«Πήγαινε λοιπόν στη Μόμο!» Γιατί τάχα; Ήταν τόσο έξυπνη η Μόμο που μπορούσε να δώσει μια καλή συμβουλή στον καθένα ή έβρισκε πάντοτε τις κατάλληλες λέξεις όταν κάποιος είχε ανάγκη από παρηγοριά; Ή έβγαζε πάντοτε σοφές και δίκαιες αποφάσεις; Όχι, η Μόμο δεν ήξερε να κάνει τίποτ’ απ’ αυτά, ήταν ίδια όπως κάθε άλλο παιδί.
Μήπως μπορούσε τότε η Μόμο να κάνει κάτι που έφτιαχνε τα κέφια των ανθρώπων; Μήπως, λόγου χάρη, τραγουδούσε εξαιρετικά ωραία, έπαιζε κάποιο μουσικό όργανο; Ή μήπως μπορούσε, μια κι όσο να ’ναι καθόταν σ’ ένα είδος τσίρκου, να χορεύει ή να κάνει τίποτε ακροβατικά; Όχι, δεν ήταν ούτε κι αυτός ο λόγος!
Μήπως μπορούσε να κάνει μαγικά; Ήξερε κανένα μυστικό ξόρκι που έδιωχνε όλες τις στεναχώριες και τις φροντίδες; Ή μήπως ήξερε να διαβάζει το χέρι και να προφητεύει το μέλλον με κάποιον άλλον τρόπο; Τίποτε απ’ αυτά.
Εκείνο που η μικρή Μόμο ήξερε να κάνει, όπως κανένας άλλος, ήταν ν’ ακούει.
Σπουδαία τα λάχανα, ίσως πουν μερικοί από τους αναγνώστες. Ν’ ακούει μπορεί ο καθένας. Εδώ όμως κάνουν ένα μεγάλο λάθος. Ν’ ακούν πραγματικά ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν μονάχα. Κι ο τρόπος που ήξερε ν’ ακούει η Μόμο είχε κάτι το μοναδικό.
Η Μόμο μπορούσε κι άκουγε έτσι που σε κουτούς ανθρώπους έρχονταν στα ξαφνικά πολύ έξυπνες σκέψεις. Κι όχι γιατί έλεγε τίποτα ή ρωτούσε κάτι που οδηγούσε τους άλλους σε τέτοιες σκέψεις, όχι. Το μόνο που έκανε ήταν να κάθεται εκεί και ν’ ακούει με όλη την προσοχή της κι όλη της τη συμπάθεια. Κι εκείνη την ώρα κοίταζε τον άλλο με τα μεγάλα μαύρα μάτια της κι εκείνος ένιωθε ξαφνικά ν’ αναδύονται από μέσα του σκέψεις που ούτε καν υποψιαζόταν πως υπήρχαν.
Μπορούσε κι άκουγε έτσι που άνθρωποι που τα είχαν χαμένα ή δεν παίρνανε μιαν απόφαση ξέρανε ξαφνικά πολύ καλά τι ήταν αυτό που θέλανε. Ή έτσι που ένας δειλός ένιωθε ξαφνικά τον εαυτό του ελεύθερο και γενναίο. Ή κι έτσι που ένας δυστυχισμένος και καταπιεσμένος αποκτούσε πάλι ελπίδες και γινόταν χαρούμενος. Κι αν κάποιος πίστευε πως η ζωή του ήταν αποτυχημένη και δίχως νόημα και πως αυτός ο ίδιος δεν ήταν παρά ένα ασήμαντο ανθρωπάκι ανάμεσα σε εκατομμύρια ανθρώπους και πως μπορούσε ν’ αντικατασταθεί το ίδιο γρήγορα όσο μια σπασμένη γλάστρα και πήγαινε κι έλεγε όλα αυτά στη μικρούλα τη Μόμο, τότε, την ώρα ακόμα που της τα διηγότανε, ξαφνικά στο μυαλό του ξεκαθάριζε μ’ έναν τρόπο μυστηριώδη πως είχε άδικο, πως αυτός, έτσι ακριβώς όπως ήταν φτιαγμένος, ήταν μοναδικός ανάμεσα σ’ όλους τους ανθρώπους και πως γι’ αυτό είχε με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο σημασία για τον κόσμο.
Έτσι λοιπόν μπορούσε κι άκουγε η Μόμο.
***
Η Μόμο - 1973 - Michael Ende. Μετάφραση Κίρα Σίνου. Εκδόσεις Ψυχογιός