Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν υπήρχε ένα ενιαίο και καθολικό εκπαιδευτικό σύστημα. Δεν υπήρχε ειδική μέριμνα από την παιδεία και τα “σχολεία” λειτουργούσαν υπό το αυστηρό καθεστώς που όριζε κάθε φορά ο Σουλτάνος.
Το Πατριαρχείο είχε εξασφαλίσει από την Υψηλή Πύλη την άδεια να λειτουργούν εκκλησιαστικά σχολεία για χριστιανούς που προορίζονταν να γίνουν κληρικοί. Αυτό σήμαινε ότι η ύλη περιοριζόταν στην διδασκαλία και τη μελέτη του Ευαγγελίου. Το μάθημα της γυμναστικής απαγορευόταν αυστηρά, καθώς θεωρούταν στρατιωτική άσκηση.
Με την ίδια λογική, υπήρχαν περιορισμοί στα θετικά μαθήματα, όπως στη φυσική και τη χημεία, τα οποία απαιτούσαν την διεξαγωγή πειραμάτων. Η καχυποψία έγκειτο στην πιθανότητα να χρησιμοποιούνται ως πρόσχημα για την κατασκευή πυρίτιδας και εκρηκτικών υλών.
Ωστόσο, σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διασώζονται, στην πραγματικότητα δεν επικρατούσε μία ενιαία πολιτική ως προς την παιδεία των Χριστιανών.
Υπήρχαν επαρχίες όπου οι Οθωμανοί αξιωματούχοι ήταν ιδιαίτερα σκληροί και εχθρικοί απέναντι στους Έλληνες και δυσχέραιναν το έργο των δασκάλων. Σε άλλες πάλι, ήταν πιο ανεκτικοί.
Αντίστοιχα, ο τρόπος λειτουργίας και το πρόγραμμα του κάθε σχολείου εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από τον μητροπολίτη της εκάστοτε περιοχής, καθώς και από τους κληρικούς – δασκάλους που το επάνδρωναν. Ορισμένοι επέλεγαν να ακολουθήσουν πιστά τις οδηγίες των οθωμανικών αρχών. Άλλοι “βάδιζαν” σε πιο ριψοκίνδυνα μονοπάτια, εμπλουτίζοντας την ύλη με μαθήματα αρχαιοελληνικής γραμματείας, φιλοσοφίας, ιστορίας κι επιστημών.
Όσον αφορά τις κτιριακές δομές, αυτές ήταν ως επί το πλείστον ανύπαρκτες. Όπου οι συνθήκες το επέτρεπαν, τα σχολεία ήταν υπαίθρια. Ειδάλλως το μάθημα γινόταν σε ναούς ή σε κάποιο σπίτι. Από τον 17ο με 18ο αιώνα, που άρχισαν να ιδρύονται πιο οργανωμένες και επίσημες δομές εκπαίδευσης στα μεγάλα αστικά κέντρα, τα πράγματα βελτιώθηκαν.
Ο αριθμός των μαθητών ήταν μικρός, ενώ, όπως πρόσταζαν τα κοινωνικά πρότυπα της εποχής, ήταν μόνο αγόρια. Τα κορίτσια ήταν αποκλεισμένα από την εκπαίδευση.
Διώξεις και απαγορεύσεις
Ο βασικός λόγος που η εκπαίδευση διαρθρώθηκε αποκλειστικά γύρω από την εκκλησία και τους θρησκευτικούς θεσμούς δεν ήταν μόνο η άδεια που είχε λάβει το Πατριαρχείο.
Ιδιαίτερα κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, οι ιερείς ήταν από τους λιγοστούς εγγράματους και σπουδαγμένους Έλληνες και άρα οι μόνοι που μπορούσαν να διαβάζουν και να μεταλαμπαδεύουν γνώσεις στα παιδιά. Αντίστοιχα, τα ιερά βιβλία ήταν σε πολλές περιπτώσεις τα μοναδικά διαθέσιμα αναγνώσματα.
Αυτό άρχισε σταδιακά να αλλάζει με την ίδρυση της Πατριαρχικής Σχολής στην Κωνσταντινούπολη το 1556 και και του Ελληνικού Κολλεγίου του Αγίου Αθανασίου στη Ρώμη το 1576. Πλέον υπήρχε η επιλογή της φοίτησης σε ανώτερες σχολές, τουλάχιστον για όσους είχαν την οικονομική επιφάνεια να σπουδάσουν.
Συνήθως επρόκειτο για αγόρια από εύπορες οικογένειες που είχαν μεγαλώσει με οικοδιδάσκαλους, δηλαδή με δασκάλους που έρχονταν να τους κάνουν μάθημα στο σπίτι.
Ωστόσο, και πάλι, αναλογικά με τον πληθυσμό, το ποσοστό των σπουδαγμένων δεν αυξήθηκε σημαντικά. Στις περισσότερες επαρχίες μέχρι και τον 19ο αιώνα, τον ρόλο του δασκάλου αναλάμβαναν οι κληρικοί.
Επιπλέον, η εισαγωγή πιο σύγχρονων και ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών μεθόδων εξακολουθούσε να έρχεται σε σύγκρουση με τις οθωμανικές αρχές. Ακόμα και περί το 1800, που οι αναταραχές και τα προβλήματα εντός της Αυτοκρατορίας ήταν έντονα, οι διώξεις των δασκάλων που επιχειρούσαν να εισάγουν επιστημονικά μαθήματα στο πρόγραμμά τους συνεχίζονταν αμείωτα.
Από την άλλη, στην τουρκική πλευρά, τα πράγματα δεν διέφεραν πολύ. Οι διώξεις και οι απαγορεύσεις δεν ίσχυαν μόνο για τους Χριστιανούς, αλλά και για τους Μουσουλμάνους. Φοιτούσαν αποκλειστικά στους μεντρεσέδες, που ήταν ειδικά μουσουλμανικά σχολεία τα οποία δημιουργήθηκαν για να διδάξουν τη θρησκεία και την επιστήμη, σύμφωνα με το σουνίτικο δόγμα. Ουσιαστικά, η ύλη περιοριζόταν στην μελέτη του Κορανίου.
Είναι χαρακτηριστικό ότι όταν το 1726 ο Ιμπραήμ Μουτεφερίκα πήρε άδεια από τον Σουλτάνο για να ιδρύσει το πρώτο οθωμανικό τυπογραφείο, οι ιεροδιδάσκαλοι σοκαρίστηκαν. Μόλις ξεκίνησε να τυπώνει βιβλία που δεν ήταν αυστηρά θρησκευτικά, ξεσηκώθηκαν οι δάσκαλοι των μεντρεσέδων, με αποτέλεσμα το τυπογραφείο σύντομα να κλείσει και η κυκλοφορία και η διδαχή οποιουδήποτε μη θρησκευτικού αναγνώσματος να απαγορευτεί.
Χρειάστηκε να περάσουν 130 χρόνια για να αρθεί η απαγόρευση και να επέλθει πρόοδος. Μόλις το 1856, εκδόθηκε το αυτοκρατορικό διάταγμα “Χάτι Χουμαγιούν” που τυπικά προέβλεπε την ελευθερία στη θρησκεία και την εκπαίδευση όλων των υπηκόων της Αυτοκρατορίας. Στην πράξη βέβαια, η λογοκρισία καθετί μη αυστηρά μουσουλμανικού συνεχίστηκε.
Ο ρόλος των Δραγουμάνων
Ένας από τους βασικούς περιορισμούς που επέβαλλε η μουσουλμανική θρησκεία στους πιστούς ήταν η απαγόρευση να μαθαίνουν ξένες γλώσσες. Όσο οι αιώνες περνούσαν και η εμπορική δραστηριότητα αυξανόταν, αυτό άρχισε να αποτελεί σημαντικό πρόβλημα.
Έτσι, τον 17ο αιώνα, όταν η οθωμανική αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να αναπτύξει διπλωματικές σχέσεις, δημιουργήθηκε ο θεσμός του Δραγουμάνου, δηλαδή του μεταφραστή.
Οι θέσεις αυτές άρχισαν να καλύπτονται σε μεγάλο ποσοστό από Έλληνες Φαναριώτες. Προερχόμενοι από πλούσιες οικογένειες με παράδοση στο εμπόριο και τη ναυτιλία, είχαν τις απαραίτητες γνώσεις και την εμπειρία που αναζητούσε ο Σουλτάνος.
Σύντομα, οι Δραγουμάνοι του Παλατιού συμμετείχαν σε όλες τις διαπραγματεύσεις με τους ευρωπαίους απεσταλμένους και επηρέαζαν σε μεγάλο βαθμό τη χάραξη της εξωτερικής πολιτικής των Oθωμανών. O επικεφαλής τους, ο Mεγάλος Δραγουμάνος της Πύλης, εξελίχθηκε σε πρόσωπο-κλειδί όσον αφορά την επικοινωνία του Παλατιού με τις αυλές των ηγεμόνων της Δύσης. Στην ουσία, λειτουργούσε ως υπουργός εξωτερικών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που Δραγουμάνοι χρησιμοποίησαν τη θέση τους σε βάρος της Αυτοκρατορίας. Λαμπρό παράδειγμα, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος Α’ – πρόγονος του μετέπειτα Έλληνα πρωθυπουργού. Ο Μαυροκορδάτος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη διαπραγμάτευση της Συνθήκης του Κάρλοβιτς το 1699, η οποία τερμάτιζε τον αυστροοθωμανικό πόλεμο του 1683-1697, όπου οι Οθωμανοί ηττήθηκαν.
Παρότι οι συνεννοήσεις του υπονόμευσαν σημαντικά τα συμφέροντα της Αυτοκρατορίας, κατάφερε να πείσει το Παλάτι ότι έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Του αποδόθηκε μάλιστα τίτλος ευγενείας για τις υπηρεσίες του και οι Τούρκοι συνέχισαν τον θεωρούν ως τον πιο έμπιστο άνθρωπο τους!
Η διπλωματική δεινότητα και η ευστροφία των Φαναριωτών συνέβαλε στην σταδιακή άνοδό τους στον οθωμανικό κρατικό μηχανισμό. Τον 18ο αιώνα είχαν κατορθώσει να καταλάβουν ένα από τα ανώτερα αξιώματα της Αυτοκρατορίας: να γίνουν ηγεμόνες της ημιαυτόνομης περιοχής της Μολδοβλαχίας. Η οικογένεια των Μαυροκορδάτων και των Υψηλάντηδων ήταν από τις πιο επιφανείς, με σημαντικά αξιώματα.
Φυσικά, η επιλογή των Φαναριωτών δεν έγινε τυχαία από το Παλάτι. Το γεγονός ότι όλοι είχαν τις περιουσίες και τις οικογένειές τους στην Κωνσταντινούπολη έδινε την ασφάλεια στον Σουλτάνο ότι δεν θα διανοηθούν να τον προδώσουν. Ως επιπλέον ασφάλεια είχαν κληθεί να πληρώσουν και ένα γενναίο ποσό -πεσκέσι.
Παρόλα αυτά, οι Φαναριώτες ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας πολλές φορές δε δίσταζαν να συμμαχούν κρυφά με τους Ευρωπαίους βασιλείς, σε βάρος της Αυτοκρατορίας.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Γρηγόριου Γκίκα. Στη θητεία του ως πρίγκηπας της Βλαχίας και της Μολδαβίας, ήρθε σε συνεννόηση με τους Ρώσους που έστελναν στρατό για να καταλάβουν την περιοχή.
Μόλις έφτασαν προ των πυλών του Βουκουρεστίου, παραδόθηκε αμαχητί. Τον μετέφεραν στην Αγία Πετρούπολη, όπου έζησε για τα 5 επόμενα χρόνια προσποιούμενος τον αιχμάλωτο. Στην πραγματικότητα ζούσε ως φιλοξενούμενος.
Όταν τελικά οι Οθωμανοί υπέγραψαν συνθήκη με τους Ρώσους το 1775, δέχθηκαν πίσω τον Γκίκα και τον έκαναν ξανά ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας.
Οι περιπτώσεις του Γκίκα και του Μαυροκορδάτου δεν είναι οι μοναδικές. Η ανάθεση της εξωτερικής πολιτικής στους Δραγουμάνους, δηλαδή σε χριστιανούς, έχει χαρακτηριστεί ως μία κομβική αστοχία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το παρασκηνιακό «σαμποτάζ» των Φαναριωτών διπλωματών στοίχισε στους Οθωμανούς εδάφη, πολέμους και προετοίμασε το έδαφος για το ξέσπασμα της Επανάστασης.
Η εξουσία τους άρχισε να μετριάζεται όταν ήταν πια πολύ αργά. Ο ξεσηκωμός των Ελλήνων το 1821 ήταν αυτός που συντέλεσε στην οριστική εκδίωξη των ομογενών τους από τις θέσεις των δραγουμάνων, οι οποίοι σύντομα αντικαταστάθηκαν από το νέο “Mεταφραστικό Γραφείο” (Bab-i Ali Tercume Odasi) στην Υψηλή Πύλη.
Στις σκηνές των αναπαραστάσεων συμμετείχαν ηθοποιοί του ΔΗΠΕΘΕ Ιωαννίνων, της θεατρικής ομάδας “Αθεράπευτοι” και μέλη του τμήματος παραδοσιακών χορών του Πνευματικού Κέντρου Ιωαννιτών.
https://www.mixanitouxronou.gr