Οι αμαρτιοφάγοι ήταν το πιο απεχθές αλλά και απαραίτητο επάγγελμα του 18ου και 19ου αιώνα.
Όταν πέθαινε κάποιος στην Ουαλία, τη Σκωτία ή την Αγγλία, η οικογένειά του τοποθετούσε ψωμί στο στήθος του και καλούσε τον αμαρτιοφάγο να αναλάβει δράση. Εκείνος έτρωγε το ψωμί πάνω στο πτώμα και απορροφούσε τις αμαρτίες του νεκρού. Ύστερα η οικογένεια του έδινε ένα πενιχρό ποσό ως ανταμοιβή και τον έδιωχνε, συνήθως βίαια, από το σπίτι.
Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι αμαρτιοφάγοι αντιμετωπίζονταν ως λεπροί. Ζούσαν απομονωμένοι, μακριά από τον γενικό πληθυσμό ενώ όταν τελείωναν τη “δουλειά” τους από το εκάστοτε βαρυπενθές σπίτι, ξυλοκοπούνταν πριν πληρωθούν και φύγουν.
Οι κάτοικοι της βρετανικής χερσονήσου πίστευαν ότι αν κοιτάξεις έναν αμαρτιοφάγο στα μάτια, θα σε καταραστεί ενώ επικρατούσε η αντίληψη ότι με κάθε νεκρό που αναλάμβανε, ο αμαρτιοφάγος αύξανε τις αμαρτίες της ψυχής του. Επομένως, το να βρίσκεται κανείς μπροστά του ήταν σαν να βρίσκεται μπροστά στις αμαρτίες δεκάδων ή και εκατοντάδων ανθρώπων. Έτσι, όλοι τους απέφευγαν.
Οι μαρτυρίες
- Ένας καθηγητής του Presbyterian College στο Καρμάρθεν της Ουαλίας φέρεται να είδε έναν αμαρτιοφάγο το 1825. Έγραψε στη μαρτυρία του:
“Ο αμαρτιοφάγος, τον οποίο οι προληπτικοί χωρικοί απεχθάνονταν ως κάτι ακάθαρτο, απέκοψε τον εαυτό του από κάθε κοινωνική επαφή. Ζούσε μόνος του σε ένα απομακρυσμένο μέρος και όσοι τύχαινε να τον συναντήσουν, τον απέφευγαν όπως θα απέφευγαν έναν λεπτό.
Ο άτυχος αυτός άνδρας θεωρούνταν συνεργάτης των κακών πνευμάτων. Μόνο όταν προέκυπτε κάποιο θανατικό στο χωριό, τον αναζητούσαν. Όταν ο σκοπός του ολοκληρωνόταν, έκαιγαν το πιάτο ή το κύπελλο που είχε ακουμπήσει.”
- Η Σκωτσέζα συγγραφέας Κάθριν Σινκλαίρ (Catherine Sinclair) έγραψε το 1838 από ένα χωριό της Ουαλίας:
“Ένα παράξενο λαϊκίστικό έθιμο επικρατεί στο Μονμουθσάιρ (Monmouthshire) και σε άλλες δυτικές περιοχές της Ουαλίας. Στις περισσότερες κηδείες παρευρίσκεται ένας δηλωμένος “αμαρτωλοφάγος”, ο οποίος έχει προσληφθεί για να παίρνει πάνω του τις αμαρτίες του αποθανόντος. Καταπίνοντας ψωμί και μπύρα, με την κατάλληλη τελετή μπροστά από το πτώμα, υποτίθεται ότι απαλλάσσει τον νεκρό από κάθε ενδεχόμενη μεταθανάτια ποινή για αδικήματα ή αξιόποινες πράξεις του παρελθόντος.
Οι άνθρωποι που αναλάμβαναν μια τόσο τολμηρή απάτη πρέπει να ήταν όλοι τους άπιστοι και τρομερά φτωχοί, για να πουλήσουν το δικαίωμά τους σε μια φυσιολογική ζωή, για ένα πιάτο φαΐ”.
- Η Encyclopedia Britannica του 1911 ανέφερε σε άρθρο της για τους “αμαρτιοφάγους”:
“Στην Άνω Βαυαρία επιβιώνει ακόμη η αμαρτοφαγία. Τοποθετείται ένα κομμάτι ψωμί στο στήθος του νεκρού και στη συνέχεια τρώγεται από τον πλησιέστερο συγγενή ενώ στη βαλκανική χερσόνησο φτιάχνεται μια μικρή εικόνα του νεκρού από ψωμί και καταναλώνεται από τους επιζώντες της οικογένειας”.
Ο τελευταίος αμαρτιοφάγος
O τελευταίος αμαρτιοφάγος καταγράφηκε στην Αγγλία. Ονομαζόταν Ρίτσαρντ Μάνσλοου (Richard Munslow) και πέθανε το 1906. Ο Μάνσλοου, προερχόμενος από μια σκοτεινή περίοδο της ιστορίας, ήταν ζωντανός την ίδια εποχή με τα τηλέφωνα, τα αεροπλάνα και τα υποβρύχια.
Το 1906 πέθανε μετά τον θάνατο των τεσσάρων παιδιών του. Τα τρία από αυτά ξεψύχησαν την ίδια εβδομάδα και ο Μάνσλοου θεώρησε πως έπρεπε να παρέμβει. Αυτοκτόνησε, “για να τα βοηθήσει στον άλλο κόσμο”. Θάφτηκε στην Αγγλία.
Το 2010 συγκεντρώθηκαν 1.000 λίρες για την αναστήλωση του τάφου του.
Πώς προέκυψαν;
Περιπτώσεις αμαρτιοφαγίας έχουν παρατηρηθεί και σε προγενέστερες ιστορικές περιόδους.
Η θεά των Αζτέκων Tlazolteotl ή αλλιώς “Ιερή Βρωμιά”, ήταν η θεά του εξαγνισμού, της λαγνείας, της βρωμιάς και προστάτιδα των μοιχών. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν πέθαινε κάποιος είχε το δικαίωμα να εξομολογηθεί τα κακώς κείμενά του σε αυτή τη θεότητα και εκείνη καθάριζε την ψυχή του “τρώγοντας τη βρωμιά του”.
Στην χριστιανική παράδοση, ο Ιησούς έχει ερμηνευτεί ως ένα παγκόσμιο αρχέτυπο για τους αμαρτωλούς, προσφέροντας τη ζωή του, για να εξιλεωθεί ή να εξαγνίσει όλη την ανθρωπότητα από τις αμαρτίες της. Το ψωμί κατείχε αντίστοιχο ρόλο, καθώς θεωρούταν ότι απορροφούσε τις ανομολόγητες αμαρτίες των νεκρών, εξομαλύνοντας το δρόμο για το ταξίδι τους μέσα από το Καθαρτήριο και προς τον Παράδεισο.