Υποτακτική σύνδεση (ή υπόταξη): Μια δευτερεύουσα πρόταση, επειδή δεν μπορεί να σταθεί μόνη της στο λόγο, στηρίζεται σε μία άλλη, από την οποία εξαρτάται («υποτάσσεται» σε αυτήν). Η υποτακτική σύνδεση των προτάσεων γίνεται με τους υποτακτικούς συνδέσμους (ειδικοί, χρονικοί, αιτιολογικοί, υποθετικοί, τελικοί, αποτελεσματικοί, ενδοιαστικοί ή διστακτικοί, εναντιωματικοί/παραχωρητικοί, συγκριτικός, βουλητικός), με αναφορικές και ερωτηματικές αντωνυμίες, καθώς και αναφορικά και ερωτηματικά επιρρήματα.
Οι δευτερεύουσες (ή εξαρτημένες) προτάσεις που εισάγονται με τα παραπάνω χωρίζονται σε δύο κατηγορίες:
α) Στις ονοματικές προτάσεις, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως ουσιαστικά (υποκείμενα, αντικείμενα, ονοματικοί προσδιορισμοί κτλ.) και
β) Στις επιρρηματικές, οι οποίες λειτουργούν στον λόγο ως προσδιορισμοί του ρήματος, όπως δηλαδή τα επιρρήματα. Στις επιρρηματικές προτάσεις περιλαμβάνονται και όσες δηλώνουν παρομοίωση, στέρηση και σύγκριση και εισάγονται με τα σαν να, χωρίς / δίχως να και παρά να αντίστοιχα.
α. Ονοματικές προτάσεις
Στις ονοματικές προτάσεις ανήκουν:
- Οι ειδικές, που εισάγονται με τους ειδικούς συνδέσμους (πως, που, ότι) και με τις οποίες εξειδικεύεται κατά κάποιο τρόπο το νόημα του ρήματος ή του ονόματος ή μιας περίφρασης.
- Οι βουλητικές, που εισάγονται με το να και συμπληρώνουν την έννοια ρημάτων και εκφράσεων που δηλώνουν συνήθως βούληση, όπως θέλω, ζητώ, προτρέπω, επιθυμώ, εμποδίζω κτλ.
- Οι ενδοιαστικές, που εισάγονται με τους ενδοιαστικούς (ή διστακτικούς) συνδέσμους (μη[ν], μήπως) και εκφράζουν κάποιο ενδοιασμό για το μήπως γίνει ή δε γίνει κάτι.
- Οι πλάγιες ερωτηματικές, που εισάγονται με ερωτηματικές αντωνυμίες (ποιος, πόσος, τι κτλ.), με ερωτηματικά επιρρήματα (πού, πώς, πότε κτλ.) και με ορισμένους συνδέσμους, όπως τους αν, γιατί, μήπως, και εκφράζουν ερώτηση ή απορία.
- Οι αναφορικές ονοματικές, που εισάγονται με αναφορικές αντωνυμίες (που, ο οποίος, όσο, ό,τι κτλ.) και λειτουργούν ως ονόματα και ονοματικές φράσεις.
β. Επιρρηματικές προτάσεις
Στις επιρρηματικές προτάσεις ανήκουν:
- Οι αιτιολογικές, που εισάγονται με αιτιολογικούς συνδέσμους (γιατί, επειδή, αφού) και με εκφράσεις που χρησιμοποιούνται ως αιτιολογικοί σύνδεσμοι (καθώς, που, μια και κτλ.) και δηλώνουν την αιτία.
- Οι τελικές, που εισάγονται με τους τελικούς συνδέσμους (για να, να) και δηλώνουν σκοπό.
- Οι αποτελεσματικές (συμπερασματικές), που εισάγονται με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε, που) και με εκφράσεις αντίστοιχες με τους αποτελεσματικούς συνδέσμους (ώστε να, που να, για να κτλ.) και δηλώνουν το αποτέλεσμα που προκύπτει από το νόημα της κύριας πρότασης.
- Οι υποθετικές, που εισάγονται με τους υποθετικούς συνδέσμους (αν, εάν, άμα) και ανάλογες εκφράσεις (εφόσον, έτσι και, στην περίπτωση που) και εκφράζουν την προϋπόθεση που ισχύει, για να γίνει αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση.
Μια υποθετική πρόταση μαζί με την κύρια που την προσδιορίζει αποτελεί έναν υποθετικό λόγο. Η υποθετική πρόταση λέγεται υπόθεση, ενώ η κύρια απόδοση.
- Οι εναντιωματικές, που εισάγονται με τους εναντιωματικούς συνδέσμους (αν και, ενώ, μολονότι) και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με τους παραπάνω συνδέσμους (αντί να, παρ’ όλο που, ακόμη κι αν, και ας, έστω κι αν κτλ.) και δηλώνουν αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση
- Οι παραχωρητικές, που εισάγονται με τις εκφράσεις και αν, που να, ας κτλ. και δηλώνουν παραχώρηση ή και αντίθεση προς αυτό που δηλώνει η κύρια πρόταση, το οποίο θεωρείται ενδεχόμενο ή μη πραγματικό.
- Οι χρονικές, που εισάγονται με τους χρονικούς συνδέσμους (όταν, σαν, ενώ, καθώς, αφού, αφότου, πριν (πριν να), μόλις, προτού, όποτε, ώσπου, ωσότου) και με λέξεις ή εκφράσεις αντίστοιχες με χρονικούς συνδέσμους (όσο, ό,τι, εκεί που, έως ότου, κάθε που κτλ.) και δηλώνουν πότε γίνεται αυτό που εκφράζει η κύρια πρόταση.
- Οι αναφορικές επιρρηματικές, που εισάγονται με αναφορικά επιρρήματα (όπως, όπου, οπουδήποτε, όποτε, οποτεδήποτε, όσο, οσοδήποτε) ή με άλλους αναφορικούς επιρρηματικούς προσδιορισμούς και λειτουργούν ως επιρρήματα, τα οποία προσδιορίζουν έναν άλλο όρο μιας πρότασης, συνήθως επιρρηματικό.
Επικοινωνιακό αποτέλεσμα υποτακτικής σύνδεσης
Με την υποτακτική σύνδεση ο λόγος γίνεται πιο πυκνός σε νοηματικό επίπεδο, εφόσον με τη χρήση των δευτερευουσών προτάσεων αναδεικνύονται οι επιμέρους σχέσεις μεταξύ των συνδεόμενων στοιχείων/ιδεών. Είναι, δηλαδή, μεταξύ άλλων, εφικτή η ανάδειξη σχέσεων αιτίου-αποτελέσματος, η αξιοποίηση υποθέσεων, η επισήμανση μιας καθαρά χρονικής σχέσης ή η ανάδειξη των ενδοιασμών που προκύπτουν αναφορικά με κάποια στοιχεία.
Η υποτακτική σύνδεση, χάρη ακριβώς στη δυνατότητά της να συνδέει τις επιμέρους ιδέες αναδεικνύοντας τη μεταξύ τους σχέση, επιτρέπει τη διαμόρφωση σύνθετου, επιστημονικού λόγου, που κάποτε καθίσταται απαιτητικός για τον αναγνώστη, μιας και οφείλει να κατανοεί τη διαδοχή των νοηματικών συνδέσεων.
Αναζήτησε εύκολα το υλικό που ψάχνεις, πατώντας κλικ εδώ.