είμαστε κοντά στα Τέμπη,
το πρωί θα έρθω να πιούμε καφέ, είπες,
δε σου λέω ακόμη καλό μήνα,
γρουσουζιά, είπες.
Κι ύστερα κρότος
κι ύστερα κραυγή
κι ύστερα σιωπή.
Να προσέχεις σου έλεγα
θα προσέχω μου έλεγες
-εμάς ποιος μας προσέχει;
Τόσες ώρες μετά δεν έχω κοιμηθεί
αδιάκοπα παίρνω τηλέφωνο
έναν αριθμό που κανείς δε σηκώνει
έχω υπολογίσει ακόμη και την καθυστέρηση
το καφεδάκι σου σε περιμένει
κρύωσε και φτιάχνω άλλο
έχουμε σε εκκρεμότητα έναν καλό μήνα.
Αποστόλης Ζυμβραγάκης, 1/3/23.