Εν έτει 2022, ο όρος γυναικοκτονία έχει μπει στα ελληνικά λεξικά.
Μέχρι λίγες δεκαετίες πριν, οι φόνοι αυτοί δεν ήταν παρά “εγκλήματα τιμής”.
Οι γυναικοκτονίες ήταν σε μεγάλο βαθμό αποδεκτές από την ελληνική κοινωνία, από τα προεπαναστατικά χρόνια.
Αρκεί να ακούσουμε τους στίχους από ορισμένα δημοτικά τραγούδια για να πάρουμε μία ιδέα για τις αντιλήψεις των Ελλήνων των περασμένων αιώνων.
Ο “Μενούσης”, που χορεύεται ως σήμερα σε πολλές περιοχές της χώρας, αναφέρεται σε έναν άντρα που σκότωσε τη γυναίκα του επειδή τόλμησε να μιλήσει σε άλλον όσο έβγαζε νερό από το πηγάδι. Πλέον είναι γνωστό ότι η γυναίκα του ποτέ δεν μίλησε στον άνδρα και συκοφαντήθηκε. Το τραγούδι όμως έμεινε.
Κι ο Μενούσης
μεθυσμένος πάει την έσφαξε.
Το πρωί ξεμεθυσμένος
πάει την έκλαψε.
Ειδικά πριν την ίδρυση ελληνικού κράτους, το δημοτικό τραγούδι λειτουργούσε ως η εφημερίδα της εποχής. Οι στίχοι περιέγραφαν αληθινές ιστορίες με τον παραδοσιακό δημοτικό στιχούργημα.
Μέχρι τον Ξεσηκωμό και την σύνταξη του πρώτου ποινικού δικαίου το 1824, η τιμωρία των παραβατών βασιζόταν και οριζόταν από το λεγόμενο εθιμικό δίκαιο.
“Εγκλήματα τιμής”
Τα εγκλήματα τιμής δεν ήταν ελληνικό φαινόμενο. Παρατηρούνται έντονα σε όλες τις μεσογειακές χώρες.
Στην Ελλάδα ωστόσο, έως και τα μέσα του 20ου αιώνα, κατά κανόνα δεν αντιμετωπίζονταν ως ποινικά αδικήματα. Θεωρούταν ηθική υποχρέωση για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης και της οικογενειακής τιμής.
Στη Μάνη αποκαλούνταν «γδικιωμοί». Στην Κρήτη, η αποκατάσταση της οικογενειακής τιμής αναγόταν σε καθήκον και το ονόμαζαν «οικογενειακά». Έτσι ξεκινούσαν οι βεντέτες. Έπειτα, ακόμη και αν κάποιος ήθελε να σταματήσει το κύκλο της βίας δεν ήταν καθόλου εύκολο να παραβεί το εθιμικό δίκαιο.
Η αξία της τιμής ήταν πάνω από την αξία της ζωής. Και αυτός ήταν ένας από τους λόγους που αυτά τα εγκλήματα θεωρούνταν “ηρωισμοί”.
Γυναικοκτονίες
Η έννοια της τιμής οριζόταν από τις κοινωνικές αντιλήψεις της εποχής. Η προσβολή του συζύγου ήταν μία από τις σοβαρότερες ατιμώσεις. Δεν μπορούσε να μείνει ατιμώρητη.
Παραδοσιακά, στην Ελλάδα οι ανύπαντρες κοπέλες θεωρούνταν ιδιοκτησία του πατέρα ή του αδερφού. Μόλις παντρεύονταν, η “κυριότητα” μεταβιβαζόταν στον σύζυγο. Αυτό σήμαινε ότι ο ρόλος τους ήταν καθορισμένος. Η σωστή γυναίκα όφειλε να είναι σεμνή, υπάκουη και να μην προκαλεί με τη συμπεριφορά της τον σύζυγο.
Κάτω από την ομπρέλα των προκλήσεων αυτών έμπαιναν πολλά “παραπτώματα”. Το σοβαρότερο ήταν η μοιχεία. Τον 19ο αιώνα, οι απατημένοι σύζυγοι που σκότωναν τις γυναίκες τους και οδηγούνταν σε δίκη, κατά κανόνα αθωώνονταν πανηγυρικά. Καθώς το σύστημα ήταν αμιγώς ορκωτό, οι ένορκοι, που ήταν απλοί πολίτες με παρόμοιες αντιλήψεις, αναγνώριζαν το “δίκαιο” της πράξης.
Μάλιστα, εφόσον οι δίκες ήταν δημόσιες και είχαν ακροατήριο, δεν ήταν λίγες οι φορές που μετατρέπονταν σε “σόου” για την τοπική κοινωνία. Έχουν καταγραφεί περιπτώσεις που το κοινό έβγαζε τους αθωωμένους δολοφόνους αγκαλιά από το δικαστήριο, μέσα σε ζητωκραυγές και επευφημίες.
Η μοιχεία όμως δεν ήταν το μόνο “παράπτωμα” που μπορούσε να προκαλέσει την αλόγιστη οργή των συζύγων. Η φιλαρέσκεια, η κοινωνικότητα, η επιπολαιότητα ή το να μην είναι μια γυναίκα καλή νοικοκυρά, αποτελούσαν συχνές αφορμές για κακοποιητική συμπεριφορά.
Επαναπροσδιορισμός
Με το πέρασμα των χρόνων, το δίκαιο σταδιακά εκσυγχρονίστηκε και οι ποινές αυστηροποιήθηκαν. Ωστόσο, οι παγιωμένες αντιλήψεις καθυστέρησαν αρκετά να υποχωρήσουν.
Ιδιαίτερα στην ελληνική επαρχία, οι πατριαρχικές απόψεις για τη σχέση μεταξύ των συζύγων ήταν έντονες μέχρι και τη σύγχρονη εποχή. Η βιαιότητα ενός άντρα προκειμένου να υπερασπιστεί την τιμή του, πολύ συχνά δικαιολογούταν από τον κοινωνικό περίγυρο.
Η κατάσταση άλλαξε σταδιακά με την εσωτερική μετανάστευση, τη δημιουργία μεγάλων αστικών κέντρων, την μόρφωση των γυναικών και την οικονομική τους αυτοδυναμία, όταν βγήκαν σε ανταγωνιστικά επαγγέλματα. Η νομοθεσία ακολούθησε τελευταία.
Ο επαναπροσδιορισμός των εγκλημάτων τιμής, σε “γυναικοκτονίες”, δεν δίνει πιά ελαφρυντικά στον θύτη. Ο όρος όμως πέρασε πρόσφατα, και ο λόγος είναι, για να υπάρχει ειδική αντιμετώπιση σε ένα φαινόμενο που δεν μπορεί να γίνεται ανεκτό και να δικαιολογείται.