Στα τέλη Απριλίου 1941, η Αθήνα “ήρθε” αντιμέτωπη με το σκληρό πρόσωπο της γερμανικής κατοχής. Η λεηλασία τροφίμων και προϊόντων από τη Βέρμαχτ, η διακοπή εισαγωγών, το κλείσιμο καταστημάτων λόγω ελλείψεων, η εκτόξευση της ανεργίας και η κατάρρευση της οικονομίας οδήγησαν σε λιγότερο από ένα μήνα τους Αθηναίους στην πείνα και την εξαθλίωση.
Η νόμιμη αγορά σταμάτησε να εξυπηρετεί τις ανάγκες των κατοίκων της πρωτεύουσας και τη θέση της πήρε η μαύρη αγορά. Οι τιμές αυξήθηκαν δραματικά.
Έτσι, η διατροφή των Αθηναίων χειροτέρεψε από το καλοκαίρι του 1941, με αποτέλεσμα η πείνα να εξαπλωθεί σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.
Ήδη πριν από την Κατοχή, οι Έλληνες λάμβαναν 30% λιγότερες θερμίδες
Η Ελένη Νικολαΐδου, ιστορικός και συγγραφέας εξήγησε στη “ΜτΧ“: “Κατά τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου, η Ελλάδα επιστράτευσε όλους τους άντρες με αποτέλεσμα να φύγουν από την παραγωγή, είτε επρόκειτο για εργοστάσια είτε για την καλλιέργεια της γης“.
Επίσης, τα οικόσιτα ζώα στάλθηκαν στο μέτωπο και η παραγωγή πρώτων υλών συρρικνώθηκε. Με δεδομένο ότι η Ελλάδα ήταν μια φτωχή και εξαρτημένη χώρα που βασιζόταν στις εισαγωγές, αδυνατούσε να προσφέρει διατροφή πλούσια σε θερμίδες στους πολίτες της.“
Είναι γνωστό ότι οι Έλληνες πριν την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου δεν έτρωγαν όπως έτρωγαν οι λαοί της Ευρώπης. Σύμφωνα με στοιχεία από την Κοινωνία των Εθνών, ήταν 30% κάτω από το μέσο όρο των θερμίδων ημερήσιας διατροφής“.
Ο λιμός “χτυπά” την Αθήνα
Το καλοκαίρι του 1941, η κατάσταση στην Αθήνα επιδεινώθηκε. Το Σεπτέμβριο, βασικά είδη διατροφής όπως το λάδι, το γάλα και το ψωμί, άρχισαν να παρουσιάζουν τρομακτικές ελλείψεις.
Αυτή ήταν η απαρχή του λιμού του χειμώνα του 1941-1942. Η πείνα και η αβιταμίνωση “διασταυρώθηκαν” με το κρύο και το χιόνι. Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας του βιβλίου “Ο λιμός“, Πάνος Αμυράς περιέγραψε στη “ΜτΧ“:
“Από το Σεπτέμβριο του 1941 έχουμε πλέον θανάτους από υποσιτισμό, οι οποίοι είναι σημαντικά υψηλότεροι σε σχέση με τους προηγούμενους μήνες.
Σύμφωνα με έρευνες της εποχής, το Σεπτέμβριο του 1941 ο αριθμός των νεκρών στην Αθήνα ήταν τετραπλάσιος σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 1940, που σημαίνει ότι η πείνα είχε ήδη αρχίσει να δείχνει τα δόντια της.
Οι πρώτες ομάδες που δέχτηκαν το χτύπημα της πείνας του λιμού ήταν οι πιο ευάλωτες κοινωνικά. Ανάπηροι πολέμου και στρατιώτες που είχαν γυρίσει από το μέτωπο.
Οι περισσότεροι ήταν νησιώτες που δεν μπορούσαν να επιστρέψουν στα νησιά τους λόγω της Κατοχής. Όλοι αυτοί βρέθηκαν χωρίς σπίτι, χωρίς φαγητό και ήταν τα πρώτα θύματα του λοιμού“.
Μέσα σε λίγους μήνες, ο λιμός “χτύπησε την πόρτα” κάθε σπιτιού. Δεν υπήρξε ούτε ένας άνθρωπος που να μην βρέθηκε στο φάσμα της πείνας, από παιδιά μέχρι ηλικιωμένους.
Οι άνθρωποι που κυκλοφορούσαν στους δρόμους ήταν σκελετωμένοι και η λέξη “πεινάω” ακουγόταν παντού.
Σύμφωνα με έρευνες επιστημόνων, ο μέσος άνθρωπος την περίοδο του ’41 λάμβανε γύρω στις 400 με 500 θερμίδες την ημέρα, όταν, στη σημερινή εποχή, μια τυπική δίαιτα περιλαμβάνει 1.200-1.500 θερμίδες ημερησίως.
Οι Αθηναίοι, με τα ελάχιστα υλικά που έβρισκαν, δημιουργούσαν συνταγές ανάγκης ή “πείνας”, όπως ονομάστηκαν.
Η πατάτα ήταν ένα δημοφιλές υλικό, γιατί μια μικρή ποσότητα έφτανε για να χορτάσουν. Η μελιτζάνα χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο κρέατος ενώ τα αποφάγια της προηγούμενης ημέρας δεν πετιόντουσαν στα σκουπίδια.
Ρόφημα με ωμό αβγό και πορτοκάλι ήταν τονωτικό για τα ασθενικά παιδιά. Η κ. Άννα Δρίβα, μικρό παιδί στην Κατοχή, περιέγραψε στη “ΜτΧ” το κέικ που έφτιαχνε η μητέρα της:
“Θυμάμαι ένα κέικ που έκανε και τό έλεγε το χτικιάρικο, γιατί δεν είχε ούτε αβγά ούτε λάδι, είχε αλεύρι. Είχε επίσης στο σπίτι της γιαγιάς μου πατητήρι και πατούσε σταφύλια όλο το Μαρούσι.
Ερχόντουσαν εκεί να πατήσουν τα σταφύλια τους από τα αμπέλια. Αυτό το μούστο μας δίνανε έναντι της χρήσεως του πατητηριού και η μητέρα μου τον έπαιρνε και τον έκανε με χόβολη“.
Μέσα στο ζοφερό κλίμα της εποχής, οι αθηναϊκές εφημερίδες απέκτησαν μια νέα αποστολή. Καθιέρωσαν στήλες με οδηγίες επιβίωσης και πρακτικές συμβουλές διατροφής.
“Όταν πέφτουν ψίχουλα στο τραπέζι, δεν τα πετάς. Σιγά-σιγά τα μαζεύεις, τα βάζεις σε ένα βάζο και, σε μία-δύο βδομάδες έχεις ένα βαζάκι γεμάτο ψίχουλα. Άρα αυτό θα σε βοηθήσει να επιβιώσεις“, ήταν μία από τις έντυπες συμβουλές που προφανώς δεν χρειαζόταν. Κανείς δεν πέταγε τίποτα.
Σε οικογένειες που δεν είχαν ούτε τα βασικά υλικά, οι γιατροί πρότειναν λύσεις που σήμερα φαίνονται αδιανόητες. “Προτάθηκε ακόμη και η αιμοποσία, δηλαδή το να καταναλώσει κάποιος αίμα ζώων συγκρίνοντας τον με το μέλανα ζωμό τον οποίο συνήθιζαν να τρώνε οι Σπαρτιάτες“, είπε η Ζέτα Τζαβάρα, διδάκτωρ ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, στη “ΜτΧ“.
Δεν υπήρξε τετράποδο που να επέζησε στην Αθήνα
Αρκετοί Αθηναίοι μετακόμισαν στην επαρχία, εκτιμώντας ότι θα ήταν ευκολότερο να βρουν τρόφιμα και να επιβιώσουν. Ωστόσο, όσοι έμειναν πίσω έπρεπε να σκεφτούν διάφορες συνταγές προκειμένου να μην πεθάνουν από την πείνα.
Κρέας δεν υπήρχε στην αγορά. Έτσι, ξεκίνησαν να τρώνε από γαϊδούρια μέχρι ζώα συντροφιάς. Σύμφωνα με δημοσίευμα, στη συνοικία του Ασυρμάτου, κυκλοφορούσε μια γυναίκα, η οποία έσφαζε σκύλους και τους πουλούσε μαγειρεμένους.
Λέγεται ότι την ημέρα που συνελήφθη, είχε μαγειρέψει σκύλο με κολοκυθάκια και πουλούσε τη μερίδα 230 δραχμές. Πολλοί επιζώντες της Κατοχής ανέφεραν ότι η διατροφή τους περιελάμβανε γάτες γιαχνί, φιλέτα αλόγου και γαϊδούρια.
“Όσα γαϊδούρια υπήρχαν στην Αθήνα εξαφανίστηκαν. Εξαφανίστηκαν, γιατί τα φάγανε οι άνθρωποι. Λογικό ήταν και όσα άλογα αν είχαν απομείνει από τον πόλεμο πάλι τα φάγανε.
Δεν υπήρξε τετράποδο στην Αθήνα κατά τη διάρκεια του λιμού που να επέζησε. Τα φάγανε όλα οι Αθηναίοι“, τόνισε η κ. Νικολαΐδου.
Η γενιά της Κατοχής που επιβίωσε, κληρονόμησε εφ’ όρου ζωής τα δεινά της πείνας. Το λεγόμενο “κατοχικό σύνδρομο” στιγμάτισε γενιές και γενιές.
“Εγώ φαίνεται, επειδή είχα στερηθεί πάρα πολύ το φαγητό, πεινούσα συνέχεια. Όλη την ώρα έλεγα στη μητέρα μου “πεινάω”“, διηγήθηκε στη “ΜτΧ” ο ηθοποιός Γιώργος Κωνσταντίνου, που απέκτησε πολλά προβλήματα υγείας εξαιτίας της κακής διατροφής και βίωσε με όλους τους Αθηναίους της γενιάς του το κατοχικό σύνδρομο.
Δηλαδή, όταν ακόμη και πολλά χρόνια μετά τον πόλεμο, πίστευαν ότι έπρεπε να τρώνε πολύ κρέας και ότι το φαΐ δεν έφτανε για όλους.
Έτσι, για δεκαετίες δεν πέταγαν ποτέ τίποτα και το πιάτο έπρεπε να αδειάζει, ίσως προς τιμήν όσων πέθαναν από την ανελέητη πείνα και την ανικανότητα των κατακτητών να θρέψουν το λαό όπως ήταν η υποχρέωσή τους.
https://www.mixanitouxronou.gr