Δεν λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια
κούτσα μια και κούτσα δυο στης ζωής το ρημαδιό
Μεροδούλι ξενοδούλι δέρναν ούλοι οι αφέντες δούλοι
ούλοι δούλοι αφεντικό και μ’ αφήναν νηστικό
και μ’ αφήναν νηστικό
Η μπαλάντα του Κυρ Μέντιου, του Κ. Βάρναλη
Ο Κώστας Βάρναλης είναι γνωστός για το ποιητικό και συγγραφικό του έργο, καθώς και για τις μεταφράσεις του, κυρίως αρχαίων κειμένων.
Έχει χαρακτηριστεί ως ένας από τους κορυφαίους ποιητές και πεζογράφους όλων των εποχών, ενώ το 1959 τιμήθηκε στην Ε.Σ.Σ.Δ με το διεθνές βραβείο γραμμάτων και τεχνών «Λένιν».
Ένα από τα πιο γνωστά ποιήματά του είναι το φως που καίει, το οποίο έγραψε το καλοκαίρι του 1921 στην Αίγινα και εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο, Δήμος Τανάλιας.
Ο Βάρναλης ήταν αριστερός και αρκετές φορές είχε χρωματίσει τα ποιήματά του με την ιδεολογία του.
Φυσικά, τιμωρήθηκε για τα αριστερά του φρονήματα.
Εξορίστηκε στον Άη Στράτη και έχασε τη θέση του εκπαιδευτικού.
Αυτή ήταν και η αφορμή που τον οδήγησε να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία, την περίοδο της δικτατορίας του Πάγκαλου.
Ο Κώστας Βάρναλης γεννήθηκε στον Πύργο της Βουλγαρίας και αφού τελείωσε εκεί το ελληνικό σχολείο, συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία της Φιλιππούπολης.
Όταν ολοκλήρωσε τη φοίτησή του, ο μητροπολίτης Αγχιάλου τον στήριξε ώστε να σπουδάσει Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Το 1908 πήρε το πτυχίο του και έγινε καθηγητής.
Αρχικά δίδαξε στο ελληνικό σχολείο της γενέτειράς του και αργότερα στην Αμαλιάδα, αλλά και στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία.
Το 1919 πήρε υποτροφία για σπουδές στο Παρίσι, όπου γνώρισε τον μαρξισμό και ασπάστηκε την ιδεολογία του.
Το 1925 επιβλήθηκε στην Ελλάδα η δικτατορία του Θεόδωρου Πάγκαλου η οποία επιδόθηκε σε σκληρές διώξεις αντιφρονούντων και κομμουνιστών.
Ο Κώστας Βάρναλης ήταν τότε γυμνασιάρχης και όπως και πολλοί άλλοι αριστεροί εκπαιδευτικοί, απολύθηκε από την υπηρεσία, καθώς θεωρήθηκε επικίνδυνος για το καθεστώς.
Η οικονομική του κατάσταση τον ανάγκασε στο να αναζητήσει άμεσα εργασία.
Έτσι στράφηκε προς τη δημοσιογραφία, ξεκινώντας μια καινούρια μεγάλη καριέρα.
Η μπαλάντα του Αντρίκου
Είχε την τέντα ξομπλιαστή
η βάρκα του καμπούρη Αντρέα.
Γυρμένος πλάι στην κουπαστή
ονείρατα έβλεπεν ωραία.
Η Κατερίνα κι η Ζωή,
τ’ Αντιγονάκι κι η Ζηνοβία.
Ω, τι χαρούμενη ζωή!
Χτυπάς, φτωχή καρδιά, με βία.
Ο Βάρναλης δημοσιογράφος
Για περίπου 15 χρόνια, η πορεία του στη δημοσιογραφία θεωρείται ερασιτεχνική μιας και είχε εξωτερικές συνεργασίες με έντυπα και περιοδικά γράφοντας κυρίως για γλωσσικά και ιστορικά θέματα, καθώς ήταν δημοτικιστής.
Το 1940 πήρε τη θέση του Γιώργου Σερούιου, χρονογράφου στην εφημερίδα Πρωία, καθώς ο τελευταίος έφυγε από τη ζωή.
Ο Βάρναλης αρχικά θεώρησε πως η αρμοδιότητα του χρονογράφου δεν του ταίριαζε απόλυτα, γιατί, κατά τον ίδιο, το χρονογράφημα ήταν πρόχειρο. Τελικά όμως έμεινε σε αυτό το πόστο έως το κλείσιμο της εφημερίδας το 1944.
Έδωσε δικό του ύφος στο χρονογράφημα και η στήλη του ήταν πολύ δημοφιλής.
Έτσι, ο Κώστας Βάρναλης έγινε επίσημο μέλος της Ένωσης Συντακτών Ημερήσιων Εφημερίδων Αθηνών.
Μάλιστα η Ε.Σ.Η.Ε.Α το 1966 τον τίμησε με το Χρυσό Εύσημο Δημοσιογραφίας.
Ο ίδιος κατά τη βράβευσή του είχε αναφέρει: «Σας ευχαριστώ για την τιμητική διάκριση. Περηφανεύομαι γι’ αυτό, αλλά πολύ περισσότερο που στα ωριμότερα χρόνια της ζωής μου εθήτεψα στη δημοσιογραφία ως μέλος της Ενώσεως Συντακτών».
Ήταν τότε 82 ετών.
Η απεγνωσμένη επιστολή του Βάρναλη στην Ε.Σ.Η.Ε.Α
Τέσσερα χρόνια μετά τη βράβευσή του από την Ένωση Συντακτών, ο Κώστας Βάρναλης αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήμα,τα αλλά και προβλήματα υγείας.
Αναγκάστηκε έτσι να καταφύγει στην Ε.Σ.Η.Ε.Α ζητώντας βοήθεια.
Το κυριότερο του πρόβλημα ήταν η μετακίνηση, που λόγω της κλονισμένης του υγείας ήταν δύσκολη και του στοίχιζε ακριβά.
Μέσω μιας επιστολής που συνέταξε μόνος του τον Νοέμβριο του 1970, απευθύνθηκε στον πρόεδρο της Ένωσης λέγοντας:
«Παρακαλώ να μου επιτρέψετε να υποβάλω εις την συναδελφική σας κρίση το ακόλουθο αίτημά μου.
Άγω ήδη το εννενηκοστόν έτος της ηλικίας μου και πάσχω εξ’ εντόνου ισχυαλγίας και σπονδυλαρθρίτιδας. Αδυνατώ να βαδίζω. Αναγκάζομαι λοιπόν δια τας μετακινήσεις μου τας καθημερινάς εντός της πόλεως κυρίως με αυτοκίνητα (διότι αυτά με εξυπηρετούν) και η σχετική δαπάνη φθάνει το ήμισυ της μικράς μου συντάξεως.
Νομίζω ότι δε θα ήταν αδύνατο εις την στοργική μας ένωσιν να χορηγήσετε εις τους άγοντας το ενενηκοστόν (έτος), συναδέλφους, εν μικρόν μηνιάτικον «επίδομα κινήσεως».
Στο τέλος της επιστολής ο Βάρναλης ανέφερε ότι σε περίπτωση που θα του χορηγούνταν το επίδομα, δεν θα ήταν «μακράς διάρκειας»!
Προφανώς ο ποιητής διαισθανόταν το τέλος του, κάτι που έγινε τέσσερα χρόνια μετά.
Το τέλος του Κώστα Βάρναλη
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1974 η Ε.Σ.Η.Ε.Α οργάνωσε μια εκδήλωση προς τιμήν του Κώστα Βάρναλη. «Στον Κώστα Βάρναλη θα επιδοθούν αναμνηστικό χρυσό μετάλλιο και τιμητικό δίπλωμα», έγραφε η σχετική ανακοίνωση.
Την εκδήλωση, που έγινε στο θέατρο «Αλίκη», τότε «Μαξίμ», προλόγισε ο τότε πρόεδρος της ένωσης, Σπύρος Γιαννάτος.
Για τον Κώστα Βάρναλη μίλησαν οι: Νικηφόρος Βρεττάκος, ως κεντρικός ομιλητής, Στέφανος Πεσματζόγλου, πρώην διευθυντής της Πρωίας, Γιάννης Μαγκλής, λογοτέχνης και Γιώργος Βαλέτας, γραμματέας της εταιρίας Ελλήνων λογοτεχνών.
Ποιήματα του Βάρναλη διάβασαν οι ηθοποιοί Μάνος Κατράκης και Ελένη Χατζηαργύρη.
Η πιο ιδιαίτερη στιγμή της βραδιάς ήταν όταν ο Γιάννης Ρίτσος διάβασε ένα ποίημα του, που είχε γράψει για τον τιμώμενο της βραδιάς, το 1956.
Όλα πήγαν καλά και η βραδιά ολοκληρώθηκε με επιτυχία. Μάλιστα η συγκέντρωση του κόσμου ήταν τόσο μεγάλη που οι εφημερίδες της επόμενης ημέρας έγραψαν πως ίσως τελικά να χρειαζόταν γήπεδο για να χωρέσουν όλοι.
Ο μόνος που έλειπε ήταν ο ίδιος ο Κώστας Βάρναλης, καθώς η υγεία του δεν του επέτρεπε να μετακινηθεί και να ταλαιπωρηθεί καθόλου. Σχεδόν 10 ημέρες νωρίτερα είχε νοσηλευτεί στη Γενική Κλινική Αθηνών, αλλά την ημέρα της βράβευσής του είχε πάρει εξιτήριο.
Οι γιατροί ωστόσο του συνέστησαν να μείνει στο σπίτι του και να ξεκουραστεί.
Μετά το τέλος της εκδήλωσης, τον επισκέφτηκε μια επιτροπή για να του παραδώσει το βραβείο και να τον ενημερώσει για τη βραδιά. Ο Βάρναλης πληροφορήθηκε με χαρά για το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου και τα επαινετικά λόγια του Νικηφόρου Βρεττάκου.
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψης τραβήχτηκε η φωτογραφία στην οποία ο ποιητής ποζάρει με τα βραβεία του.
Τα μέλη της αντιπροσωπείας έφυγαν…
Ο ποιητής είχε ζητήσει να μείνει μόνος του για να ξεκουραστεί και όταν η νοσοκόμα πήγε να δει πώς είναι, τον βρήκε πεσμένο στο μπάνιο.
Αμέσως ειδοποίησε τον γιατρό του ο ποίος διέγνωσε εμφραγματική δύσπνοια και συνέστησε την άμεση μεταφορά στο νοσοκομείο.
Λίγο πριν από τις 10 το βράδυ εισήχθη ξανά στη Γενική Κλινική, ωστόσο οι γιατροί δεν κατάφεραν να τον σώσουν.
Ο Κώστας Βάρναλης έφυγε εκείνο το βράδυ από τη ζωή έχοντας προλάβει να διαπιστώσει ότι το έργο και η προσφορά του τόσο στην ποίηση, όσο και στη δημοσιογραφία, είχαν αναγνωριστεί.