Ο ρατσισμός, ο σεξισμός, η ομοφοβία, μέχρι πρόσφατα παρέμεναν σε μεγάλο βαθμό εντός των ορίων ενός πιο ακαδημαϊκού και θεωρητικού πλαισίου. Πλέον όμως διαμορφώνουν το δημόσιο λόγο και επηρεάζουν την κριτική στον εργασιακό τομέα, την καθημερινότητα και φυσικά στην τέχνη.
Έτσι, είναι δύσκολο να φανταστεί κάποιος διάσημες ταινίες του παρελθόντος να γυρίζονται με τα σημερινά δεδομένα.
Lolita (1962, 1997)
Βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρωσο-Αμερικανού Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ, η «Λολίτα» περιστρέφεται γύρω από τον «απαγορευμένο» έρωτα ενός μεσήλικα άντρα με τη 14χρονη κόρη της συντρόφου του. Τόσο το βιβλίο, όσο και οι δύο ταινίες που γυρίστηκαν βασισμένες σε αυτό, παρουσιάζουν την υπόθεση από τη σκοπιά εκείνου. Ως αποτέλεσμα, η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ τους παρουσιάζεται ως συναινετική, παρόλο που η μικρή πρωταγωνίστρια δεν είναι σε ηλικία που θα μπορούσε να συναινέσει.
Πρόκειται για ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα λογοτεχνικά έργα της κλασικής λογοτεχνίας. Ακόμα και στην εποχή του είχε ξεσηκώσει αντιδράσεις. Ωστόσο, οι φωνές που έκαναν λόγο για “ηθική νομιμοποίηση” της παιδεραστίας υπερκαλύφθηκαν από εκείνες που διακήρυτταν υπέρ της ελευθερίας στην τέχνη.
Από την άλλη, η συντριπτική πλειονότητα των σύγχρονων αναλύσεων που κατά καιρούς γράφονται για το βιβλίο ή τις δύο ταινίες τείνουν να είναι επικριτικές.
Μία από τις πιο πρόσφατες και χαρακτηριστικές δημοσιεύτηκε από τη Βρετανίδα δημοσιογράφο και συγγραφέα Rachel Johnson στον Spectator.
«Στην εποχή μας οι εκδότες είναι τόσο τρομοκρατημένοι από τον όχλο του Twitter που το χειρόγραφο της ‘”ολίτας” θα κατέληγε στα ντουλάπια ή στα σκουπίδια. Αν βρισκόταν στην διδακτέα ύλη των φιλολογικών σχολών των πανεπιστημίων σήμερα (και αυτό είναι ένα μεγάλο «αν»), σίγουρα θα προκαλούσε αυτομάτως την επείγουσα προειδοποίηση ότι η υπόθεσή του αφορά τον “συστηματικό βιασμό ενός μικρού κοριτσιού”. Ποιος εκδότης θα τολμούσε να εκδώσει το βιβλίο ενός μεσήλικα (ή γέρου) λευκού άντρα για έναν μεσήλικα (ή γέρο) λευκό άντρα ο οποίος χουφτώνει ένα 12χρονο κορίτσι;».
Κατέληξε μάλιστα επισημαίνοντας ότι όταν η ίδια επιχείρησε να πληκτρολογήσει “Lolita” στο Google, αμέσως εμφανίστηκε η προειδοποίηση: «προσοχή: η παιδική πορνογραφία είναι παράνομη».
American Beauty (1999)
Παρόμοιες είναι οι ενστάσεις και για το American Beauty του Σαμ Μέντες με πρωταγωνιστή τον Κέβιν Σπέισι. Ο κεντρικός χαρακτήρας είναι ένας 40χρονος ευκατάστατος οικογενειάρχης, που περνάει κρίση ηλικίας και έλκεται ερωτικά από μία συμμαθήτρια της κόρης του. Έτσι, σταδιακά όλη του η ζωή περιστρέφεται γύρω από τις φαντασιώσεις του για εκείνη.
Είκοσι χρόνια πριν, το American Beauty σάρωνε τα Όσκαρ και ήταν η ταινία με τις καλύτερες κριτικές της χρονιάς. Θεωρούνταν μία μοντέρνα σάτιρα του «αμερικανικού ονείρου» με πρωταγωνιστή έναν αντιήρωα που βρίσκονταν αντιμέτωπος με τα πάθη του.
Σήμερα, για πολλούς συγκαταλέγεται στη λίστα με τις ταινίες που προκαλούν από αμηχανία ως οργή. Στο πλαίσιο του κινήματος του #meToo, των παιδεραστικών σκανδάλων του Χόλιγουντ και του φεμινιστικού αναβρασμού, το American Beauty πιστεύεται ότι συμβάλλει στην αποδοχή των τοξικών και επικίνδυνων προτύπων που η κοινωνία πασχίζει να αποβάλει.
Blazing Saddles (1974)
Τη χρονιά της κυκλοφορίας του, το Blazing Saddlers ήταν μία ανατρεπτική κωμωδία που σατίριζε το αγαπημένο είδος των Αμερικανών: τα Western. Σε σημερινό πλαίσιο, η ταινία πιθανότατα δε θα χαρακτηριζόταν καν ως κωμωδία, καθώς πολλές από τις ατάκες φαντάζουν περισσότερο προσβλητικές παρά αστείες.
Χαρακτηριστικά, οι λευκοί πρωταγωνιστές δε διστάζουν να χρησιμοποιούν κατά ριπάς τη λέξη niger, που έχει στιγματίσει τους μαύρους και η χρήση της οποίας σήμερα έχει αναχθεί σε βαρύτατο ηθικό παράπτωμα.
Σε μία άλλη σκηνή, ένας από τους χαρακτήρες, προκειμένου να αποδείξει ότι αξίζει να μπει σε μία συμμορία, τονίζει επανειλημμένα πόσο του αρέσει να βιάζει. Ο τρόπος που το λέει είναι κωμικός και ύστερα από την ατάκα του όλοι ξεκαρδίζονται στα γέλια.
Ελληνικό σινεμά
Τα προσβλητικά αστεία και οι «προβληματικές» υποθέσεις δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο του Χόλιγουντ. Στις ταινίες της «χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου», τα σεξιστικά αστεία, η αναπαράσταση της γυναίκας ως κατώτερης και αδύναμης, ο ρατσισμός, η ομοφοβία και το “body shaming” αποτελούσαν βασικά «συστατικά» της πετυχημένης συνταγής.
Ο Κώστας Βουτσάς υποδυόμενος τον μαύρο υπηρέτη στην ταινία τον «Αράπη κι αν τον πλένεις» του 1973, σήμερα θα θεωρούταν η επιτομή του blackface και η ταινία ένα ρατσιστικό παραλήρημα.
Ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ και ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος στο «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο» θα προωθούσαν την βία κατά των γυναικών -και δη των ανηλίκων. Ο δε Παπαμιχαήλ έχει επιπλέον παραπτώματα στο δυναμικό του, καθώς τόσο στο «Ξύλο βγήκε από τον Παράδεισο», όσο και στα «Χτυποκάρδια στο θρανίο» συνάπτει σχέση με ανήλικη μαθήτρια.
Το πραγματικό ερώτημα έγκειται στο κατά πόσο είναι δίκαιο να κρίνουμε τα έργα αυτά με σημερινή κοινωνική ματιά.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι είναι αναχρονιστικό. Άλλοι ότι εφόσον προβάλλονται ακόμα στη μικρή οθόνη οφείλουμε να επισημαίνουμε και να διορθώνουμε τα κακώς κείμενα του παρελθόντος.
Το σίγουρο είναι ότι με τα σημερινά δεδομένα, παρόμοιες ταινίες δε μπορούν να γυριστούν και να κυκλοφορήσουν στον κινηματογράφο. Στην εποχή τους όμως κατέγραψαν τα ήθη της τότε κοινωνίας και το κοινό δεν είχε ενοχληθεί. Όχι μόνο γιατί ήταν αθώες έως αφελείς, αλλά γιατί τα σενάρια ήταν ο καθρέφτης μιας κοινωνίας που σε καμία περίπτωση δεν είχε διάθεση να τον σπάσει.
Αντίθετα διασκέδαζε παρακολουθώντας το είδωλό της.