Η πρωτοτυπία του ελληνικού συστήματος ήταν ότι με την έναρξη λειτουργίας του, το 1934, το ΙΚΑ είχε –όπως όλοι γνώριζαν– ετήσιο έλλειμμα 177,5 εκατ. δραχμές! Αυτό συνέβαινε επειδή η δεξιά κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη θέλησε να «ελαφρύνει» από εισφορές τους εργοδότες και προχώρησε σε μείωσή τους σε σχέση με τον αρχικό νόμο περί κοινωνικής ασφάλισης!
Ο πρώτος νόμος θεσμοθετήθηκε, ύστερα από πολλές κοινωνικές διεργασίες, το 1932, από την τελευταία κυβέρνηση Ελευθερίου Βενιζέλου. Ηταν ο νόμος 5733/1932, που ψηφίστηκε μόνο από τους «βενιζελικούς» βουλευτές καθώς η δεξιά, φιλοβασιλική αντιπολίτευση απείχε.
Λίγους μήνες αργότερα, η κυβέρνηση Π. Τσαλδάρη, στο πλαίσιο της φρενήρους αντιπαλότητας με τη «βενιζελική» παράταξη, ανέστειλε την εφαρμογή του νόμου και προετοίμασε ένα άλλο νομοσχέδιο, βασισμένο στο προηγούμενο.
Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε το καλοκαίρι του 1934, με αποχή αυτή τη φορά των «βενιζελικών». Είναι ο νόμος 6298/1934, βάσει του οποίου δημιουργήθηκε, τελικά, το ΙΚΑ και συγκροτήθηκε το πρώτο Διοικητικό Συμβούλιο με πρόεδρο, για την περίοδο 1934-1935, τον μετέπειτα πρωθυπουργό Παναγιώτη Κανελλόπουλο.
Την 1η Δεκεμβρίου 1937 ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς εξέδωσε ορισμένους εφαρμοστικούς νόμους και εγκαινίασε τα δύο πρώτα υποκαταστήματα του ΙΚΑ σε Αθήνα και Πειραιά. Η προπαγάνδα του καθεστώτος εμφάνισε ότι «εγένετο έναρξις σήμερον της λειτουργίας του θεσμού των Κοινωνικών Ασφαλίσεων» και επικράτησε η λανθασμένη αντίληψη ότι «ο Μεταξάς δημιούργησε το ΙΚΑ».
Στην ουσία, η δικτατορία Μεταξά απέκλεισε, ικανοποιώντας αιτήματα εργοδοτών, από τη κοινωνική ασφάλιση εργαζόμενους μικρών επιχειρήσεων, με προσωπικό λιγότερο από πέντε άτομα, και «εγκαινίασε» την αρπαγή των αποθεματικών του ΙΚΑ, παίρνοντας χρήματα για τον περίφημο έρανο της Πολεμικής Αεροπορίας…
Για την Ιστορία να πούμε ότι το πρώτο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης θεσπίστηκε τη δεκαετία του 1880 στη Γερμανία, σε μια προσπάθεια του καγκελάριου Βίσμαρκ να περιορίσει τη διαρκώς αυξανόμενη επιρροή του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος.
Ο πρώτος νόμος θεσπίστηκε το 1883 και καθιστούσε υποχρεωτική την ασφάλιση ασθενείας. Ακολούθησαν οι νόμοι για την ασφάλιση των ατυχημάτων (1884) και αναπηρίας-γήρατος (1889).
Το σύστημα της Γερμανίας ακολούθησε το 1887 η Αυστρία, ενώ στις 2 Απριλίου 1891 η Δανία θέσπισε σύνταξη «διά πάντας τους πενόμενους γέροντας».
Μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και καθώς είχε επικρατήσει η Σοβιετική Επανάσταση, δημιουργώντας νέους φόβους στα αστικά, καπιταλιστικά καθεστώτα, άρχισαν το ένα κράτος μετά το άλλο (Ελβετία, Βέλγιο, Ιαπωνία, ΗΠΑ κ.ά.) να θεσμοθετούν συστήματα κοινωνικών ασφαλίσεων και να παίρνουν μέτρα προστασίας της εργασίας (καθιέρωση 8ώρου, απαγόρευση παιδικής εργασίας κ.ά.).
Στην Ελλάδα, λόγω των εργοδοτικών αντιδράσεων, ο θεσμός της κοινωνικής ασφάλισης καθυστέρησε.
Πάντως, λίγο πριν από τη Μικρασιατική Καταστροφή, η κυβέρνηση Δ. Γούναρη θεσμοθέτησε έναν νόμο (2868/20.7.1922) βάσει του οποίου άρχισαν να δημιουργούνται κλαδικά επαγγελματικά ταμεία. Βασικό στοιχείο ήταν ότι η δημιουργία του κάθε ταμείου εξαρτάτο από τη θέληση του εργοδότη ή των εργοδοτών του κλάδου.
Το 1934 λειτουργούσαν 60 κλαδικά ταμεία με περίπου 140.000 ασφαλισμένους. Ωστόσο, περίπου 230.000 εργαζόμενοι παρέμεναν ανασφάλιστοι.
Γι’ αυτό, τα εργατικά σωματεία διεκδικούσαν τη θεσμοθέτηση ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης για όλους, αίτημα που από το 1926 υιοθέτησε και η ΓΣΕΕ.
Η εργατική πίεση αλλά και η παρέμβαση του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας οδήγησαν τον Ελευθέριο Βενιζέλο να εξαγγείλει τον Μάρτιο του 1930, από τη Θεσσαλονίκη, τη δημιουργία συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Στις συζητήσεις για τα δύο νομοσχέδια, Βενιζέλου (1932) και Τσαλδάρη (1934) στη Βουλή και στη Γερουσία, αναδείχτηκαν: α) η αρνητική στάση των βιομηχάνων απέναντι στον θεσμό, με αποκορύφωμα την αγόρευση (10 και 11.7.1934) του συνιδιοκτήτη της τσιμεντοβιομηχανίας «Τιτάν», Κανέλλου Κανελλόπουλου, βουλευτή του Λαϊκού Κόμματος του Π. Τσαλδάρη, β) η συντονισμένη προσπάθεια βουλευτών, που συνοδεύτηκε από κινητοποιήσεις, για να εξασφαλιστεί η αυτονομία των κλαδικών ταμείων, γ) η εξαίρεση από την κοινωνική ασφάλιση αγροτών και κτηνοτρόφων και δ) οι επιφυλάξεις για τη βιωσιμότητα του θεσμού.
Να σημειώσουμε ότι οι επιφυλάξεις αυξάνονταν, δικαιολογημένα, καθώς για να ικανοποιηθούν οι εργοδότες η κυβέρνηση Τσαλδάρη προέβλεψε χαμηλότερες εισφορές προς το ΙΚΑ απ’ ό,τι προέβλεπε ο νόμος του Βενιζέλου.
Οπως είχε γράψει ο «Ριζοσπάστης» (φ. 4.7.1934), η κυβέρνηση Τσαλδάρη είχε υιοθετήσει και άλλα εργοδοτικά αιτήματα, όπως ήταν να μη χορηγούνται επιδόματα ασθενείας και θηλάσεως, που προβλέπονταν από τον πρώτο νόμο. Τελικά, μπροστά στις αντιδράσεις βουλευτών της, υπαναχώρησε για το επίδομα ασθένειας, μειώνοντάς το ωστόσο σε σχέση τον νόμο του Βενιζέλου.
Στα κοινά στοιχεία των δύο νόμων ήταν α) η άρνηση να προβλεφθεί επίδομα ανεργίας και β) η μη οικονομική συμμετοχή του κράτους στις κοινωνικές ασφαλίσεις, όπως ζητούσε και η Ενωση Ανωνύμων Εταιρειών, ο πρόδρομος του ΣΕΒ.
Για το τελευταίο, το επιχείρημα που ακούστηκε ήταν το ίδιο με αυτό που λέγεται και σήμερα όταν η κυβέρνηση αρνείται να ικανοποιήσει κάποιο αίτημα: «τα οικονομικά του κράτους δεν αντέχουν…».