Πρώτο μέλημα της δικτατορίας ήταν να επιβάλει «σιδερένιο» έλεγχο μέσω εγκάθετων διοικήσεων σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, ξεκινώντας από τις διώξεις των «μιασμάτων», «μη νομιμοφρόνων» και υπόπτων για «αντεθνική» δράση εκπαιδευτικών. Παράλληλα, «αναδιοργάνωσε» την εκπαίδευση με τον αναγκαστικό νόμο 129/67 και τον νόμο 651/70, τα οποία ήταν και τα δύο βασικά διατάγματα, με τα οποία πορεύτηκε η εκπαίδευση κατά τη διάρκεια της επταετίας.
Με το ν. 129/1967 καταργείται το υφιστάμενο διοικητικό καθεστώς και ανοίγει ο δρόμος για διώξεις εκπαιδευτικών. Η χούντα απέλυσε μεμιάς περίπου 260 εκπαιδευτικούς. «Μη νομιμόφρων θεωρείται ο υπάλληλος όστις εμφορείται υπό κομμουνιστικών ή αντεθνικών ιδεών ή προπαγανδίζει υπέρ αυτών ή καθ’ οιονδήποτε τρόπον συνεργεί εις την διάδοσιν αυτών ή εξαίρει ταύτας ή έχει καθ’ οιονδήποτε τρόπον επαφήν ή συννενόησιν μετά των οπαδών των ιδεών τούτων ή στρέφεται κατά του κρατούντος πολιτειακού καθεστώτος ή των βασικών θεσμών αυτού ή ακολουθεί αντεθνικά ή κομμουνιστικά συνθήματα (…) ή παροτρύνει ή συνηγορεί υπέρ τοιαύτης στάσεως και συναθροίσεως ή μετέχει δημοσίας συναθροίσεως προς διατάραξιν της δημοσίας τάξεως ή εκτελεί πράξεις προβλεπομένας υπό του νόμου 375/1936 (κατασκοπεία)».
Ο νόμος εφαρμόσθηκε προβλέποντας μάλιστα ότι ο απολυόμενος «απολύεται δια αποφάσεως του αυτού υπουργού καθ’ ης ουδεμία επιτρέπεται προσφυγή ή αίτηση ακυρώσεως».
Το πειθαρχικό δίκαιο των δημοσίων υπαλλήλων, μεταξύ των πειθαρχικών αδικημάτων περιελάμβανε:
«α) έλλειψις πίστεως και αφοσιώσεως προς την πατρίδα και τα εθνικά ιδεώδη, η επιδίωξις της ανατροπής η υπονομεύσεως του υφισταμένου πολιτειακού ή κοινωνικού καθεστώτος, ως και η καθ’ οιονδήποτε τρόπον εκδήλωσις υπέρ αρχών και προγραμμάτων κομμάτων διαλυθέντων και τεθέντων εκτός νόμου ή οργανώσεων διαλυθείσων διά δικαστικής αποφάσεως γ) πάσα πολιτικού χαρακτήρος ενέργεια αποτελούσα δημοσίαν εκδήλωσιν πολιτικών φρονημάτων ή άσκησιν πολιτικού προσηλυτισμού (…)
δ) η προφορικώς ή εγγράφως, άσκησις κριτικής των πράξεων της προϊσταμένης Αρχής, η προδίδουσα έλλειψον σεβασμού προς αυτήν (…)».
ΣΧΟΛΕΙΑ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΕΣ
Όπως αναφέρει ο Διονύσης Ελευθεράτος στο βιβλίο του «Λαμόγια στο χακί», το 1969 ανακηρύχθηκε από τη χούντα «έτος της Παιδείας». Λίγους μήνες αργότερα οι δημοσιογράφοι της εποχής παρουσίαζαν το πρώτο επίτευγμα: Βελτιώθηκε η αναλογία διδασκόντων διδασκομένων!
Ποια ήταν όμως η αλήθεια; Η βελτίωση της αναλογίας διδασκόντων – διδασκομένων προέκυψε από τη μείωση των μαθητών! Οι 948.000 μαθητές του 1969 έγιναν το 1970 937.000 για να πέσουν το 1971 στις 907.000
Την Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 1970, οι αναγνώστες των εφημερίδων πληροφορούνται τη δέσμη των μέτρων του χουντικού Υπουργείου Παιδείας: «Καταργούνται 618 μονοθέσια δημοτικά σχολεία, 294 συμπτύσσονται με άλλα και 1577 υποβιβάζονται» Παράλληλα «μειούνται κατά 102 οι θέσεις των δασκάλων»
Δεν άργησαν να φανούν τα αποτελέσματα της «συνέργειας» των κοινωνικών συνθηκών (μετανάστευση) με τις καταργήσεις – συγχωνεύσεις σχολικών μονάδων. Από το 1970 στο 1971 μειώθηκαν κατά 30.400 τα παιδιά στα δημοτικά!
Με το ΝΔ 842/1971 η χούντα «τελείωνε» με πέντε παιδαγωγικές ακαδημίες δια τις συγχωνεύσεως με άλλες. Ήταν οι ακαδημίες Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Πειραιά, Καρδίτσας και Ρόδου. Γιατί; Οι ακαδημίες θεωρούνταν εν δυνάμει εχθρικές προς το σύστημα αξιών της δικτατορίας. Καλύτερα λιγότερες στα αστικά κέντρα – να μην ενώνονται με «παράξενα» ρεύματα ιδεών. Καλύτερα λιγότερες γενικά – να μην τρέχουν και οι ασφαλίτες σε Ρόδο και Καρδίτσα χειμωνιάτικα.
«ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΕΣ» ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ
Η αλήθεια είναι ότι κατά μια έννοια η χούντα κατόρθωσε να διευρύνει τον κύκλο των «εκπαιδευτικών» δραστηριοτήτων των μαθητών. Κουβαλούσε τους μαθητές από εδώ και από εκεί, από εκδηλώσεις φανφάρας μέχρι την αλήστου μνήμης υποδοχή του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Σπύρου Άγκνιου (Οκτώβριος 1971) όχι μόνο για λόγους «εθνικής διαπαιδαγωγήσεως» αλλά και επειδή χρειαζόταν «μπούγιο».
Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ ΚΑΙ Η «ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΝΟΜΑΡΧΙΑ»
Όπως είναι γνωστό στη χούντα απαγορεύτηκαν διάφοροι συγγραφείς, όχι μόνο μαρξιστές. Στο μακρύ κατάλογο των απαγορεύσεων περιλαμβανόταν ο Καμύ, ο Σαρτρ, ο Έλιοτ, ο Τόμαν Μαν αλλά και ο Αριστοφάνης και ο Αριστοτέλης, ενώ στα «επικίνδυνα» βιβλία συμπεριέλαβαν και τη βιογραφία του τσάρου Μεγάλου Πέτρου.
Εκτός από την απαγόρευση υπήρχε και δρακόντεια λογοκρισία. Μόνο οι ανώνυμοι συγγραφείς είχαν κάποιες πιθανότητες να ξεγλιστρήσουν.
Κάποτε επισκέφθηκαν την επιτροπή λογοκρισίας οι άνθρωποι του εκδοτικού οίκου «Κάλβος» για να πληροφορηθούν εάν εγκρίθηκε το βιβλίο «Ελληνική Νομαρχία» – Ανωνύμου του Έλληνος, το σημαντικό έργο του νεοελληνικού διαφωτισμού που είχε εκδοθεί στην Ιταλία το 1806. Είχαν προετοιμαστεί, προφανώς, ψυχολογικά να ακούσουν κάποιο αγριεμένο όχι. Άκουσαν όμως κάτι άλλο: Είχαν αποσταλεί τα αντίτυπα του βιβλίου στο Υπουργείο Εσωτερικών, που ήταν αρμόδιο για θέματα νομαρχιών καθώς ο Λαδάς «γνωμοδοτούσε» για επώνυμους, τους Μοντεσκιέδες και λοιπούς «ανάρχες»» ρεμπεσκέδες.
Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΟΜΠΡΕΛΙΖΕΣΘΑΙ»
Τόσο έντονο ήταν το «στραβομουτσούνιασμα» της χούντας με τις παιδαγωγικές ακαδημίες ώστε ο αμίμητος εσωτερικός κανονισμός που καταρτίστηκε γι αυτές φιλοδοξούσε όχι απλώς να βάλει στους σπουδαστές τα δυο πόδια σε ένα παπούτσι αλλά και να απαγορεύσει τη συστέγαση δυο σπουδαστών κάτω από την ίδια ομπρέλα. Οι «εθνοσωτήρες» απαγόρευσαν ακόμα και το «συνομπρελίζεσθαι στα προαύλια, ανεξαρτήτως καιρού». Προφανώς για να μη χάνει οπτική επαφή ο χαφιές που όφειλε να βλέπει όσα έλεγαν!
Παράλληλα ο αυταρχικός, επιθεωρητής εκπαίδευσης αποφάσιζε: «…Των εριτίμων κυριών και δεσποινίδων, η ατιμέλεια προκαλεί αποστροφήν. Ούτω, έτι πλέον το καπνίζειν υπό των γυναικών, το μινιφουστοφορείν, το οφρυοβλεφαρογράφειν σκορπίζουν αηδίαν, διότι το Εκπαιδευτήριον δεν είναι αίθουσα ντιορικών επιδείξεων αλλά ιερά Κιβωτός θείων λειτουργημάτων».