Τον προσεισμικό έλεγχο των δημοσίων κτιρίων στην Ελλάδα αποφάσισε να «ξεπαγώσει» η κυβέρνηση 22 χρόνια μετά την έναρξη του προγράμματος από τον Οργανισμό Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) υπό το σοκ της βιβλικής καταστροφής στη γειτονική Τουρκία και δεδομένου ότι ο ελληνικός χώρος συγκαταλέγεται στους πλέον σεισμογόνους της Ευρώπης.
Παρ' όλα αυτά, το απολύτως κρίσιμο πρόγραμμα ελέγχου δημοσίων υποδομών μεταξύ των οποίων σχολείων και νοσοκομείων, αν και ξεκίνησε το μακρινό 2001, κατάφερε να βάλει στο μικροσκόπιο των επιστημόνων μόλις το 25% του συνόλου των δημοσίων κτιρίων. Ως εκ τούτου η πλειονότητα των κτιρίων στην Ελλάδα – όπως έχει επανειλημμένα γράψει το «ethnos.gr» σε ρεπορτάζ του - δεν έχουν ελεγχθεί έως τώρα ούτε μία φορά.
Ακόμα πιο ανησυχητικό είναι το τοπίο στα ιδιωτικά κτίρια όπου δεν υπάρχει και καμία υποχρέωση ελέγχου, ενώ και οι χώροι συνάθροισης κοινού, όπως για παράδειγμα κάποια γήπεδα και συναυλιακοί χώροι δεν έχουν περάσει ούτε από το στάδιο της οπτικής παρατήρησης από ειδικούς.
Την Παρασκευή πραγματοποιήθηκε σύσκεψη εργασίας υπό τον Πρωθυπουργό, Κυριάκο Μητσοτάκη για το ζήτημα του προσεισμικού ελέγχου και της ανθεκτικότητας των δημόσιων κτιρίων. Προτεραιότητα θα δοθεί στους ελέγχους σε σχολεία και νοσοκομεία με τις πρώτες πληροφορίες να αναφέρουν ότι αυτοί θα ξαναρχίσουν τους προσεχείς μήνες. Τα συγκεκριμένα μέτρα αναμένεται να ανακοινωθούν την επόμενη εβδομάδα από το υπουργείο Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, ενώ στην ομάδα εργασίας συμμετέχουν ο πρόεδρος του ΟΑΣΠ, καθηγητής Ευθύμιος Λέκκας και ο πρόεδρος του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ), Γιώργος Στασινός.
Το πρόγραμμα του ΟΑΣΠ
Ο κατάλογος των δημοσίων κτιρίων που επρόκειται να περάσουν από έλεγχο εκείνη την εποχή περιλάμβανε 80.000 – 90.000 κτίρια, η συντριπτική πλειονότητα των οποίων δεν ελέγχθηκε ποτέ. Αλλά και όσα ελέγχθηκαν – ειδικά τα παλαιότερα – είναι μάλλον βέβαιο ότι θα πρέπει να περάσουν από επανέλεγχο λόγω της παρόδου των ετών και δεδομένου ότι υπέστησαν την πίεση και νέων σεισμών στο διάστημα που μεσολάβησε.
Θετικό – όπως εξηγεί στο «ethnos.gr» ο πολιτικός μηχανικός, Νικήτας Παπαδόπουλος και ένας από τους επιστήμονες του ΟΑΣΠ που σχεδίασε και δούλεψε εξαρχής στο πρόγραμμα μέχρι πέρυσι που αποχώρησε από τον Οργανισμό – θεωρείται το γεγονός ότι μέσα στην τελευταία 20ετία πολλές δημόσιες υπηρεσίες και φορείς μετεγκαταστάθηκαν σε άλλα πιο ασφαλή κτίρια.
Πάντως, μέχρι να ατονήσει το πρόγραμμα, δεν είχε ελεγχθεί περισσότερο από το 25% των κτιρίων. Τα κτίσματα αυτά βαθμονομούνταν σε τρεις κατηγορίες με την τρίτη να περιλαμβάνει εκείνα που απαιτούσαν και τις περισσότερες μελέτες και εργασίες επισκευής. Η ανάγκη ενίσχυσης ανέβαζε σημαντικά το κόστος, το οποίο συχνά αποτελούσε εμπόδιο δύσκολο να ξεπεραστεί. Ανασταλτικός παράγοντας στους ελέγχους σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας ήταν η έλλειψη πόρων αλλά και η υποστελέχωση των τεχνικών υπηρεσιών των ΟΤΑ, στην αρμοδιότητα των οποίων ανήκουν οι πρωτοβάθμιοι έλεγχοι: «Είναι και ζήτημα πολιτικής βούλησης το εάν η Πολιτεία έχει να διαθέσει τα χρήματα που απαιτεί ένα τέτοιο μεγάλο έργο σε όλη την Ελλάδα. Θυμάμαι ότι στο παρελθόν είχαμε βαθμονομήσει ένα νοσοκομείο υποδεικνύοντας τις εργασίες ενίσχυσης που έπρεπε να γίνουν και αυτές δεν προχώρησαν ποτέ», λέει ο κ. Παπαδόπουλος.
Προτεραιότητα δόθηκε στις πλέον σεισμογόνες περιοχές της χώρας, τη δυτική Ελλάδα και τα νησιά του Ιονίου: «Στις περιοχές αυτές οι έλεγχοι ήταν πιο προχωρημένοι, ενώ και οι κατασκευές ήταν πιο ανθεκτικές. Γι΄αυτό και στον σεισμό της Κεφαλλονιάς τα κτίρια άντεξαν. Παρά την επικινδυνότητα της περιοχής, πάντως, υπήρχε νησί που δεν είχε κάνει για χρόνια σχεδόν κανέναν έλεγχο», θυμάται. Προσθέτει μάλιστα ότι το πρόγραμμα είχε θεσμοθετηθεί με μία εγκύκλιο και δεν είχε ποτέ την υποχρεωτικότητα ενός νόμου του κράτους.
Για τον ίδιο η ασφάλεια των σχολικών κτιρίων είναι μείζονος σημασίας. Ωστόσο η συμβουλή που έδιναν στις τοπικές κοινωνίες ήταν να ξεκινούν από τα νοσοκομεία: «Οχι μόνο φιλοξενούν πολύ κόσμο σε 24ωρη βάση, αλλά και στην περίπτωση ενός πολύ ισχυρού σεισμού θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μη σταματήσουν ούτε λεπτό τη λειτουργία τους προκειμένου να ανταποκριθούν στην κατάσταση. Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για τα ιδιωτικά νοσοκομεία».
Οι έλεγχοι
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας (ΤΕΕ), Γιώργο Στασινό, ο οποίος συμμετέχει και στην ομάδα εργασίας και επί χρόνια ασχολείται με το ζήτημα της ανθεκτικότητας των υποδομών, έως τώρα στο πλαίσιο του προγράμματος έχει ελεγχθεί:
το σύνολο των σχολείων που είχαν κατασκευαστεί πριν το 1959, οπότε και εφαρμόστηκε ο πρώτος αντισεισμικός κανονισμός.
Το σύνολο των σχολείων στις περιοχές υψηλού σεισμικού κινδύνου (ζώνη 3) ανεξαρτήτως του έτους κατασκευής.
Οι σχολικές μονάδες της Σάμου, της Χίου και της Λέσβου που είχαν κατασκευαστεί έως το 1985.
Ομως σε ό,τι αφορά τα νοσοκομεία και τα υπόλοιπα σχολεία και δημόσια κτίρια, οι έλεγχοι ήταν αποσπασματικοί: «Από το σύνολο των περίπου 18.000 σχολικών μονάδων, εκτιμάται ότι έχουν ελεγχθεί οι μισές και ελάχιστα από τα 2.500 νοσοκομεία», λέει στο «ethnos.gr».
Μία άλλη κατηγορία σχολείων που απαιτεί έλεγχο είναι τα προκατασκευασμένα, όπως λέει από την πλευρα του ο κ. Παπαδόπουλος ξεκαθαρίζοντας πως εκτός του φέροντος οργανισμού, η επιθεώρηση κάθε σχολείου πρέπει να περιλαμβάνει και άλλα στοιχεία, όπως για παράδειγμα η κατάσταση των ψευδοροφών εάν υπάρχουν, το εάν τα τζάμια είναι καλυμμένα με μεμβράνες ώστε να μη σπάνε ακόμα και το πως είναι τοποθετημένα έπιπλα και αντικείμενα στις τάξεις.
Τα ιδιωτικά κτίρια
Ο τεχνικός κόσμος έχει πολλές φορές στο παρελθόν μιλήσει για την ανάγκη ελέγχου και συντήρησης και των ιδιωτικών κτιρίων.
Η αμέλεια, αλλά και το κόστος είναι δύο παράγοντες που αποτρέπουν πολλούς ιδιοκτήτες από το να προχωρήσουν. Ωστόσο, σύμφωνα με τον κ. Στασινό, τα κόστη για μια πρωτοβάθμια επιθεώρηση, είναι πολύ μικρότερα από ό,τι νομίζουν.
«Ένας πρωτοβάθμιος οπτικός έλεγχος για να δεις αν υπάρχει κάποια σημαντική βλάβη ώστε να πας σε μια δευτεροβάθμια επιθεώρηση μπορεί να κοστίζει το πολύ 1 ευρώ το τ.μ. Δηλαδή για μια πολυκατοικία 1.000 τ.μ. θα στοιχίσει 1.000 ευρώ», εξηγεί.
Ενα βήμα έγινε με την εισαγωγή της υποχρεωτικότητας της Ηλεκτρονικής Ταυτότητας Κτιρίου στο τελευταίο «Εξοικονομώ»: «Η ηλεκτρονική ταυτότητα απαιτεί και δελτίο δομικής τρωτότητας, το οποίο σημαίνει ότι ένας πρωτοβάθμιος έλεγχος γίνεται σε οποιοδήποτε κτίριο. Στο πρόγραμμα μπήκαν 85.000 σπίτια που θα ελεγχθούν. Δεδομένου μάλιστα ότι χρήση του προγράμματος γίνεται κυρίως σε πιο παλιά και ενεργοβόρα κτίσματα, υποχρεωτικά θα ελεγχθεί και η τρωτότητά τους», εξηγεί ο πρόεδρος του ΤΕΕ.
Τα αγκάθια των ελέγχων
Δυσκολίες γεννά όμως και ο έλεγχος των πολυκατοικιών στο κέντρο της Αθήνας: «Σκεφτείτε τα παλαιά κτίρια στην Αθήνα. Είχαμε συζητήσει πολλές φορές μετά τον σεισμό του ΄99 τι θα μπορούσε να γίνει στην περίπτωση που πολυκατοικίες που βρίσκονταν ακριβώς δίπλα η μία στην άλλη, χωρίς καμία απόσταση χρειάζονταν ενίσχυση στα θεμέλια. Αυτό εκτός από κοστοβόρο, είναι και πολύ δύσκολο», σημειώνει ο κ. Παπαδόπουλος.
Οσο για τον κύκλο ζωής ενός κτιρίου, ο ίδιος αναφέρει ενδεικτικά τα 50 χρόνια μετά την πάροδο των οποίων, το κτίσμα θα πρέπει να ελεγχθεί. Και αυτό στην περίπτωση που δεν έχει μεσολαβήσει κάποιος δυνατός σεισμός, πλημμύρα και δεν υπάρχουν εμφανείς βλάβες: «Αυτό που ελέγχουμε είναι εάν υπάρχει υγρασία στα θεμέλια, την κατάσταση της πιλοτής και οπωσδήποτε κάθε ρωγμή στο φέροντα οργανισμό, σε κολώνες και σε δοκάρια».
Το έμπειρο πρώην στέλεχος του ΟΑΣΠ βάζει στο κάδρο και τα αυθαίρετα: «Εχουμε έναν μεγάλο αριθμό κτιρίων, τα οποία κτίστηκαν ακόμα και χωρίς άδεια και νομιμοποιούνται με τους σχετικούς νόμους. Υπογράφουν βέβαια μηχανικοί, αλλά ποιά είναι η πραγματική κατάσταση των κτιρίων;».
Κάθε πρόσθετο φορτίο χρειάζεται έλεγχο προκειμένου να φανεί πόσο επηρεάζει και επιβαρύνει το κτίριο μειώνοντας την ανθεκτικότητά του, λέει ο κ. Παπαδόπουλος σημειώνοντας πως στην κατηγορία αυτή εντάσσονται πέργκολες και άλλες κατασκευές σε ταράτσες ακόμα και ξενοδοχείων.
Ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελούν τα διατηρητέα κτίρια: «Ακόμα και το κτίριο της Βουλής, το οποίο είναι πολύ καλά συντηρημένο και έχει αντέξει σε σεισμούς, μπορεί να μην έπιανε όλες τις παραμέτρους ενός σύγχρονου προσεισμικού ελέγχου», λέει χαρακτηριστικά.
Παγίδα είναι όμως, σύμφωνα με τον ίδιο, και τα χιλιάδες εγκαταλελειμένα κτίρια: «Πολλά παλιά σπίτια και στο κέντρο είναι αφημένα στη μοίρα τους διότι οι ιδιοκτήτες τους δεν μπορούν να αντεπεξελθουν οικονομικά στη συντήρησή τους. Τα κτίσματα αυτά είναι επικίνδυνο ακόμα και να καταρρεύσουν, όπως έχει ήδη συμβεί στο παρελθόν, όχι μόνο στην περίπτωση σεισμού».
Η ανθεκτικότητα των κτιρίων θα μπορούσε, σύμφωνα με τον κ. Παπαδόπουλο, να ενισχυθεί και μέσω ενός προγράμματος όπως το «Εξοικονομώ»: «Πρόκειται για κάτι που έχουμε προτείνει εδώ κι χρόνια ως ιδέα χρηματοδότησης από την Ε.Ε. Εως τώρα δαπανώνται κονδύλια για την ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων, τα οποία είναι ανέλεγκτα ως προς τη στατικότητά τους. Εχουμε παράδειγμα κτιρίου παλαιάς Νομαρχίας, το οποίο είχε αναβαθμιστεί ενεργειακά και μετά ρηγματώθηκε σοβαρά».
Συζήτηση έχει ανοίξει εδώ και αρκετά χρόνια και για τους ιδιωτικούς χώρους συγκέντρωσης πληθυσμού. Οπως υπογραμμίζει ο κ. Παπαδόπουλος πρόκειται για γήπεδα, κέντρα διασκέδασης και ψυχαγωγίας, για χώρους στους οποίους μπορεί να βρεθούν και 30.000 άτομα: «Μπορεί να ειναι υπόγειοι και σίγουρα θα πρέπει να ελεγχθούν οι έξοδοι διαφυγής».