Kατά τον εμφύλιο πόλεμο και αρκετά χρόνια μετά, πάνω από 3.200 ανήλικα ελληνόπουλα υιοθετήθηκαν από αμερικάνικες οικογένειες, με αδιαφανείς διαδικασίες. Η κερδοσκοπία των εμπλεκόμενων δικηγόρων, έφτασε να χαρακτηρίσει το φαινόμενο ως ένα νόμιμο εμπόριο παιδιών.
Πρόκειται για ένα από τα πλέον άγνωστα κεφάλαια της ελληνικής ιστορίας, που έφερε στο φως η καθηγήτρια Ελληνικών Σπουδών στην έδρα Κοραή του King’s College στο Λονδίνο, Gonda Van Steen, με το βιβλίο της «Ζητούνται παιδιά από την Ελλάδα».
Η κ. Van Steen μίλησε στη Μηχανή του Χρόνου:
«Η αγορά ενός παιδιού από την Ελλάδα στις ΗΠΑ αρχικά κόστιζε γύρω στα 500 δολάρια».
«Όταν άρχισαν να εμπλέκονται διάφοροι δικηγόροι ως μεσάζοντες, το κόστος αυξήθηκε. Πολλές φορές έφτανε τα 3.500 δολάρια ενώ το προσωπικό κέρδος του κάθε μεσάζοντα άγγιζε μέχρι και τα τρία χιλιάρικα τη φορά.
Ήταν η περίοδος που το δολάριο ήταν το μοναδικό ισχυρό νόμισμα. Όπως καταλαβαίνετε, σταδιακά άρχισαν να διεκδικούν και άλλοι κομμάτι από την πίτα, αναλαμβάνοντας την υιοθεσία ορφανών ελληνόπουλων. Ήταν ένα νόμιμο εμπόριο παιδιών».
Τα δύο κύματα υιοθεσιών
«Το πρώτο κύμα των υιοθεσιών ξεκίνησε με τις καλύτερες προθέσεις. Το μότο ήταν να βρούμε σπίτι στα ορφανά του Εμφυλίου και ας είναι και μακριά». Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, την περίοδο του Εμφυλίου στην Ελλάδα, ένα στα οκτώ παιδιά έμεινε ορφανό: περίπου 340.000 με 375.000 παιδιά είχαν χάσει έναν ή και τους δύο γονείς τους.
Τα παιδιά του «πρώτου κύματος» υιοθετήθηκαν κυρίως από Ελληνοαμερικανούς, που σε κάποιες περιπτώσεις ήταν και συγγενείς των παιδιών. «Εδώ έχουμε μεγαλύτερα παιδιά, που πραγματικά χρειάζονταν σπίτι».
Ωστόσο, τα πράγματα άλλαξαν από το 1955.
«Τώρα, τα άτεκνα ζευγάρια Αμερικάνων θέλουν μικρότερα παιδιά. Κατά βάση νεογέννητα βρέφη και οπωσδήποτε λευκά. Το δεύτερο κύμα δεν αφορά ορφανά παιδιά αλλά εξώγαμα».
Η κ. Van Steen γράφει στην εισαγωγή του βιβλίου της,
«Από τις μαρτυρίες που συγκέντρωσα, έμαθα για τα «κατάλληλα υποψήφια προς υιοθεσία ξένα ορφανά», που επέλεξαν τα ελληνικά κρατικά ιδρύματα, με εξαιρετικά μεροληπτικά κριτήρια που αφορούσαν τα παιδιά από αριστερές οικογένειες και άγαμες μητέρες».
Ήταν η περίοδος που ανύπαντρες μητέρες συρρέουν στα βρεφοκομεία και τα ορφανοτροφεία της χώρας, για να γλιτώσουν τη φτώχεια, αλλά κυρίως τη ντροπή. Οι περισσότερες δεν συμφωνούσαν να εγκαταλείψουν το νεογέννητο παιδί τους. Αναγκάζονταν.
«Όταν μάθαιναν οι γονείς, και συγκεκριμένα ο πατέρας, ότι η ανύπαντρη κόρη ήταν έγκυος, την πετούσαν έξω από το σπίτι». Χωρίς στέγη, δουλειά και υποστήριξη από την Πολιτεία, η επιλογή της υιοθεσίας ήταν μονόδρομος.
«Πάρα πολλά εξώγαμα παιδιά δίνονταν στα βρεφοκομεία μόνο με όνομα μητρός ενώ αρκετά αφήνονταν ανώνυμα στις βρεφοδόχους, που βρίσκονταν στην εξωτερική πύλη των ιδρυμάτων».
Υπήρχαν ακόμα και πολλές χήρες που επέλεγαν να αφήσουν κάποιο ή κάποια από τα παιδιά τους στο ορφανοτροφείο, γιατί δεν μπορούσαν να τα μεγαλώσουν. «Έχουμε μαρτυρία, στην οποία μία χήρα μητέρα πέντε παιδιών, έδωσε τα δύο της αγόρια στο ορφανοτροφείο, γιατί δεν είχε να τα ταΐσει».
Έτσι, από το 1955 τα βρεφοκομεία της χώρας γέμισαν με νεογέννητα βρέφη, που αργότερα ταξίδεψαν στην Αμερική. Από τη στιγμή που έφευγαν εκτός ελληνικών συνόρων, οι περισσότερες από τις μητέρες έχαναν για πάντα τα ίχνη των παιδιών τους.
Νόμιμες αλλά επικίνδυνες υιοθεσίες
Όπως εξηγεί η κ. Van Steen, «όταν μία μητέρα έδινε το παιδί της, η αρχή ήταν ότι η υιοθεσία ήταν κλειστή και τα έγγραφα απόρρητα. Αυτό σήμαινε ότι η μητέρα δεν μπορούσε να παρακολουθήσει την πορεία του παιδιού της, ούτε ήξερε που πηγαίνει.
Επίσης δεν γνώριζε τα ονόματα των θετών γονιών, αφού αυτοί σπάνια έρχονταν στην Ελλάδα, για να κανονίσουν αυτοπροσώπως την υιοθεσία». Συνήθως έστελναν κάποιον πληρεξούσιο δικηγόρο τους.
Οι ανάδοχοι γονείς και το νέο οικογενειακό περιβάλλον του παιδιού δεν ελέγχονταν.
«Το κοινό χαρακτηριστικό όλων των θετών γονιών ήταν πως όλοι ήταν λευκοί, παντρεμένοι και οικονομικά ευκατάστατοι. Το οικονομικό κριτήριο ήταν το πιο σημαντικό. Τα ελληνικά δικαστήρια δεν έλεγχαν αν επρόκειτο για ένα ισορροπημένο ζευγάρι, αν τα έβρισκαν μεταξύ τους ή αν υπήρχαν προβλήματα αλκοολισμού».
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλά παιδιά να εκτεθούν σε επικίνδυνες οικογένειες.
Αρκετά ζευγάρια που εγκρίθηκαν από το ελληνικό δικαστήριο, είχαν απορριφθεί από τις αντίστοιχες κοινωνικές υπηρεσίες των ΗΠΑ.
«Υπήρχαν γονείς που πήραν το παιδάκι, μετά το βαρέθηκαν και το έβαλαν ξανά σε ίδρυμα στην Αμερική ενώ από αρκετές περιπτώσεις μαθαίνουμε ιστορίες βίας και κατάχρησης».
Όταν τα παιδιά μεγάλωσαν και αναζήτησαν τα ίχνη της βιολογικής τους οικογένειας, οι πληροφορίες που είχαν ήταν ελάχιστες.
Σήμερα, περίπου 4.000 Έλληνες και Ελληνίδες, υιοθετημένα παιδιά του Εμφυλίου μέχρι και αρχές 1960, δεν μπορούν να απαντήσουν στις δύο πιο κλασσικές ερωτήσεις. «Τίνος είσαι και από που κρατάει η σκούφια σου;». Λίγοι είναι που ξέρουν.
«Κανείς δεν έδινε σημασία στο να υπάρχουν χαρτιά και να είναι όλα τα στοιχεία σωστά. Η νοοτροπία ήταν να φτάσει το παιδί όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην Αμερική, να ζήσει μέσα στα πλούτη και να έχει μία καλύτερη ζωή. Κάνεις δεν νοιαζόταν για τον φάκελο του παιδιού. Μερικοί δεν τον κράτησαν κιόλας.
Αυτό σήμαινε ότι το παιδί που υιοθετήθηκε από κάποιο βρεφοκομείο της Αθήνας, φαινόταν ότι γεννήθηκε στην Αθήνα, παρόλο που ερχόταν από την Πάτρα. Για τους θετούς γονείς ήταν το ίδιο, τι Πάτρα τι Αθήνα. Αυτό που ήξεραν ήταν πως το παιδί είναι Ελληνόπουλο και αυτό είχε σημασία. Μόνο ελάχιστοι έκαναν τον κόπο να φτιάξουν σωστό φάκελο υιοθεσίας».
Και η αλήθεια είναι πως κανείς δεν τον ζητούσε. Για τα ελληνικά δικαστήρια αρκούσε μια πράξη υιοθεσίας.
Κομβικό ρόλο στη διαδικασία έπαιζαν οι μεσάζοντες δικηγόροι.
Πρώτοι ήταν οι δικηγόροι της ΑΧΕΠΑ, της ελληνοαμερικανικής οργάνωσης που αφιερώθηκε στη διάσωση «ορφανών», οι οποίοι ανακάλυψαν ότι η εμπλοκή τους σε μια υιοθεσία, μπορεί να αποβεί ανέλπιστα κερδοφόρα. Έτσι, άρχισαν να «κλείνουν» υιοθεσίες και να στέλνουν παιδιά στην Αμερική.
Σύντομα, όμως, το μονοπώλιο της ΑΧΕΠΑ έσπασε και δεκάδες ανεξάρτητοι δικηγόροι και φορείς από όλη τη χώρα, διεκδίκησαν κομμάτι από την «πίτα των υιοθεσιών». Άρχισε να δημιουργείται ένα ανταγωνιστικό πεδίο κερδοφορίας, στο επίκεντρο του οποίου βρίσκονταν νεογέννητα ορφανά παιδιά.
Κάποια στιγμή όμως, το «διεθνές κύκλωμα εξαγωγής παιδιών» άρχισε να αποκαλύπτεται.
Τα σκάνδαλα
Στις 5 Μαΐου του 1959, o πρώην πρόεδρος της ΑΧΕΠΑ και δικαστής στη Νέα Υόρκη, Στίβεν Σκόπας (Steven S. Scopas), συνελήφθη με την κατηγορία ότι εμπορεύεται βρέφη από την Ελλάδα και έγινε πρωτοσέλιδο στη New York Times.
Η κατηγορία ήταν ότι ο Σκόπας έδινε βρέφη από την Ελλάδα σε ζευγάρια Αμερικανών στη Νέα Υόρκη και λάμβανε αμοιβές ύψους 2.500 – 3.000 δολαρίων για κάθε υιοθεσία. «Ο Σκόπας πραγματοποίησε τουλάχιστον τριάντα υιοθεσίες τέτοιου είδους. Οπότε καταλαβαίνουμε για τι κέρδος μιλάμε», συμπληρώνει η κ. Van Steen.
Στην Ελλάδα το σκάνδαλο σχολιάστηκε, ιδιαίτερα από τον Τύπο της εποχής, αλλά με την αθώωση του κατηγορούμενου δύο χρόνια αργότερα, η υπόθεση ξεχάστηκε.
Τον Δεκέμβριο του 1962, άρχισε να κυκλοφορεί η είδηση για την ανακάλυψη κυκλώματος διακίνησης παιδιών στο Δημοτικό Βρεφοκομείο Θεσσαλονίκης «Άγιος Στυλιανός». Οι κατηγορίες ανέφεραν πως το εμπόριο παιδιών ξεκίνησε στην αρχή της μεταπολεμικής περιόδου και πιθανότατα διήρκεσε δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια.
Τον Ιούνιο του 1964, ξεκίνησε η δίκη του διευθυντή και των οκτώ υπαλλήλων ή συνεργατών του Δημοτικού Βρεφοκομείου, οι οποίοι κατηγορούνταν για πλαστογράφηση εγγράφων και κερδοσκοπία από την πώληση βρεφών προς υιοθεσία.
Παρά την ομολογία τους, σε άλλους επιβλήθηκαν μικρές ποινές και άλλοι αθωώθηκαν.
«Αυτό που μου κάνει εντύπωση στο σκάνδαλο του Αγίου Στυλιανού είναι ότι το προσωπικό του βρεφοκομείου ήταν αυτό που κατήγγειλε τον διευθυντή, παρά τον φόβο ότι μπορεί να χάσουν τη δουλειά τους.
Οι κυρίες που δούλεψαν εκεί δήλωσαν ότι ενώ έρχονταν έκθετα βρέφη, δεν καταγράφονταν στο μητρώο, οπότε δεν φαίνονταν επισήμως πουθενά, και τις επόμενες δυο, τρεις μέρες εξαφανίζονταν και, όπως αποκαλύφθηκε, δίνονταν σε οικογένειες που τα κατέγραφαν ως βιολογικά τους παιδιά. Ο διευθυντής, ως υπεύθυνος της διαδικασίας έπαιρνε και το αντίστοιχο κέρδος» περιέγραψε η κ. Van Steen.
Οι τελευταίες υιοθεσίες πραγματοποιήθηκαν το 1975. «Έκτοτε, η ζήτηση από άτεκνα ζευγάρια Ελλήνων αυξήθηκε σημαντικά και τα παιδιά απορροφήθηκαν από τις ντόπιες οικογένειες».
Σήμερα εκατοντάδες από τα υιοθετημένα παιδιά, γεννημένα τα χρόνια του 1950, ζητούν την επανασύνδεση με τη γενέτειρα χώρα τους.
«Δεν θέλουμε να επαναπατριστούμε αλλά ζητάμε την ελληνική ιθαγένεια. Γεννηθήκαμε στην Ελλάδα και φύγαμε παιδιά. Είναι θέμα ταυτότητας. Αγαπάμε την Ελλάδα και θέλουμε πίσω την ιθαγένεια που χάσαμε»
Μαρτυρία
Η Μαίρη Καρδαρά (Mary Cardara), δημοσιογράφος και πρόεδρος του τμήματος Πολιτικής Επικοινωνίας του California State University, είναι ένα από τα 4.000 Ελληνόπουλα που υιοθετήθηκαν στην Αμερική την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Η μητέρα της εκδιώχθηκε από το χωριό της, όταν έμεινε έγκυος ενώ ήταν ανύπαντρη. Ο πατέρας της δεν μπορούσε να επιτρέψει «τέτοια ντροπή στην οικογένεια».
«Οι γονείς των θετών μου γονιών έφτασαν στην Ελλάδα, ψάχνοντας να ψωνίσουν ένα ελληνάκι. Τότε ήμασταν δύο και τρία μωρά σε κάθε κούνια. Όταν με επέλεξαν, γνώρισαν την βιολογική μου μητέρα, η οποία μου είπαν πως ερχόταν κάθε μέρα στο βρεφοκομείο για να με ταΐσει, αλλά δεν μπορούσε να με μεγαλώσει μόνη της.
Ο παππούς μου τη διαβεβαίωσε ότι θα είμαι πολύ καλά στη νέα μου οικογένεια και της υποσχέθηκε ότι δεν θα την ενοχλήσει κανείς πια για το «θέμα του μωρού». Υπέγραψαν τα σχετικά έγγραφα και ήρθαμε στην Αμερική».
Όπως περιέγραψε στη Μηχανή του Χρόνου, τα παιδικά της χρόνια ήταν γεμάτα αγάπη και όμορφες στιγμές. Ωστόσο, πάντα την ακολουθούσε το στίγμα της «υιοθετημένης κόρης».
«Υπήρχαν, παραδείγματος χάριν, κάποιοι συγγενείς μας, που συμπεριφέρονταν διαφορετικά σε μένα και διαφορετικά στον αδερφό μου -και βιολογικό παιδί των θετών γονέων- επειδή απλώς ήμουν “η υιοθετημένη”.
Παράλληλα, άκουγα συχνά γύρω μου ανθρώπους να τονίζουν ότι είναι κατά της υιοθεσίας, επειδή θέλουν πραγματικά δικά τους παιδιά κλπ. Αυτό ήταν κάτι που πραγματικά με πλήγωνε».
Η κ. Καρδαρά ήρθε στην Ελλάδα, αναζητώντας τα ίχνη της οικογένειάς της. Περπατούσε στο δρόμο και έψαχνε τη μητέρα της σε κάθε γυναικείο πρόσωπο που συναντούσε.
«Θυμάμαι τον παππού μου να μου λέει πόσο πολύ της μοιάζω», δήλωσε.
Οι πρώτες προσπάθειες της κ. Καρδαρά έπεσαν στο κενό. Όταν οι αρμόδιες κοινωνικές υπηρεσίες εντόπισαν και επικοινώνησαν με τη βιολογική της μητέρα, η ίδια δεν ήταν σε θέση να την συναντήσει. Τουλάχιστον έτσι της είπαν.
«Φέτος ξαναήρθα στην Ελλάδα. Ήμουν τόσο κοντά στο να την ξαναβρώ. Δυστυχώς, έμαθα πως πέθανε».
Παρά τη θλιβερή απώλεια, η κ. Καρδαρά κατάφερε να βρει τον αδερφό της μητέρας της και τον ανιψιό της.
«Είναι οι πρώτοι βιολογικοί συγγενείς που γνωρίζω. Δεν ήξεραν τίποτα για την ύπαρξή μου. Όταν μου έδειξαν φωτογραφίες της μητέρας μου, συγκινήθηκα. Τις έχω ακόμα και τις κοιτάζω κάθε λίγο. Τελικά, όντως της μοιάζω!».
Ρεπορτάζ: Μαριλένα Κουντούρη, https://www.mixanitouxronou.gr