φορέσει μπότες, και που έπρεπε χωρίς να ανοίξει τα μάτια του, αφού της δώσει τον καρπό, να κάνει και εφτά βήματα πίσω χωρίς να σκοντάψει.
Οι δύο άντρες ταξίδεψαν για πολλά-πολλά χρόνια ψάχνοντας το καρύδι και τον άντρα αυτόν, γιατί φοβόντουσαν τον βασιλιά, που τους είχε τάξει ένα επώδυνο θάνατο αν επέστρεφαν με άδεια χέρια. Δυστυχώς, η προσπάθεια τους ήταν μάταιη. Δεν βρήκαν μήτε το καρύδι, μήτε τον άντρα που θα το πρόσφερε.
Έτσι επέστρεψαν πίσω στη Νυρεμβέργη και χάρη στο χαμόγελο της θεάς τύχης, βρήκαν το Crackatook στο μαγαζί του ξαδέρφου του Drosselmeier, που έφτιαχνε κούκλες.
Έχοντας βρει τη μισή λύση, ο βασιλιάς υποσχέθηκε το χέρι της πριγκίπισσας σε όποιον κατόρθωνε να ανοίξει το καρύδι και πράγματι, αυτός ο λόγος ήταν αρκετός ώστε το παλάτι να πλημμυρίσει από νεαρούς άντρες που προσπαθούσαν, αν και μάταια, να το σπάσουν.
Μέχρι τη στιγμή που το παλάτι επισκέφτηκε ο γιος του κουκλοποιού, και χωρίς δυσκολία έσπασε το σκληρό κέλυφος, ενώ οι άλλοι επίδοξοι μνηστήρες, είχαν χάσει κάμποσα δόντια στην προσπάθεια.
Ο νεαρός έδωσε στην Pirlipat τον καρπό και καθώς εκείνη κατάπιε την τελευταία μπουκιά, ευθύς αμέσως έγινε όσο πανέμορφη ήταν και στην αρχή. Τότε ο ανιψιός του Drosselmeier έκλεισε τα μάτια του και ξεκίνησε να περπατάει προς τα πίσω, αλλά η ποντικοβασίλισσα, μην έχοντας ξεχάσει το κακό που της είχανε κάνει, μπλέχτηκε στα πόδια του, κάνοντας τον να πέσει.
Και με αυτό, να τραβήξει και την κατάρα επάνω του, δίνοντας του ένα μεγάλο κεφάλι και ένα πλατύ στόμα γεμάτο δόντια, μαζί με μια αφράτη πουπουλένια γενειάδα, κάνοντας τον στην πράξη έναν Καρυοθραύστη.
Η μικρή πριγκίπισσα, βλέποντας πόσο άσχημος είχε γίνει πλέον ο σωτήρας της, αρνήθηκε τον γάμο μαζί του και τον έδιωξε από το παλάτι κακήν κακώς.
Αλλά ας επιστρέψουμε στην πρώτη μας ιστορία, ακριβώς τη στιγμή που η μικρή ταλαιπωρημένη Marie, ακούει μέσα στον ύπνο της τον βασιλιά Ποντίκι, απόγονο της εκδικητικής ποντικοβασίλισσας, να της ψιθυρίζει ότι θα κάνει τον αγαπημένο της Καρυοθραύστη κομμάτια, αν δεν του φέρει γλυκά και άλλες νοστιμιές.
Μην έχοντας άλλη επιλογή, το μικρό κορίτσι κάνει αυτό που το ζήτησε ο μεγαλόσωμος ποντικός, ο οποίος, παρασυρμένος από τα καλούδια που παραλάμβανε, απαιτούσε όλο και περισσότερα.
Ο ξύλινος Καρυοθραύστης όμως δεν μπορούσε να παραμείνει άπραγος και έτσι, αφού της ζήτησε και εκείνη του έδωσε ένα σπαθί από ένα παιχνίδι του αδερφού της, πήγε να αντιμετωπίσει το κακόβουλο ποντίκι.
Την επόμενη μέρα, επέστρεψε και πρόσφερε στη μικρή Marie, το στέμμα του επτακέφαλου ποντικού και παίρνοντας την από το χέρι, την οδήγησε στο βασίλειο με τις κούκλες, όπου η μικρή μας είδε καταπληκτικά και πανέμορφα πράγματα.
Ήταν μάλιστα τόσα πολλά, που κάποια στιγμή έγειρε από την εξάντληση και αποκοιμήθηκε. Το πρωί που ξύπνησε, είδε ότι βρίσκονταν και πάλι στο δωμάτιο της, και όσο κι αν προσπάθησε να περιγράψει στη μητέρα της τα υπέροχα πράγματα που είχε δει, εκείνη δεν την πίστεψε, και μάλιστα της απαγόρευσε να μιλάει για αυτά τα τρελά της όνειρα.
Έτσι, η μικρή Marie, μην έχοντας πουθενά να πει όλα αυτά που της είχαν συμβεί, πήγε από το μαγαζί του νονού της για να του κρατήσει παρέα όσο αυτός επισκεύαζε ένα ρολόι του πατέρα της. Καθώς εκείνος δεν μιλούσε, λες και της άφηνε χώρο να πει αυτά που εκείνη ήθελε να πει, το μικρό κορίτσι δεν άντεξε και άρχισε να μουρμουρίζει ότι αυτή δεν θα φερόταν ποτέ σαν την πριγκίπισσα Pirlipat και ότι θα αγαπούσε τον νεαρό, όπως και να έδειχνε.
Τότε ήταν που τους διέκοψε η μητέρα της, λέγοντας ότι ο νεαρός ανιψιός του Drosselmeier, μόλις ήρθε από την Νυρεμβέργη και καθώς εκείνος συστήθηκε στη μικρούλα Marie, της είπε ότι με τα λόγια της, του έλυσε τα μάγια και αν ήθελε, θα την ήθελε για γυναίκα του.
Φυσικά η Marie, του απάντησε «ναι» και έτσι 1 χρόνο και 1 ημέρα μετά, ο νεαρός πρίγκιπας ήρθε και την πήρε στο βασίλειο με τις κούκλες και κάπως έτσι, έζησαν αυτοί καλά… Και εμείς καλύτερα!