Η Διάσκεψη της Γιάλτας, που διεξήχθη το Φεβρουάριο του 1945, θεωρείται το γεγονός που καθόρισε τη μοίρα και τη θέση της Ελλάδας στον μεταπολεμικό κόσμο. Στην πραγματικότητα, όμως, μια μυστική συμφωνία, που υπογράφτηκε λίγους μήνες πριν, τον Οκτώβριο του 1944, φαίνεται πως διαδραμάτισε σημαντικότερο ρόλο στις εγχώριες εξελίξεις.
Η συμφωνία αυτή έμεινε στην ιστορία ως “η συμφωνία των ποσοστών”, ανάμεσα στον Βρετανό πρωθυπουργό, Ουίνστον Τσώρτσιλ και τον Σοβιετικό ηγέτη, Ιωσήφ Στάλιν.
Οι δύο πολιτικοί ηγέτες συναντήθηκαν στη Μόσχα, στο πλαίσιο της ομώνυμης Διάσκεψης με την κωδική ονομασία Τολστόι (9-19/10/1944). Συνοδεύονταν από τους Υπουργούς Εξωτερικών Άντονι Ήντεν και Βιάτσεσλαβ Μολότοφ αντίστοιχα.
Με την ήττα της ναζιστικής Γερμανίας να είναι πλέον ορατή, Τσώρτσιλ και Στάλιν εξέφρασαν τις διαθέσεις τους ως προς τον “διαμοιρασμό” των Βαλκανίων, μιας περιοχής της Ευρώπης που ανέκαθεν αποτελούσε “μήλον της έριδος” για τις Μεγάλες Δυνάμεις λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης.
Τα συμφέροντα των δύο υπερδυνάμεων και το “μοίρασμα” σε ένα κομμάτι χαρτί. Ήδη από την εποχή της Επανάστασης του 1821, οι Βρετανοί ενδιαφέρονταν να έχουν τον πρώτο λόγο στην Ελλάδα, καθώς έτσι θα είχαν τον έλεγχο του θαλάσσιου δρόμου προς τη Μέση Ανατολή, την Αίγυπτο και την Ινδία.
Πρώτο μέλημα, του Τσώρτσιλ ήταν να εξασφαλίσει ότι οι Σοβιετικοί, τα στρατεύματα των οποίων όδευαν προς τις βαλκανικές χώρες, δεν θα ανακατεύονταν με την Ελλάδα, η οποία θα παρέμενε στη βρετανική σφαίρα επιρροής, λόγω της γεωστρατηγικής της θέσης.
Ο Στάλιν συμφώνησε υπό τον όρο ότι οι Άγγλοι δεν θα αναμειγνύονταν στη Βουλγαρία και τη Ρουμανία, οι οποίες θα τελούσαν υπό την επιρροή των Σοβιετικών, διότι, όπως ισχυρίστηκε, ο έλεγχός τους θα κατοχύρωνε την ασφάλεια της Ένωσης. Ο Τσώρτσιλ δέχθηκε, αναγνωρίζοντας την αδυναμία της Βρετανίας να ελέγξει τα κράτη της βαλκανικής ενδοχώρας.
Αφού οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώθηκαν, ο Βρετανός πρωθυπουργός έγραψε τα ποσοστά διαμοιρασμού των Βαλκανίων σε ένα κομμάτι χαρτί. Έχει αναφερθεί, μάλιστα, ότι ο Τσώρτσιλ επικύρωσε τη συμφωνία των ποσοστών σε χαρτοπετσέτα.
Ο ίδιος ο Τσώρτσιλ έγραψε στα απομνημονεύματά του για όσα διαμείφθηκαν:
«Φτάσαμε στη Μόσχα […] Και είπα “ας ρυθμίσουμε τις υποθέσεις μας στα Βαλκάνια. Έχουμε συμφέροντα, αποστολές και πράκτορες εκεί […] Όσον αφορά τη Βρετανία και τη Ρωσία, τι θα λέγατε να έχετε 90% κυριαρχίας στη Ρουμανία, 90% κυριαρχία για εμάς στην Ελλάδα και 50-50% στη Γιουγκοσλαβία;” […]
Ενώ αυτό μεταφραζόταν, το έγραψα σε μισό φύλλο χαρτιού […] Το προώθησα στον Στάλιν, ο οποίος είχε ακούσει στο μεταξύ τη μετάφραση. Υπήρξε μια μικρή παύση. Εν συνεχεία, πήρε το μπλε στιλό του και έκανε ένα μεγάλο σημείο στίξης στο χαρτί, και μας το επέστρεψε […]
Εν τέλει είπα: “Δεν θα θεωρείτο μάλλον κυνικό αν φαινόταν ότι ρυθμίσαμε αυτές τις υποθέσεις, τόσο σημαντικές για τη μοίρα εκατομμυρίων ανθρώπων, με έναν τόσο πρόχειρο τρόπο; Ας κάψουμε το έγγραφο”. “Όχι, κρατήστε το”, απάντησε ο Στάλιν».
Στο πέρασμα των ετών, αρκετοί ιστορικοί αμφισβήτησαν τη γνησιότητα του εγγράφου που επικαλείται ο Τσώρτσιλ. Πάντως, ρωσικά πρακτικά επιβεβαιώνουν πως η συνάντηση μεταξύ Τσώρτσιλ και Στάλιν πραγματοποιήθηκε στο Κρεμλίνο την 9η Οκτωβρίου 1944, στις 10 το βράδυ.
Επίσης, το χαρτί της συμφωνίας διασώθηκε και αποχαρακτηρίστηκε από τα εθνικά βρετανικά αρχεία. Η Ελλάδα αναγράφεται δεύτερη, με την πρόσθετη σημείωση “σε συμφωνία με τις ΗΠΑ” (“in accord with USA“).
Σύμφωνα, λοιπόν, με το έγγραφο, οι ζώνες επιρροής Βρετανών και Σοβιετικών στα Βαλκάνια μοιράστηκαν με τον ακόλουθο τρόπο:
Το μήνυμα των ΗΠΑ
Προτού ο Στάλιν δώσει την θετική απάντησή του στον Τσώρτσιλ, τον ενημέρωσε ότι έλαβε μήνυμα από τον πρόεδρο των ΗΠΑ, Φραγκλίνο Ρούζβελτ “στο οποίο δηλώνει ότι επιθυμεί οι συζητήσεις μεταξύ των Στάλιν και Τσώρτσιλ να λάβουν χώρα με τη συμμετοχή του Αμερικανού πρεσβευτή Χάριμαν ως παρατηρητή. Δευτερευόντως ο Πρόεδρος ζητά οι αποφάσεις που θα ληφθούν στη συζήτηση να έχουν προκαταρκτικό χαρακτήρα“.
“Ως παρατηρητής ο Χάριμαν δεν δύναται να βρίσκεται σε ισοδύναμη θέση με τον Τσώρτσιλ και τον Στρατάρχη Στάλιν“, απάντησε ο Τσώρτσιλ για το αμερικανικό αίτημα.
“Η μη αποσαφήνιση του ρόλου των Αμερικανών μεταξύ των δύο ηγετών φανέρωνε, από τη μία πλευρά, τη διάθεση της Μόσχας να μετατρέψει τις συζητήσεις σε τριμερείς, ενώ, αντιθέτως, το Λονδίνο επιθυμούσε την όσο πιο γρήγορη διευθέτηση των βαλκανικών ζητημάτων“, σύμφωνα με τον Νίκο Παπαδάτο, Διδάκτορα Ιστορίας του Πανεπιστημίου της Γενεύης.
Το γράμμα προάγγελος για τα Δεκεμβριανά και η στάση του Στάλιν
Η συμφωνία των ποσοστών κατοχύρωσε, αν όχι προδιέγραψε, για την Ελλάδα μια πορεία διαφορετική από τους βόρειους γείτονές της. Μερικές ημέρες μετά τη σύναψή της, στις 7 Νοεμβρίου 1944, ο Τσώρτσιλ έγραψε στον Υπουργό Εξωτερικών, Άντονι Ήντεν:
“Λαμβάνοντας υπόψη το τίμημα που καταβάλαμε στη Σοβιετική Ένωση για να έχουμε ελεύθερα τα χέρια στην Ελλάδα, δεν θα πρέπει να διστάσουμε να χρησιμοποιήσουμε βρετανικά στρατεύματα για να στηρίξουμε την ελληνική κυβέρνηση υπό τον Παπανδρέου […]
Προβλέπω με βεβαιότητα σύγκρουση με το ΕΑΜ και δεν πρέπει να υποχωρήσουμε ενώπιον αυτής της προοπτικής, υπό τον όρο ότι θα έχουμε επιλέξει πολύ καλά τον λόγο και το έδαφος”.
Όπως φάνηκε, ο Στάλιν κράτησε τον λόγο του όσον αφορά την Ελλάδα. Η Βρετανία υποστήριξε τις δυνάμεις της ελληνικής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, ενώ η Σοβιετική Ένωση τήρησε παθητική στάση απέναντι στα γεγονότα.
“Είναι βέβαιο ότι ο Σοβιετικός ηγέτης προσδοκούσε να επικαλεστεί τη στάση του αυτή κατά τα Δεκεμβριανά, εάν οι Δυτικοί διαμαρτύρονταν στο μέλλον για την επιβολή της δικής του πολιτικής στην Ανατολική Ευρώπη“, σύμφωνα με τον Καθηγητή στο Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Ευάνθη Χατζηβασιλείου.
Η αποτίμηση των ιστορικών
Η επίτευξη της συμφωνίας των ποσοστών άφησε αμφότερους τους δύο ηγέτες ικανοποιημένους. Ο μεν Τσώρτσιλ εξασφάλιζε τα συμφέροντα της Μεγάλης Βρετανίας μέσω του ελέγχου της Μεσογείου, ο δε Στάλιν είχε πλέον ελεύθερο το πεδίο στην ανατολική Ευρώπη.
Για τους Σοβιετικούς, πάντως, η όλη συζήτηση με τον Τσώρτσιλ αποτελούσε μια προκαταρκτική διαπραγμάτευση, την έναρξη των διπλωματικών συνομιλιών μεταξύ των Συμμάχων, και όχι τον αμετάκλητο διακανονισμό που θα επισφράγιζε τη διαίρεση των βαλκανικών χωρών σε σφαίρες επιρροής.
Άλλωστε, όπως αποδείχθηκε στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας η συμφωνία των ποσοστών δεν τηρήθηκε κατά γράμμα, αφού η χώρα, με ηγέτη τον Γιόσιπ Μπροζ Τίτο, εντάχθηκε τελικά στη σοβιετική σφαίρα επιρροής.
“Επρόκειτο για μία πρώτη, ειδικότερου χαρακτήρα, συνεννόηση μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων για τη μεταπολεμική διευθέτηση. Η “συμφωνία των ποσοστών” θεωρήθηκε ως μείζον βήμα για τη διαίρεση τουλάχιστον της νοτιοανατολικής Ευρώπης […]
Ωστόσο, η σημασία της συγκεκριμένης συμφωνίας δεν θα πρέπει να υπερτονίζεται, καθώς, σε τελική ανάλυση, απλώς επικύρωνε μία ήδη υπάρχουσα κατάσταση στην περιοχή των Βαλκανίων“, σύμφωνα με τον Ευάνθη Χατζηβασιλείου.
Επρόκειτο, τέλος, για μια συμφωνία που αποδείκνυε τον κυνισμό των πολιτικών ηγετών, την περιφρόνηση του κοινοβουλίου από πλευράς Τσώρτσιλ, καθώς επίσης και τα όρια της ισχύος των μικρότερων κρατών στην “αυγή” του Ψυχρού Πολέμου.
“Αυτή η συναλλαγή σε επίπεδο κορυφής ήταν εντελώς άγνωστη στους πρωταγωνιστές του ελληνικού δράματος. Όπως τόσο συχνά έχει συμβεί στην ελληνική ιστορία, η πορεία των εξελίξεων στη χώρα καθορίστηκε με γνώμονα περισσότερο τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων παρά με ό,τι πραγματικά συνέβαινε στη χώρα“, συμπεραίνει ο Βρετανός ιστορικός και ειδικός στη νεότερη και σύγχρονη ελληνική ιστορία, Ρίτσαρντ Κλογκ.