Ήταν Ιούνιος του 1985 και τα πρωτοσέλιδα έγραφαν για τις Πανελλήνιες εξετάσεις: «Σφαγή των υποψηφίων», «Δεν κατάλαβαν το θέμα», «Ιδού το επίπεδο των μαθητών».
Όλα είχαν αιτία την εξέταση στο μάθημα της έκθεσης. Οι “τριτοδεσμίτες” πήγαν καλύτερα, αλλά ο γενικός κανόνας ήταν ότι οι εξεταζόμενοι έλυναν γρίφο που έλεγε:
“Ο άνθρωπος, ο αποφασισμένος να μάθει πολλά γράμματα και να διαπρέψει σε μια επιστήμη ή σε μια τέχνη, δεν αποβλέπει πια, κατά την επικρατούσα άποψη, στην προσωπική του μόνο ευδοκίμηση. Προσφέρει και στους άλλους πολύτιμη αρωγή”.
Κάθε άποψη η οποία θα είναι τεκμηριωμένη θεωρείται δεκτή.
Οι εφημερίδες ξεσπάθωναν με πύρινα άρθρα που έγραφαν ότι «οι υποψήφιοι επιστήμονες, οι αυριανοί μηχανικοί, γιατροί, φιλόλογοι, νομικοί, αγνοούν λέξεις που γνώριζαν όλοι οι απόφοιτοι του δημοτικού σχολείου προ πεντηκονταετίας».
Κοινός τόπος ήταν οι αναφορές στην λεξιπενία των νέων έναντι της λεξιγνωσίας των ενηλίκων. Υπήρξαν μερικοί αρθρογράφοι που καταδίκαζαν τη γλώσσα των νέων και θεωρούσαν μοναδική «θεραπεία» τη συστηματική διδασκαλία της αρχαίας ελληνικής.
Φυσικά αρθρογραφούσαν και οι ψύχραιμοι. Αυτοί που τότε υπερασπίστηκαν τη νεολαία και επισήμαναν ότι οι φιλόλογοι στα σχολεία δεν πείθουν τους μαθητές τους ότι αυτή η χρήση των λέξεων είναι εφικτή με αποτέλεσμα να είναι απολύτως αδύνατη η χρήση τους στην καθημερινή επικοινωνία.
Η “θεραπεία” του εκπαιδευτικού συστήματος δεν έγινε ποτέ.
Ακόμα και σήμερα με την πρώτη ευκαιρία οι σοφοί “πυροβολούν” τον αδύναμο κρίκο.
Την “αγράμματη” νεολαία.