Στις 8 Ιουνίου 1928, δύο Έλληνες αεροπόροι, ο συνταγματάρχης Αδαμίδης (διοικητής της ελληνικής πολεμικής αεροπορίας) και ο υπολοχαγός αεροπόρος Παπαδάκος ξεκίνησαν ένα πρωτοποριακό και αρκετά τολμηρό για την εποχή του εγχείρημα, την πραγματοποίηση του πρώτου εναέριου γύρου της Μεσογείου. Σήμερα, αυτό μας μοιάζει ίσως αστείο, όμως εκείνη την εποχή ήταν ένα πολύ σημαντικό, το οποίο μάλιστα χρειάστηκε πολλές μέρες για να ολοκληρωθεί, καθώς οι τεχνικές δυνατότητες των αεροπορικών πτήσεων δεν ήταν τόσο εξελιγμένες.
Στις 5 τα ξημερώματα της ημέρας εκείνης, οι δυο αεροπόροι ξεκίνησαν το ταξίδι τους από το αεροδρόμιο του Τατοΐου επιβιβαζόμενοι σ’ ένα Μπρεγκέ 19 με την ονομασία “Ελλάς”. Τρία ακόμη Μπρεγκέ τους “ξεπροβόδισαν”, καθώς και πλήθος κόσμου, που είχε συγκεντρωθεί στο αεροδρόμιο. Μπροστά, στη θέση του πιλότου, κάθισε ο Παπαδάκος και πίσω του ο Αδαμίδης. “Ο συνταγματάρχης είνε ξεραγκιανός και η όψις του προδίδει την σύνεσιν και την προσοχήν, ενώ ο υπολοχαγός έχει την γελαστήν διάθεσιν θηρίου εις τα αδρά του χαρακτηριστικά”, κατά την περιγραφή του “Έθνους”.
Όπως σχολίαζε η εφημερίδα το ίδιο βράδυ, “Είνε μια ημερομηνία που αξίζει να μείνη για πάντα στην ανάμνησί μας με όλη τη συγκινητική δόνησι των παλμών που ενοιώσαμε εκείνη τη στιγμή. Μας επλημμύρισε αυθόρμητα από τα πιο αγνά συναισθήματα της δυνατής χαράς. Κάτι σαν νίκη μέσα εις το ειρηνικό πλαίσιο των έργων του πολιτισμού. Γιατί το αεροπλάνο δεν είνε μόνον μέσον πολεμικόν. είνε αυτό καθ’ εαυτό η πρόοδος, μια πρόοδος μάλιστα γεμάτη από τον ευγενέστερο κίνδυνο για τον άνθρωπο. Έχει όλο το γόητρο της κατακτήσεως από μέρους των όντων μπροστά εις την υποτασσομένην μεγαλειότητα της Φύσεως. Περικλείει την τόλμην και συμβολίζει την θέλησιν [..]”.
Προτού αναχωρήσουν, ο Αδαμίδης απευθύνθηκε στους παρόντες συναδέλφους του αξιωματικούς:
“Αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και στρατιώται.
Ευχαριστώ θερμώς πάντας υμάς διά το ενδιαφέρον και τας προσπαθείας τας οποίας κατεβάλατε, σωματικάς τε και πνευματικάς, διά την επιτυχίαν της πρώτης μεγάλης εναερίου διαδρομής.
Είμαι εξαιρετικά ενθουσιασμένος διότι έλαχεν ο κλήρος εις εμέ και τον κ. Παπαδάκον να διανοίξωμεν πρώτοι τας οδούς του αιθέρος εις τους Έλληνας αεροπόρους. Ας ελπίσωμεν και ας ευχηθώμεν εις τον Θεόν όπως στεφθή υπό επιτυχίας το ταξείδιον τούτο, το οποίον θα αποτελεί νίκην όχι βέβαια εμού και του Παπαδάκου, αλλά της ελληνικής αεροπορίας.
Η διαδρομή αύτη δεν θα είνε μοναδική. Θα επακολουθήσουν και άλλαι, εις τας οποίας θα δυνηθούν να λάβουν μέρος και πλείστοι εξ υμών.
Σας αποχαιρετώ και σας εύχομαι όπως σας επανίδω πάντας υγιείς. Και πριν αποχωρισθώμεν, ας αναφωνήσωμεν όλοι μαζί:
Ζήτω το ελληνικόν Έθνος! Ζήτω η ελληνική αεροπορία!”
Στις εφημερίδες της εποχής γράφτηκε ότι την τελευταία στιγμή, πριν την αναχώρηση, δόθηκαν στους δύο αεροπόρους τα σωσίβια, τα οποία όμως εκείνοι πέταξαν, επειδή δεν χωρούσαν πουθενά στο αεροπλάνο. Έτσι έγινε όντως ή ήταν μια δημοσιογραφική υπερβολή χάρη εντυπωσιασμού; Μικρή σημασία έχει τελικά.
Και αφού το αεροπλάνο έκανε μια βόλτα πάνω από την Αθήνα χάθηκε στον ορίζοντα με κατεύθυνση το Σούνιο κι από κει προς Χίο-Ρόδο-Κύπρο-Αλεξανδρέττα, ενώ το απόγευμα προσγειώθηκαν στο Χαλέπι, απ’ όπου ειδοποίησαν το υπουργείο Στρατιωτικών και την αεροπορική άμυνα για την άφιξή τους. Ο εναέριος γύρος της Μεσογείου συνεχίστηκε τις επόμενες μέρες: Παλαιστίνη, Αλεξάνδρεια, Τρίπολη (της Λιβύης), Τύνιδα, Αλγέρι, Μαρόκο και από εκεί Ισπανία και Γαλλία μέχρι το Παρίσι, ώστε την 1η Ιουλίου, τρεις εβδομάδες από την αναχώρησή τους, επέστρεψαν στην Ελλάδα. Το ταξίδι περιείχε αρκετές στάσεις, ενώ σε πολλά μέρη οι δυο αεροπόροι παγιδεύτηκαν αρκετές μέρες λόγω των καιρικών συνθηκών και των ατελειών της αεροπορίας, που βρισκόταν ακόμη σε νηπιακή ηλικία.
ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ
Περίπου ένα μήνα μετά, το Έθνος δημοσίευε τις σημειώσεις του Παπαδάτου, ο οποίος τηρούσε προσωπικό ημερολόγιο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Είναι ένα μοναδικό ιστορικό ντοκουμέντο, όπως δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα.
Παρασκευή 8 Ιουνίου 1928 (Ημέρα της εκκινήσεως). – Έχουμε αφήση πλέον το έδαφος και καθώς ανεβαίνουμε συνεχώς επάνω από το ελληνικόν πέλαγος, νοιώθουμε τους παλμούς μας να κτυπούν δυνατά. Πόσο διαφορετικά είνε τα συναισθήματα του ανθρώπου την ώραν που πραγματοποιεί κάτι τι! Με τον κ. διοικητήν, μόνοι οι δυο μας εις το χάος του απείρου, δεν αντικρύζομεν πλέον ο ένας τον άλλον, αλλά τα πηδάλια που κρατούμε ο καθένας χωριστά συνενώνουν τας σκέψεις μας. Αλήθεια, επήρα μια τέτοια συγκίνηση όταν είδα νύχτα-νύχτα στο αεροδρόμιο του Τατοΐου μια τέτοια συγκέντρωσι, όλο αγάπη, χαρά και εγκαρδιότητα. Ενοιώθαμε πίσω μας, κάτω εκεί, έναν ολόκληρο κόσμο να μας παρακολουθή με τις ευχές του. Και αυτό μας εδυνάμωνε τη θέλησι, ετόνωνε το κουράγιο μας. Η απογείωσίς μας υπήρξε πραγματικώς επικίνδυνη. Παρ’ ολίγον, δηλαδή, να χάσουμε το παν, προτού καν αρχίσωμε. Όλοι οι φόβοι του κ. διοικητού ήσαν δικαιολογημένοι, ακριβώς όπως τους εξέφραζε από ημερών. Το υπερβολικόν βάρους του αεροπλάνου μας κατέστησε δυσκολωτάτην την ανύψωσιν. Εκολλήσαμε και εξεκολλήσαμε δυο φορές. Μπορούσε ν’ ανατιναχθούμε με την βενζίναν σ’ ένα φρικτό πυροτέχνημα και όλη μας η προσπάθεια να μείνη ως μία τραγική απόπειρα. Τέλος, ανεβήκαμε στα 1800 μέτρα. Και έως την Λέρον ο καιρός μας ηυνόησε εξαιρετικά. Ύστερα άρχισε η ζέστη, ζέστη αφάνταστη και γι’ αυτό ελαττώσαμε τις στροφές της μηχανής. Για να κρυώνη λίγο, εχαμηλώναμε συνεχώς προς τη θάλασσα. Αντικρύζαμε το ενδεχόμενον αμεσωτάτου κινδύνου μήπως ανάψη η μηχανή. Μόλις επιάσαμε όμως τη Μικρασιατική ακρογιαλιά, εδρόσισε λίγο και έτσι επήγαμε ομαλά έως τα Άδανα. Από κει και πέρα η ζέστη ξανάρχισε. Περνώντας τον κόλπο της Αλεξανδρέττας, πολύ χαμηλά, ενοιώθαμε τον καυτόν αέρα σαν ψεκαστήρα από λάβα να μας χτυπάη τα πρόσωπα, και παρ’ όλον ότι εκρυβόμαστε πίσω από τα κρύσταλλα, οι μύτες μας εξεφλούδισαν. Για πότε είχαμε κατεβή από 2000 μέτρα στα 500 ομολογώ ότι δεν το κατάλαβα. Αλλά το αίσθημα της αυτοσυντηρήσεως δεν απελπίζει τον άνθρωπον ποτέ. Εκρατούσαμε τα πηδάλια με τέσσερα χέρια (ο κ. διοικητής και εγώ) και τέλος, αφού είχαμε διατρέξη 1300 χιλιόμ. σε 8 1/2 ώρες αντικρύσαμε το Χαλέπι και προσεγειώθημεν. Το αεροδρόμιον βρίσκεται σε απόστασιν 20 χιλιομέτρων από της πόλεως και οι Γάλλοι συνάδελφοι μας επεριποιήθησαν αρκετά. Εδιορθώσαμε μόνοι μας τη μηχανή μας και επέσαμε πτώματα σε κάποιο ταπεινό ξενοδοχείο να ξεκουράσωμε τα μέλη μας. Ήταν η πρώτη πτήσις και συνεπώς η κουραστικώτερη.
Σάββατον 9 Ιουνίου. – Ξεκινούμε από το Χαλέπι στις πέντε το πρωί ακριβώς. Θαύμα ιδέσθαι ο χιονισμένος Λίβανος με τους κέδρους του, καιρός έξοχος και η μηχανή μας πάει παραπολύ ευχάριστα. Τοπία κυριολεκτικώς μαγευτικά. Ο κ. διοικητής μου περνάει σημείωμα: “Σκύψε και κύττα τι ώμορφα που είνε!”. Τρέχουμε ολοταχώς απάνω από τη Βηρυττό και τη Γιάφφα (το στόμα μου που κολλάει με κάνει να θυμηθώ τα πορτοκάλλια της). Να για πρώτη φορά και η έρημος. Πανόραμα το Σουέζ και το Δέλτα του Νείλου με τις φελούκες του ποίημα. Πτήσις 6 ώρες και 1/4. Η Αλεξάνδρεια μας χαμογελάει κάτω σαν μία και μόνη βίλλα ολάνθιστη. Προσγείωσις εις Αμπουκίρ. Ενθουσιώδης, αποθεωτική υποδοχή του Ελληνισμού κλπ. Ακολουθούν ημέρες αλησμόνητες.
Τρίτη 12 Ιουνίου. – Απόγευμα. Συνοδευόμενοι από μυριάδας ενθουσιώντος κόσμου, επιβαίνομεν και σε 1 1/2 ώρα είμαστε στο αεροδρόμιο της Ηλιουπόλεως. Κάνουμε απάνω από την ελληνικωτάτη Τάντα δύο βόλτες και ακούμε τας ζητωκραυγάς. Το Κάιρο μοιάζει σαν κάτι εξωτικό, βγαλμένο από εικόνες παραμυθιού. Οι Άγγλοι μας κάνουν σημεία προσγειώσεως με καπνούς. Ο ομογενής κ. Κότσικας, που ο αείμνηστος πατέρας του έχει ήδη προσφέρη ένα αεροπλάνο στην Ελλάδα, προβαίνει εις την δήλωσι ότι θα φτιάση άλλο ένα και ο ίδιος.
Παρασκευή 15 Ιουνίου. – Αντίο Κάιρο. Ο νους μας γυρίζει πίσω αναπολών τις περιποιήσεις που μας έγιναν. Από της 3ης μεταμεσονυκτίου ώρας είμεθα στο Αεροδρόμιο. Έτοιμοι. Τέσσερα αγγλικά αεροπλάνα είχαν παραταχθή να μας ξεπροβοδίσουν, αλλά τα εμποδίζει ο καιρός. Σύννεφα βαρειά και τρυπώνουμε μέσα στα μαύρα σπλάχνα τους, τα ξεσχίζουμε και βγαίνουμε απάνω, στους αιθέρας, χωρίς να διακρίνωμε κάτω τίποτε. Επί δύο ολόκληρες ώρες πετούμε χωρίς το ελάχιστο ίχνος προσανατολισμού. Οπότε εμφανίζονται τα κόκκινα βουνά των άμμων της Λιβύης. Η ζέστη μας λυώνει, και μόνον όταν, κατόπιν σημειώματος του διοικητού, βγαίνουμε λίγο προς την παραλία, βρίσκουμε κάποια σχετική ανακούφιση. Αν επέφταμε εκεί, δεν θα μας εύρισκε κανένας ποτέ. Ρεύματα τρομερά και όλο ανεβαίνουμε και κατεβαίνουμε απότομα. Η προσγείωσις, εις περίπτωσιν δυστυχήματος θα μας ήταν αδύνατη. “Τι βενζίνα έχεις”; μ’ ερωτά γραπτώς ο διοικητής. “400 λίτρες”. “Δεν φθάνουν για την Τρίπολι”. “Στη Βεγγάζη, λοιπόν”. Και μετά 8 ώρες ακριβώς προσγειούμεθα εκεί. Μας προσφέρουν μπανάνες και δροσιστικά οι Ιταλοί. Τόπος πετρώδης, άγονος με ξερόκλαδα. Νύχτα πνικτική.
Σάββατον 16 Ιουνίου. – Με την αυγούλα εξεκολλήσαμε για την Τρίπολη. Περνούμε την Μεγάλην Σύρτιν και είμεθα ευχαριστημένοι παρά την κακοκαιρία, γιατί την εφανταζόμεθα τρομερώτερη. Εδώ είνε που έσπασε το αεροπλάνο του ο Γάλλος συνταγματάρχης Ντουανά. Επί 6 1/2 ώρες από κάτω μας δεν υπάρχει παρά μόνον έρημος, φρικτή, πυρωμένη, βουβή. Να όμως κάτι που μας παρηγορεί: τα σφουγγαράδικα ελληνικά καΐκια στην ακρογιαλιά. Η Τρίπολις ως πόλις είνε χαριτωμένη, κι έχει πλουτισθή έτσι μόλις κατά τα τελευταία χρόνια χάρις εις τον Μουσσολίνι, ο οποίος επρόκειτο να την επισκεφθή και την ανάγκασε ν’ αποκτήση βιαστικά κήπους, αψίδες, πύργους και μέγαρα. Ευρώπη σωστή. Μας κάνουν να δακρύσουμε οι φτωχοί σφουγγαράδες μας καθώς μας προσφέρουν τις ανθοδέσμες των. Λαμπρός κύριος ο πρόξενος της Ελλάδος κ. Κολοβός, και υποχρεωτικώτατοι οι Ιταλοί συνάδελφοι.
Κυριακή 17 Ιουνίου. – Θα ξεκινήσωμε σε λίγο για το Αλγέριο. Το αεροδρόμιον της Τριπόλεως απέχει από την πόλιν 40 χιλιόμετρα. Και όμως είναι παρόντες πάντες οι Έλληνες που άφησαν για το χατήρι μας τη δουλειά τους, και προ παντός μας κάνει εντύπωσι ότι είνε επί τόπου άυπνος και ο Ιταλός διοικητής. Αποχαιρετούμε και φεύγουμε. Έρημος πάλι και σκόρπιες εδώ κ’ εκεί νεκρόλιμνες απέραντες, ακίνητες, μονότονες. Αλλά μετά τριών ωρών πτήσιν, αρχίζει και κατοικημένον έδαφος. Βουνά, όχι από άμμο, κατάφυτα, και μας αγγίζει η δροσερή τους πνοή. Ενθαρρυνόμεθα. Υπάρχουν άνθρωποι. Ταξειδεύουμε εις ύψος 3.500 μέτρων, κάτω μας ύστερα κάμπος, κ’ έτσι μετά έξη ώρες και τρία τέταρτα, να το λευκό Αλγέρι με τις απλόχωρες ταράτσες του, μια ευφορία βλαστήσεως και η σιδηροδρομική γραμμή μας γίνεται οδηγός εις το μήκος της. Προσγειούμεθα. Οι Γάλλοι μας κάνουν ό,τι μπορούν. Αλλά ρωμηός κανείς, ούτε πρόξενος.
Δευτέρα 18 Ιουνίου. – Πάλι ξεκίνημα πρωινό. Σύννεφα, σύννεφα πολλά, πηχτά, θαμπά, αδιαπέραστα. Ο κ. διοικητής μου γράφει: “Ανέβα όσο μπορείς ψηλότερα”. Καβαλλάμε τα σύννεφα, και επί πέντε ώρες διασχίζουμε το προβληματικό άγνωστο. Δεν ξέρουμε αν εφθάσαμε ή όχι, δεν έχουμε καρδιά να κατεβούμε, γιατί μπορεί να τρακάρουμε σε τίποτε βουνά. Ζωηρά συζήτησις με σημειώματα. Σχεδόν φόβος και απόγνωσις. Υπολογίζουμε ότι πρέπει να πλησιάσουμε. Και τέλος, συμφωνούμε, ο διοικητής κ’ εγώ, και κατεβαίνουμε μέσ’ τα όλα, ανοίγουμε τρύπα στα σύννεφα. Καρδιοχτύπι. Συχωράτε μας κι ο Θεός σχωρές σας. Αγωνία θανάτου επί πέντε λεπτά. Όχι περισσότερο, γιατί αίφνης να: ένα βαθύ παιχνιδιάρικο μπλε – είνε ο Ωκεανός. Είχαμε προωθηθή πέραν του σημείου μας, και ο διοικητής μου δίνει τη διόρθωσι των μοιρών. Όπισθεν. Μετά 25 λεπτά είμεθα απάνω ακριβώς από την Καζαμπλάνκα, τον τελευταίο αφρικανικό μας σταθμό. Προσγείωσις, υποδοχή, ξεκούρασμα, παίρνουμε βαθειά την αναπνοή μας και απαντούμε με κέφια στις προπόσεις των Γάλλων αξιωματικών.
Τρίτη 19 Ιουνίου. – Στας τρεις μετά τα μεσάνυχτα επί ποδός στο αεροδρόμιο. Σχεδόν έβρεχε. Μαυρίλα φρικτή. Συσκεπτόμεθα. Μας προλαμβάνει ένα επείγον τηλεγράφημα από το Παρίσι του φίλου μας άσσου Κοστ: “Θύελλα σε όλη την Ισπανία και την Γαλλία. Αναβάλατε”. Μια ημέρα χωρίς να έχουμε να κάνουμε τίποτε. Γνωρίζουμε το Μαρόκο. Πολιτισμός αφάνταστος. Και την άλλη μέρα το ίδιο. Έως ότου μας έρχεται νεωτέρα είδησις του Κοστ: “Η γνώμη μου είνε ότι θα μπορούσατε ν’ αναχωρήσετε”.
Πέμπτη 21 Ιουνίου. – Η μεγάλη ημέρα. Δεν έχει ξημερώση ακόμη καλά στο αεροδρόμιο. Πριν μπούμε θέλουμε να πιούμε καφέ. Καφενεδάκι υπάρχει ανοιχτό. Ψάχνουμε τις τσέπες μας. Έχουμε μόνο λίρες αγγλικές. Είνε αδύνατο να τις χαλάσουμε. Τα λεπτά μας δεν περνούν, και όμως περνούν γρήγορα τα δευτερόλεπτα. Εμπρός, έστω και χωρίς καφέ. Στας πέντε απογείωσις. Για το Παρίσι. Απόψε θα είμαστε, πρώτα ο Θεός, στα μπουλβάρ. Χωρίς σταθμό. Θα πιούμε τον καφέ μας εκεί. Μία αστραπιαία απογείωσις, και ιδού ημείς πλανώμενοι σε σκούρα σύννεφα. Συνεχώς σύννεφα έως το Γιβραλτάρ. Το στενόν των Ηρακλείων Στηλών έχει κάποια ξαστεριά, το περνούμε εντός ενός τετάρτου και από το ευρωπαϊκόν στερέωμα βλέπουμε κάτω καμμιά δεκαριά βαπόρια να χοροπηδούν και να χαροπαλεύουν διπλωμένα σε θεώρατα κύματα, σε αγριεμένους αγρούς. Η Ισπανία μας παρέχει μάλλον καλόν καιρόν. Δόξα σοι ο Θεός. Και όσο πάει γίνεται διάφανο διαμάντι το στερέωμα και χαζεύουμε κάθε τόσο κυττάζοντας την ισπανική γη. Οσάκις περνούμε πόλεις αυξάνει μέσα μου η απορία και ρωτώ τον διοικητή μου μ’ ένα σημείωμα: “Τι είνε αυτά τα στρογγυλά γήπεδα που ξεχωρίζουν παντού στη μέση των συνοικισμών;”. Απάντησις: “Είνε οι χώροι των ταυρομαχιών”. Η Μαδρίτη κατάστικτη από τρούλλους εκκλησιών. Πολύ μεγάλη πόλις, αλλά δεν θα την γνωρίσουμε. Ένα μεγάλο αεροπλάνο απογειούται και έρχεται κατ’ επάνω μας, προφανώς για να μας υποδεχθή. Προχωρούμε όμως τόσο ακράτητα, ώστε δεν μας προφθάνει και παραιτείται του σκοπού του. Στη μία από το μεσημέρι αφίνουμε τα Πυρηναία δεξιά μας, αριστερά μας τον Ατλαντικό, ρίχνουμε μια ματιά στην κατάφυτη λουτρόπολι του Σαιν Σεμπαστιάν και βάζουμε γραμμή όλο απάνω προς τον κάμπο, κατ’ ευθείαν για το Μπορντώ.
Χαμηλώνουμε να ιδούμε λίγο την πόλι, και ευθύς ξανά μας μπουκάρουν τα σύννεφα. Αυτή την φορά δεν θα τα παρακολουθήσουμε. Κάνουμε έναν ελιγμό προς τα κάτω (ξύρισμα του εδάφους), ο προσανατολισμός δυσχερής, και χάρις στον κ. διοικητή που κατέχει καλά τα γαλλικά εδάφη στις 4 1/2/ το απόγευμα συναντούμε την Ορλεάνς και από και όλο την σιδηροδρομική γραμμή. Παρίσι! Το αντίκρυζα για πρώτη φορά αυτό το απίστευτο αριστούργημα. Άφησα το τιμόνι να μου φύγη από την κατάπληξη. Δεν είνε πόλις αυτή, είνε άβυσσος. Λόγχη ανεστραμμένη ο πύργος του Άιφελ μέσα στη γάζα της ομίχλης, και παντού πόλις, δεξιά, αριστερά, πίσω, μπροστά, απέραντη και ανεξιχνίαστη, ατελείωτη. Είνε όμως και ο Σηκουάνας και τον βάζουμε οδηγό της πορείας μας. Πρασινάδα παραδεισιακή, κι ιδού το Μπουρζέ με το φάρο του αερολιμένος του. Ένα αεροπλάνο πετάει δίπλα μας, σηκώνεται, και μας φθάνει, μας πλησιάζει τόσο που θα ακουμπούσαν τα φτερά μας με τα δικά του, είνε ο αγαπητός μας Κοστ, γνωριμία προσφιλής του Τατοΐου, αφίνει το τιμόνι και μας χειροκροτεί. Από κάτω μας κάνουν σήματα κινδύνου, κόκκινα, μπλε, άσπρα, πράσινα, να προσέξουμε για την προσγείωση. Υποδοχή τρελλή του εξάλλου Ελληνισμού και παράταξις των γαλλικών συνταγμάτων που τα χάνουμε κυριολεκτικώς. Ο Κοστ προσγειωθείς ορμά και σηκώνει τον κ. διοικητή στα χέρια του. Από τους πρώτους να και ο Ραμπατέλ, ο αεροπόρος που έκαμε το ταξείδι της Τεχεράνης. Ο ίδιος μας είχε προπέμψη στο Τατόι όταν εφεύγαμε και ήλθε εδώ, να μας προφθάση, σιδηροδρομικώς. Είχαμε μαζί μας και πολιτικά ρούχα, και τα εβάλαμε για να μην είμαστε θέαμα στο Παρίσι, με τις στρατιωτικές μας στολές. Αλλά, τι κουστούμια ήταν αυτά. Τσαλακωμένα χάλια, κι’ έτσι εβγήκαμε στα βουλεβάρτα σαν μούτσοι του καραβιού…
Παρασκευή 29 Ιουνίου. – Ο πρεσβευτής μας κ. Πολίτης μας έβαλε την ιδέα να μετάσχωμε του διαγωνισμού για το κύπελλο της λογίας πριγκηπίσσης Μπιμπέσκο. Αλλά, τώρα, την τελευταία στιγμή μαθαίνουμε ότι το έπαθλον είνε μόνον μεταξύ Γαλλίας και Ρουμανίας. Έχουμε όμως πλέον επιβή. Μετά 10 ώρ. και 55 λ. φθάνουμε στο Βουκουρέστι περνώντες Άλπεις, Μόναχο, Βιέννη, Βελιγράδι κλπ.Ο ρουμανικός Τύπος γράφει, ότι κατερρίψαμε το ρεκόρ και ουσιαστικώς μας ανήκει το κύπελλον.
Κυριακή 2 Ιουλίου 1928.– Απογείωσις. Ένα παιχνιδάκι το δρασκέλισμα της Βαλκανικής. Το μεσημέρι στη Θεσσαλονίκη, μικρός σταθμός για να συμπέσουμε στην ώρα που μας είπαν και να μην ταλαιπωρήσουμε τους Αθηναίου σε πολύωρη αναμονή. Έχουμε κάμη 12.800 χιλιόμετρα εντός 75 ωρών και 35 λεπτών. Καθώς αντικρύζουμε την Πάρνηθα, η καρδιά μας χτυπάει πολύ δυνατά. Το θέαμα του τόσου κόσμου μας ζαλίζει και προσγειούμενοι πέφτουμε στην αγκάλη του πλήθους, χωρίς να ακούμε και να βλέπουμε καθαρά το χαλασμό του λαϊκού συναγερμού. Τίποτα από την υπεροψία του θριάμβου. Πιο γλυκειά είνε η απλή συναίσθησις ενός ωραίου καθήκοντος…