Η Ζεβοντάν, μια περιοχή στην επαρχία Λοζέρ της νοτιοκεντρικής Γαλλίας, έχει συνδεθεί με ένα από τα μεγαλύτερα μυστήρια και αινίγματα της ιστορίας: το λεγόμενο “Κτήνος ή Θηρίο της Ζεβοντάν”.
Επρόκειτο για ένα μεγαλόσωμο ζώο που έσπερνε το φόβο και τον τρόμο στους κατοίκους της περιοχής από το 1764 μέχρι το 1767. Λέγεται πως σκότωσε περισσότερους από 100 ανθρώπους και τραυμάτισε περισσότερους, όμως κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει τι ακριβώς ήταν αυτό το αιμοβόρο πλάσμα.
Απεικονίστηκε ευρύτατα ως ένα λυκόμορφο ον σε μέγεθος αγελάδας ή ακόμη και αλόγου. Οι μαρτυρίες λένε πως κατακρεουργούσε το λαιμό όποιου ανθρώπου βρισκόταν στο διάβα του και συνήθως τα θύματά του ήταν γυναίκες και μικρά παιδιά που φύλαγαν τα κοπάδια τους. Τα πτώματα βρίσκονταν διαμελισμένα.
Παρ’ όλ’ αυτά, οι ιστορικοί και οι μελετητές δεν μπορούν ακόμα και σήμερα να το ταυτίσουν με κάποιο γνωστό είδος. Η ανάμνησή του μέσω της προφορικής παράδοσης, είναι ζωντανή στα βουνά της Ζεβοντάν, με τους κατοίκους να εξακολουθούν να μιλούν με τρόμο γι’ αυτό τόσους αιώνες αργότερα.
Η ιστορία του ενέπνευσε λογοτέχνες, μουσικούς και κινηματογραφιστές, όπως ο Κρίστοφερ Γκανς, ο οποίος σκηνοθέτησε την ταινία “Αδελφότητα των Λύκων” (2001), με πρωταγωνιστές τον Βενσάν Κασέλ και τη Μόνικα Μπελούτσι.
Οι επιθέσεις συνεχίζονταν, τα θύματα αυξάνονταν
Το πρώτο καταγεγραμμένο θύμα, ήταν η Ζαν Μπουλέ, μια 14χρονη βοσκοπούλα, τον Ιούνιο του 1764. Η Μπουλέ δεν ήταν το πρώτο άτομο που δέχθηκε την επίθεση του θηρίου.
Λίγο καιρό πριν, μία άλλη γυναίκα ήρθε αντιμέτωπη μαζί του, αλλά είχε την τύχη να μην σκοτωθεί, διότι τα βόδια του κοπαδιού της απώθησαν το θηρίο και την προστάτεψαν. Τα ρούχα της ήταν σκισμένα και η ψυχή της διαλυμένη.
Στους έκπληκτους κατοίκους, που έσπευσαν να την βοηθήσουν, είπε πως το ζώο που της επιτέθηκε “έμοιαζε με λύκο αλλά δεν ήταν ακριβώς λύκος“.
Το κεφάλι του ήταν πιο πλατύ και μεγάλο από του λύκου, το μέγεθός του ήταν ανάλογο με μιας αγελάδας και η ουρά του πολύ μακριά και με φούντα. Άλλες αναφορές επίσης έκαναν λόγο για κοκκινωπό τρίχωμα και μια μαύρη ρίγα στη ράχη του ζώου.
Οι επιθέσεις του θηρίου συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού και του φθινοπώρου. Τα θύματά του αυξάνονταν όσο περνούσε ο καιρός και οι κάτοικοι δημιούργησαν ομάδες κυνηγών, που οπλίζονταν με μεγάλα ραβδιά για να καταδιώξουν και να εξοντώσουν το κτήνος, αλλά μάταια.
Υπήρχαν ακόμη καταγραφές για άνδρες, γυναίκες, ακόμη και παιδιά, που κατάφεραν με νύχια και με δόντια να αντισταθούν στο φοβερό και τρομερό ζώο, η “φήμη” του οποίου είχε εξαπλωθεί και σε χωριά εκτός της Ζεβοντάν.
Μία από τις πιο δημοφιλείς ιστορίες ηρωισμού αφορά την Μαρί Ζαν Βαλέ, μια γυναίκα περίπου 20 ετών, η οποία φέρεται να δέχθηκε επίθεση από το θηρίο τον Αύγουστο του 1765.
Με όπλα της την αυταπάρνηση και μια ξιφολόγχη ενσωματωμένη σε ένα κοντάρι, κατόρθωσε να γλιτώσει από το θηρίο. Κέρδισε το προσωνύμιο της “Αμαζόνας” και ένα γλυπτό προς τιμήν φιλοτεχνήθηκε και βρίσκεται στην κοινότητα Auvers.
Οι αποτυχημένες προσπάθειες
Τα νέα για τη δράση του Κτήνους, δεν άργησαν να φτάσουν στα αφτιά του Γάλλου βασιλιά, Λουδοβίκου ΙΕ’. Αποφάσισε τότε να στείλει στην περιοχή ένα σύνταγμα βασιλικών δραγόνων, υπό τον ταγματάρχη Ντιαμέλ, για να αντιμετωπίσουν το θηρίο.
Ο Ντιαμέλ οργάνωσε πολυάριθμες περιπόλους και κατέστρωσε διάφορα σχέδια για να αιχμαλωτίσει το μυστήριο και αιμοβόρο πλάσμα. Όμως, εκείνο κατάφερνε να ξεφεύγει από τις παγίδες που του έστηναν και να αλωνίζει.
Επικηρύχθηκε έναντι μεγάλης αμοιβής, γεγονός που προσέλκυσε το ενδιαφέρον πολλών κυνηγών από όλη τη Γαλλία. Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις, όμως, δεν πετύχαιναν τίποτε περισσότερο από το να μετατοπίζουν το θηρίο σε διάφορες περιοχές.
Την άνοιξη του 1765, ο βασιλιάς απέστειλε τον φημισμένο και έμπειρο κυνηγό λύκων Ντενεβάλ. Ούτε όμως αυτός πέτυχε κάτι. Λίγο καιρό μετά, ένας ευγενής της περιοχής, ονόματι Ντε Λα Σομέτ, ανέφερε πως είδε το θηρίο κοντά στο σπίτι του.
Μαζί με τους δύο αδερφούς του, το κυνήγησαν και πυροβόλησαν, σώζοντας παράλληλα ένα βοσκό, αλλά δεν μπόρεσαν να το σκοτώσουν. Το θηρίο σηκώθηκε και έτρεξε να κρυφτεί στο δάσος.
Η πρώτη “εκτέλεση”
Ως έσχατη λύση, ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΕ’ έστειλε στην περιοχή τον προσωπικό του κυνηγό, Φρανσουά Αντουάν. Μετά από προσπάθειες μηνών, το Σεπτέμβριο του 1765, ο Αντουάν εντόπισε και θανάτωσε έναν μεγάλο λύκο, που λέγεται πως ζύγιζε 60 κιλά.
Όπως έγραψε σε μήνυμά του προς τον βασιλιά, “δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ τόσο μεγάλο λύκο. Θεωρούμε πως πρέπει να πρόκειται για το τέρας που έχει ρημάξει την περιοχή“.
Ο Αντουάν πανηγύρισε την επιτυχία του και τιμήθηκε ενώ οι κάτοικοι ένιωθαν ανακουφισμένοι. Αισθάνονταν πως μπορούσαν πλέον να ζουν χωρίς φόβο.
Ωστόσο, μετά από περίπου δύο μήνες, το Κτήνος επανεμφανίστηκε. Κατασπάραξε δύο παιδιά και συνέχισε να επιτίθεται σε αγρότες.
Ο εφιάλτης δεν είχε τελειώσει, την ίδια στιγμή που η βασιλική αυλή επέλεξε να αγνοήσει αυτές τις νέες επιθέσεις, επιμένοντας ότι ο Αντουάν είχε σκοτώσει το θηρίο.
Η οριστική θανάτωση
Τον Ιούνιο του 1767, εκατοντάδες χωρικοί μαζεύτηκαν στον καθεδρικό ναό του Notre-Dame de Beaulieu, για να ζητήσουν από τον Θεό να τους απαλλάξει από το Θηρίο.
Ο Ζαν Σαστέλ, ένας τοπικός κυνηγός που θεωρείτο δεινός σκοπευτής, ζήτησε από τους ιερείς του ναού να ευλογήσουν τις σφαίρες και το τουφέκι του. Ο Σαστέλ εντόπισε το θηρίο στις πλαγιές του όρους Μουσέ και, με απίστευτη ψυχραιμία, πυροβόλησε μία φορά και έπληξε καίρια το ζώο.
Τα κυνηγόσκυλα του Σαστέλ χίμηξαν πάνω στο θηρίο που ψυχορραγούσε, για να το αποτελειώσουν. Όταν άνοιξαν το στομάχι του, βρήκαν μέσα ανθρώπινα υπολείμματα.
Αν και έμοιαζε με λύκο, ήταν δυσανάλογα μεγαλύτερο και τα χαρακτηριστικά του δεν θύμιζαν κάποιο γνωστό ζώο. Σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι αναφορές για επιθέσεις μειώθηκαν μετά την ενέργεια του Σαστέλ, θεωρήθηκε έτσι ως το πραγματικό Κτήνος της Ζεβοντάν.
Ο Σαστέλ ήθελε να μεταφερθεί το ζώο στις Βερσαλλίες, προκειμένου να εξεταστεί από βασιλικούς εμπειρογνώμονες. Όμως, το κουφάρι του άρχισε να αποσυντίθεται γρήγορα λόγω της έντονης ζέστης και έτσι αναγκάστηκαν να το θάψουν.
Οι πιθανές ερμηνείες
Στο πέρασμα των ετών, διάφορες απόψεις προτάθηκαν για το τι είδους πλάσμα ήταν το Κτήνος. Άλλοι έκαναν λόγο για έναν υπερμεγέθη λύκο, άλλοι για κάποιο είδος προϊστορικού σαρκοβόρου σκύλου και άλλοι για κάποιο εξωτικό ζώο, ύαινα ή αιλουροειδές, που με κάποιον τρόπο έφτασε στη Γαλλία.
Ακόμη, κάποιοι λάτρεις του παραφυσικού και των θεωριών συνωμοσίας θεωρούν ότι επρόκειτο για λυκάνθρωπο ή για κάποιον serial killer που ντύθηκε ως θηρίο για να διαπράξει τα σκοτεινά σχέδιά του.
Ο Τζέι Σμιθ, καθηγητής ιστορίας και συγγραφέας του βιβλίου “Monsters of the Gévaudan: The Making of a Beast“, θεωρεί ως πιο πειστική την εξήγηση ότι δεν επρόκειτο για ένα και μοναδικό παράξενο θηρίο, αλλά για πολλούς λύκους, που πραγματοποιούσαν σωρεία επιθέσεων εκείνη την εποχή.
Την άποψη του Σμιθ περί ύπαρξης πολλών λύκων ισχυροποιεί και η αβεβαιότητα που επικρατούσε για το αν ο Αντουάν ήταν εκείνος που πρώτος σκότωσε το κτήνος κι όχι ο Σαστέλ, όπως είναι σήμερα ευρύτερα αποδεκτό.
Επιπλέον, οι επιθέσεις από λύκους ήταν ένα σύνηθες πρόβλημα κατά τον 16ο με 18ο αιώνα, όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, με χιλιάδες θανάτους να αποδίδονται σε αυτές. Ο Τύπος σε συνδυασμό με τη δημόσια υστερία ενδεχομένως να διόγκωσαν όσα πράγματι συνέβησαν.
Η σφαίρα του Σαστέλ μπορεί να έδωσε, οριστικό τέλος στις επιθέσεις του ζώου, αλλά δεν απάντησε στα ερωτήματα γύρω από την πραγματική του φύση.
Το Θηρίο της Ζεβοντάν ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα άλυτο αίνιγμα, ένα μεγάλο μυστήριο της ιστορίας.